Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 1)

Αυτή τη φορά η διήγηση του παπά – Σάββα διακόπηκε απ' το κουδούνι, ενώ η Αρετούλα κρεμόταν απ' τα χείλη του μαγεμένη, ακούγοντας το πώς έκλεψε τη συνονόματη προπρογιαγιά της ο προπροπάππους της‧ χτύπησε λοιπόν το κουδούνι, και η κυρά Αρετή που πήγε ξανά να ανοίξει βρέθηκε μπροστά στον ανιψιό της και τη γυναίκα του, τους γονείς των παιδιών.

«Μακούλη μου, Μαράκι μου γλυκό! Καλώς τους!» τους προϋπάντησε, φιλώντας τους θερμά, και το μεσήλικο αντρόγυνο πέρασε στο μικρό σαλόνι.

«Μάνα, έτοιμο το φαγητό;» - έτσι προσφωνούσε πάντα ο Μάκης την αδελφή του πατέρα του που τον είχε αναστήσει, σχεδόν ποτέ θεία... «Πεινάω σαν λύκος!»

«Έτοιμο είναι, γιαβρί μ', έτοιμο! Τώρα σε λίγο θα βάλουμε τραπέζι...»

«Να έρθω να σε βοηθήσω, κυρά Αρετή» προσφέρθηκε τώρα η Μαρία, όμως η ηλικιωμένη αρνήθηκε:

«Όχι, κόρη μου, κάτσε εσύ στο σαλόνι με τα μωρά σου, τον άντρα σ' και τον πεθερό σ', να τους κάνεις παρέα! Τα καταφέρνω ακόμα τσιπ καλά και μόνη μου, δόξα τω Θεώ!»

«Ο τι πεις! Εσύ είσαι ο αρχηγός εδώ μέσα!» έκανε η νεώτερη γυναίκα, γελώντας με νόημα, και πήρε θέση στον έναν ελεύθερο καναπέ δίπλα στον σύζυγό της, απέναντι από τα βλαστάρια τους.

«Κάτσε, Μαριώ μου, κάτσε... Εδώ, είχα αρχίσει κι έλεγα στα παιδία την ιστορία μας, κι είχαμε φτάσει ως εκεί που ο αρκολυκόπαππός τους ο Σάββας έκλεψε την αρκολυκοκαλομάνα τους την Αρετή...»

«Μπράβο, πατέρα! Πώς κι έτσι;»

«Ε, Μάκη μ', έκσα του Σαββούλη μας την κεμεντζέ και την Αρετούλα να τραγωδεί κι εθυμέθα... Και πιάνω και τους δείχνω και τη φωτογραφία αυτή που είναι ο πάππος σου ο Μανουήλ με τη θεία σου τη Λισάφη μικρά μαζί με τους γονιούς τους, να τους δείξω πόσο πολύ μοιάζουνε με τον αρκολυκόπαππο και την αρκολυκοκαλομάνα τους, ε, και μετά ζητήσαν από μόνα τους να τους πω τι πέρασαν τ' εμέτερ'...»

«Καλά κάνεις, πάτερ μου! Εμείς ούτε τα θυμόμαστε όλα με τον Μάκη, ούτε βρίσκαμε χρόνο να τα αφηγηθούμε στα παιδιά κι αυτά που θυμόμαστε... Ντροπή, το ξέρω, αλλά...»

«Ντάξει ρε μάνα, συγχωρεμένη! Τι θα γίνει όμως, θα συνεχίσουμε;» πετάχτηκε ανυπόμονος ο Σάββας. «Θέλω να μάθω πώς παντρεύτηκαν, όλες τις λεπτομέρειες!»

«Ναι, κι εγώ! Και πώς αντέδρασε ο μουχτάρης... Έλα, παππού, συνέχισε, πριν βάλει φαγητό η θεία!» επηύξησε η Αρετή, χτυπώντας ελαφρά την παλάμη της στο μπράτσο του καναπέ, προτρεπτικά.

