Times Suicide, της IreneVause


Παρόν


«Βλάκα! Ηλίθιε!» βρίζει εξοργισμένη, με λέξεις που μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς τα συναισθήματα της Κρύσταλ εκείνη τη στιγμή, μιας μάγισσας ερωτευμένης με έναν χρονοταξιδιώτη που έκανε ένα τρομερό λάθος.

«Κρύσταλ, σε παρακαλώ» προσπαθεί να την καθησυχάσει ο Κάιλ.

«Όχι! Δεν πρόκειται ν’ ακούσω καμία από τις σαχλές δικαιολογίες σου! Τι πάει λάθος με εσένα; Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα σου;» συνεχίζει να φωνάζει εξαγριωμένη. «Ήξερες τι πρόκειται να συμβεί. Γιατί; Γιατί το έκανες;»

«Βλέπεις πού βρισκόμαστε; Βλέπεις πόσο έχει προχωρήσει η τεχνολογία; Όλες οι θεωρίες βγήκαν αληθινές. Δες πώς ζούμε: δεν υπάρχει πείνα, δεν πεθαίνουν άνθρωποι από καρκίνο. Δεν υπάρχει καν καρκίνος! Οι γονείς μου ζουν, το ίδιο και ο κολλητός σου», λέει ενθουσιασμένος. Είναι σα να μην καταλαβαίνει την σοβαρότητα της κατάστασης όπως την αντιλαμβάνεται εκείνη.

Αν το συσχετίσουμε με βαθμίδες εγκλημάτων, αυτό που έκανε ο Κάιλ ισούται με κακούργημα. Στον δικό τους κόσμο και στην δική τους δικαιοσύνη τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η φύση τους έχει κανονίσει να τους τιμωρήσει με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Κάιλ είναι χρονοταξιδιώτης. Αυτό σημαίνει ότι έχει την ικανότητα να ταξιδεύει στο χρόνο και ν’ αλλάζει καταστάσεις. Το πρόβλημα είναι πως εάν κάνουν μια μεγάλη αλλαγή η οποία διαταράσσει το χωροχρονικό συνεχές δημιουργώντας μια τρύπα ανάμεσα στα παράλληλα σύμπαντα, αυτό έχει ως αποτέλεσμα άνθρωποι και πλάσματα να συναντούν τους παράλληλους εαυτούς δημιουργώντας έτσι σύγχυση σε όλα τα σύμπαντα. Ο μόνος τρόπος να εξαφανιστεί αυτό το χάσμα που δημιουργήθηκε είναι να τερματιστεί η ζωή του χρονοταξιδιώτη που την έπλασε.

Και τώρα ο Κάιλ έχει να διαλέξει ανάμεσα στην ίδια τη ζωή του και στο καλό του κόσμου. Για εκείνον φυσικά δεν υπάρχει δίλημμα, θα έδινε την ζωή του απλόχερα για να διορθώσει το τεράστιο λάθος που έκανε. Αυτός είναι ο Κάιλ, αυτό όμως που τον κρατάει είναι η Κρύσταλ.


Flashback


«Κάιλ, γύρισα» φωνάζει η Κρύσαλ μόλις μπαίνει στο σπίτι, αλλά δεν παίρνει απάντηση. «Κάιλ;» φωνάζει μια ακόμη φορά το αγόρι της, μάταια ξανά.

Αποφασίζει να πάει στο δωμάτιό τους στο βάθος του σπιτιού να δει μήπως είναι εκεί. Και έχει δίκιο. Τον βρίσκει στο πάτωμα περιτριγυρισμένο από βιβλία και χαρτιά. Τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και φοράει ακόμη τις πιτζάμες του, πράγμα που προδίδει πως από την ώρα που ξύπνησε δεν έχει ξεκολλήσει από το πάτωμα. «Μη μου πεις πως είσαι εκεί όλη μέρα».

«Δεν θα το πω, γιατί είσαι πολύ έξυπνη που το κατάλαβες μόνη σου».

