Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 1)

«Τι όμορφα που τα περιέγραψες όλα τα σχετικά με τον γάμο τους, μωρέ παππού!» είπε η Αρετή, μόλις ο παπά - Σάββας έκανε και πάλι μια παύση. «Σαν να 'μασταν εκεί ένιωσα... Μακάρι να τα τηρούσαμε κι εμείς ακόμα όλα αυτά τα έθιμα! Εκτός απ' το καμάρωμα, εννοείται...»

«Να σου πω, ένα πιδέβασμαν δε θα με χάλαγε να το κάνω» επηύξησε ο Σάββας. «Αν και θα με χρέωναν για αντικατάσταση πόρτας τα πεθερικά μετά, οπότε...»

«Έτοιμο το φαΐ!» τους διέκοψε η φωνή της κυρά - Αρετής. «Ελάτε, πριν κρυώσει!»

«Να σε βοηθήσουμε με το τραπέζι, θεία μου!» σηκώθηκε πρόθυμα η Μαρία και μαζί με την κόρη της κουβάλησαν τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπίρουνα και τις χαρτοπετσέτες για να στρώσουν.

«Πατέρα, έχω φέρει και τσίπουρο και κρασάκι, κι απ' όλα! Θα το κάψουμε!» έκανε ο Μάκης με τον γνωστό εύθυμο τρόπο του και ο γέροντας χαμογέλασε:

«Καλά έκανες, Μάκη μου... Να φάμε, να πιούμε, να χαρούμε, για να πάρω κι εγώ κι εσείς μαζί δυνάμεις για τη συνέχεια της ιστορίας, γιατί τώρα αρχίζουνε τα βάσανα των δικών μας και το δράμα τους...»

***

«Εμέν σιργούν εποίκανε και σο Σαρίκαμις -ι

Ας κλαίει η μαυρομάνα μου που 'κι έχει άλλ' απ' οπίς - ι...»*

Μια βδομάδα κράτησε η χαρά του γάμου, μετά την έβδομη μέρα η Αρετή έπλυνε τα πόδια των μεγάλων, τούς φόρεσε ορτάρια, κάλτσες δηλαδή, και από κει και πέρα άρχισε η νέα της ζωή ως νύφη στο σπιτικό του Σάββα: αχάραγα σηκωνότανε και έπεφτε με τα μούτρα στη δουλειά, κάτω υπό την αυστηρή επίβλεψη της Λισάφης και με τη βοήθεια της Δόμνας και της Σεβαστής, που τις αποκαλούσε πλέον «θείες» της, αποδεικνύοντας πως από την παροιμία «το αρχοντόπουλον κακόπαρτον και καλοκυβέρνητον»** ίσχυε για κείνη μόνο το δεύτερο σκέλος, αφού με τον άντρα της είχε παρθεί με τη θέλησή της και έτοιμη να ακολουθήσει τη φτωχική ζωή του‧ έτσι, σιγά σιγά, με τη γλύκα της, την καλοσύνη και την προκοπή της, κέρδιζε την εκτίμηση και την αγάπη όλης της οικογένειας, και αν την τυραννούσε μέσα της που δε μπορούσε να βγάλει τσιμουδιά στα πεθερικά της και έστεκε όρθια κι ακίνητη έτοιμη να τους εξυπηρετήσει, ενώ όλοι έτρωγαν το βράδυ δίπλα στο τζάκι, τηρώντας το «μαχ», παρηγοριόταν γιατί ήξερε πως όταν θα τελείωνε όλα τα χουσμέτια και θα έγερνε στο γιατάκι τους, θα την περίμενε ζεστή και τρυφερή η αγκαλιά του Σάββα, να την τυλίξει σαν φωτιά και να καεί ολόκληρη εντός της, κι όσο γνώριζαν ο ένας τον άλλον τόσο άξαινε και θέριευε το πάθος τους...

«Ντοσίλεα παιδία θα φτάει η νύφε;» μουρμούριζε καμιά φορά η Λισάφη, θωρώντας τη φτιαξιά της. «Άμον τσατσίν εν', στούδεα και πετσίν, κι αν επέρεν κι α ση μάναν ατς τη μουχτάρσσα...»

