Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 2)

«Πατέρα, επέρα έναν τρανόν απόφασην» είπε στον πάππο Σάββα ο Οδυσσέας μια μέρα, λίγο αφότου είχαν συλλάβει τον γιο και τον ανιψιό του και ο γέροντας είχε τρέξει αδίκως στη χωροφυλακή στο Τσεβιζλούκ, να παραπονεθεί ο άμοιρος που τους είχαν πάρει τα παλικάρια τους ενώ είχανε δώσει τόσες χρυσές λίρες για αντισήκωμα που τόσο πρόθυμα τού είχε προσφέρει ο Θεοφύλακτος απ' το κεμέρι του, όταν πήγε στην Τραπεζούντα να του ζητήσει αυτή τη χάρη, «παρά ολντού, γέρο γκιαούρη», του είπαν, «τα λεφτά πέθαναν», και μόνο που δεν τον έδιωξαν με τις κλωτσιές... «Άλλο 'κι επορώ να στέκω σ' οσπίτ, χθες πιάσανε τον Ματθαίο και τον Σάββα, αύριο μπορεί να πιάσουν εμάς ή τα παιδία» συμπλήρωσε, κι ένας πόνος βαθύς χρωμάτισε τη φωνή του, καθώς έλεγε αυτά και κυττούσε τα άλλα δυο αγόρια του και τον μικρό γιο του αδελφού του. «Εγώ το αποφάσισα, θα εβγαίνω σα ρασία, κι όποιος θέλει ας με ακολουθήσει...»

«Εγώ μαζί σου, πατέρα!» αποκρίθηκε πρώτος ο Χρύσανθος. «Καλλίον εκεί, παρά σ' αμελέ ταπουρού...»

«Κι εγώ, πατέρα!» τάχθηκε στο πλάι του ο Χάμπος, «κι εγώ, θείε!» έκανε κι ο Γιωρίκας, κι ο μεγάλος άντρας τούς ατένισε με θαυμασμό και συγκίνηση και σφίγγοντας τα χέρια τους...

«Οδυσσέα... Χρύσανθέ μου, Χάμπο μου, Γιωρίκα» τους πλησίασε η Σεβαστή, σπάζοντας τη σιγή της έκπληξης που είχε απλωθεί ολούθε. «Μαζί σας θα 'ρθω κι εγώ, να σας προσέχω... Μόνοι σας τέσσερις άντρες στα βουνά δε θ' αντέξετε, θα σας κόψει η πείνα, θα βρομίσετε...»


«Σεβαστή... Είσαι γυναίκα» πήγε να της φέρει αντίρρηση ο άντρας της, όμως εκείνη τον αποστόμωσε λακωνικά, θωρώντας τον με αποφασιστικότητα στα μάτια:


«Είμαι γυναίκα, Οδυσσέα, αλλά γέννησα άντρες, κι όπου είναι οι άντρες μου, εκεί κι εγώ... Μαζί σας θα είμαι, κι όταν μπορώ, θα κατεβαίνω στο χωριό, να σας φέρνω τροφές και ρούχα» του είπε, κι εκείνος άλλο δεν αντιμίλησε, παρά την κύτταξε σιωπηλός, κρατώντας τα χέρια της στα δικά του σαν επισφράγισμα...


«Εγώ δε μπορώ να σ' ακολουθήσω, αδελφέ μου... Έχω κορίτσια, με χρειάζονται» είπε τώρα ο Ηλίας, δείχνοντας τη Συμελίτσα, τη Νάστα και τη Νοπίτσα. «Ο Θεός να δώσει να μη με πάρουν μακριά τους...»


«Ηλία μ'... Εμείς θα απομείνουμε τα στουλάρεα τ' οσπιτί, εσύ ο μικρόν κι εγώ ο τρανός, με τον κύρη και τη μάναν εμούν εντάμαν» έβαλε αργά το χέρι του στον ώμο του ο Μανουήλ, βαρύς απ' τον πόνο για το δευτερότοκο παιδί του. «Να κλώσκουνται οπίσ' ο Σαββούλης κι ο Ματθαίος μας ζωντανοί μονάχα, αυτό παρακαλέστε τον Θεόν, να μ' ίνεται κι η μάρσα η νύφε μ' απόνυφος που κλαίει μέρα νύχτα αντί να χαίρεται, και να προλάβω κι εγώ με τη Λισάφη να δούμε εγγόνια από κείνη και το γιο μας...»


