Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 57: Οι Φυλακισμένοι)

Βρισκόταν πεσμένος στο πέτρινο δάπεδο. Και οι άλλοι έπεσαν κάπου κοντά του, ενώ ο Μιχάλης δεν μπορούσε να τους δει, επειδή σε εκείνο το σημείο υπήρχε σκοτάδι.

«Είστε όλοι καλά;» ακούστηκε ο Βαγγέλης να ρωτάει.

Όλοι του απάντησαν, δείχνοντας να είναι κάπως ζαλισμένοι, με τελευταίο τον Μιχάλη, που ανακουφίστηκε που εκείνοι ήταν εντάξει.

«Τι έγινε;» ρώτησε μετά ο άνδρας, «πώς βρεθήκαμε εδώ;»

Ο Μιχάλης, καθώς σηκωνόταν, του εξήγησε τι είχε γίνει από την ώρα που όρμησαν στους Χιζέρκα μέχρι τη στιγμή που διέλυσε το δάπεδο της αίθουσας εκείνης και άρχισαν να πέφτουν.

«Μπόρεσε να μας χρησιμοποιήσει πολύ εύκολα» σχολίασε εκείνος, «μπράβο σου πάντως για αυτήν την ιδέα. Ας φύγουμε όμως από εδώ πριν μας βρει» συνέχισε, προχωρώντας προς μία άλλη κατεύθυνση.

Έχοντας ανάψει έναν δαυλό, προχώρησε προς κάποιο σημείο πίσω από το αγόρι. Το βλέμμα του Μιχάλη μετά συναντήθηκε με αυτό του Νίκου, που έδειχνε να έχει καταλάβει τον τρόπο που κατάφερε να τους φυγαδεύσει ο φίλος του.

«Τους βρήκαμε» είπε ξαφνικά ο Βαγγέλης.

Ο δαυλός έριξε αρκετό φως στο χώρο, φωτίζοντας αρκετά μικρά κελιά, με σιδερένια κάγκελα και πέτρινο έδαφος, πολύ μικρά, ενώ όσοι ήταν μέσα σε αυτά ήταν δεμένοι με αλυσίδες στο ένα χέρι. Υπήρχαν κελιά και στις δύο πλευρές, το ένα κολλητά στο άλλο, ενώ οι κρατούμενοι έδειχναν σε άθλια κατάσταση, με πολλά τραύματα και σκισμένα και βρώμικα ρούχα. Του θύμισαν τον εαυτό του στο Χίελθ.

Ο Βαγγέλης έκανε μία προσπάθεια να τα σπάσει, αλλά είχαν πολύ ισχυρή προστασία. Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, ο Μιχάλης επενέβη και διέλυσε τις κλειδαριές με τη μαύρη φωτιά, που μπορούσε να ελέγξει καλύτερα πλέον.

Μέσα στο πρώτο στα δεξιά τους, υπήρχε ένας άνδρας γύρω στα εικοσιπέντε, με σκισμένα ρούχα και πολλές πληγές στο πρόσωπο. Ο Βαγγέλης έσπασε με το σπαθί του την αλυσίδα, ελευθερώνοντας το χέρι του νεαρού άνδρα από τον κρίκο της.

«Μπορείς να σηκωθείς;»

Εκείνος άνοιξε τα μάτια του σε αργή κίνηση και κοίταξε το Βαγγέλη δείχνοντας αδύναμος, ενώ λίγο μετά φάνηκε μία έκφραση έκπληξης, σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε.

«Τι-;» πήγε να ρωτήσει, αλλά ο Βαγγέλης τον σταμάτησε.

«Δεν έχουμε χρόνο για εξηγήσεις. Σήκω και σε λίγο θα φύγουμε από εδώ» βοηθώντας τον να σηκωθεί τελικά και να βγει από το κελί.

«Εδώ είναι, τον βρήκαμε» είπε ξαφνικά η Ειρήνη, που ήταν μαζί με τον Μέρτη μπροστά από ένα άλλο κελί, το τρίτο στα αριστερά τους.