«Έφαγες τουλάχιστον;»

«Δεν είχα χρόνο», της απαντάει και τοποθετεί τον φορητό υπολογιστή του στα πόδια του. Απορροφημένος πληκτρολογεί παθιασμένα, με μεγάλη ταχύτητα, σαν τρελός, σα να φοβάται πως ό,τι έχει στο μυαλό του θα δραπετεύσει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.

«Τι κάνεις;» ρωτάει πια ανήσυχη και παραμερίζει μερικά βιβλία για να κάτσει δίπλα του.

«Σκοπεύω να πάω πίσω στο χρόνο».

«Ναι, δεν είναι η πρώτη φορά. Πηγαίνεις πίσω κάθε φορά που θες να δεις ξανά την ταινία στο σινεμά χωρίς να πληρώσεις δεύτερο εισιτήριο ή όταν σου βάζω τις φωνές που δεν πήρες γάλα».

«Όχι έτσι. Αυτή την φορά θέλω να πάω πολύ πίσω. Λίγο πριν βυθιστεί η Ατλαντίδα».

«Γιατί;»

«Θέλω να αποτρέψω την βύθισή της. Κοίτα: αν όλες αυτές οι θεωρίες ισχύουν, αν όλη αυτή η τεχνολογία αναπτυσσόταν χιλιάδες χρόνια πριν την δική μας, έχεις ιδέα πόσο θα βοηθήσει αυτό την ανθρωπότητα;»

«Έχεις ιδέα πόσο θα βοηθήσει αυτό εσένα; Κάιλ, αυτή η αλλαγή είναι, είναι τεράστια. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην δημιουργήσει…»

«…κενό στο χωροχρονικό συνεχές. Ναι, το ξέρω, όμως σκέψου το! Φαντάσου το! Η τεχνολογία θα είναι αιώνες πιο μπροστά από ότι είναι τώρα. Μπορεί να μη χρειάζεται πλέον να ψάχνουμε πληροφορίες σε όλα αυτά τα βιβλία, μπορεί να μειώσουμε την περιβαλλοντική μόλυνση με νέες τεχνολογικές καινοτομίες».

«Και πάλι, όλα αυτά είναι απλές θεωρίες. Το ξέρω πως η δουλειά σου είναι η τρέλα σου, αλλά αυτό που θες να κάνεις είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Μπορεί να πεθάνεις, Κάιλ κι εγώ δεν έχω καμία διάθεση να μείνω μόνη μου».

«Ναι, μα αξίζει αν πρόκειται να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο».

«Ψυχή μου, τον κόσμο μας τον καταστρέψανε οι ίδιοι οι άνθρωποι. Την υγεία τους την κατέστρεψαν οι ίδιοι, την ειρήνη την κατέστρεψαν οι ίδιοι, αυτοί κι ο εγωισμός τους. Δεν είναι στο χέρι μας να τον φτιάξουμε, κι αν είναι δεν αξίζει να χάσεις την ζωή σου προσπαθώντας. Θυμάσαι πόσο είχαμε μαλώσει γι’ αυτή την ηλιθιότητα που σκεφτόσουν να κάνεις; Θυμάσαι τι είπα λίγες ώρες πριν κάνεις την μαλακία;» συνεχίζει η Κρύσταλ νευριασμένη.

«Θυμάμαι», ψελλίζει εκείνος και ξεροκαταπίνει στην ανάμνηση.

«Κάιλ, όχι! Για πολλοστή φορά: δεν πρόκειται να πραγματοποιήσεις την καθυστερημένη ιδέα που σου έχει κολλήσει\ στο μυαλό».

«Μπορείς να καταλάβεις πως για αυτό ζω εγώ; Ότι αυτό με ευχαριστεί;»

«Αν το κάνεις, θα πεθάνεις και αν πεθάνεις δεν αφήνεις μόνο εμένα μόνη μου».

