Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 29)

Ο ιδρώτας γυάλιζε στα γυμνά τους στήθη. Κάθονταν ξαπλωμένοι γυμνοί, ξέπνοοι ακόμα κοιτώντας τον σοβά να κρέμεται σαν ξεσκισμένη σάρκα από το ταβάνι.

«Να δεχτούμε λοιπόν το γεγονός πως είμαστε δύο αυτοκαταστροφικά άτομα που μπλέξανε μεταξύ τους. Ποιο νομίζεις ότι θα είναι το αποτέλεσμα αν όχι εκρηκτικό;»

Η Αρετή δεν του απάντησε. Έστριβε νευρικά μια κλωστή από το λερωμένο στρώμα με το δεξί της χέρι, βυθισμένη σε μια γλυκιά αποχαύνωση.

«Πολύ συχνά βλέπω ένα πολύ συγκεκριμένο όνειρο» συνέχισε ο Γιάννης. «Είμαι ηθοποιός πάνω σε μια τεράστια σκηνή. Όλη μου η ζωή προσφέρεται απλόχερα βορά στο πλήθος που παρακολουθεί αυτή τη φαρσοκωμωδία. Κάποια στιγμή, η αυλαία πέφτει μα κανένας δεν χειροκροτεί. Ξάφνου, πέφτω ανάσκελα και κοιτάω με μάτια γυάλινα έναν θεοσκότεινο ουρανό και μόνο τότε οι θεατές αποχωρούν ευχαριστημένοι πια που ο χώρος ξεβρόμισε από έναν ακόμα περιθωριακό. Τους βλέπω να πηγαίνουν σπίτι τους και εγώ τους κοιτάω από κάπου ψηλά, παγιδευμένος ανάμεσα σε ουρανό και γη. Τους παρακολουθώ καθώς κάθονται στην αναπαυτική τους πολυθρόνα και χορταίνουν με βία και αίμα στις ειδήσεις των οχτώ. Ρίχνουν από κανένα μπινελίκι στα παιδιά τους που πήραν δεκαεννιά αντί για είκοσι στον έλεγχο, στερώντας τους έτσι την αριστεία και έπειτα αποκαμωμένοι κάνουν έρωτα με τις γυναίκες τους για να κοιμηθούν έπειτα τον ύπνο του δικαίου που αυτοί, ευτυχώς δεν είναι σαν τους άλλους».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και το πρόσωπό του σκλήρυνε από ένα άγιο χαμόγελο.

«Καληνύχτα μαλάκα, η ζωή έχει πλάκα».

Γύρισε και τον κοίταξε.

«Ίσως η αγάπη να πάψει να είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους».

Γύρισε και ο Γιάννης με την σειρά του και την κοίταξε.

«Γιατί η σιωπή είναι ο δισταγμός για τη ζωή και τον θάνατο…»

Τον κοίταξε απορημένη.

«Το ποίημα του Αναγνωστάκη. Ο στίχος που είπες».

Η Αρετή δεν είχε ιδέα πως αυτό ήταν ποίημα και ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο που το ήξερε εκείνος.

«Μη νομίζεις, ένα έχω αποστηθίσει για να κάνω φιγούρα και να ρίχνω γκόμενες. Τρελαίνονται με κάτι τέτοια».

Τον χτύπησε τάχα θυμωμένη με τον αγκώνα στα πλευρά και έκρυψε τα χείλη του γελώντας. Του ζήτησε τσιγάρο.

«Τη λέγανε Βικτώρια» άρχισε και ο πόνος έκανε την εμφάνισή του στο στήθος της. «Η μόνη ίσως που με κατάλαβε πραγματικά. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν έρωτας. Ξέρω μόνο ότι μου έδινε χώρο να υπάρχω. Και έτσι απλά μια μέρα, έπαψε να υπάρχει στην ζωή μου. Η απώλεια έχει μια τεράστια διαβρωτική δύναμη. Μετά από αυτή, απλά καταλαμβάνεις χώρο στον κόσμο, παρασιτείς. Από εκείνη την μέρα που την έχασα, έπαψα να έχω όνειρα, μόνο εφιάλτες. Κάπου εκεί κρύβεται ο δράκος. Πίσω από τις ανείπωτες λέξεις, το αίσθημα της ενοχής και τις φρικτές μικρές φωνές που τσιρίζουν μέσα στο κεφάλι μου».

«Αποφεύγω την αγάπη, δεν υπάρχει πιο ιδιοτελής πράξη από αυτήν. Μια εσωτερική παρόρμηση είναι, κανένα ιδανικό, καμιά ηθική αξία. Η μόνη ανιδιοτελής πράξη είναι η μοναξιά. Δεν δίνεις κάτι στον άλλον, μόνο τον πληγωμένο σου εγωισμό θρέφεις. Ο μόνος που πραγματικά αγαπάς, είναι ο εαυτός σου. Η μόνη αληθινή πράξη ελεημοσύνης, είναι να συμβιβαστείς μαζί του. Ο δεύτερος στην αγάπη χρειάζεται μόνο για να σου δώσει την χαριστική βολή».

«Ισοπεδώνεις τα πάντα χωρίς λόγο. Η αγάπη απαιτεί θυσίες».

«Γιατί; Τι το τόσο σπουδαίο σου προσφέρει η αγάπη; Αυτός που το λέει αυτό μισεί όλο τον κόσμο και πάνω από όλους, τον εαυτό του».

Η Αρετή στράβωσε το στόμα της.

«Η αγάπη δεν είναι τίποτα παραπάνω από ότι οι ανθρώπινες εκκρίσεις σαν τον ιδρώτα και την αφόδευση. Μια ανακλαστική ενέργεια είναι το ίδιο σιχαμερή».

