Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 54: Είσοδος στο Κάστρο)

«Περάστε πρώτοι» είπε στην Ειρήνη και τον Μέρτη, οι οποίοι πέρασαν από την καταπακτή και άρχισαν να κατεβαίνουν κάτι σκαλιά που υπήρχαν από κάτω, ενώ στη συνέχεια ο Βαγγέλης είπε στη Θάλεια και τα δύο αγόρια να ακολουθήσουν, οι οποίοι μπήκαν και εκείνοι. Ο Μιχάλης φοβήθηκε μήπως πέσει όταν έμπαινε, αλλά ανακάλυψε πως υπήρχαν σκαλιά που βοηθούσαν να κατέβεις κάτω και ήταν αρκετά μεγάλα ώστε να μπορεί κάποιος να σταθεί σε ένα και να συνεχίσει την κάθοδό του σε ένα άλλο. Στο τέλος, μπήκε και ο Βαγγέλης, ενώ άκουσε την καταπακτή πίσω του να κλείνει.

«Συνεχίστε μέχρι να φτάσουμε κάτω, στο υπόγειο τούνελ»

Συνέχισαν να κατεβαίνουν, αλλά δεν τους πήρε πολλή ώρα. Μετά από δύο λεπτά περίπου είχαν φτάσει στη σήραγγα που αναφέρθηκε ο Βαγγέλης, κάτι που διαπίστωσε ο Μιχάλης με το μυαλό του.

«Από εδώ θα φτάσουμε κατευθείαν στο κάστρο»

«Αυτό το πέρασμα ποιος το έφτιαξε;» ρώτησε ο Μιχάλης, που τον παραξένευε αυτό.

«Δεν είμαστε σίγουροι. Αυτό που λένε όσοι το ξέρουν είναι πως το έφτιαξε κάποιος που ήθελε να μπει στο κάστρο και να σώσει την κοπέλα του, που την κρατούσαν εκεί. Αν θες τη γνώμη μου πάντως, πιστεύω πως το έφτιαξε ο ίδιος ο Αζαρέρ για να μπορούν να μπαίνουν όσοι θέλουν μυστικά στο κάστρο και να αντιμετωπίσουν τις παγίδες που έχει εγκαταστήσει. Και πρέπει να διέδωσε αυτή τη φήμη μέσω κάποιου άλλου»

Πάντως, από ότι είχε καταλάβει από τα όνειρα και τη συνάντησή τους στο Σπήλαιο της Φωτιάς, ο Ερυθρός Ηγέτης ήταν αρκετά διεστραμμένος και αυτό που έλεγε ο Βαγγέλης, πως διασκέδαζε με τους εχθρούς του όταν τους έβλεπε να πέφτουν στις παγίδες του, του φαινόταν αρκετά πιθανό.

Ο Βαγγέλης πέρασε μπροστά από τους άλλους, οι οποίοι ακολουθούσαν με ανοιχτά τα μυαλά τους για να καταλαβαίνουν τι γινόταν. Ο χώρος ήταν μικρός και χωρούσαν μέχρι και δύο να περπατούν δίπλα-δίπλα, κι έτσι ο Μιχάλης άφησε τον Νίκο και τη Θάλεια να προχωρούν μπροστά του, με αποτέλεσμα να προχωρά τελευταίος. Επίσης, υπήρχε αρκετή υγρασία, που άρχισε να του προκαλεί πονοκέφαλο και έκανε να ρούχα του να κολλάνε στο σώμα του, αλλά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε, με τη καρδιά του να χτυπά πιο δυνατά από το άγχος που είχε για όσα συναντούσαν εκεί.

Δεν άργησαν να φτάσουν στο τέλος της σήραγγας, όπου έπεσαν πάνω σε ένα τοίχο. Εκείνος ήταν πέτρινος, όπως τα τείχη του κάστρου, επομένως συνειδητοποίησε πως είχαν φτάσει εκεί. Ο Βαγγέλης σταμάτησε και είπε και στους άλλους να σταματήσουν, ώστε να βρει τον τρόπο να μπουν στο κάστρο. Μετά, έμεινε στραμμένος προς τον τοίχο και έμεινε να τον εξετάζει με το μυαλό του, με την καρδιά του Μιχάλη να χτυπά πια δυνατά, ενώ ένιωθε και ένα μούδιασμα στα πόδια του, όπως όταν αγχωνόταν πολύ και φοβόταν για κάτι, όπως εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να μείνει χαλαρός, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες.

«Το βρήκα» είπε ξαφνικά, «μπορεί να περνάει μόνο ένας τη φορά, σπρώχνοντας τον τοίχο από τη δεξιά πλευρά. Θα περάσω πρώτος εγώ και μετά θα ακολουθήσει ο Μέρτης. Στη συνέχεια θα περάσετε εσείς οι τρεις και τελευταία η Ειρήνη, που θα επιβλέπει τι γίνεται. Έτοιμοι;»

Μόλις απάντησαν όλοι θετικά, ο Μιχάλης κατάλαβε με το μυαλό του πως είχε σπρώξει τον τοίχο από τη δεξιά πλευρά, με αποτέλεσμα αυτός να κάνει μία στροφή, με άξονα το κέντρο του, ενώ ο Βαγγέλης πέρασε μέσα. Ένα δυνατό κόκκινο φως τον χτύπησε, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να τον δει, αλλά ο τοίχος επανήλθε άμεσα και τα πάντα τυλίχτηκαν για μία ακόμη φορά στο σκοτάδι. Στη συνέχεια η Ειρήνη βοήθησε το Μέρτη να κάνει το ίδιο, ο οποίος δεν έδειξε να έχει πρόβλημα με αυτό και έσπρωξε λίγο μετά τον τοίχο, περνώντας κι εκείνος στο Κάστρο.

