Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 4) - Η γιορτή της κολοκύθας

Η κυρία Ναταλί κατάκοπη, είχε αρχίσει να ανησυχεί για ακόμη μία φορά για τον άνδρα της. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ανέκαθεν ένα αίνιγμα. Η ίδια ήταν μία γυναίκα που ποτέ της δεν είχε σπουδάσει και είχε περάσει όλη της τη ζωή στο σπίτι δίπλα στη μητέρα της, η οποία της έλεγε πως το μόνο πράγμα που έπρεπε να κάνει, αν ήθελε να προκόψει, ήταν να μάθει να μαγειρεύει καλά. Μετά το σχολείο λοιπόν, συνόδευε τη μητέρα της σε όλο το πρόγραμμα μαγειρικής του σπιτιού, από γλυκά έως αλμυρά. Αντιθέτως ο Ναπολεόν είχε σπουδάσει σε σχολή μαγειρικής εκτός του χωριού, για την ακρίβεια στην πρωτεύουσα, έχοντας στα χέρια του πολύ δυνατά χαρτιά, προκειμένου να ανοίξει έναν δικό του, ποιοτικό φούρνο και τελικά να αφήσει ιστορία. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, ενώ ένωσαν τις δυνάμεις τους και αποφάσισαν να τρέξουν την μικρή επιχείρηση μαζί.

Ωστόσο, υπήρχε κάτι στον Ναπολεόν που ήταν παράξενο. Η Ναταλί είχε δεχτεί πως ο άνδρας της υπνοβατούσε και αρκετά βράδια έβγαινε να τον ψάξει στην αυλή, καθώς όταν γυρνούσε, αρκετές φορές είχε επάνω του χώματα. Με τα χρόνια όμως, το δέχτηκε σαν κομμάτι της καθημερινότητάς του. Σήμερα εκείνος είχε αργήσει να φανεί, λέγοντας πως θα πήγαινε να δει την οικογένειά του, τους γέρους γονείς του που έμεναν λίγο έξω από το Λουρμαρέν, απομονωμένοι στον κάμπο. Ιδρωμένος και ελαφρώς βρεγμένος, μπήκε στο μαγαζί και η Ναταλί τον κοίταξε πλαγίως.

«Πού στο καλό ήσουν επιτέλους; Έφαγα τους τόπους, γινόταν χαμός εξαιτίας της γιορτής που έρχεται και εσύ δεν απαντούσες ούτε καν στα τηλέφωνα» γαύγισε εκείνη και ο Ναπολεόν, έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη.

«Αφού με ξέρεις πως δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία» της απάντησε τρυφερά και εκείνη πρόσεξε την ύπαρξη χώματος για ακόμη μία φορά στα ρούχα του.

«Ήθελα να ήξερα πού στο καλό κυλιέσαι σαν το γουρούνι! Πάλι είσαι γεμάτος χώματα!» βρυχήθηκε.

«Βοηθούσα την μητέρα μου στον κήπο αγάπη μου» πάλεψε να την ηρεμήσει, όταν είδαν τον Πιέρ να περπατά με δυσκολία και να περνά έξω ακριβώς από την πόρτα του μαγαζιού τους με το κεφάλι σκυφτό. Του Ναπολεόν τα μάτια γυάλισαν και ένα μειδίαμα απόκοσμο, αυλάκωσε το πρόσωπό του.

Αμέσως έτρεξαν έξω φωνάζοντάς τον.

«Κύριε Πιέρ!Είστε καλά; Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε πρώτη η Ναταλί με τον ίδιο να θέλει να συνεχίσει την πορεία του, δίχως να κάνει στάση. Τελικά, κοντοστάθηκε για λίγο κοιτάζοντάς τους βλοσυρά.

«Το φάντασμά σας από ότι φαίνεται, νίκησε. Με πέταξε έξω» τους είπε και εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Αχ, ήμασταν σίγουροι πως ο εφιάλτης θα αναβίωνε. Ούτε μία ημέρα γιορτής δεν μπορούμε να χαρούμε οι καταραμένοι» έσκουξε η Ναταλί και ο Πιέρ κάγχασε.

«Καλά, αλήθεια με δουλεύετε μήπως;» τους πέταξε και εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν ξανά μπερδεμένοι. «Δεν υπάρχει κανένα φάντασμα που να πάρει! Είναι άνθρωπος κανονικός! Ζει και έχει σάρκα και οστά και δυστυχώς ένα βαρύ χέρι. Εκείνος με σακάτεψε! Ο Σατανάς! Σας ξεγέλασε όλους και αυτό οφείλω να του το αναγνωρίσω» τελείωσε και η Ναταλί αισθάνθηκε μία τάση λιποθυμίας. Ο Ναπολεόν έτρεξε ευθύς αμέσως να της φέρει μία καρέκλα, παγωμένος και πάλλευκος εξαιτίας του σοκ.