«Κρύσταλ, σταμάτα το αυτό. Δεν θα μείνεις μόνη σου. Έχεις φίλους, έχεις τους γονείς σου».

«Δεν θα έχω όμως εσένα!»

«Γαμώτο, ρε Κρύσταλ! Τι έχεις πάθει; Δεν ήσουν έτσι εσύ. Όταν πήγαμε να βοηθήσουμε στο Έντμοντ δε σ’ ενδιέφερε αυτό. Ήθελες να βοηθήσουμε να μην καταστραφεί ο κόσμος. Τι έπαθες τώρα;»

«Είμαι έγκυος, παλιοεγωιστή!» του ουρλιάζει πλέον εξοργισμένη. «Και παρόλα αυτά εσύ τι έκανες;»

Η φωνή της πλέον έχει ηρεμήσει. Τον πολεμάει με χαμηλούς τόνους προκαλώντας του τύψεις και το καταφέρνει με μεγάλη ευκολία.

«Πήγα πίσω στον χρόνο».

Από τη στιγμή που έφτασε ο Κάιλ στην Ατλαντίδα μαγεύτηκε. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται αυτός ο λαός να είχε βυθιστεί κάτω από τον ωκεανό. Είχαν χτίσει τόσα πολλά και εντυπωσιακά μνημεία χιλιάδες χρόνια πριν καν δημιουργηθούν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και η φιλοξενία τους ήταν τόσο ζεστή.

Βγήκε μια βόλτα στην αγορά και ενθουσιάστηκε ακόμα παραπάνω. Οι πωλητές είχαν στήσει στους πάγκους τους όλα τα προϊόντα που πουλούσαν: παιχνίδια, υφάσματα, αρώματα, τρόφιμα, λαχανικά, μπαχαρικά, διάφορα διακοσμητικά σπιτιού και μικροπράγματα.

Ακόμη και το κλίμα ήταν τέλειο. Οι θάλασσές της είχαν ένα αξιοζήλευτο γαλάζιο με κάτασπρη μαλακή αμμουδιά και οι κοιλάδες ένα μοναδικό πράσινο που πουθενά αλλού δεν έβρισκες. Όσο για τον ορυκτό πλούτο, φυσικά και δεν θα έλειπαν τα ορυχεία διαμαντιών που ακόμη δεν είχαν ανακαλύψει τρόπο να έχουν πρόσβαση σε αυτά.

Αυτός ο τόπος άδικα χάθηκε. Θα είχε βοηθήσει την ανάπτυξη ολόκληρου του κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μάθει τι ακριβώς της συνέβη, για να το αποτρέψει.


Παρόν


«Ελπίζω τώρα να είσαι ευτυχισμένος που εκπλήρωσες τον εγωιστικό σκοπό σου», του λέει σκληρά, με δάκρυα έτοιμα να τρέξουν κατά μήκος του προσώπου της.

«Είμαι. Γιατί τώρα θα ξέρω τουλάχιστον πως το παιδί μου και εσύ θα ζείτε σε έναν καλύτερο κόσμο. Σε έναν κόσμο που δεν θα φοβάται κανένα ανήλικο να πηγαίνει σχολείο επειδή όλοι οι ψυχάκιδες μπορούν να έχουν στην κατοχή τους ένα όπλο και να σκοτώσουν όποιον θέλουν. Σε έναν κόσμο που η κύρια αιτία θανάτου είναι τα καρδιακά νοσήματα στους υπερήλικες και όχι ο καρκίνος σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα. Σε έναν κόσμο που το κλίμα του δεν έχει αλλοιωθεί και δεν χρειάζεται οι άνθρωποι να ανησυχούν για την έλλειψη πόρων, αφού αυτοί θα είναι συνεχώς ανανεώσιμοι», προσπαθεί να την πείσει πως για το απώτερο καλό του σκοπού του, μα η Κρύσταλ είναι ασυγκίνητη.

