Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 58: Η Ώρα του Αποχωρισμού)

Εκτός από τους όσους ξέφυγαν, υπήρχαν και είκοσι περίπου ακόμη άτομα, που φρόντιζαν τα τραύματα των κρατούμενων. Ο Βαγγέλης εξήγησε στα δύο αγόρια πως αυτοί ήταν οι υπόλοιποι σύντροφοί τους, οι οποίοι έμειναν πίσω σε περίπτωση που πήγαινε στραβά το σχέδιο εισβολής στο κάστρο, κάτι που ήταν και το αναμενόμενο.

«Θα πάμε σε ένα κρησφύγετο, όπου θα μπορέσουμε να θεραπεύσουμε τους κρατούμενους του Αζαρέρ. Καλύτερα να ταξιδέψουμε τώρα που είναι βράδυ και θα είναι λιγότερες οι πιθανότητες να μας εντοπίσουν. Ετοιμαστείτε κι εσείς» τους είπε στο τέλος.

«Δε μπορούμε να έρθουμε μαζί σας» αρνήθηκε τότε ο Μιχάλης, «έχουμε κάπου αλλού να πάμε»

«Αλήθεια;» έκανε ο Βαγγέλης, «Βιάζεστε για εκεί;».

«Ναι, πρέπει να πάμε το συντομότερο δυνατό»

«Δεκτό»

«Ο φίλος σας όμως καλύτερα να μείνει μαζί μας» παρενέβη τότε η Ειρήνη, «αυτά τα τραύματα που έχει με ανησυχούν. Καλύτερα να τα ψάξω πιο αναλυτικά».

Από το ύφος της και μόνο ήταν εμφανές πως δε θα δεχόταν αντιρρήσεις.

«Μπορώ να του μιλήσω λίγο;» ζήτησε τότε ο Μιχάλης.

Εκείνη του έκανε νόημα να πάει, κοιτώντας μετά προς εκείνο το μέρος.

Ο Μιχάλης έφυγε από εκεί και πήγε προς τον Δημήτρη που καθόταν μόνος του εκείνη τη στιγμή. Ο Δημήτρης τον κατάλαβε λίγο πριν φτάσει και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

«Τι γίνεται;» ρώτησε, «Πώς βρέθηκες εσύ στη Ζερκαλία;»

«Είναι μεγάλη ιστορία αυτό». Του εξήγησε πολύ περιληπτικά τι είχε συμβεί στην αρχή.

Όση ώρα του μιλούσε, διαπίστωσε πως το αγόρι δεν ήταν καλά. Ίσως κάτι να του είχε κάνει ο Αζαρέρ. Τον άγγιξε φιλικά στον ώμο στο τέλος και του είπε πως θα έμενε με εκείνους για να τον βοηθήσουν. Αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, ας τον άφηνε στην Ειρήνη, που φαινόταν να ξέρει αρκετά πάνω σε αυτόν τον τομέα.

Γύρισε μετά πίσω, αναφέροντας στην Ειρήνη πως συμφωνούσε με την απόφασή της. Εκείνη τους αποχαιρέτησε τότε, με τον Βαγγέλη και τη Θάλεια να μένουν να τους χαιρετήσουν και αυτοί.

«Όσα περάσαμε και οι εντυπωσιακές ικανότητές σας θα μείνουν μεταξύ μας» τους διαβεβαίωσε ο Βαγγέλης στο τέλος.

Μετά τον αποχαιρέτησαν, καθώς εκείνος έπρεπε να φύγει με τους υπόλοιπους.

«Ελπίζω να τα ξαναπούμε» τους είπε η Θάλεια.

«Ποτέ δεν ξέρεις» αποκρίθηκε ο Νίκος.

Η ομάδα δεν άργησε να ξεκινήσει, με τον Μιχάλη να χαιρετάει τελευταίο τον ακόμη απορημένο Δημήτρη. Εκείνος φυσικά ήταν ήδη μάγος και θα ήξερε πως να γυρίσει πίσω, αν ήθελε. Ο Μιχάλης είχε καταφέρει αυτό που χρειαζόταν να κάνει ο ίδιος. Του έφυγε αυτό το βάρος και ήταν ώρα να σκεφτεί τι θα έκανε ο ίδιος.

Αποφάσισαν μετά να απομακρυνθούν λίγο και μετά να κοιμηθούν, σε ένα σημείο μέσα στο μικρό δάσος εκεί, μιας και είχαν κουραστεί αρκετά από όλη αυτή την περιπέτεια.

Το επόμενο πρωί ο Μιχάλης ξύπνησε νωρίς, ξεκούραστος πια. Δημιούργησε τρεχούμενο νερό, όπου μπόρεσαν να πλυθούν, χρησιμοποιώντας το σαπούνι που τους είχε δώσει η Λέντα. Ήθελε να βγάλει από πάνω του τη μυρωδιά του κάστρου.

«Ας ξεκινήσουμε» είπε στον Νίκο μετά.

Εκείνος στάθηκε ακίνητος, χωρίς να πει τίποτα για λίγο.