«Χαλώ σ' εγώ χατίρι, κορτσόπο μ;» της χαμογέλασε εκείνος. «Αχ! Έμορφος γάμος, παραλίγο όμως να μην παντρεύονταν οι δυο τους, αν δεν είχε υπάρξει τόσο θαρρετή κι η συνονόματή σου, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια κι όταν μου τα 'λεγε, χανόντουσαν θαρρείς οι ρυτίδες της και γινότανε ξανά μικρή κοπέλα...»

***

«Χαράντας, στεφανώματα

χαίρουνταν δυο ψόπα

ίντανε ζευγάρ'

Κι άμον τα πουλόπα

απάν' σο παρχάρ...»*

Χάραζε πια, όταν έφτασαν ο Σάββας κι ο Ματθαίος με την Αρετή στο πατρικό τους στην Κουνάκα. «Ξύπνα, αγάπη μου, φτάσαμε... Είμαστε στο χωριό μας» είπε το ερωτευμένο παλικάρι στο κορίτσι του, που νανουρισμένο από τον καλπασμό του αλόγου και τη ζεστασιά του κόρφου του είχε βυθιστεί σ' ένα γλυκό λαγοΰπνι, δίνοντάς της μαζί κι ένα φιλί, κι εκείνο άνοιξε τα όμορφα μάτια του και κύτταξε γύρω του ανήσυχο.

«Σάββα μου... Πώς θα εμπαίνω απές σο σπίτ' εσούν; Εντρέπουμαι τα κύρουκα σ', τον πάππο σου, την καλομάνα σ'...»

«Σσς, ξάι μ' εντρέπεσαι, Αρετούλα μ'... Ο πάππος κι η καλομάνα μ' εξέρνε, ατοί πα ατό εποίκαν κάποτε» την καθησύχασε και φιλήθηκαν ξανά, προτού την πάρει στα χέρια του και την κατεβάσει από τη ράχη του ζωντανού στο χώμα, ευλαβικά σαν να 'τανε καμωμένο από γυαλί το κορμάκι της, με τα μάτια τους στυλωμένα να αλληλοκυττιούνται με λαχτάρα, σαν να μην πίστευαν ότι το ζούσαν όλο αυτό... Χαμογέλασε ο Ματθαίος βλέποντάς τους, κι ύστερα προχώρησε μπροστά και χτύπησε την πόρτα, ενώ ο Σάββας στεκόταν λίγο παραπίσω, κρατώντας πάντα την Αρετή από το χέρι‧ σερνάμενα βήματα ακούστηκαν κι αμέσως πρόβαλε στο κατώφλι ο πάππος ο Σάββας, βαστώντας ένα λυχνάρι.

«Πάππο, όλα καλά... Το κορίτσ' επέραμ' α» τον πληροφόρησε και παραμέρισε συνάμα για να φανούν ο ξάδελφός του και η κοπέλα.

«Πάππο μου, την ευχή σου... Η Αρετή θα ίνεται η γαρή μ'» μίλησε πρώτος ο νέος, κυττώντας γλυκά τη μουχταροπούλα του, που στη θέα του γέροντα χαμήλωσε βαθιά τα μάτια της.

«Αρετή, κουτσή μ'... Καλώς έρθες σ' οσπίτ' εμούν» είπε ωστόσο απλά και καλοσυνάτα εκείνος, σφίγγοντας απαλά με τις ρυτιδιασμένες του παλάμες τα λεπτά κοριτσίσια μπράτσα της και την ασπάστηκε σταυρωτά. «Πάππο σου να με λες, ταμάμ; Πάππο σ'» πρόσθεσε και την ατένισε συγκινημένος, μαζί και τον εγγονό του, αφού είδε στα πρόσωπά τους τον εαυτό του και την κυρά του...