Ο Βαγγέλης έτρεξε προς τα εκεί και άνοιξε με τον ίδιο τρόπο το κελί εκείνο, όπως έκανε και με το προηγούμενο. Μετά πήγε να μπει μέσα, αλλά γύρισε ξαφνικά και γύρισε προς τα δύο αγόρια, που έβλεπαν.

«Βρήκατε εσείς το φίλο σας;» τους ρώτησε.

Ο Μιχάλης αποκρίθηκε θετικά. Τον είχε ήδη εντοπίσει. Νιώθοντας το άγχος να τον κυριεύει, με το στομάχι του να σφίγγεται και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, άνοιξε το μυαλό του και ήλεγξε αν ήταν ζωντανός. Με ένα κύμα ανακούφισης να τον κυριεύει μετά, κατάλαβε πως ήταν ζωντανός, αν και σε άθλια κατάσταση.

Όταν έφτασε στο κελί εκείνο, χάρη στον δαυλό που είχε φτιάξει και κρατούσε ο Νίκος, είδε πως ο Δημήτρης φορούσε τα ίδια ρούχα από τότε που τον είχε δει για τελευταία φορά. Έσπασε την αλυσίδα με μία κίνηση του σπαθιού του.

Έκανε μία μικρή προσπάθεια θεραπείας μετά, που τον κούρασε λίγο, αλλά αυτή έπιασε. Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του.

«Μιχάλη;» είπε αδύναμα, «τι θες εσύ εδώ» με την έκπληξη στο βλέμμα του φανερή.

Αφού του είπε πως θα του εξηγούσε αργότερα, τον βοήθησε να σηκωθεί. Μόλις ο Δημήτρης στάθηκε όρθιος, τον ακολούθησε έξω από το κελί., με τον Νίκο να πηγαίνει και να ελευθερώνει και τους υπόλοιπους κρατούμενους

Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν τελειώσει και τους οδήγησαν όλους προς το μέρος που βρίσκονταν ο Μιχάλης με τον Δημήτρη. Εκείνος που έψαχναν ο Βαγγέλης και οι άλλοι ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, με λίγα γκρίζα μαλλιά και λίγα γένια και πολλές πληγές στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή έλεγε κάτι στον Μέρτη, ο οποίος φαινόταν χαρούμενος που τον βρήκαν.

«Ο Άργης μας είπε ότι υπάρχει ένα κρυφό πέρασμα από εδώ» ανέφερε ο Βαγγέλης στα δύο αγόρια, «μάλλον ο Αζαρέρ ήθελε να δει αν θα κατάφερναν να το σκάσουν από εδώ οι κρατούμενοι. Καλύτερα να βιαστούμε»

Η Ειρήνη τότε πέρασε δίπλα από τον Μιχάλη και σταμάτησε μπροστά στον τοίχο. Αφού έμεινε για λίγο ακίνητη, ελέγχοντας με το μυαλό της τον τοίχο, στράφηκε προς τους άλλους, δείχνοντας να έχει καταλάβει τι υπήρχε εκεί.

«Είναι το ίδιο με το προηγούμενο πέρασμα». Μετά έσπρωξε τον τοίχο, που το κομμάτι του μπροστά τους άνοιξε σαν πόρτα, «ας έρθει πρώτα ο Μέρτης και μετά οι κρατούμενοι»

Η ίδια πέρασε πρώτη και οι υπόλοιποι την ακολούθησαν. Σε κάποιο σημείο, ο Μιχάλης ένιωσε μια ισχυρή παρουσία να πλησιάζει προς το μέρος τους.

«Γρήγορα» είπε τότε ο Βαγγέλης, «έρχεται ο Αζαρέρ με τους υπηρέτες του. Παιδιά, βοηθήστε τους να βιαστούν» είπε στους τρεις τους, «Ειρήνη, ξεκινήστε να φεύγετε» ενώ έβγαλε το σπαθί του.

Τα παιδιά έσπευσαν τη διαδικασία, καταφέρνοντας να βοηθήσουν και τον τελευταίο κρατούμενο να περάσει.