***


Στο μεταξύ, τα παλικάρια των Ποιμενίδηδων βίωναν την κόλαση των ταγμάτων εργασίας, μαζί με τον Σάββα και τον Ματθαίο είχαν συλλάβει και τον Σίμο εκείνη την ημέρα οι τζανταρμάδες, και τώρα οι τρεις τους βρίσκονταν μαζί με δεκάδες άλλους ταλαίπωρους Μικρασιάτες και Ποντίους σε ένα από τα αμελέ ταμπούρια, σε μια άγονη και αφιλόξενη περιοχή προς τα μέρη του Ερζερούμ, να σπάνε πέτρες, να ανοίγουν σήραγγες με αξίνες και να κατασκευάζουν τμήμα του μεγάλου δρόμου που θα έφτανε ως την Ουλουκίσλα, στης Καππαδοκίας τη μπάντα, δούλοι, νηστικοί σχεδόν όλη μέρα, προσπαθώντας μάταια να πάρουνε δυνάμεις απ' τα ξεροκόμματα, τα μαυροζούμια σούπες και το λιγοστό νερό που τους πετούσαν οι αφέντες τους‧ κι όταν λιγοψυχούσαν, το κουρμπάτσι κι οι υποκόπανοι των όπλων έπεφταν βαριοί στις πλάτες τους, το ίδιο κι οι βρισιές κι οι απειλές στα αυτιά τους, πολλοί δεν άντεχαν και πήγαιναν να δραπετεύσουν, μα αν τους συλλάμβαναν επ' αυτοφώρω, τους σάπιζαν πρώτα στο ξύλο κι ύστερα τους γάζωναν το κορμί με σφαίρες ή τους περνάγαν τη θηλιά, να κρέμονται τα άψυχα κουφάρια με τους σπασμένους λαιμούς μπροστά σε όλους, για φοβέρα και παραδειγματισμό, κι οι Ποιμενίδηδες δειλιούσαν κι αυτοί και ξέχναγαν κάθε απόπειρα να λιποτακτήσουν, ώσπου μια αποφράδα ημέρα, ο Ματθαίος, εξαντλημένος πολύ κι αδύναμος, σωριάστηκε...


«Ματθαίο! Ματθαίο! Σκου απάν', Ματθαίο!» προσπάθησαν του κάκου να τον συνεφέρουν ο Σάββας και ο Σίμος, και βλέποντας ο επιστάτης τους πως το παλικάρι δεν αντιδρούσε μήτε στις φωνές των συγγενών του, μήτε στις κλωτσιές του, έβγαλε το πιστόλι του και του πήρε τη ζωή μια και καλή μπρος στα μάτια τους, κάνοντας το ένστικτο της επιβίωσης να ουρλιάξει ακράτητο πια εντός τους...


«Θα χάμες, Σίμο! Αν μείνουμε κι άλλο εδώ πέρα, θα ψοφήσουμε κι εμείς σαν τα χαϊβάνια» έκανε ο Σάββας ψιθυριστά την ίδια νύχτα, την ώρα που πάλευαν να πάρουν τον μαρτυρικό τους ύπνο μες στα βρομερά και στενόχωρα παραπήγματα που τους είχαν στοιβαγμένους. «Κατ' πρεπ' να εφτάμεν, να βγούμε από δω μέσα... Η Αρετή μ', Χριστέ μ', η κάλη μ'! Η κάλη μ', η τρυγόνα μ'...» ψέλλισε, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα οδύνης κι απελπισίας που τα 'κρυψε μες στις χούφτες του...


«Θα φτάμ' α, Σάββα! Θα βγούμε από δω μέσα και θα γυρίσουμε στις γυναίκες μας, εγώ θα αγκαλιάσω πάλι τη Σόνα μ' και τα κλαδία μ', τον Μιχαλάκη μου και τη Βδοξούλα μου, κι εσύ θα ξανασμίξεις με την Αρετή και θα κάνετε μωρά, πολλά μωρά!» τον εμψύχωσε διάπυρος ο Σίμος και του έσφιξε τα μπράτσα, με όση δύναμη είχαν τα λιπόσαρκα πλέον από τις κακουχίες χέρια του, που άλλοτε θα έστυβαν την πέτρα... «Τα βλέπεις αυτά τα αξινάρια που μας δώσανε; Μ' αυτά θα ανοίξουμε το κεφάλι του φρουρού, που κάθεται απέξω και μας βρίζει, τη σκυλ' ο υιός, και μετά το σκάμε και γυρνάμε στην Κουνάκα...»


Σώπασαν τώρα κι οι δυο, καθώς το σχέδιό τους το ριψοκίνδυνο έπαιρνε σάρκα και οστά μες στα μυαλά τους, και αφουγκράστηκαν απέξω τον Τούρκο σκοπό που συνέχιζε να τους σιχτιρίζει με τον πιο χυδαίο τρόπο και να χασκογελά φουμάροντας, κι ο Σάββας άδραξε το ξινάρι του με λύσσα, μα ο Σίμος τον συγκράτησε:


«Θα πέσει για ύπνο τώρα. Περίμενε...»