«Πατέρα, ντ' έπαθες;» ακούστηκε η φωνή του Μανουήλ, που είχε σηκωθεί από τον ύπνο μαζί με τη Λισάφη, ακούγοντας τον χτύπο στην πόρτα. «Παιδία! Εκλώστατε;» αναφώνησε, βλέποντας γιο και ανιψιό, μα την επόμενη στιγμή σάστισαν κι αυτός και η γυναίκα του, τα χάσανε, διακρίνοντας στο πλάι τους την Αρετή, την κόρη του κοτζά Ομέρ από τη Λιβερά, αυτή που υποτίθεται ότι αρραβωνιαζόταν κάποιον άλλο...

«Σάββα... Ντ' εποίκατε; Τη μουχταρί η θεγατέρα γιατί είναι μετ' εσάς;» ρώτησε τώρα η Λισάφη, με αγωνία, μη θέλοντας να το πιστέψει αυτό που μόλις είχε αντιληφθεί... «Πέει με ντο κ' εν ατό π' ενούντσα...»

«Ατό είναι, μάνα... Το μουχταρόπουλον θα ίνεται η νύφε σ', εγώ ατέν εγάπσα κι ατέ εμένα, για αυτό πήγα σα σουμαδέματ' ατς, για να την κλέψω» αποκρίθηκε με ψυχραιμία ο Σάββας, αγκάλιασε τη μέση της Αρετής και την κόλλησε προστατευτικά πάνω στο σώμα του, κι εκείνη ζάρωσε πάνω του, πήγαινε να πεθάνει απ' τη ντροπή της που έμπαινε έτσι στο σπίτι του καλού της, αστεφάνωτη...

«Ατό ντ' εποίκες καμίαν 'κι έπρεπε να φτας ατό! Την πελιά μουν θα ευρίκουμε!» τον κατσάδιασε η μέλλουσα πεθερά της και η Αρετή ένιωσε πως ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, την έσωσε όμως η καλομάνα η Συμέλα που, μιλημένη όπως ήταν απ' τον γέροντά της, βγήκε την ίδια ώρα να καλοδεχτεί κι αυτή τη διαλεχτή του εγγονού τους και να ηρεμήσει τα πνεύματα.

«Λισάφ', τον υιό σ' μη ταβίζς ατόν... Αν 'κι έκλεφτε τήναν εγάπανε, κρίμα σ' όνεμα τ'» έκανε με νόημα κι η νύφη της της έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα.

«Κι εσύ, μάνα; Εσύ πα εξέρνες ντ' επήαινε να φτάει;...»

«Κι εγώ κι ο πεθερός σου, κόρη μου, μας τα 'χε πει όλα ο παίδας» της απάντησε ατάραχη και πλησίασε την Αρετή, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα τρυφερό όλο καμάρι και φιλώντας τη στα κοκκινισμένα της μάγουλα.

«Κορτσόπο μ'! Εσύ ήσουνα πλασμένη για τον Σαββούλη μας, κι ο Θεός κι η Παναΐα σάς έσμιξε... Έλα τώρα, να σου στρώσω να κοιμηθείς λιγάκι, και καλομάνα να με λες...»

Είπε, και παίρνοντας τη σαστισμένη κοπέλα από το χέρι την οδήγησε προς τα μέσα, βάζοντάς την έτσι στο σπίτι τους και κάνοντας ξεκάθαρη την αποδοχή της εκ μέρους της ίδιας και του άντρα της. Η Λισάφη ωστόσο εξακολουθούσε να μη συμφωνεί με την πράξη του γιου της, και μόλις η πεθερά της απομακρύνθηκε, τον επέπληξε ξανά για την αποκοτιά του.

«Γιατί, Σάββα μου; Γιατί να φτας ατό; Ατόσες νυφάδες έχει η Κουνάκα, εσύ έπρεπε να βρεις να αγαπήσεις τη θυγατέρα του κοτζά Ομέρ του Εμφιετζίδη, τόσο πολύ θέλησες να ομέζς τον πάππο σ'; Παρέμ η καλομάνα σ 'κι έτον αρχοντόπουλον!»