«Μη νομίζετε ότι θα ξεφύγετε» ακούστηκε να λέει ο Αζαρέρ.

Ο Νίκος έπιασε τη Θάλεια γρήγορα και την έβαλε στο πέρασμα, παρά τις αντιρρήσεις της, ενώ μετά έκλεισε τον τοίχο, με αποτέλεσμα να μείνουν εκείνοι οι τρεις πίσω. Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι ήθελε να τους καθυστερήσουν για να καταφέρουν να διαφύγουν οι άλλοι, κάτι με το οποίο συμφωνούσε να κάνουν πάντως.

«Πολύ αργά, μεγάλε» του είπε ο Νίκος, «ξέφυγαν ήδη»

Ο Αζαρέρ κάγχασε. «Δεν υπάρχει περίπτωση να διαφύγουν από εμένα. Θα τους σταματήσω την κατάλληλη στιγμή»

Ο Ηγέτης είχε εμφανιστεί μαζί με μερικούς υπηρέτες του, έχοντας φορέσει και πάλι την κουκούλα του μανδύα του, ενώ οι υπηρέτες του έδειχναν εξοργισμένοι. Πλησίαζαν με αργό βήμα προς τα εκεί, ενώ δεν έδειχναν να θέλουν να συζητήσουν και πολύ.

«Με το σήμα μου, φύγετε» τους είπε ψιθυριστά ο Βαγγέλης, «θα τους καθυστερήσω εγώ» κοιτώντας τους αντιπάλους τους σαν να υπολόγιζε τις δυνάμεις τους.

«Όχι» απάντησε κοφτά ο Νίκος, «θα μείνουμε να τους πολεμήσουμε κι εμείς»

Ο Βαγγέλης τους κοίταξε λίγο και πήγε να φέρει αντίρρηση, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ο Ερυθρός Ηγέτης είχε φτάσει αρκετά κοντά τους, άρα δεν είχαν χρόνο για περισσότερες κουβέντες.

«Θα τον αναλάβω εγώ» είπε ο Μιχάλης μετά ψιθυριστά στους άλλους δύο, «εσείς αναλάβετε τους υπόλοιπους». Έπειτα τράβηξε το σπαθί του.

Χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από εκείνους, όρμησε στον Αζαρέρ, ρίχνοντας ένα μαύρο πίδακα αρχικά, ενώ του επιτέθηκε και με το σπαθί του. Η επίθεση του Μιχάλη τον ανάγκασε να υποχωρήσει, αλλά μετά τράβηξε το κόκκινο σπαθί του και σταμάτησε την επίθεση του αγοριού, με τους υπόλοιπους να παρακολουθούν άναυδοι αυτό που γινόταν.

«Το παραμυθάκι σου τελειώνει εδώ, μικρέ» του είπε ο Αζαρέρ, «η δύναμη που έχεις είναι ακόμη άγουρη. Θα φροντίσω να κόψω το κακό από τη ρίζα του, πριν ωριμάσει»

Πριν το καταλάβει, ο Αζαρέρ άρχισε να του επιτίθεται και ο Μιχάλης βρέθηκε να αμύνεται με μεγάλη δυσκολία στα χτυπήματά του, ενώ του επιτιθόταν και με μαγικά χτυπήματα, διαπιστώνοντας την τεράστια δύναμή του. Ξαφνικά, ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος, το χτύπημα του Αζαρέρ έκανε το σπαθί του να ξεφύγει από το χέρι του, ενώ με ένα χτύπημα τον έκανε να τιναχθεί και να βρεθεί κολλημένος στον τοίχο απέναντι. Ζαλίστηκε, αφού έσκασε εκεί με το κεφάλι, ενώ ο Αζαρέρ βρέθηκε αστραπιαία από πάνω του και ήταν έτοιμος να του καρφώσει την κόκκινη λεπίδα στο στήθος του.