«Σ’ έναν κόσμο χωρίς εσένα», του αντιλέγει και η ανάσα της γίνεται πιο κοφτή λίγο πριν λυγίσει και ξεσπάσει σε κλάματα. «Τι να κάνω εγώ όλες αυτές τις μαλακίες αν είναι να σε χάσω;»

Όπως το είχε υποψιαστεί. Η Ατλαντίδα όντως βυθίστηκε, απλά κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να βρει μια λογική εξήγηση. Πώς γίνεται ολόκληρος ο τόπος να εξαφανίστηκε από τη μία στιγμή στην άλλη; Κι όμως. Τα ορυχεία διαμαντιών ήταν υπαίτια για την καταστροφή αυτού του πολιτισμού. Όταν χρόνια αργότερα προσπάθησαν να εξορύξουν τον πλούτο αυτόν μια λάθος κίνηση των εργατών στοίχισε την ζωή των πάντων.

Ο μόνος τρόπος να αποτρέψει την καταστροφή ήταν ο ίδιος ο Κάιλ να μιλήσει στον αυτοκράτορα της Ατλαντίδας, ώστε να καθυστερήσει την εξόρυξη για όταν η τεχνολογία και τα σχέδια της έχουν εξελιχθεί ακόμη περισσότερο, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος βύθισης και ο μόνος τρόπος να τον πιστέψει ήταν να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Κι αυτό το είχε ήδη καταφέρει. Ο Κάιλ ήταν εκείνος που τους δίδαξε τον σχεδιασμό της εστίας στην κουζίνα των σπιτιών ώστε οι νοικοκυρές να μαγειρεύουν παραπάνω από ένα φαγητά ταυτόχρονα. Βέβαια αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στις συνταγές που τους έμαθε που έκαναν τον αυτοκράτορα να ξετρελαθεί από την γεύση τους.

Έτσι και έγινε. Η εξόρυξη δε συνέβη μέχρι αιώνες μετά που ήταν πλέον απόλυτα ασφαλές να γίνει χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο τόσες ζωές και ένας ολόκληρος πολιτισμός. Ευτυχισμένος πλέον με την επίτευξή του αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην χρονολογία του, εκεί όπου ανήκει. Μ’ ένα χαμόγελο, πάνω στον ψηλότερο λόφο και με ένα τίναγμα των χεριών του πηγαίνει πίσω σπίτι του. Πίσω στην Κρύσταλ.

«Ό,τι έγινε έγινε τώρα, Κρύσταλ. Όσο κι αν με μαλώσεις, όσο κι αν μου φωνάξεις δεν αλλάζει κάτι. Έτσι και αλλιώς σε λίγη ώρα θα πρέπει να…»

«Μην το πεις!» τον σταματάει. Δεν αντέχει να το ακούσει ξανά. Ο Κάιλ το καταλαβαίνει και δε μπορεί πλέον να μη τον πλησιάσει και να τον κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της. «Με αγαπάς;»

«Σε αγαπάω», της απαντάει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Σε αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο. Σε αγαπάω πιο πολύ από εμένα», της λέει και τη φιλάει στο μέτωπο. «Εσύ με αγαπάς;» τη ρωτάει βγάζοντας από την τσέπη του το ρολόι που μπορεί να τερματίσει την ζωή του.

«Πώς μπορείς να αμφιβάλλει για κάτι τέτοιο;»

«Δεν αμφιβάλλω. Θέλω να το ακούσω.»

«Σε αγαπάω, βλάκα», του απαντάει με δάκρυα στα μάτια.

«Πρώτα θέλω να χαλαρώσεις. Δε θέλω να πάθει τίποτα το παιδί. Και μετά θέλω να το σπάσεις», της λέει, δίνοντάς της το ρολόι. «Αν με αγαπάς, καν' το. Είναι ο μόνος τρόπος να φύγω χωρίς να υποφέρω. Απλά καν' το», της λέει και πλέον ούτε εκείνος μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά του.