«Λισάφ', κανείται» παρενέβη κατευναστικός ο Μανουήλ, πιάνοντάς την απ' τους ώμους, ενώ κι η υπόλοιπη οικογένεια είχε μαζευτεί περίεργη τριγύρω. «Ο Σάββα μουν εποίκε ατό ντ' έλεε η κάρδια τ', την έκλεψε την Αρετή κι αυτό πια δεν αλλάζει, εμείς το μόνο που 'χουμε να κάνουμε τώρα είναι να ετοιμάσουμε τον γάμο τους... Χάιτε να λελεύω σε, τρυγόνα μ', την κι άλλ' έμορφον νύφε θα φτάμε εμείς!» κατέληξε, χαϊδεύοντας τη γυναίκα του στην πλάτη για να την καλοπιάσει και ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα βλέμμα κρυφής επιδοκιμασίας στον γιο του, και ο Σάββας ένιωσε τότε να του φεύγει ένα βάρος...

***

Ξυπνώντας την άλλη μέρα η μουχτάρισσα η Ελέγκω, δε βρήκε την Αρετή στο κρεβάτι της. «Θα είναι ση χαλέν» σκέφτηκε πρώτα και δεν ανησύχησε, πήγε προς το αποχωρητήριο και χτύπησε την πόρτα καλώντας την, όμως απόκριση καμιά δεν έλαβε. «Γιαμ εξέβεν σην παχτσέν;» συλλογίστηκε ύστερα, με απορία, και βγήκε στον κήπο του σπιτιού για να την ψάξει, ήξερε πόσο άρεσε στη μοναχοθυγατέρα της να μυρίζεται τις τριανταφυλλιές που φύτευε για χάρη τους ο Τούρκος δουλευτής τους ο Ταχήρ μπέης, όμως κι εκεί ήταν άφαντη, κι η μάνα άρχισε τώρα να ζώνεται τα φίδια, κατάχλομη μπήκε ξανά στο σπίτι, ανάστατη, συνεχίζοντας να ψάχνει νευρικά, ώσπου έπεσε πάνω στη συννυφάδα της και τη ρώτησε μ' αγωνία:

«Ποινή... Ποινή μου, πέει με, είδες την Αρετή; Πού είναι; Την ψάχνω τόσην ώρα και πουδέν 'κι ευρίκ' ατέν... Μερ' επήεν το κορτσόπο μ';»

«Σύχασον, σύχασον, Ελέγκω μ'... Έψαξες καλά, παντού;»

«Παντού! Παντού, όλο το σπίτι γύρισα και πουδέν 'κι ευρίεται! Ποιος την πήρε, ποιος μου την έκλεψε;!»

«Λες;..» αναρωτήθηκε η Ποινή μετά από μια στιγμή με κομμένη την ανάσα, καθώς θυμήθηκε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα και τα συνδύασε μεταξύ τους, τον Σάββα και τον Ματθαίο που ήρθαν να διασκεδάσουν τον κόσμο στον αρραβώνα, τον δίσκο με τα κεράσματα να τραμπανίζει ελαφρά στα χέρια της ανιψιάς της σαν αντίκρισε τον νεαρό λυράρη απ' την Κουνάκα, τη ζάλη και το κλάμα της κατόπιν, μα δεν κότησε να αρθρώσει λέξη, μέχρι που μπήκε μέσα ο γιος της...

«Πανίκα μ'! Πανίκα μ', σε παρακαλώ, πέει με! Πέει με πού είναι η Αρετή, θα τρελαθώ!» τον παρακάλεσε αμέσως η θεία του, αρπάζοντάς τον απ' τους ώμους, και το παλικάρι για μια στιγμή χαμήλωσε ένοχα το βλέμμα, έπειτα όμως πήρε το θάρρος και την ατένισε στα μάτια.

«Θεία... Η Αρετή έφυγε...»

«Έφυγε; Πού πήγε;»

«Έφυγε, με τον Σάββα... Την έκλεψε, αγαπιόντουσαν, και τους βοήθησα κι εγώ σ' αυτό...»