Μία άσχετη σκέψη του ήρθε στο μυαλό. Ο Αζαρέρ είχε στην κατοχή του το διαμάντι και μάλιστα το είχε χρησιμοποιήσει. Ίσως να είχε τη μαγεία του πάνω ή μέσα του. Χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω, έσφιξε τη μπουνιά του, θέλοντας να κάνει τη δύναμη να σταματήσει τον Ηγέτη.

Ο Αζαρέρ ξαφνικά μείωσε ταχύτητα και έμεινε μετέωρος, με την κόκκιν η λεπίδα να αγγίζει οριακά το στήθος του αγοριού. Ο Μιχάλης άφησε τότε την ανάσα του, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.

«Γρήγορα» φώναξε μετά στους άλλους δύο, «φύγετε» ενώ πήρε και το σπαθί από εκεί που είχε πέσει. Καταλάβαινε πως ο Αζαρέρ θα έσπαγε αυτόν τον έλεγχο σύντομα.

Επιτέθηκε και στους υπηρέτες με τους μαύρους πίδακες, που τους απώθησαν για λίγο, δίνοντάς τους την ευκαιρία να διαφύγουν από το πέρασμα.

«Μην ανησυχείς, μπορούμε να διαφύγουμε όλοι μαζί» του είπε τότε ο Βαγγέλης, «νομίζατε ότι ήρθαμε στο κάστρο χωρίς να έχουμε τρόπο να ξεφύγουμε;»

«Όχι, δεν...» πήγε να πει, αλλά ο Νίκος τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε απότομα, με τον Μιχάλη να είναι τόσο αποδυναμωμένος, που δεν μπόρεσε να προβάλει κάποια αντίσταση.

«Απλώς δε μας είχαν εμπιστευτεί», άκουσε τον φίλο του να λέει, «αναμενόμενο»

Το τελευταίο που είδε στον χώρο ο Μιχάλης ήταν το χαμόγελο του Αζαρέρ. Και τότε του δημιουργήθηκε μία άσχημη σκέψη. Ο Ηγέτης τους άφηνε να ξεφύγουν. Ουσιαστικά έπαιζε μαζί τους. Κάτι που άλλωστε μπορούσε να καταλάβει κανείς από τη συμπεριφορά του και τις παγίδες στο κάστρο του. Θα έπρεπε να κρυφτούν σύντομα, αν ήθελαν όντως να προσταυτούν. Και αν μπορούσαν να του ξεφύγουν φυσικά.

Το πέρασμα εκείνο δε διέφερε από το προηγούμενο, από το οποίο είχαν μπει στο κάστρο, αλλά επειδή πρέπει να ήταν ψηλότερα από το έδαφος, αυτό κατηφόριζε, βοηθώντας τους έτσι να κινηθούν γρηγορότερα. Από ένα σημείο και μετά πρέπει να είχαν βγει από το κάστρο και να είχαν φτάσει σε υπόγειο χώρο, κάτι που κατάλαβε ο Μιχάλης τη στιγμή που πέρασαν από τα νοητικά τείχη του κάστρου, αλλά και του ήρθε η αίσθηση της αυξημένης υγρασίας που υπήρχε υπογείως.

«Φύγαμε» ανέφερε τότε ο Βαγγέλης, και κάτι έπεσε πάνω τους.

Οριακά πριν το απωθήσει, διαπίστωσε πως ήταν κάποια πύλη και το άφησε να τον αγγίξει, με αποτέλεσμα να του κοπεί η ανάσα και να δει τις γαλάζιες γραμμές να έρχονται κατά πάνω του.

Καθαρός αέρας χτύπησε το πρόσωπό του λίγες στιγμές αργότερα. Με έναν γρήγορο νοητικό έλεγχο, διαπίστωσε πως ήταν μακριά από το κάστρο, δεν το εντόπιζε καν, ενώ υπήρχε ένα δάσος εκεί κοντά.

«Εντάξει» είπε ο Βαγγέλης δυνατά ώστε να τον ακούσουν όλοι, «ξεφύγαμε»

Παναγιώτης Βάβαλος