Η Κρύσταλ σηκώνεται από την αγκαλιά του και προχωράει αργά στην πίσω αυλή για να πάρει το σφυρί από την εργαλειοθήκη του Κάιλ. Αποφασίζει να σπάσει το ρολόι έξω. Δε μπορεί να αντέξει να τον βλέπει να πεθαίνει. Όσο εγωιστικό και αν είναι, από εδώ και πέρα πρέπει να σκέφτεται την ίδια και το παιδί της. Ο Κάιλ είχε ήδη πάρει την απόφαση του και δεν υπήρχε γυρισμός.

Και μόλις το σφυρί προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο ρολόι σπάζοντας το, ο Kάιλ έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Η τρύπα έκλεισε και οι άνθρωποι ξέχασαν πως \υπήρξε αυτή η ταραχή. Η Κρύσταλ όμως ποτέ δεν θα ξεχάσει τι έκανε ο Κάιλ για εκείνη, το παιδί και τον κόσμο ολόκληρο. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την αυτοκτονία του χρονοταξιδιώτη που αγάπησε. Και το ποτέ στην αιωνιότητα είναι μεγάλη λέξη.


Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα


Δεκαοκτώ χρόνια. Δεκαοκτώ χρόνια έχουν περάσει και η Κρύσταλ έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στο παιδί της. Ο Έντγκαρ, ο γιος της, κλείνει τα δεκαοχτώ. Ενηλικιώνεται και ξέρει πολύ καλά η Κρύσταλ πως θα τον χάσει από δίπλα της. Γίνεται δεκαοχτώ και είχε αποφασίσει να γίνει προστάτης. Είχε πάρει το γονίδιο του μπαμπά του. Ήθελε να προστατεύει τον κόσμο. Ήρθε σε επαφή με μία από τις δυνατότερες δαίμονες που υπήρξαν και τον ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο. Οι ομάδες των προστατών περνούσαν μια κρίση. Όλο κι πιο άπειροι γινόντουσαν προστάτες και σκοτώνονταν στην πρώτη τους αποστολή. Τα πλάσματα πλέον δεν εκπαιδευόντουσαν. Έτσι μια ομάδα προστατών αποσύρθηκε και αποφάσισε να εκπαιδεύει τους νεοσύλλεκτους. Δέκα χρόνια εκπαιδευόταν ο Έντγκαρ κι ήταν έτοιμος να αναλάβει το καθήκον του.

Η Κρύσταλ δεν ήθελε να το πιστέψει. Θα έφευγε το παιδί της και θα έμενε μόνη της για ακόμη μία φορά. Μετά τον θάνατο του Κάιλ δεν ερωτεύτηκε ξανά. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να ερωτευτεί ούτε να αγαπήσει. Ό,τι αποθέματα αγάπης είχε τα έδωσε στον γιο της, να μεγαλώσει και να γίνει ένας δυνατός μάγος που ξέρει να προστατεύει τον εαυτό του, που ό,τι και να γίνει να ξέρει πως έχει κάποιον που τον αγαπάει και να το νιώθει αυτό. Ήταν ο μοναδικός άνδρας στην ζωή της πλέον. Εκείνος και ο κολλητός της.

Ο Ρόι, ο παιδικός της φίλος, προσπαθούσε να τη συνεφέρει. Δε μπορούσε να την βλέπει να μαραζώνει μέρα με την μέρα μετά τον Κάιλ, αλλά η νεαρή μάγισσα δεν μεταπειθόταν. Του το είχε ξεκαθαρίσει: εκείνος και το παιδί της, μόνο αυτοί στην ζωή της, κανένας άλλος. Κανένας δεν θα μπορέσει να μπει στην ζωή της και κανένας δεν θα μπορέσει να πάρει την θέση του. Κανένας.