Κατέληξε ο Πανίκας κι οι δυο γυναίκες έμειναν άναυδες, μην ξέροντας πώς ν' αντιδράσουν, το σάστισμά τους ωστόσο διέκοψε ο Όμηρος, που μπήκε μέσα βαρύς ακόμα από τον ύπνο.

«Γαρή, ντο βαρκίζς; Η Αρετή ακόμη 'κι εγνέφσεν; Ο ήλον εξέβεν έναν ζυγών'**...»

«Τάη... Η κουτσή σ' 'κι εν αδά, έφυεν και ξαν 'κι θα κλώσκεται» απάντησε μονοκοπανιά ο Πανίκας στον θείο του, προλαβαίνοντας τη μάνα του και τη θεία του που ζάρωναν φοβισμένες. «Σην Κουνάκα θα 'ναι τώρα, ση Ποιμενάντων το σπίτ'...»

«Τι λες, μωρέ; Μίλα καθαρά!»

«Αυτό που είπα... Η Αρετή κλέφτηκε με τον Σάββα τον Ποιμέν, τον αγαπάει και θα πάνε στεφανούνται...»

Ακίνητος έμεινε για μια στιγμή ο Όμηρος, όλο το αίμα του ψηλού και στιβαρού κορμιού του ανέβηκε μεμιάς στο κεφάλι του το γενειοφόρο, τα χέρια του σφίξανε κι άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα, ενώ στην άλλη μεριά η γυναίκα του κι η νύφη του φέρνανε τα δάχτυλά τους στο στόμα, χλομιασμένες, τρέμοντας κι αυτές και αναμένοντας την έκρηξη, μόνο ο ξάδελφος της κοπέλας παρέμενε στητός κι ατάραχος, σαν μάρτυρας...

«Ντ' εποίκε;;» έκανε ο μουχτάρης, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που άκουσε. «Κλέφτηκε; Με τον κεμεντζετζήν, τον οξυπόλτον; Για αυτό μου τον έφερες εδώ, αφορεσμένε, να συρ' τη θεγατέρα μ'; Τα ήξερες όλα, ε; Όλα, μαζί τα σχεδιάσατε! Οφιδί γεννεμασέας, να χέζω σο κιφάλ' εσούν!»

Εξερράγη πλέον ο κοτζά Ομέρ, κι ο θυμός του ξέσπασε όλος πάνω στον ανιψιό του, μιας κι η κόρη του κι ο γαμπρός του έλειπαν από μπροστά του‧ τον άδραξε πρώτα από τους ώμους και τον τράνταξε, κι ύστερα του άστραψε δυο γερά χαστούκια, τόσο που η μύτη του Πανίκα μάτωσε και παραπάτησε, έτοιμος να πέσει...

«Αφέντα, μη! Μη το παιδίν, αφς ατόν!» πετάχτηκε αμέσως η Ποινή για να τον πιάσει, απλώνοντας τα τροφαντά της μπράτσα φτερούγες γύρω απ' τον μοναχογιό της. «Ντως εμένα, εμένα να τιμωρήσεις!»

«Κι εσένα θα τιμωρήσω κι όλους σας, μα πρώτη αυτή την τσούνα π' εγέννεσα!» βρυχήθηκε ο Όμηρος. «Ατώρα θα ελέπ', που τόλμησε ν' απιδαβαίν' τον κύρη της!»

«Όμηρε! Όμηρε, πού πας; Στάσου!» ικέτεψε η Ελέγκω κι έτρεξε ξοπίσω του, καθώς ο άντρας της άρπαζε έξαλλος το πανωφόρι του και έβγαινε απ' τη βαριά ξυλόγλυπτη εξώπορτα του αρχοντικού τους, βροντώντας τη στον τοίχο έτσι όπως την άνοιξε, λίγο έλειψε να τη σπάσει, κι η Ποινή είχε βγάλει το λετσέκι της και σκούπιζε τα αίματα στον μοναχογιό της, μιλώντας του με έννοια.