«Αγόρι μου, αυτό που λες δεν γίνεται. Το σπίτι κάηκε ολοσχερώς. Δε έμεινε τίποτε όρθιο. Το έψαξαν οι αρχές! Δεν γίνεται να έχει επιζήσει» ξεκίνησε.

«Και όμως. Δεν ξέρω ούτε και εγώ ειλικρινά πώς επέζησε, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι ταχυδακτυλουργός, είναι μαέστρος και αλαφροπάτητος σαν φάντασμα. Ωστόσο, είναι άνθρωπος και έχω ορκιστεί πως θα τον βγάλω από τη μέση» τελείωσε με τις δύο τελευταίες κουβέντες του να βγαίνουν σαν απόηχος των βαθυτέρων σκέψεών του.

Τότε τα μάτια του Ναπολεόν στένεψαν. Είχε βρει τον τέλειο σύμμαχο σε μία μάχη με έναν θνητό και όχι με ένα εξαγριωμένο πνεύμα. Ο Φιλίπ, ό,τι και να ήταν, είχε τον τίτλο του δίκαιου τιμωρού και αυτό ο Ναπολεόν το γνώριζε και μάλιστα πολύ καλά. Κυνηγούσε τα κακοποιά στοιχεία και εκδικούταν τους πάντες για την συμπεριφορά τους, εκτός από την Ζακελίν. Αχ, την κοπέλα με τις πλούσιες καμπύλες και το ζουμερό, νεανικό κορμί, σχεδόν αψεγάδιαστο. Χρόνια την κυνηγούσε σαν λυσσασμένη ύαινα, αλλά ποτέ του δεν τα είχε καταφέρει. Ήταν αυτός ο αναθεματισμένος ο Φιλίπ στην μέση που του χάλαγε τα σχέδια. Ωστόσο, αυτός ο απαίσιος μύθος γύρω από το πρόσωπό του που είχε εξαγριώσει τους χωριανούς, τον βόλευε. Είχε άλλοθι σε κάθε του προσπάθεια ενάντια στον μάγο-βιαστή, που μόνο στην σκέψη του, όλοι ανατρίχιαζαν. Αυτή η σκιερή φιγούρα, η παραμορφωμένη, τα είχε καταφέρει τελικά και τους είχε μετατρέψει όλους σε μαριονέτες. Αλλά ως εδώ. Θα αναλάμβαναν δράση.

«Πρέπει να μαζέψουμε το χωριό και να τους πούμε την αλήθεια. Θα πραγματοποιηθεί μία δεύτερη καύση μαγισσών κατά πώς φαίνεται όπως στον Μεσαίωνα. Είναι ένας και είμαστε πολλοί. Η κοπέλα σου όμως, τι απέγινε;» τον ρώτησε και τον είδε να δυσκολεύεται να απαντήσει.

«Έμεινε πίσω, αλλά αυτό είναι δικό της δικαίωμα. Όταν το σπίτι θα είναι άδειο και η Ελοντί στη δουλειά, θα κάνουμε έφοδο και θα τον καταστρέψουμε. Ούτε στα χαρτιά αυτού του κόσμου δεν πρέπει να υπάρχει. Οι γονείς του τον πέταξαν και καλά έκαναν δηλαδή οι άνθρωποι» είπε ο Πιέρ.

«Ω, ναι και εγώ το θυμάμαι και ας ήμουν πολύ νέος. Έφυγαν νύχτα από δω σαν τους κλέφτες» τελείωσε, ωστόσο πίσω ακριβώς από το μαγαζί, ο Ντεάν είχε ακούσει ολόκληρη τη συζήτηση. Στην καρδιά του είχε αποτυπωθεί η λέξη ΄΄Πέταξαν΄΄. Για λίγο μαζεύτηκε φέρνοντας στο μυαλό του και τα λόγια της Ζακελίν. ΄΄Σε κανένα πλάσμα δεν άξιζε να το πετάξουν σαν σκουπίδι, πόσο μάλλον στον αδερφό του΄΄. Θα αναζητούσε τελικά μονάχος του την άκρη του νήματος, δίχως καμία βοήθεια.