«Γαρή, μην τρως την κάρδια σ'***... Θα εμποδεύκεται η κουτσή, θα ελέπς, και θα φτάει είναν μωρόν να, με το συμπάθιο, που θα τσιλτεύ' κι όρθιο****!» την καθησύχαζε ο Μανουήλ με νόημα και πάντα χωρατατζής, δείχνοντας με τα χέρια του το μέγεθος του πολυπόθητου τρίτου εγγονιού, ο γιος τους και η νύφη τους πάντως λίγο νοιάζονταν εκείνη τη στιγμή για το πότε θα τους το χάριζαν κι εξακολουθούσαν να χαίρονται τον έρωτά τους, αν και ο ουρανός του Πόντου είχε αρχίσει να λιβώνει πια επικίνδυνα: στις 20 του Τρυγομηνά, λίγο μετά τον γάμο των δυο παιδιών, η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε μπει στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και των Κεντρικών Δυνάμεων, και ήδη οι Ρωμιοί της Αργυρούπολης και του Καρς βρίσκονταν στρατολογημένοι, καθώς και οι Αρμένιοι κι όσοι άτυχοι από ολόκληρη τη Μικρασία δε μπόρεσαν να πληρώσουν το αντισήκωμα των εβδομήντα πέντε χρυσών λιρών νωρίτερα, που ήταν κι οι περισσότεροι...

«Σάββα, τι κάνεις;» είπε ωστόσο μια μέρα τ' Αεργίτε η κόρη στον άντρα της, όταν εκείνος μπήκε ξαφνικά στο μικρό τους σταύλο την ώρα που η ίδια τάιζε τα ζωντανά τους και την αγκάλιασε από πίσω της, κολλώντας το στέρνο του που ανεβοκατέβαινε ασθμαίνοντας στη λιανή της πλάτη και τα χείλη του καυτά στον λαιμό της. «Φύγε, πρεπ' να φάζω τα αρνία και τα κοσάρας...»

«Αβλαεύω το κορμόπο σ', Αρετούλα... Τόσα βράδια τώρα μ' έχεις αφήσει διψασμένο...»

«Νηστεία είναι, δεν πρέπει...»

«Και; Θα τυραννίεις με ους να γεννέθεν ο Χριστός;» ρώτησε το παλικάρι τη γυναίκα του, δήθεν με παράπονο, και με τα δάχτυλά του γαργάλησε την κοιλιά της, στην αρχή πιο απαλά, μα όσο πήγαινε δυνάμωνε...

«Στα, χαντυλλιάουμαι!» έκανε λιγωμένη η Αρετή. «Δεν κάνει, αν μας δει η μάνα σου, θα μας μαλώσει...»

«Ας μας μαλώσει!» τη γύρισε μεμιάς προς το μέρος του ο Σάββας και την κύτταξε πυρετικά. «Σε θέλω...»

«Κι εγώ!» έσπασε τελικά, ξεσηκωμένη, πήδηξε και γαντζώθηκε απάνω του φιλώντας τον λαίμαργα και ρίχτηκαν βογκώντας στις θημωνιές με τα ξερά χόρτα, ενώ τα αρνάκια βέλαζαν και εντούναν τα κελέκια τους, σάμπως να ένιωθαν και να θέλανε να τους καλύψουν, έτοιμοι ήτανε κι οι δυο να σηκώσουν και να κατεβάσουν παντελόνια και φουστάνια και να σμίξουνε, τούς πρόλαβε όμως η κυρά Λισάφη, που μπήκε στο μαντρί και κόντεψε να πάθει συγκοπή, βλέποντας γιο και νύφη έτσι πεσμένους στα άχυρα...

«Ιιι! Τι κάνετε, μωρέ, εκεί πέρα, είστε με τα καλά σας; Σκωθέστ' απάν, αγλήορα! Ήμαρτα, θα κολατίουμες!» έβαλε τις φωνές, και το νιο ζευγάρι τρόμαξε και σηκώθηκε ταραγμένο απ' το δεμάτι που θέλανε να κάνουνε νυφική τους κλίνη, σιάζοντας τα ρούχα τους και νιώθοντας προς στιγμήν ντροπή που πιάστηκαν όντως στα πράσα...

«Ντροπή! Αύριο θα πάτε κι οι δυο σας σ' εξαγούρεμαν, που βρήκατε την ώρα να εφτάτε παλαλά*****!» συνέχισε τον εξάψαλμο η Λισάφη και έδωσε διαταγές εκατέρωθεν: «Έλα εσύ να βοηθήσεις τον πατέρα σου να φέρετε ξύλα α σο ρασίν, κι εσύ τελείωνε με το τάισμα κι έλα να μαγειρέψεις! Ορίστε μας!»

