Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 31 - Λάκς Λόχε)

«…Μια κόρη…» σιγομουρμούρισε έκπληκτος ο Λάκς Λόχε. Το γεγονός πως ο πρώτος και ίσως μοναδικός απόγονος του, ήταν γένος θηλυκού, περιέπλεκε τα πράγματα μες το μυαλό του. Δεν είχαν περάσει πολλά βράδια από όταν είδε εκείνο το όνειρο. Και μέσα του ήταν σίγουρος, πως τα λόγια του προπάππου του θα έμελλαν να είναι η αλήθεια. «Το παιδί που θα κάνεις…» του είπε εκείνο το βράδυ, «…θα οδηγήσει την οικογένειά μας και το γένος μας σε βασιλικές οδούς…». Η εξέλιξη όμως αυτή τον μπέρδευε.

Το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, που εμπιστεύθηκε έναν γέρο σε ένα όνειρο. Μα όχι αφελώς. Γιατί αν πίστευε σε κάτι, αυτό ήταν στις ψυχές των προγόνων του. Όπως και οι περισσότεροι στην Αραζέμ.

Όταν πια ξημέρωσε, τον επισκέφτηκαν οι δυο αδερφοί του, Ίντιο και Λαρ. Ο μεγάλος τους αδελφός, τούς είχε μιλήσει για το όνειρο και θέλησαν να επισκεφτούν το νέο τους ανιψιό.

«Μου μοιάζει χλωμό για νεογέννητο μωρό…» παρατήρησε ο μικρότερος αδερφός, ο Λαρ.

«Είναι λιγάκι χλωμός, ναι…» συμπλήρωσε ο Ίντιο.

«Χλωμή…» τον διόρθωσε ο Λάκς. Και οι δυο αδερφοί του γύρισαν απότομα το βλέμμα τους, πάνω του. «…Είναι κορίτσι…» συνέχισε σκυφτός, βγαίνοντας από το δωμάτιο.

«Αδερφέ!..» τον ακολούθησε ο Ίντιο. «…Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για το μωρό. Μα δεν ήρθαμε εδώ μόνο για αυτό…». Ο Λάκς σήκωσε το κεφάλι του και τους προσκάλεσε να βγουν έξω στον κήπο. Πρώτος μίλησε ο Λαρ.

«Έχουν φτάσει νέα στα αυτιά μας. Από τα χωριά. Οι βουνίσιοι στα Μούλτιμε, έχουν ξεσηκωθεί και κυνηγούν τους νυχτοβάτες όπου τους πετύχουν. Έρχεται πόλεμος στη γηραιά ήπειρο…»

«Λένε πως ήρθε η ώρα για εκδίκηση και είναι αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρι και τη Μεγάλη Νήσο!» συνέχισε ο Ίντιο.

«Τη Μεγάλη Νήσο;…» απόρησε ο Λάκς Λόχε. «…Είναι τρελοί; Δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι εκεί. Θα σκοτωθούν όλοι…»

«Για αυτό ζήτησαν τη βοήθειά μας…» απάντησε ο Ίντιο.

«Τη βοήθεια της Αραζέμ;» ρώτησε έκπληκτος ο Λάκς.

«Όχι βέβαια!..» τον πρόλαβε ο Λαρ. «…ζήτησαν βοήθεια από όλους τους πρόσφυγες και τους κυνηγημένους από το Νυχτερινό Βασίλειο».

Ο Λάκς γέλασε. «Και τι ήρθατε να μου πείτε ακριβώς; Να πάμε να πολεμήσουμε; Ποιόν; Όλον τον κόσμο; Θα μας συντρίψουν!»

«Ο Αρτίλ έχει μαζέψει ήδη στρατό. Δυο χιλιάδες άντρες περίπου. Και όχι μόνο πρόσφυγες. Ακόμη και άσχετοι ήρθαν ως εθελοντές για να βοηθήσουν…» τον ενημέρωσε ο Λαρ.

Ο Ίντιο πλησίασε το μεγάλο του αδερφό και του μίλησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Ακόμα και άσχετοι, αδερφέ. Υποστηρίζουν τον πόλεμο των βουνίσιων. Να πάνε αυτοί να πολεμήσουν και εμείς να κάτσουμε εδώ να περιμένουμε τι θα γίνει; Δε μου ακούγεται σωστό…».

Ο Λάκς έδειχνε να το σκέφτεται. «Δυο χιλιάδες…» ψέλλισε. «…Καλά ποιος ζήτησε τη βοήθεια και έχει τόση ανταπόκριση;…».

«…Ένας νέος άντρας τους οδηγεί… Λένε πως έχει ένα τόξο, τόσο ψηλό, που φτάνει ως τα πρώτα κλαδιά των πλανόδεντρων. Το όνομά του είναι Έλντι Μπόου…» εξήγησε ο Ίντιο.

«…Έλντι Μπόου…» επανέλαβε σκεπτικός ο Λάκς. Δεν του θύμιζε τίποτα απολύτως αυτό το όνομα. Ο μικρός αδερφός του τον διέκοψε.

«Δεν αποφασίζει όμως αυτός τις κινήσεις τους… Σε όλα τα Μούλτιμε, αντηχούν ξανά οι βραχνές κραυγές των λύκων. Και τα δέντρα, παρά το καυτό χιόνι, ανθίζουν ξανά… Διότι, αδερφέ μου, το αίμα του Ούλβιρ δε σταμάτησε να κυλά ποτέ… και στο πλευρό της κόρης του, βουνίσιοι και λύκοι φαντάζουν ανίκητοι μπρος σε οποιονδήποτε εχθρό…»

Ο Λάκς κοίταξε τον Ίντιο και εκείνος του έγνεψε καταφατικά. «Η κόρη του κόμη Ούλβιρ έχει ξεπεράσει τον πατέρα της. Η αγάπη του κόσμου δε θα την κάνει μόνο αρχόντισσα των βουνών πριν την Ανατολή, μα την ονειρεύονται Βασίλισσα σε ένα ενωμένο βασίλειο, χωρίς θάνατο, χωρίς μίσος. Χωρίς σκοτάδι…»

Στο μυαλό του Λάκς Λόχε, ήρθε ξανά το όνειρο που είχε δει. «Ίσως είναι ένα σημάδι…» σκέφτηκε δυνατά. «…Ο προπάππους μιλούσε για ένα παιδί, που θα μας βάλει σε βασιλικές οδούς. Είναι κορίτσι… Και τώρα μαθαίνω για την κόρη του Ούλβιρ… ».

«Θα κινηθούμε προς το Βορρά σε δυο μέρες» του είπε ο Ίντιο.

«Θα έρθω…» απάντησε αποφασισμένος και ξεκίνησε να ξεπροβοδίσει τους αδερφούς του. Λίγο πριν φύγουν, ο Ίντιο του έκανε μια τελευταία ερώτηση.

«Στο κορίτσι σου, τι όνομα θα δώσεις;»

«Σιρένε» απάντησε σίγουρος και μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο του μωρού, ανυπομονώντας να κρατήσει, για πρώτη φορά, την κόρη του στην αγκαλιά του.

Κυριάκος Μαυροειδέας