«Σειρά σας» είπε η Ειρήνη στους τρεις τους, μόλις ο τοίχος γύρισε και πάλι και επικράτησε για μία ακόμη φορά πλήρες σκοτάδι.

«Πάνε πρώτα εσύ» είπε ο Νίκος στη Θάλεια, η οποία κίνησε προς τον τοίχο.

Πέρασε και εκείνη στο κάστρο, με τον Νίκο να την ακολουθεί, ύστερα από προτροπή του Μιχάλη. Και ήρθε και η δική του σειρά. Αγγίζοντας τον τοίχο, τον ένιωσε παγωμένο και σκληρό, αλλά τον έσπρωξε άμεσα. Έβαλε υπερβολική δύναμη όμως για να τον σπρώξει, αφού εκείνος έστριψε εύκολα, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί με φόρα μπροστά και παραλίγο να πέσει, αλλά κατάφερε να μείνει όρθιος. Την επόμενη στιγμή τον χτύπησε δυνατό κόκκινο φως για μία ακόμη φορά και του πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνηθίσει σε αυτό το φως μετά από όλη εκείνη την ώρα που βρισκόταν στο σκοτάδι. Μόλις κατάφερε να δει το χώρο γύρω του, είχε μπει και η Ειρήνη, ενώ οι άλλοι ήδη τον εξερευνούσαν.

Είχαν μπει στο κάστρο αναμφισβήτητα. Βρίσκονταν εκείνοι τη στιγμή σε ένα στενό διάδρομο, ο οποίος είχε ύψος περίπου τρία μέτρα και φωτιζόταν από κόκκινες λάμπες που υπήρχαν σε καθορισμένες θέσεις, που βρίσκονταν κρεμασμένες στις γωνίες του ταβανιού. Το κόκκινο φως που υπήρχε έδινε μια περίεργη αίσθηση και ο Μιχάλης ήταν σίγουρος πως θα έκανε λίγη ώρα για να το συνηθίσει. Ο διάδρομος πάντως είχε δύο επιλογές, αλλά ήταν μικρός και έβλεπαν και τα δύο μέρη που κατέληγε.

«Είστε όλοι καλά;» τους ρώτησε ο Βαγγέλης.

Όλοι απάντησαν θετικά και μετά εκείνος στράφηκε και πάλι προς τον διάδρομο, που εκείνη τη στιγμή ήταν άδειος. Κάτι έδειχνε να τον προβληματίζεε, ενώ κοιτούσε από τις δύο πλευρές πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά.

«Τώρα πρέπει να βρούμε που έχουν τους κρατούμενους. Καλύτερα να πάμε από εδώ» δείχνοντας στα δεξιά του Μιχάλη, «η άλλη πλευρά νομίζω πως οδηγεί σε αδιέξοδο» και μετά ξεκίνησε προς τα εκεί.

Ο διάδρομος ήταν αρκετά στενός και έτσι χωρούσαν με το ζόρι δύο άτομα δίπλα-δίπλα, με αποτέλεσμα να περπατάνε ένας-ένας, με την Ειρήνη να βοηθά το Μέρτη να μην πέσει, αν και εκείνος έδειχνε να τα καταφέρνει, μοιάζοντας αποφασισμένος. Ο Βαγγέλης έστριψε πρώτος, με τους υπόλοιπους να ακολουθούν, καταλήγοντας σε έναν άλλο χώρο. Εκείνος ήταν μεγαλύτερος, φτάνοντας τα πέντε μέτρα σε ύψος, ενώ κατέληγε σε έναν άλλο διάδρομο. Το μόνο που ξεχώριζε, με τη διακόσμηση από κόκκινες λάμπες να μην έχει αλλάξει, ήταν μερικά εξογκώματα των τοίχων, δίπλα στα οποία και από τις δύο πλευρές υπήρχαν ασημένιες πανοπλίες, με τον Μιχάλη να απορεί γιατί τις είχε βάλει εκεί ο Ερυθρός Ηγέτης.

Δεν κάθισαν όμως να εξερευνήσουν το χώρο, αφού ο Βαγγέλης τους έκανε νόημα να συνεχίσουν προς τον διάδρομο στην άλλη άκρη του χώρου, αν και όλοι τους έδειχναν κάπως σκεφτικοί με αυτό το θέαμα. Συνέχισαν όμως, με τις πανοπλίες να μένουν ακίνητες και δεν αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα μέχρι που έφτασαν στο διάδρομο, που έμοιαζε με τον προηγούμενο.

«Καιρό είχαν να φανούν επισκέπτες» ακούστηκε ξαφνικά μία περίεργη φωνή, που δεν έμοιαζε φυσιολογική, αλλά ο Μιχάλης εντόπισε ένα είδος ειρωνείας.

Παναγιώτης Βάβαλος