Πράγματι, σε λίγο ο μεμέτης έπαψε τα σούρτα - φέρτα, πέταξε τη γόπα απ' το τσιγάρο, έκατσε, ακούμπησε τη ράχη του σε ένα ντουβάρι και πήρε να ροχαλίζει. Τότε ο γαμπρός του έγνεψε στον ήρωα, κι οι δυο Πόντιοι μαζί γράπωσαν τις αξίνες τους, βγήκαν ακροποδητί από την άθλια στέγη τους, τον πλησίασαν και παίρνοντας δύναμη απ' τη θέλησή τους για ζωή τις κατέβασαν μονομιάς απάνω του, τσακίζοντάς του το κρανίο...


«Τρέξον, Σάββα!» διέταξε ο Σίμος τον Σάββα, μόλις είδαν τον Τούρκο να κείτεται νεκρός από τα χέρια τους, και τα ποδάρια τους ρίχτηκαν αυτόματα στο φευγιό, πιτσιλισμένοι ολάκεροι με αίματα ήταν και αδύναμοι, κάθε δρασκελιά τούς έκοβε την πνοή, έτρεχαν όμως, έτρεχαν όσο βάσταγαν, να ξεμακρύνουν όσο μπορούν και να διαφύγουν, δεν είχαν ωστόσο προλάβει να απομακρυνθούν αρκετά και μόλις στάθηκαν λαχανιασμένοι ν' ανασάνουν, ακούσανε θόρυβο από πίσω τους και πυροβολισμούς να σκίζουν τον αέρα...


«Μας έπιασαν! Τρέξον!» είπε ξανά ο άντρας της αδελφής του, με κόπο έσυραν τα πόδια τους να σηκωθούνε όρθιοι για να αναζητήσουνε κρυψώνα, οι μπαταριές σφύριζαν τριγύρω τους, ώσπου τα βόλια βρήκανε το μεγαλύτερο παλικάρι στα πλευρά και γονάτισε στο χώμα...


«Σίμο! Νέπε Σίμο!» του φώναξε ανάστατος ο μικρότερος, γέρνοντας από πάνω του. «Σκου, νέπε, αναμέν' σε η πατσίκα μ', τ' ανίψια μ'! Σκου, τρώγω την ψη σ', μ' εφτάς μ’ ατό...»


«'Κι επορώ, Σαββούλη... Αφς με αδακές και δέβα εσύ, να γουρταρεύκεσαι, που είσαι νέγαμος, μη μείνει κι η Αρετούλα χήρα μαζί με τη Σόνια μ'» έκανε με κόπο εκείνος, βογγώντας, ενώ το αίμα στράγγιζε απ' τις λαβωματιές του. «Φύγε, φύγε όσο είναι καιρός...»


«Σίμο... Σίμο!» τον ταρακούνησε ο κουνιάδος του. «Κάνε καρδιά, μωρέ! Κρατήσου!»


«Δέβα, Σάββα! Φύγε!» τον πρόσταξε άλλη μια φορά ο γαμπρός του, καθώς οι φωνές και τα ποδοβολητά των εξαγριωμένων Τούρκων που τους έψαχναν τούς σίμωναν, και ξάφνου καμπάνα ήχησε μες στο μυαλό του νέου, φωτιά πήραν τα πόδια του κι εγκαταλείποντάς τον άρχισε να τρέχει‧ τότε ένα βόλι τον πήρε ξώφαλτσα, στα τέσσερα έπεσε κεραυνωμένος απ' το λάβωμα, και σύρθηκε σαν την κολισαύρα μπήγοντας τα δάχτυλα στη γη, να φτάσει να κρυφτεί πίσω απ' το πιο τρανό λιθάρι που 'βλεπε μπροστά του, κι από κει, γιατί πολύ μακριά δεν ήταν, πιότερο μάντεψε παρά είδε το τέλος το φρικτό του Σίμου, δυο τρεις μπαταριές πέσανε, ένας βόγγος πνιχτός κι ύστερα τίποτα, κι ο Σάββας κρατήθηκε σφιχτά από την πέτρα και δάγκωσε γερά τα χείλη του ώσπου μάτωσαν, να μη σκούξει απ' τον πόνο που κατασπάραζε την ψυχή του σαν φωτιά κι ήτανε χίλιες φορές οξύτερος από το κάψιμο που άφησε στο μπράτσο του το βόλι...




Στέκω = μένω


Στουλάρ = στήριγμα


Μάρσα = μαύρη, δύστυχη


Απόνυφος = η νύφη που χήρεψε νωρίς


Ουλουκίσλα = πόλη στα όρια του Ικονίου και της επαρχίας Νίγδης. Ο τεράστιος δρόμος (800+ χιλιόμετρα) που την ένωνε με το Ερζερούμ κατασκευάστηκε με τον ιδρώτα και το αίμα των χριστιανών στα τάγματα εργασίας.


Χαϊβάνια = ζώα




Μαρία Παπαθεοδώρου