Υπήρχε μία γωνιά του σπιτιού που παρέμενε ξεχασμένη από τα χρόνια. Ήταν ίσως το μοναδικό σημείο που είχε γλιτώσει από τις λαίμαργες γλώσσες της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει εκείνο το φρικτό βράδυ. Πλέον έμοιαζε περισσότερο με μικρό αποθηκάκι, όπου ο Φιλίπ είχε φυλάξει μερικά αντικείμενα. Ένα από αυτά ήταν ένα μικρό μπαλάκι του τένις, βρώμικο και μισοκαμένο, όπως επίσης και ένα τετράδιο του οποίου οι σελίδες παρέμεναν κολλημένες μεταξύ τους χρόνια τώρα. Ο ίδιος δεν έβρισκε κανένα απολύτως νόημα, ούτε λόγο ύπαρξής τους. Εξάλλου τόσα χρόνια τα είχε απλά εναποθέσει εκεί, στον μικρό υπόγειο χώρο και δεν είχε γυρίσει να τα κοιτάξει δεύτερη φορά, σαν να τα φοβόταν. Σαν να πίστευε πως ήταν τα ίδια μία παράξενη χρονομηχανή που αν τα άγγιζε, θα τον οδηγούσαν πίσω, στο παρελθόν και στην καθημερινότητα εκείνων των άσχημων χρόνων.

Ωστόσο, για κάποιον παράξενο λόγο, κάτι τον έτρωγε έντονα για πρώτη φορά στη ζωή του, κάνοντας τα χέρια του να οδηγηθούν σε αυτά τα διασωθέντα από την φωτιά αντικείμενα.Τρέμοντας, πήρε πρώτα το βρώμικο μπαλάκι και το κοίταξε μερικές φορές. Θυμόταν ολοκάθαρα, πως το είχε εντοπίσει τυχαία στην αυλή ενός παιδιού ένα απόγευμα, για την ακρίβεια την ώρα που σουρούπωνε. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε πολλά παιχνίδια, η γιαγιά του δεν του αγόραζε, εκτός από έναν χρόνο που ήταν Χριστούγεννα και είχε αναγκαστεί να του φέρει το δώρο που είχε αγοράσει για εκείνον ο Πατέρας Αυγουστίνος, ο οποίος για να σιγουρευτεί πως θα έφτανε στα χέρια του μικρού και άρα στον τελικό προορισμό του, είχε συνοδεύσει ο ίδιος την γιαγιά του μέχρι το σπίτι, ώστε να εξασφαλίσει την παράδοσή του. Επομένως, τα μόνα δώρα ήταν ένα αυτοκίνητο, δώρο του ιερέα, το οποίο κάηκε στην φωτιά και αυτό το τόπι του τένις, το οποίο θεωρήθηκε μάλλον άχρηστο από τον ιδιοκτήτη του και έτσι βρέθηκε πεταμένο στην αυλή.

Για ώρες ολόκληρες το κοιτούσε, προσπαθώντας πότε πότε να το πετάξει στον τοίχο και έπειτα να το πιάσει, παλεύοντας να καταστήσει τον εαυτό του λίγο πιο φυσιολογικό και ανθρώπινο στα μάτια της Ελοντί. Σκεφτόταν τα λόγια της, πως έπρεπε να ανέβει κάποια στιγμή επάνω στο σπίτι και να διεκδικήσει την θέση του στον κόσμο, την οποία είχε ολοφάνερα και άδικα στερηθεί. Για εκείνον όμως, ένα τέτοιο σενάριο φάνταζε αν όχι αδύνατον, τότε σίγουρα τρομερά δύσκολο και ψυχοφθόρο. Ακόμη και το βήμα που έκανε να την πλησιάσει, φανερώνοντας τα συναισθήματά του και κάνοντας μία γρήγορη κίνηση να την φιλήσει, τώρα του φαινόταν παράτολμο και πρωτόγονο. Από πού είχε αντλήσει το θάρρος και τι στο καλό σκεφτόταν; Πώς θα ζούσαν μαζί αυτοί οι δύο και το κυριότερο, τι είδους ζωή θα έκανε αυτή η κοπέλα μαζί του; Γιατί της είχε δώσει υποσχέσεις που αδυνατούσε να κρατήσει; Ναι, ήθελε να την δει ευτυχισμένη και ειλικρινά θα έκανε τα πάντα γι'αυτό. Ωστόσο μαζί του, αυτή η ευτυχία θα είχε μία προσωρινότητα.