«Το σκατόν ντ' εφάγαμε******, τρυγονίτσα μ'! Δίκιο είχες, δε σε ξαναγγίζω μέχρι τα Χριστούγεννα, για τιμωρία μου» είπε ο Σάββας, μόλις απομακρύνθηκε η μητέρα του, και η Αρετή τού χάιδεψε τα γένια και τα μαλλιά με τρυφεράδα, παρηγορητικά, μη μπορώντας να τον βλέπει με ύφος δαρμένου κουταβιού, δυο μέτρα άντρα...

«'Κι πειράζ, αητέ μ', θα εφτάμ' υπομονή, και θα 'ναι πιο γλυκό μετά... Άντε, πήγαινε τώρα να βοηθήσεις τον κύρη σου με τα ξύλα, να τελειώσω κι εγώ το τάισμα για να πάω να μαγειρέψω, μη μας μαλώσει άλλο η μάνα σου» τον παρότρυνε, δίνοντάς του ένα φιλί στο στόμα, κι εκείνος της το ανταπέδωσε, παθιάρικα, υποσχετικά, κάνοντάς την να χαμογελάει πλατιά μονάχη της, όσο συνέχιζε τη δουλειά της...

***

Ήρθε και το Δωδεκαήμερο, όχι τόσο χαρωπό κι ευοίωνο όσο άλλες χρονιές, όμως τα παιδιά και πάλι βγήκαν παραμονή Χριστούγεννα στους τρεις μαχαλάδες του χωριού, το Αραπάντων, το Τσεκεράντων και το Μεσορύμ', για να πούνε τα κάλαντα, «Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον/ χα, καλή ώρα, καλή σ΄ημέρα / χα, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν» και να γυρέψουν φιλοδώρημα, «δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν, δω μας ούβας και λεφτοκάρεα», τέτοιες μέρες κάναμε κι εμείς τα Μωμοέρια στη Λιβερά, ντυνόταν κι ο Πανίκας και χόρευε, πρώτα κάνοντας τη νύφη κι όταν άρχισε να αντρώνεται κανονικός μωμόερος, έλεγε η Αρετή στον Σάββα και πλημμύριζε ολόκληρη από νοσταλγία για το έθιμο του τόπου της... Ύστερα μπήκε κι ο Καλαντάρς και μαζί του το 1915, προχώρησε, και μαζί με τα χιόνια μια παγωμάρα είχε εγκατασταθεί βαθιά στην ψυχή των Ποιμενίδηδων, μαθαίνοντας ότι η Τραπεζούντα βομβαρδιζόταν και ότι όλο και πιο πολλοί νέοι στρατολογούνταν, μετά την ήττα τους στη μάχη του Σαρίκαμις οι Τούρκοι είχαν σκυλιάσει έναντι των χριστιανών, εκείνους θεώρησαν λέει υπαίτιους και βάλαν σκοπό να τους ξεκάνουν, μα ο νιόγαμπρος τούτα δεν τα πίστευε, ή μάλλον δεν ήθελε να τα πιστέψει, ώσπου μια μέρα...

«Τούρκοι! Τούρκοι, τζανταρμάδες, έρχουνταν! Κρύφτε τα παλικάρεα σουν, χαστ' ατά!» ακούστηκε αλλόφρονη η φωνή μιας γειτόνισσας να αναγγέλλει τρέχοντας στη στράτα, κι εκοσαρίασε και χλόμιασε ευθύς η μικρή νυφούλα, την προηγούμενη νύχτα ένας κούκουδας σκλήριζε συνέχεια και δεν την άφησε να κλείσει μάτι, όσο κι αν προσπάθησε ο άντρας της να την καθησυχάσει, κακό σημάδι το λογάριασε, και τώρα πάλι ζάρωσε στο πλευρό του...

«Σάββα μου...» ψέλλισε τρομαγμένη. «Αρνί μ'...»

«Μη φοβάσαι, κάλη μ'» την αγκάλιασε εκείνος και τη φίλησε. «Μη φοβάστε!» παρήγγειλε και στους υπόλοιπους. «Δε θα κρυφτούμε! Έχουμε πληρώσει το αντισήκωμα με τους παράδες του θείου Φύλακτου, τι μπορούν να μας κάνουν;» προσπάθησε να φανεί γενναίος, με τη σιγουριά που του έδιναν τα είκοσι προς είκοσι ένα χρόνια του, μα σε λίγο αποδείχτηκε ο μαύρος πόσο λάθος έκανε, όταν οι τζανταρμάδες από το Τσεβιζλούκ εισέβαλαν άγριοι στο σπίτι τους...