«Είσαι χυδαίος».

«Είμαι ρεαλιστής».

Επικράτησε για λίγο σιωπή.

«Η ζωή είναι απλά ένα γαϊτανάκι από συνεχόμενες απώλειες Αρετή. Το θέμα είναι να τις αποδεχόμαστε και να προχωράμε παρακάτω».

«Δεν ξέρω αν μπορώ να αποδεχτώ την απώλεια. Δεν είμαι τόσο δυνατή».

«Είσαι γενναία. Αυτό είσαι. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που σε είδα».

«Την γενναιότητα που την είδες; Θρασυδειλία πες το καλύτερα».

«Γενναίος είναι οποίος ακολουθεί τον δαίμονα του. Την ψυχή σου ακούς. Δεν υπάρχει θρασυδειλία στην ιστορία σου. Μόνο πόνος και γενναιότητα».

«Στον πόνο θα συμφωνήσω. Αυτόν που έδωσα και σε αυτόν που πήρα. Όχι. Ζω την νέμεση μου τώρα. Μου αξίζει όλο αυτό που περνάω».

«Άφησε απ’ έξω τη νέμεση. Αγάπησε την αρετή που φοράς».

«Ποια αρετή; Πού βλέπεις την αρετή σε όλο αυτό;»

Σηκώθηκε ενοχλημένη και άρχισε να ντύνεται ανόρεχτα. Ο Γιάννης ακούμπησε τον αγκώνα του στο στρώμα και έμεινε να την κοιτά.

«Είμαι η ντροπή προσωποποιημένη και αυτό δεν έχει τίποτα το γενναίο ή ενάρετο».

Έσυρε το δάχτυλο στο μπράτσο της πάνω από το τατουάζ που έγραφε ‘Βικ’.

«Μάλλον και εγώ δεν φοβάμαι τις βελόνες. Αυτή εδώ ήταν η δική μου πρέζα».

Σηκώθηκε με κόπο, το μούδιασμα είχε γίνει ακόμα πιο έντονο και στο δεξί πόδι αυτή τη φορά. Κάθισε στην πολυθρόνα και αγκάλιασε τον εαυτό της.

«Δεν θέλω να νοιάζομαι. Το να νοιάζομαι πληγώνει, πονάει και το τελευταίο που θέλω τώρα στη ζωή μου είναι ο πόνος».

«Και τι θέλεις εδώ, με έναν τελειωμένο;»

Ανασήκωσε τους ώμους καθώς έτριβε τους μηρούς της.

«Μάλλον έχω ξεμείνει από παρέα, γι’ αυτό».

Ο Γιάννης σηκώθηκε και αυτός με την ησυχία του. Πήγε από πίσω της, έβαλε τα χέρια στους ώμους της και την φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού.

«Όλοι μόνοι μας δεν είμαστε; Έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτό μου και μόνο, το μοναδικό άτομο που μπορώ να έχω εμπιστοσύνη».

Πήγε πήρε το πακέτο που ήταν πεταμένο στο στρώμα και το κούνησε. Μέσα είχε απομείνει μόνο ένα. Στράβωσε το στόμα και το σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα πριν το ανάψει. Τράβηξε μια ρουφηξιά και μετά πλησίασε και της έδωσε. Το έβαλε στα χείλη της με χέρια που έτρεμαν. Ξαφνικά, είχε αρχίσει να νιώθει περίεργα, μια δυσφορία μα προσπάθησε να την αγνοήσει. Ο Γιάννης συνέχισε.

«Όλοι σε κοιτάνε με αηδία. Σε κάνουν να νιώθεις πως έχεις χάσει κάθε είδος ελευθερίας, αξιοπρέπειας και ειλικρίνειας. Φτάνεις σε ένα σημείο που δεν σε ενδιαφέρει πια γιατί, δεν έχεις τίποτα άλλο να χάσεις. Οι ‘φίλοι’ μου θα μ’ έκαναν να νιώσω την δύναμη αλλά τελικά αυτοί ήταν που έβγαλαν από μέσα την αδυναμία μου».

Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσε ποτέ να προσδίδει στον εαυτό του μια ένδειξη αδυναμίας.

«Δεν έχεις κουραστεί να ρίχνεις πάντα την ευθύνη στους άλλους; Δε νομίζεις ότι έχει παραγίνει κλισέ αυτό το κοινωνικό κατηγορώ; Αν θες οπωσδήποτε να κατηγορήσεις κάποιον, ρίξε το φταίξιμο σε σένα. Είναι ο μόνος ισάξιος αντίπαλός σου».

Πήρε το τσιγάρο από το χέρι της και της γύρισε την πλάτη.

«Μας δαιμονοποιούν. Είμαστε για αυτούς έκπτωτοι δαίμονες που δεν μας ήθελαν ούτε στη Κόλαση και προσγειωθήκαμε στον δικό τους παράδεισο. Αυτό που αγνοούν όμως, είναι πως ο διάβολος είναι αυτοί. Όλοι αυτοί που μας δείχνουν με το δάχτυλο, δεν έχουν τα κότσια να ζήσουν ούτε ένα λεπτό από την ζωή μου».

«Δεν είναι κότσια να παίζεις ρώσικη ρουλέτα κάθε μέρα».

«Θα πρέπει να τρομάξει τουλάχιστον μια φορά στην ζωή σου αν θες πραγματικά να προχωρήσεις».

Η Αρετή σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Ένιωσε να αδειάζει, τα πόδια της έγιναν χάρτινα που με το ζόρι βαστούσαν το βάρος της. Έκανε να πει κάτι μα ξαφνικά τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω της. Το σώμα της περιστράφηκε για λίγο και σωριάστηκε λιπόθυμη στο πάτωμα.

Ηλίας Στεργίου