«Πανίκα μου... Πονείς, αγούρ' ιμ;»

«Γιοκ, μανίτσα μ'... 'Κι πονώ, τιδέν 'κι εν'... Η Αρετούλα να 'ναι ευτυχισμένη, κι εμένα ας με δείρει όσο θέλει ο τάης... Έγροιξες; Η ξαδερφίτσα μ', η πατσίκα μ', αφού αλλά αδέρφια εγώ δεν έχω, να παντρευτεί τον Σάββα που τον αγαπά κι είναι παλικάρ', όχι τον μυξέαν τον Αβράαμ τ' Ανεστή που τον σιχαίνεται...»

***

Είχε μεσημεριάσει πλέον, όταν οι Ποιμενίδηδες άκουσαν ξανά κρότους στην ξύλινη πόρτα του φτωχικού τους αγροτόσπιτου. Μεμιάς αναστατώθηκαν όλοι, παράτησαν οι γυναίκες τους καβουρμάδες και τα τσίρα για το χοσάφ που έφτιαχναν και κυττάχτηκαν τρομαγμένες, εκτός από την καλομάνα, «ήρθε ο μουχτάρης να πάρει την κόρη του... Αλίμονο στο κορίτσι και στον Σάββα μας!» ψιθύρισε η Δόμνα, η πόρτα ξαναχτύπησε πιο γερά και η φωνή που ακούστηκε απέξω επιβεβαίωσε τους φόβους τους:

«Σκύλοι Ποιμενάντ, ανοίξτε, που να σας πάρει ο διάολος! Ανοίξτε, αλλιώς θα τη σπάσω την πόρτα σας!»

«Μη φογάστε... Εγώ θ' ανοίγ' ατόν και θα καλατσεύω» καθησύχασε ο πάππος ο Σάββας τις νύφες του και τις εγγονές του, έσυρε τα βήματά του ως την πόρτα και τράβηξε το μάνταλο.

«Καλή σ' ημέρα, κυρ Όμηρε... Αδακά πώς ευρέθες;»

«Πώς ευρέθα; Μου κάνεις τον ανήξερο τώρα, γέρο;» του επιτέθηκε αμέσως με οργή ο Όμηρος. «Ο ατεψής ο εγγονός σου ήρθε τάχα μου να παίξει κεμεντζέ στον αρραβώνα της κι έκλεψε την κόρη μου! Πού είναι; Φέρ' την εδώ, τώρα, αλλιώς θα κάνω συμβούλιο στη Λιβερά να τον δικάσουν!»

Είπε, και σπρώχνοντας τον ηλικιωμένο γενάρχη της οικογένειας εισέβαλε στο σπίτι, κι η Νάστα με τη Νοπίτσα έπτυξαν κλαψουρίζοντας στο πλευρό της Δόμνας και της Συμελίτσας, βλέποντάς τον έτσι γίγαντα και θυμωμένο‧ άφοβη όμως φάνηκε μπροστά του την άλλη στιγμή η Αρετή, κυττώντας τον στα μάτια.

«Πατέρα...»

«Τολμάς και μου μιλάς; Με ντρόπιασες σ' όλη τη Ματσούκα, και τολμάς να σηκώνεις το κεφάλι και να με λες πατέρα;» ούρλιαξε εκείνος, πλησιάζοντάς την, την άρπαξε βίαια απ' το μπράτσο κι έσφιξε γύρω του τη χερούκλα του σαν μέγγενη, κι η κόρη πόνεσε, μα τσιμουδιά δεν έβγαλαν τα χείλη της, μόνο σφιχτήκανε κι αυτά γερά, περήφανα... «Έναν θεγατέραν εποίκα κι ατέ εξέβεν οροσπού! Μπρος, προχώρα, κι όταν φτάσουμε θα τρως ξυλέας, τσούνας κουτάβ'!» συμπλήρωσε και την τράβηξε, όμως αυτή αντιστάθηκε.