«Σάββας και Ματθαίος Ποιμενίδης! Tutuklayin, συλλαμβάνεστε!» είπανε, και όλοι αλληλοκυττάχτηκαν εμβρόντητοι, μαζί και τα δυο ξαδέλφια.

«Μας συλλαμβάνετε; Γιατί;» ρώτησε ο Ματθαίος. « Τι σας κάναμε;»

«Λίγα τα λόγια σου, γκιαούρη! Εσείς φταίτε που χάσαμε στο Σαρίκαμις, θα ψοφήσετε όλοι στα αμελέ ταμπουρού! Τ' ακούτε; Όλοι σας! Σιχτίρ ολσούν, κεραταλάρ*******!» έφτυσε ο επικεφαλής τους και αμέσως έδωσε διαταγή να πιάσουν τους δυο νέους.

«Ματθαίο μου! Γιαβρί μ'!» ούρλιαξε πρώτη η Σεβαστή, καθώς οι Τούρκοι χωροφύλακες δένανε πισθάγκωνα τον πρωτότοκό της, και θα είχε χυμήξει απάνω τους, αν δεν τη βάσταγε ο Οδυσσέας‧ κι η Αρετή αγκάλιασε τώρα γερά τον Σάββα, δυνατά, σε μια απόπειρα θαρρείς να τον προστατεύσει, την έκλεισε κι αυτός μεμιάς στα μπράτσα του και κόλλησε απάνω της, αλλά οι εχθροί τους από τέτοια δε χαμπάριαζαν, πλησίασαν το νεαρό αντρόγυνο και με τραβήγματα και σπρωξιές τούς ανάγκασαν να χωριστούνε βίαια, πετώντας την κοπέλα στο πάτωμα σαν κουρέλι και γονατίζοντας το παλικάρι, για να καταφέρουν να του δέσουνε τα χέρια...

«Σάββα μ'! Τσικάρι μ'! Όχι, αφήστε τον!» ούρλιαξε τώρα κι η Λισάφη και τρέκλισε κοντά στον γιο της, όμως ο ένας χωροφύλακας την έσπρωξε αμέσως πέρα, κι ίσα που πρόλαβε ο Μανουήλ να την κρατήσει...

«Σκασμός, γκιαούρισσα, καρακαχπέ! Πάρτε τους!»

«Σάββα... Σάββα μου!» θρηνούσε γοερά η Αρετή στην αγκαλιά της καλομάνας της Συμέλας, που είχε τρέξει δίπλα της με το που είδε να τη ρίχνουν κάτω, καθώς έβλεπε να της στερούν τον άντρα της που καλά - καλά δεν είχε προλάβει να χαρεί, κι άπλωνε μάταια το χέρι της προς το μέρος του σαν ικέτιδα‧ κι εκείνος, καρφώνοντας το βλέμμα του επίμονα στα δακρυσμένα μάτια της δεκαεξάχρονης γυναίκας του και στο κορμάκι της που σπάραζε ολόκληρο σαν τσακισμένο δέντρο στον βοριά, αυτά τα μάτια που τον είχανε σκλαβώσει και το κορμί που ριγούσε από τα χάδια του, «Θα κλώσκουμαι, Αρετή μ'! Θα κλώσκουμαι...» της φώναξε με τη σειρά του, σε μια οιμωγή απελπισιάς, μα τώρα πια χωρίς να ξέρει αν θα μπορούσε να κρατήσει την υπόσχεσή του ή αν θα ήταν ο στερνός ο λόγος που της έλεγε και η στερνή φορά που τη θωρούσε...

Σιργούν = εξορία

Σαρίκαμις = πόλη της ρωσοτουρκικής μεθορίου, 30 μίλια από το Ερζερούμ και 15 μίλια από το Καρς. Στη μάχη που συνέβη εκεί το διάστημα 22 Δεκεμβρίου 1914 - 17 Ιανουαρίου 1915, σημειώθηκε η πρώτη ήττα των Τούρκων απέναντι στους Ρώσους κατά την εμπλοκή τους στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, για την οποία οι Νεότουρκοι θεώρησαν υπαίτιους τους χριστιανούς και δη τους Έλληνες και σκλήρυναν ακόμη πιο πολύ τη στάση τους απέναντί τους.