«Κούκλος είσαι», λέει η Κρύσταλ στον γιο της καθώς του διορθώνει λίγο τα μαλλιά του. «Όσο μεγαλώνεις τόσο του μοιάζεις».

«Έλα ρε μάνα», γκρινιάζει και φτιάχνει ξανά όπως εκείνος θέλει τα μαλλιά του. «Τα έχουμε πει, σ’ εσένα μοιάζω», της λέει και χαμογελάνε.

«Καλά, καλά. Άντε πήγαινε τώρα μη χάσεις τη μεγάλη συνάντηση που θα σε κάνει υπερήρωα», του λέει ειρωνικά και του δίνει το μπουφάν του.

«Μαμά, τα είπαμε. Δική μου η ζωή, δική μου η απόφαση. Ό,τι και να μου πεις δεν την αλλάζεις».

«Αν πεθάνεις, θα σε σκοτώσω», τον απειλεί και γελάνε και οι δυο τους.

«Σύμφωνοι», της λέει καθώς φεύγει από το σπίτι. Αφήνει έναν μεγάλο αναστεναγμό και κάθεται στον καναπέ.

«Βγες!» φωνάζει και ο Κάιλ βγαίνει από την κουζίνα κατευθυνόμενος προς εκείνη. Την πλησιάζει και ανεβαίνει πάνω της. «Αυτό πρέπει να σταματήσει», του υπενθυμίζει καθώς της αφήνει μικρά φιλιά στο στόμα.

«Τελευταία φορά. Σου το υπόσχομαι», της λέει και κάνει να της βγάλει την μπλούζα, αλλά τον σταματάει.

«Μιλάω σοβαρά. Δε γίνεται να συνεχιστεί, Κάιλ. Εσύ έχεις πεθάνει, το να έρχεσαι μπροστά στο μέλλον απλά επειδή δεν μπορείς να με φαντάζεσαι δυστυχισμένη δεν είναι καλό για εμένα, με κουράζει συναισθηματικά. Είσαι εδώ και δεν είσαι. Πώς ακριβώς πιστεύεις ότι αυτό με βοηθάει;»

«Έχεις αλλάξει τόσο πολύ», ψελλίζει και χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλό της. «Δε μπορώ να σκέφτομαι πως θα είσαι με κάποιον άλλον. Δε μπορώ να σκέφτομαι πως μπορείς να αγαπήσεις κάποιον άλλον εκτός από εμένα».

Εκνευρισμένη εκείνη πλέον σηκώνεται και του πετάει με υπερφυσική δύναμη ένα μαξιλάρι στην κοιλιά, κάνοντάς τον να υποφέρει από τον πόνο.

«Αυτό να το σκεφτόσουν πριν αποφασίσεις να αυτοκτονήσεις».

«Το έκανα για εσάς».

«Κόψε αυτήν την καραμέλα! Είμαστε κι εγώ κι ο Έντγκαρ μάγοι. Δεν πεθαίνουμε τόσο εύκολα!»

«Εντάξει, εντάξει. Είχα ενθουσιαστεί με το πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να είναι ο κόσμος μόνο αν δεν εξαφανιζόταν ένα μικρό νησάκι».

«Και αποφάσισες να θυσιάσεις την ζωή σου και την ευτυχία μου για να βρεις απάντηση σε μια απορία σου».

«Σε παρακαλώ, Κρύσταλ, μη μου το κάνεις αυτό.»

«Θα το κάνω μόνο αν εξαφανιστείς από την ζωή μου. Αποδέξου πως είσαι νεκρός για το αποδεχθώ και εγώ».

«Αν αυτό θα σε κάνει ευτυχισμένη θα προσπαθήσω».

Τον πλησιάζει και χώνεται στην αγκαλιά του.

«Ξέρεις πως δεν θα μπορέσω ποτέ να αγαπήσω κανέναν άλλον όσο αγάπησα εσένα», τον διαβεβαιώνει και ενώνουν τα μέτωπα τους.