«Δε θα έρθω μαζί σου, στο Σέκαρ» δήλωσε στη συνέχεια.

«Τι;» έκανε ο Μιχάλης, «για ποιο λόγο;»

«Θα πάω να βρω τη Μαρία»

«Μα δε θα πάμε μαζί όταν φύγουμε από τον Σέκαρ; Μπορεί να μας βοηθήσει και εκείνος»

«Μπα, δε χρειάζεται. Ξέρω που είναι»

«Ξέρεις; Πώς το ξέρεις;»

«Το έμαθα από έναν κρατούμενο στο κάστρο» απάντησε εκείνος, «παραμιλούσε στον ύπνο του για κάποια που κρατάνε οι Σκιές και όταν ξύπνησε τον ρώτησα και μου είπε πως αυτή είναι από το Ελέστερ και την έπιασαν μαζί με άλλους από εκεί αυτοί. Από ότι κατάλαβα και από την τελευταία φορά που μίλησα με τη Μαρία, είναι αιχμάλωτη και εκείνη, άρα είναι εκεί. Είμαι σίγουρος»

Ο Μιχάλης είχε μείνει να τον κοιτάζει παραξενεμένος, μην μπορώντας να πιστέψει αρχικά όσα έλεγε. Είχαν μεν λογική όσα έλεγε, αλλά η πηγή δεν ήταν και πολύ αξιόπιστη.

«Τι είναι οι Σκιές;» ρώτησε μετά.

«Έτσι λέγονται όσοι ανήκουν στο στενό κύκλο του Μαύρου Ηγέτη. Εκείνοι πρέπει να βρήκαν το χωριό και να έπιασαν μετά όσους ξέφυγαν ή μερικούς από αυτούς έστω» του εξήγησε εκείνος, ενώ σήκωσε το σακίδιό του και το φόρεσε στον ώμο του.

«Εντάξει τότε» είπε, «ας πάμε μαζί και θα πάμε μετά στον Σέκαρ»

«Όχι» αρνήθηκε κοφτά εκείνος, «θα πάω μόνος μου. Εσύ πρέπει να πας την περγαμηνή στο Σέκαρ. Είναι ανάγκη να την πας, από ότι κατάλαβα, και ήδη έχεις αργήσει. Δε σε παίρνει να χάσεις και άλλο χρόνο»

«Και να σε αφήσω μόνο σου;»

Ο Νίκος τον κοίταξε με σοβαρό βλέμμα. «Πρέπει να βιαστείς. Αλλά εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θέλω να πάω να τη βρω και ίσως είναι καλύτερα να το κάνω μόνος μου»

Πήγε να φέρει αντίρρηση, αλλά το ξανασκέφτηκε. Ο Νίκος είχε δίκιο, είχε ήδη αργήσει πολύ να πάει την περγαμηνή στο Σέκαρ και δεν μπορούσε να καθυστερήσει και άλλο. Φαινόταν και πολύ αποφασισμένος.

Ο Νίκος αναστέναξε. «Αυτό ήταν» είπε, «οι αποστολές μας τελείωσαν και ήρθε η ώρα να χωριστούμε»

Του έδειξε μετά προς τα πού ήταν το Σέριο, το χωριό όπου βρισκόταν ο Σέκαρ. «Πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να βρεθούμε ξανά. Έχουμε και άλλες δουλειές να κάνουμε» πρόσθεσε στο τέλος.

Ο Μιχάλης μπορούσε να καταλάβει ότι ο Νίκος δεν ήθελε να φτιάξουν κάποιον τρόπο επικοινωνίας, σαν το δαχτυλίδι. Μάλλον προτιμούσε να είναι αδύνατο να εντοπιστεί.

«Θα τα ξαναπούμε, αδερφέ» δήλωσε στο τέλος.

«Σίγουρα» του είπε και ο Μιχάλης, μένοντας μετά να τον κοιτάζει να απομακρύνεται στο μονοπάτι που υπήρχε έξω από το δάσος, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό που χωριζόταν με τον φίλο του.

Είχε μείνει για άλλη μία φορά μόνος του, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν πίστευε πως ο Νίκος είχε πεθάνει. Χαμογέλασε πάντως στη θύμηση όλων όσων είχε περάσει σε αυτούς τους μήνες που βρισκόταν στη χώρα, αποκτώντας μία πολύ έντονη ζωή. Μπορεί να είχε χάσει τους δικούς του ανθρώπους, αλλά η καθημερινότητά του είχε πια πολύ ενδιαφέρον, μια ελάχιστη ανταμοιβή φυσικά. Ήλπιζε όμως πως θα επέστρεφε κάποτε στο σπίτι του. Αν και του άρεσε η Ζερκαλία, ίσως και να προτιμούσε να ζήσει εκεί. Ποιος ξέρει;

Ξεκίνησε για το χωριό που βρισκόταν ο Σέκαρ, χαμογελαστός και έτοιμος για τις νέες περιπέτειες που θα είχε και όσα ακόμη θα ζούσε σε εκείνη τη χώρα…

Παναγιώτης Βάβαλος