*«Εμέν σιργούν εποίκανε», παραδοσιακό

**Παροιμία που λέγεται για αρχοντοπούλα που συγκατατίθεται μεν δύσκολα σε γάμο, προσαρμόζεται όμως εύκολα

Μαχ = έθιμο του Πόντου που στηριζόταν ακριβώς στη σιωπή της νύφης μπροστά στα πεθερικά της και τους μεγαλύτερους της οικογένειας και τη γενικότερη υποταγή της (η έκφρασή ήταν «η νύφε κρατάει μαχ»). Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι διέφερε από περιοχή σε περιοχή και ανάλογα με τις χρονικές περιόδους: ενίοτε μπορεί να διαρκούσε ισόβια, ενώ άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι λυνόταν μετά από εφτά χρόνια ή ανάλογα με τη συγκατάθεση του πεθερού και της πεθεράς, π.χ. όταν η νύφη τους είχε ήδη αποκτήσει δύο - τρία παιδιά, οπότε αυτή τους φιλούσε το χέρι και εκείνοι της χάριζαν και ένα καινούριο φουστάνι επισφραγίζοντας τη λύση του.

Ντοσίλεα = τί είδους, τι λογής

Στούδεα = κόκαλα (στούδεα και πετσίν = πετσί και κόκαλο)

***Σημαίνει «μη στεναχωριέσαι»

Εμποδεύκουμαι = μένω έγκυος (έμποδος)

****Θα κατουράει όρθιο, δηλαδή θα είναι αγόρι

«Ο ουρανόν ελίβωσεν»: έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά την κάλυψη του ουρανού με μαύρα νέφη (λίβεα)

Τρυγομηνάς = ο Οκτώβριος, μήνας του τρύγου. Η Τουρκία εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την 20η Οκτωβρίου 1914 (παλαιό ημερολόγιο), ενώ τρεις μήνες νωρίτερα, την 20η Ιουλίου, είχε βγει φιρμάνι στρατολόγησης των χριστιανών υπηκόων.

Αεργίτες = Νοέμβριος

Αβλαεύω = επιθυμώ διακαώς

Χαντυλλιάω, χαντυλλιάουμαι = γαργαλώ - γαργαλιέμαι

Κελέκ - κελέκια = κουδούνια ζώων

Κολατίουμαι = κολάζομαι, αμαρτάνω

Εξαγούρεμαν = εξομολόγηση

*****Ευφημισμός για την ερωτική πράξη (κάνω τρέλες)

******Έκφραση μεταμέλειας (χαρακτηριστικό και για την ψυχοσύνθεση των Ποντίων είναι ότι από το λεξιλόγιό τους έλειπε παντελώς η λέξη «συγγνώμη»...)

Ούβας = σούρβα ή αγριοκυδωνιά, δέντρο που το ξύλο του θεωρούνταν ότι έχει μαγικές ιδιότητες

Λεφτοκάρεα (λεπτοκάρυα) = τα φουντούκια

Μωμο(γ)έρια ή Κοτζαμάνια = ευετηρικό δρώμενο της περιόδου του Δωδεκαημέρου που τελείτο αποκλειστικά από άντρες και συναντάται με διάφορες μορφές σε πολλές περιοχές του Πόντου, ωστόσο στη Λιβερά είχε ιδιαίτερο χαρακτήρα και είναι το πιο διάσημο απ' όλα. Κύριοι πρωταγωνιστές ήταν οι «μωμόεροι» και η νύφη, τον ρόλο της οποίας αναλάμβανε κάποιος έφηβος, ενώ υπήρχαν και άλλοι συμβολικοί χαρακτήρες. Η παραλλαγή της Λιβεράς επιβιώνει μέχρι σήμερα στα ποντιοχώρια της Κοζάνης.

Καλαντάρς = ο Ιανουάριος

Τζανταρμάς = χωροφύλακας

Εκοσαρίασα = κοτοπούλιασα, ανατρίχιασα

Κούκουδας = κουκουβάγια

Τσεβιζλούκ = τοποθεσία της Κάτω Ματσούκας, έδρα χωροφυλακής και καϊμακάμη

*******Ανάθεμά σας, κερατάδες!


Μαρία Παπαθεοδώρου