Μένουν για λίγο εκεί. Σιωπηλοί, απολαμβάνοντας την ησυχία μέχρι που ο ήχος της πόρτας του διακόπτει. Ο Έντγκαρ μόλις είχε έρθει σπίτι.

«Αγόρι μου», σηκώνεται η Κρύσταλ και τον πλησιάζει. «Γιατί τόσο νωρίς;»

«Ξέχασα το φυλαχτό του εκπαιδευόμενου προστάτη και γύρισα να το πάρω», της απαντάει, κοιτάζοντας σκληρά τον πατέρα του. «Ο Κάιλ;» ρωτάει δείχνοντάς τον με τα κλειδιά του.

«Ο μπαμπάς σου», τον διορθώνει εκείνος και ο Έντγκαρ χαμογελάει ειρωνικά.

«Ο δωρητής σπέρματος, θες να πεις.»

«Έντγκαρ!» τον μαλώνει η μαμά του, σκουντώντας τον στον ώμο.

«Άσε με ρε μαμά!» εκνευρίζεται και πλησιάζει απειλητικά το μπαμπά του.

«Πώς μιλάς έτσι για κάποιον που δεν ξέρεις;» τον ρωτάει ο Κάιλ.

«Ξέρω αρκετά για να μπορώ να σχηματίσω μια άποψη για εσένα», του λέει και τον πιάνει από τον γιακά.

«Έντγκαρ Τζόζεφ Μος!» κάνει να τον πλησιάσει, αλλά ο Έντγκαρ πλέον έχει γίνει τόσο δυνατός με την εκπαίδευση της προστάτιδας που τον ανέλαβε που μπορεί με τον μυαλό του να κρατήσει ακίνητη την μητέρα του στον τοίχο.

«Είσαι ένας χρονοταξιδιώτης τόσο εγωιστής που αποφάσισε να θυσιάσει την γυναίκα και το παιδί του για να γίνει γνωστό το όνομά του στην ιστορία».

«Δεν ξέρεις τον λόγο που το έκανα».

«Δε με νοιάζει πλέον. Μεγάλωσα χωρίς εσένα. Δεν είσαι τίποτα για εμένα».

«Έντγκαρ, δείξε μου λίγο σεβασμό! Αν δεν ήμουν εγώ δεν θα υπήρχες!» φώναξε νιώθοντας την οργή του να φτάνει στα άκρα και μη θέλοντας να κάνει κακό στον Κάιλ. Όσο μίσος και να ένιωθε δεν ήθελε να του κάνει κακό.

«Ξέρεις τι; Το πέτυχες αυτό που ήθελες: έγινες διάσημος. Όλοι πλέον γνωρίζουν το όνομα σου».

Ένα χαμόγελο περηφάνιας σχηματίζεται στα χείλη του Κάιλ, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από την Κρύσταλ, που έμεινε να τον κοιτάει σαστισμένη. Ώστε αυτό ήθελε; Γι' αυτό πέθανε; Και οι αγάπες που της πούλαγε; Ήταν όλα ψέματα;

«Άφησέ με όμως να σε γειώσω. Έχεις ακουστά την Άλεξ Ριντ; Ξέρεις την πιο δυνατή και διάσημη δαίμονα που υπήρξε; Εκείνη που έχασε τα πάντα σε εκείνον τον άθλιο πόλεμο; Τη γνωστή και ως "Κόρη του Διαβόλου"; Όλοι την ξέρουν. Είμαι προστατευόμενος της. Με ανέλαβε για να πάρω την αρχηγεία στην ομάδα προστατών που θα ενταχθώ σε δύο μέρες. Ξέρεις πώς χαρακτηρίζει την πράξη σου; Γελοία. Αλαζονική. Ηλίθια. Η άχρηστη αυτοκτονία του Χρόνου. Ποταπή. Χαζή. Μπορεί τώρα άλλοι, κατώτεροί της, να πιστεύουν πως ήταν ηρωικό. Ποιο όμως το όφελος να έχεις κάνει όνομα σε μηδαμινά πλάσματα ενώ οι καλύτεροι των καλυτέρων σε θεωρούν ηλίθιο και ψώνιο; Ο κόσμος μας δεν κέρδισε τίποτα από την μαλακία σου. Οι άνθρωποι μπορεί, εμείς όμως όχι. Παραλίγο να εκτεθούμε κιόλας, αφού ο εγκέφαλος των ανθρώπων έχει αναπτυχθεί και άλλο. Ευτυχώς όμως υπήρξαν πλάσματα που φρόντισαν να διορθώσουν το λάθος σου».