«Όχι...»

«Έλα αδά, είπα!»

«Όχι, 'κι έρχομαι... Αδά θα μένω, ση Ποιμενάντων, τον Σάββα τον αγαπώ και θα γίνω δική του...»

«Αφέντα μ'... Αλήθεια σε λέει η κόρη σου, τον αγαπά τον Σαββούλη μας» παρενέβη η καλομάνα η Συμέλα, σε μια τελευταία απόπειρα να ηρεμήσει τον προεστό, που ατένιζε το παιδί του λαχανιασμένος, αφρίζοντας, ενώ ο εγγονός της πλάι της κράταγε την ανάσα του και παραμόνευε σαν θηρίο, έτοιμος να χυμήξει να σώσει την καλή του απ' τα χέρια του πεθερού του, αν επιχειρούσε ξανά να τη σύρει με τη βία...

«Ατότε ας μεν' αδά, κι ας έχει την κατάρα μου!» μούγκρισε ο Όμηρος, τα λόγια του σαν κεραυνός χτυπήσανε κι όλοι μαρμαρώσανε. «Εγώ πια είμαι άκλερος, αποσκεπάομαι και καταρούμαι***!»

«Ήμαρτα, Θεέ μ'...» σταυροκοπήθηκε μουδιασμένη η θεία Σεβαστή, η γυναίκα του άλλου θείου του Σάββα, του Οδυσσέα, καθώς ο πατέρας της κοπέλας στρεφόταν και έβγαινε απ' το σπίτι τους. Σαν φυλλαράκι έτρεμε τώρα κι η Αρετή, το θάρρος της το προτινό εξανεμίστηκε και γέμισε λυγμό το στήθος της, κι ο Σάββας με μια δρασκελιά βρέθηκε κοντά της, την έκλεισε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να τη μερέψει με τα χάδια του.

«Σάββα... Σάββα μου, φοούμαι... Ο κύρης μου μας καταράστηκε, το καταλαβαίνεις; Θεέ μου...»

«Σσς, σώπα, Αρετούλα μ'... Σώπα, τρυγόνα μου, λόγια είναι, τιδέν 'κι επορούν να φταν' εμάς, σώπα...»

«Μωρόν» ήταν καμιά φορά γενική ονομασία για τα παιδιά στην ποντιακή

Τσιπ καλά = πολύ καλά

Τ' εμέτερ' = οι δικοί μας

Χαράντας = χαρές

Ίντανε = γίνονται

*«Χαράντας, στεφανώματα», γαμήλιο ποντιακό τραγούδι


Πελιά = μπελάς

Τήναν = αυτόν/αυτήν που

Ομέζω = μοιάζω

Παρέμ = τουλάχιστον

Γιάμ = μήπως

Πουδέν = πουθενά

Μερ = πού

Βαρκίζω = φωνάζω

**Μέτρο της πορείας του ήλιου ισοδύναμο με μια ώρα

Οξυπόλτος = ξυπόλητος (φτωχός)

Οφιδί γεννεμασέα = γέννημα του φιδιού, ύπουλος

Ντως = χτύπα (εντούνα - εντώκα: πρτκ και αορ. του κρούγω)

Τσούνα = σκύλα

Απιδεβαίνω = προσπερνώ, ξεπερνώ (εδώ με μεταφορική έννοια)

Καβουρμάς = ψημένα κομμάτια κρέατος με λίπος που συντηρούνταν σε τενεκέδες ή κιούπια

Τσίρα = αποξηραμένα φρούτα με τα οποία έφτιαχναν το «χοσάφ», δηλαδή κομπόστα

Ατεψής = θρασύς, ξεδιάντροπος

Οροσπού = πόρνη

***Βγάζω το κεφαλοκάλυμμά μου και καταριέμαι = έκφραση που δήλωνε βαριά κατάρα


Μαρία Παπαθεοδώρου