Στην αρχή, θα ήταν όλα υπέροχα, ωστόσο μελλοντικά μαύρα σύννεφα θα τους σκέπαζαν και το ήξερε. Δεν θα μπορούσαν να έχουν φυσιολογικές στιγμές όπως όλα τα ζευγάρια. Ο ίδιος, ονειρευόταν στα σίγουρα να κάνουν βόλτες αγκαλιά, ακόμη και μέρα μεσημέρι στα ατελείωτα πάρκα, κάθε εποχή, καθώς η ομορφιά της φύσης στην επαρχία δεν γνώριζε όρια και εποχές. Το κάθε της κοστούμι ανάλογα με την στιγμή του χρόνου, άλλαζε φαντάζοντας μοναδικό. Ονειρευόταν επίσης να ταξίδευαν μαζί γνωρίζοντας τον κόσμο, ή τελοσπάντων να έπιναν ένα ζεστό ρόφημα σε κάποιο γραφικό καφέ, κοντά στον Πύργο του Άιφελ. Για εκείνον ωστόσο, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Η Ελοντί, εκτός από εσωτερική ομορφιά, είχε και εξωτερική. Ο κόσμος θα την κοιτούσε πάντοτε παράξενα, με αυτό το αφόρητο βλέμμα που ακροβατούσε ανάμεσα στην λύπηση και το ξάφνιασμα. Θα σιγοψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της, πως καταδικάστηκε δίπλα σε ένα τέρας, εκείνη η λυγερόκορμη και όμορφη σαν Νύμφη κοπέλα. Όχι. Αν την αγαπούσε πραγματικά, έπρεπε να πάψει να βάζει το εγώ του μπροστά. Καθώς ήξερε πως η Ελοντί δεν θα δεχόταν μία τέτοια εξήγηση, έπρεπε να της πει ψέματα και ας τον μισούσε. Μελλοντικά θα την προστάτευε από μία μίζερη ζωή.

Σηκώθηκε ανόρεχτα και κατευθύνθηκε στον διάδρομο που οδηγούσε προς την πιο κοντινή έξοδο στο κυρίως σπίτι. Κάπου εκεί κοντοστάθηκε, καθώς άκουσε το τραγούδι της που είχε πλημμυρίσει τον χώρο. Η ανάσα του έγινε πιο κοφτή και ένας λυγμός εγκατέλειψε τα πνευμόνια του για να παλέψει να βγει. Στην προσπάθειά του να τον πνίξει, δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τα δάκρυα που κύλησαν αβίαστα από τα μάτια του. Με το ένα του χέρι, πάλεψε να τα σκουπίσει, όταν κατάλαβε πως στεκόταν μπροστά από έναν καθρέπτη. Τότε διαπίστωσε πως στην κίνηση να σκουπίσει τα δάκρυά του, το ένα του χέρι ερχόταν σε επαφή με κανονικό δέρμα, ενώ το άλλο με μία παραμορφωμένη πέτσα. Γιατί ο Θεός δεν τον έπαιρνε στον Παράδεισο; Τι είδους νόημα είχε η δυστυχισμένη του ύπαρξη; Με όλες αυτές τις σκέψεις να κάνουν τον θυμό μέσα του να κοχλάζει, πέταξε το τετράδιο που βαστούσε με φόρα στον τοίχο. Εκείνο προσγειώθηκε με έναν γδούπο ανοίγοντας στα δύο για πρώτη φορά και ελευθερώνοντας ένα χαρτί. Ο Φιλίπ βαριανασαίνοντας το πλησίασε και το σήκωσε αργά από το πάτωμα κοιτάζοντάς το με προσοχή και στενεύοντας τα μάτια του.

Ήταν μία φωτογραφία τόσο βρώμικη που αδυνατούσες να διακρίνεις τον εικονιζόμενο. Με αγωνία την πήρε και άνοιξε μία μικρή βρυσούλα που είχε φτιάξει και η οποία στην ουσία υπολειτουργούσε. Με προσοχή απόλυτη και ευλάβεια, έβρεξε ένα πανί βρώμικο και ξεκίνησε να ξεπλένει την εικόνα, μέχρι που του φανερώθηκε το πρόσωπο ενός αγοριού και από πίσω μία ημερομηνία με καλλιτεχνικά γράμματα. Ο Φιλίπ κοίταξε τα συγκεκριμένα γράμματα πολύ προσεκτικά, αναγνωρίζοντας με σχετική ευκολία τον γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς του, η οποία συχνά έγραφε πράγματα σε ένα τετράδιο προσπαθώντας να απασχοληθεί τις στιγμές που δεν μαγείρευε. Κατόπιν, κοίταξε προσεκτικά το αγόρι της φωτογραφίας και κάλυψε το μισό του πρόσωπο με το χέρι του. Για λίγο τρόμαξε και πισωπάτησε, καθώς αν εξαιρούσες το γεγονός πως η φυσιολογική εμφάνιση απλωνόταν σε όλο του το πρόσωπο, το αγόρι του έμοιαζε τρομερά, όταν ήταν και εκείνος στην ίδια ηλικία. Από πίσω, ήταν γραμμένη η τοποθεσία ΄΄Σαλόν Ντε Προβάνς΄΄ όπου πιθανότατα και είχε τραβηχτεί η συγκεκριμένη φωτογραφία.

Ο Φιλίπ γνώριζε πως το συγκεκριμένο μέρος δεν ήταν καθόλου μακριά από το Λουρμαρέν. Ωστόσο, ποιο ήταν εκείνο το αγόρι που τυχαία του έμοιαζε τόσο πολύ;

Ιφιγένεια Μπακογιάννη