Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 53: Μια Έξυπνη Συμμαχία)

Το επόμενο πρωί ξύπνησαν νωρίς και ξεκίνησαν μόλις πλύθηκαν. Περπατούσαν αρκετή ώρα, με γρήγορο βήμα, ώστε να μη χάσουν πολύ χρόνο. Δε μιλούσαν μεταξύ τους, συνηθισμένοι από τις μέρες που περπατούσαν στα Φενέρεια, κάτι που πίστευε ο Μιχάλης πως θα έκαναν λίγο καιρό να ξεπεράσουν. Σταμάτησαν μετά για μία ώρα, για να ξεκουραστούν και να φάνε, πριν ξεκινήσουν και πάλι με προορισμό το κάστρο, το οποίο ο Νίκος γνώριζε που βρισκόταν. Το δράνο πάντως άρχισε να αλλάζει κατεύθυνση, δείχνοντας τώρα στα δεξιά τους, δείγμα πως είχαν φτάσει στο ύψος του χωριού, στο οποίο ήταν ο Σέκαρ. Συνέχισαν το αδιάκοπο περπάτημά τους, μέχρι που σταμάτησαν το βράδυ εξαντλημένοι και κάθισαν σε ένα σημείο, όπου υπήρχαν πολλά χωράφια τριγύρω, εγκαταλειμμένα. Εκείνοι περπατούσαν σε ένα χωματόδρομο εδώ και πολλή ώρα, ενώ είχαν σταματήσει δίπλα σε αυτόν.

«Από τότε που έφτιαξε το κάστρο του εδώ κοντά ο Ερυθρός Ηγέτης, όλη η περιοχή έχει γίνει ερημιά» είπε σε κάποια στιγμή ο Νίκος, αφού είχαν φάει βραδινό.

«Όλοι τον φοβούνται, ε;» ρώτησε ο Μιχάλης, γνωρίζοντας πως δεν είχαν και άδικο.

«Κανένας δε θέλει να βρίσκεται κοντά του. Απορώ πάντως πώς να είναι το κάστρο του. Πολλοί λένε ότι είναι ξεχωριστό και μπορεί να παγιδευτείς εκεί μέσα»

«Αλήθεια; Τι άλλο έχεις ακούσει;»
 
«Τίποτα συγκεκριμένο, απλά είναι φημισμένο. Και όσοι έχουν μπει σε αυτό, δεν έχουν βγει για να πουν τι έχει. Εγώ πάντως πιστεύω πως χρησιμοποιεί μαύρη μαγεία και καθαρίζει όποιον μπαίνει σε αυτό και δεν είναι δικός του»

Δε συνέχισαν την κουβέντα, μιας και δε θα έβγαζαν κάποιο συμπέρασμα και κοιμήθηκαν, το μισό βράδυ ο ένας και το υπόλοιπο ο άλλος.

Την επόμενη μέρα ξύπνησαν νωρίς, με τον ήλιο όμως να μη φαίνεται, αφού είχε συννεφιά. Ξεκίνησαν άμεσα για να φτάσουν στο κάστρο το συντομότερο δυνατό, λέγοντας μερικά αστεία στην αρχή, μέχρι που σταμάτησαν να μιλάνε, για να μη χάνουν δυνάμεις. Κατά το απόγευμα μερικές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν, με Τη βροχή να μην αργεί να ξεσπάσει. Όταν είχε σκοτεινιάσει εντελώς και περπατούσαν με τη βοήθεια ενός αυτοσχέδιου λυχναριού που έφτιαξε ο Μιχάλης, το είδαν.

Δεν μπόρεσαν φυσικά να το δουν ολόκληρο και καθαρά. Διέκριαναν πάντως πως ήταν ψηλό, ξεπερνώντας τα είκοσι μέτρα σε ύψος και η έκτασή του ήταν μεγάλη. Ήταν χτισμένο από πέτρες, ενώ είχε ελάχιστα παράθυρα, κοντά στην οροφή του. Περιβαλλόταν από ένα μεγάλο κήπο, που δεν είχε λουλούδια και φυτά, αλλά κάτι που έμοιαζε με βάλτο. Δεν μπόρεσε να δει περισσότερα και προτίμησε να μην ανοίξει το μυαλό του, για να μη γίνει αντιληπτός από εκείνους που πιθανώς να το προστάτευαν.

«Δε λέει και πολλά απ’ έξω» σχολίασε ο Νίκος παρατηρώντας το.

«Ποιοι είστε εσείς;» άκουσαν ξαφνικά κάποιον να ρωτάει.

Τα δύο αγόρια έμειναν παγωμένα. Ο Μιχάλης προτίμησε να κλείσει το μυαλό του και να ετοιμαστεί να αμυνθεί σε κάποια επίθεση.