«Ό,τι και να έχω κάνει δεν παύω να είμαι ο μπαμπάς σου. Δεν παύω να αγαπάω την μαμά σου. Δεν παύω να είμαι ο λόγος που υπάρχεις».

«Ξέρεις τι ζόρια πέρασε η μαμά για να με μεγαλώσει μόνη της; Πόσο πονούσε; Δεκαοχτώ χρόνια τώρα είναι ολομόναχη και επειδή εσύ ερχόσουν πού και πού και την πηδούσες δεν πάει να πει πως δεν ένιωθε μόνη της κάθε λεπτό που περνούσε».

«Έντγκαρ, είπα: ΦΤΆΝΕΙ!» ουρλιάζει η Κρύσταλ ανήμπορη να κάνει κάτι άλλο.

«Μην ανησυχείς μαμά. Ό,τι είχα να πω στον Κάιλ το είπα», της απαντάει κοιτώντας ακόμα εχθρικά τον πατέρα του. «Φύγε. Και μη γυρίσεις ξανά πίσω στον χρόνο. Γιατί θα το μάθω και όταν το μάθω θα φροντίσω να κλείσουν την ψυχή σου στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι της κολάσεως με καμία πιθανότητα να μπορέσεις να ταξιδέψεις στον χρόνο ξανά».

Αυτό ήταν. Μπορεί η Κρύσταλ να είχε ωριμάσει και να είχε γίνει γονιός, όχι όμως και ο Κάιλ. Δεν έζησε ως πατέρας, δεν ήξερε τι πάει να πει να έχεις παιδί. Δε μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Αποφάσισε πως ο μικρός είχε δίκιο. Του την είχε πει ένα δεκαοχτάχρονο. Τι άλλο να έκανε; Έφυγε. Δημιούργησε την τελευταία του πύλη και έφυγε για πάντα.

«Έντγκαρ», ψιθυρίζει η Crystal.

«Ξέρω. Έπρεπε να δείξω σεβασμό. Ό,τι και να έχει κάνει είναι ο πατέρας μου και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ξέρω πολύ καλά τι θα πεις, αλλά δεν το μετανιώνω. Αν μιλώντας και συμπεριφερόμενός του έτσι σε άφηνε ήσυχη δέχομαι να μου κρεμάσετε ότι ταμπέλα θέλετε. Ξέρω πολύ καλά τι έκανα. Θέλω όταν φύγω να ξέρω πως δεν θα κάνεις πισωγυρίσματα και πως δεν θα σε ενοχλήσει. Μπορεί να με προστάτευες τόσο καιρό εσύ, αλλά τώρα ήρθε η σειρά μου. Πλέον είμαι προστάτης και θα προστατεύω οποιοδήποτε πλάσμα κινδυνεύει».

Η Κρύσταλ τον κοιτούσε συγκινημένη. Είχε ένα πολύ καλό παιδί. Τον είχε μεγαλώσει σωστά. Να μάχεται για αυτό που αγαπάει και να προστατεύει αυτούς που έχουν ανάγκη. Να μην το κάνει για τη φήμη και τη δόξα, αλλά και να τα απολαμβάνει αυτά τα δύο.

Τον πλησίασε αργά και του έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά, ψιθυρίζοντάς του στο αυτί: «Είμαι τόσο περήφανη για εσένα».