«Αυτό δε σε αφορά» απάντησε ξαφνικά ο Νίκος απότομα λογικά για να δείξει πως δε φοβόντουσαν, «είσαι υπηρέτης των Ηγετών;»

Έπεσε για λίγο σιωπή, με τον Μιχάλη να σκέφτεται διάφορες τεχνικές άμυνας και τρόπους διαφυγής.

«Ελάτε στο δασάκι» είπε σε κάποιο σημείο αυτός που μίλησε.

Ο Μιχάλης πήγε να του απαντήσει πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακολουθήσουν, αλλά ο Νίκος τον σταμάτησε με ένα χτύπημα στο στήθος.

«Ας πάμε» του είπε ψιθυριστά, «αν μας εντόπισαν, μόνο εκεί θα έχουμε ευκαιρία να ξεφύγουμε»

Τελικά συμφώνησε και ακολούθησαν τον άνδρα μέσα στο δασάκι, όπου όλα ήταν βρεγμένα από τη βροχή που είχε πέσει πριν. Περπάτησαν μέχρι ένα μικρό ξέφωτο στο κέντρο του μικρού εκείνου δάσους, στο οποίο υπήρχε αναμμένη μία μικρή φωτιά και γύρω από αυτήν καθόντουσαν σε κάποιους κομμένους κορμούς από ξύλα, μία γυναίκα γύρω στα τριάντα, με μακριά μαύρα μαλλιά, πρόσωπο ωραίο αλλά γεμάτο πληγές, φορώντας ρούχα που είχαν πολλά σκισίματα, από μάχες προφανώς, μαζί έναν άνδρα κοντά στην ηλικία της, με μακριά καφέ μαλλιά, πρόσωπο δίχως πληγές, αλλά βλέμμα χαμένο. Φορούσε ένα καφέ παντελόνι και μία μπλε μπλούζα. Εκείνη τη στιγμή το ένα του χέρι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, χτυπώντας το αντίστοιχο πόδι του ανά τακτά διαστήματα. Στη συνέχεια παρατήρησε και ένα κορίτσι, στην ηλικία των δύο αγοριών περίπου, με μακριά καστανά μαλλιά και το βλέμμα των επίσης καστανών ματιών της να είναι καρφωμένος τη φωτιά που τρεμόπαιζε.

Ο άνδρας που τους είχε οδηγήσει εκεί ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους δύο ενήλικους, με λίγα μαύρα μαλλιά και πρόσωπο γεμάτο ουλές. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σε πολλά σημεία, όπως της γυναίκας, ενώ μια άσχημη πληγή ήταν εμφανής στο δεξιό του μηρό. Η όλη εικόνα πάντως αποδείκνυε πως εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν σχέση με τους Ηγέτες, κάτι που ο Μιχάλης το κατάλαβε και μία γρήγορη έρευνα με το μυαλό που έκανε.

«Από εδώ είναι ο Μέρτης» είπε δείχνοντάς τον νεαρό άνδρα με το χαμένο βλέμμα, «η Ειρήνη» δείχνοντας τη γυναίκα, «και η μικρή της παρέας, η Θάλεια» έδειξε το κορίτσι, που τους κοίταξε περίεργα, με το βλέμμα της να μένει κολλημένο στον Νίκο για αρκετή ώρα, πριν στρέψει το βλέμμα της σε εκείνον που μιλούσε πάλι. «Εμένα με λένε Βαγγέλη»

«Χαθήκατε και βρεθήκατε εδώ;» τους ρώτησε μόλις συστήθηκαν και εκείνοι.

Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χωρίς να αναφέρουν κάτι τελικά.

«Αν κατάλαβα καλά, θέλατε να μπείτε παράνομα στο κάστρο;» τους ρώτησε μετά εκείνος που λεγόταν Βαγγέλης.

«Πώς το κατάλαβες αυτό;»

«Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Ο τρόπος που κινούσασταν το πρόδιδε. Μην ανησυχείτε πάντως, δεν πρόκειται να σας αποτρέψουμε εμείς. Άλλωστε τον ίδιο σκοπό έχουμε»

«Να εισβάλλετε μυστικά στο κάστρο;» πετάχτηκε ο Μιχάλης.

«Ακριβώς. Μπορούμε μάλιστα να μπούμε μαζί»

«Είσαι σίγουρος γι’αυτό, Βαγγέλη;» πετάχτηκε τότε η γυναίκα που ήταν μαζί του.

«Φυσικά, αν έχουμε δίκιο, θα είναι βοήθεια για εμάς. Αλλιώς, αν είναι φρουροί του Αζαρέρ, είναι εδώ για να μας παρακολουθούν. Γιατί να μην τους βλέπουμε τότε;»

Όλοι έμειναν να τον κοιτάζουν για λίγο.

«Ωραίος τρόπος σκέψης» σχολίασε στη συνέχεια ο Νίκος, χαμογελαστός, «το ίδιο ισχύει και για εμάς. Άρα, ας μπουκάρουμε παρέα»

«Ας ετοιμαστούμε λοιπόν. Τη νύχτα είναι η ευκαιρία»

«Δε θα υπάρχουν μέτρα που να το προστατεύουν από κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Νίκος τότε.

«Δε νομίζω»

«Γιατί;»

Ο άνδρας τον κοίταξε για λίγο σκεφτικός, ρίχνοντας έπειτα μια ματιά προς το κάστρο. Έπειτα, στράφηκε και πάλι προς τα δύο αγόρια. «Γιατί ο Αζαρέρ θέλει να μπούμε μυστικά στο κάστρο του»

«Τι; Πώς το ξέρεις αυτό;» ρώτησε ο Μιχάλης, «ξέρει ότι είμαστε εδώ;»

Ο Βαγγέλης γέλασε ελαφρά. «Δε μιλάω για εμάς συγκεκριμένα, αλλά για όλους τους εχθρούς του. Από ότι έχω καταλάβει, δε θέλει να τους εμποδίζει να μπουν, το αντίθετο μάλιστα. Του αρέσει να διασκεδάζει με τους αντιπάλους του, επομένως είναι λογικό να θέλει να μπαίνουν στο κάστρο του, όπου έχει τοποθετήσει πολλές παγίδες που είναι ικανές να τους κάνουν να υποφέρουν ή και να σκοτωθούν»

Ο Μιχάλης έμεινε για λίγο σκεφτικός. Αυτό που έλεγε ήταν λογικό και έξυπνο, αφού πιθανώς ο Ερυθρός Ηγέτης να ήθελε να παγιδεύσει όσους ήθελαν να μπουν στο κάστρο και όχι να τους αποτρέψει, αφού έτσι θα κατάφερνε και να μάθει ποιοι είναι αλλά και να τους πιάσει και να τους σκοτώσει, αν ήθελε.

«Τον γνωρίζεις;»

«Τον Αζαρέρ; Ναι, μπορείς να πεις ότι είναι παλιός γνωστός μου»

Στη συνέχεια τους άφησε για λίγο, καθώς ήθελε να κάνει κάποιους τελευταίους ελέγχους, όπως ανέφερε. Τα δύο αγόρια έπιασαν κουβέντα με το συνονήλικό τους κορίτσι, που τους ρώτησε από πού είναι. Ανέφερε πως είχε γνωρίσει και κάποιον άλλο που δεν ήταν από τη Ζερκαλία. Όσο για εκείνους, ήταν από κάποιο χωριό που λεγόταν Ρένι και πήγαιναν να βοηθήσουν τον κηδεμόνα του Μέρτη.

«Άρα οι δικοί σου...» είπε σε κάποιο σημείο ο Νίκος.

«Χάθηκαν στον πόλεμο» συμπλήρωσε μετά η κοπέλα.

Ο Μιχάλης ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος μόλις το έμαθε. Δεν ήταν μόνο οι ίδιοι οι θάνατοι, αλλά και η θλίψη και η απώλεια που είχαν όσοι έμεναν πίσω. Ακόμη και παιδιά.

«Παιδιά, ξεκινάμε» τους διέκοψε τότε ο Βαγγέλης και όλοι κίνησαν προς το μέρος του.

Με γρήγορες κινήσεις εξαφάνισε τους κορμούς των δέντρων στους οποίους κάθονταν, μάζεψε ένα μικρό σακίδιο και έσβησε τη φωτιά. Μετά, τους είπε να τον ακολουθήσουν σε μία κατεύθυνση στα δεξιά τους από το σημείο που βρίσκονταν. Ο Μιχάλης χρησιμοποιούσε το μυαλό του για να καταλαβαίνει τι γινόταν, αφού δεν έβλεπε τίποτα, περπατώντας πλάι στον Νίκο και τη Θάλεια, ενώ λίγο μπροστά τους περπατούσε η Ειρήνη, που βοηθούσε τον Μέρτη να περπατήσει, γιατί είχε κάποιο πρόβλημα σε αυτό, αφού το ένα πόδι του δεν μπορούσε να σταθεί ευθεία και τον ανάγκαζε να κουτσαίνει.

Ξαφνικά, ο Βαγγέλης σταμάτησε κάπου και έσκυψε, σαν να ήθελε να πάρει κάτι από το έδαφος. Πριν το καταλάβει καν όμως ο Μιχάλης, ο άνδρας τράβηξε κάτι και ένα κομμάτι του εδάφους σηκώθηκε, αποδεικνύοντας ένα κάλυμμα ενός υπογείου περάσματος.

Παναγιώτης Βάβαλος