Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 30)

«Συναισθήματα στην μηχανή του κιμά

Χαμογελάς καθώς σε πηδάνε και τους λες ευχαριστώ. Το μαχαίρι που μπαίνει βαθιά, σου χαρακώνει τα όνειρα, σου σκίζει τις ελπίδες, το αίμα σου βάφει το πρόσωπο, σε κάνει παλιάτσο. Δεν είναι δράμα φίλε, είναι κωμωδία. Τα γέλια καταπίνουν τις ενοχές και φτύνουν ελπίδες».

Δεν ήταν τόσο ο σωματικός πόνος που την περόνιαζε όσο η αίσθηση πως της ξερίζωναν την ψυχή. Μπορούσε να ακούσει τις λεπτές αυτές κλωστές να σπάνε και μαζί με αυτές, να διαλύεται και εκείνη. Το χέρι της περισσότερο μουτζούρωνε τα μουσκεμένα από τα δάκρυα φύλλα παρά έγραφε. Όλη η αγανάκτηση και ο πόνος μετουσιώνονταν σε οργισμένες λέξεις. Σταμάτησε αποκαμωμένη και της πήρε αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι είχε γεμίσει τη σελίδα με έντονα, άγαρμπα γράμματα τη λέξη Μίσος.

Το μυαλό της άδειασε για μια στιγμή, το βλέμμα της χάθηκε. Μια βουβή απελπισία απλώθηκε στο δωμάτιο και η θερμοκρασία έπεσε κατακόρυφα. Αγκάλιασε τον εαυτό της σε μια προσπάθεια να νιώσει ζεστασιά μα ήταν μάταιος κόπος. Ο πάγος είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα της.

Έπιασε το φύλλο και το τσαλάκωσε μέσα στη χούφτα της, σκίζοντάς την από το τετράδιο. Ήθελε να πεθάνει; Όχι. Ήθελε να εξαφανιστεί, να χαθεί κάθε ένδειξη και αίσθηση ότι υπήρξε ποτέ. Ίσως έτσι εξαφανιζόταν και η ξεφτίλα. Η σιχασιά που ανέβαινε από το στομάχι και την προκαλούσε να ξεράσει.

Χρειαζόταν μια βοήθεια, ένα στήριγμα για να μη βυθιστεί στο κενό που έχασκε μπροστά της. Σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν και σκούπισε τα μάτια. Κάθε της βήμα της προκαλούσε πόνο μα έσφιξε τα δόντια και έφτασε ως το δωμάτιο της μάνας της.

Καθόταν μπροστά από τον καθρέφτη και κοίταζε με βλέμμα απλανές το είδωλό της με ένα ποτήρι στο χέρι. Ευχόταν να ήταν όσο το δυνατόν μπορούσε νηφάλια. Ήταν η μόνη της ελπίδα.

Όταν αντιλήφθηκε την κόρη της, γύρισε προς το μέρος της, της χαμογέλασε και ύψωσε το ποτήρι σαν να της έκανε πρόποση. Άδειασε το περιεχόμενο με την μία και πήρε ξανά το μπουκάλι από το κομοδίνο για να το γεμίσει ξανά. Το μακρύ λεπτό νυχτικό της άνοιξε ελαφρά θροΐζοντας και αποκαλύπτοντας ένα άσχημο ισχνό και γερασμένο σώμα γεμάτο μελανιές.

«Μαμά…»

Δεν ήξερε τι να πει, πώς να αρχίσει και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να μη κλάψει. Η μητέρα της προφανώς κατάλαβε πως κάτι λάθος υπήρχε στην όλη εικόνα της σκληροτράχηλης κόρης της. Άφησε το ποτήρι και την πλησίασε. Το ύφος της φανέρωνε μια φιλότιμη προσπάθεια να νοιαστεί για τα προβλήματά της, έστω και για τους τυπικούς λόγους. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την κοίταξε προσπαθώντας να κρατήσει το κεφάλι της ακίνητο.

«Τι σου συμβαίνει γλυκιά μου;»

Δεν μπόρεσε να βρει λόγια. Οι λυγμοί βγήκαν ανεμπόδιστοι και έπεσε επάνω της αγκαλιάζοντάς την σφιχτά. Ήθελε να της πει ότι έφταιγε, πως όλα ήταν ένα μεγάλο λάθος και πως το φταίξιμο ήταν δικό της. Ότι ήθελε να την συγχωρήσει και πως έτσι όλα θα λύνονταν με ένα μαγικό τρόπο. Μα η σκοτεινή ρίζα της κραυγής ήταν πολύ βαθιά χωμένη στα σωθικά της και αρνούνταν να βρει τον δρόμο να ελευθερωθεί.

Σήκωσε το κεφάλι της και διαπίστωσε πως η μάνα της ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Κρατούσε με το ζόρι το κεφάλι της όρθιο χαμένη στην ομίχλη του αλκοόλ που είχε βυθιστεί. Θύμωσε. Αλήθεια, τι περίμενε; Πώς αυτή γυναίκα που ήταν τόσα χρόνια απούσα θα μπορούσε έστω και φευγαλέα να διορθώσει κάτι;

Την απώθησε ενοχλημένη και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της κοιτώντας το πάτωμα. Ξαφνικά δεν ήθελε την βοήθειά της μα να την πληγώσει, να την κάνει να πληρώσει για χαμένα χρόνια και τις απεγνωσμένες εκκλήσεις που δεν εισακούστηκαν ποτέ.

«Με βίασαν» της πέταξε με έναν τόνο που φανέρωνε μια πρωτοφανή σκληρότητα. Όχι για την πράξη μα στο άτομο που βρισκόταν μπροστά της.

Η μητέρα της φάνηκε να προσγειώνεται απότομα στο παρόν. Έκλεισε ελαφρώς τα μάτια και επικεντρώθηκε στο ποτήρι που κρατούσε. Απέμεινε βουβή σαν να έχασε και πάλι την επαφή με την πραγματικότητα. Άνοιξε το στόμα να μιλήσει μα δεν βγήκε ούτε μια λέξη.

«Δεν έχεις να πεις τίποτα;» ρώτησε έκπληκτη η Στέφη.

Η μάνα της ανασήκωσε τους ώμους και ήπιε το ποτό της. Το γέμισε ξανά και έμεινε με την πλάτη γυρισμένη προς την κόρη της.

«Θα πρέπει να μάθεις να μην ανοίγεις τα πόδια σου στον οποιονδήποτε. Κανείς δεν μπορεί να σε βιάσει αν δεν το θες πραγματικά».

Η Στέφη απέμεινε με το στόμα ανοιχτό, μη πιστεύοντας στα αυτιά της. Αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει η μάνα της ήταν απίστευτα σκληρό και απογοητευτικό.

«Όπως κάνεις εσύ δηλαδή;»

Η μάνα της γύρισε απότομα. Τα μάτια της γυάλιζαν από αγανάκτηση, από ένα βαθύ απύθμενο μίσος για τους όλους τους άντρες που είχαν περάσει από πάνω της.

«Πώς τολμάς;»

Της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι που πιο πολύ την ξάφνιασε παρά την πόνεσε. Έπιασε το αναψοκοκκινισμένο της μάγουλο γεμάτη παράπονο και οργή.

«Σε μισώ! Τ’ ακούς; Σε μισώ!»

Η μάνα της ταλαντεύτηκε πάνω στα αδύναμα πόδια της και ανασήκωσε τους ώμους της. Σούφρωσε τα χείλη της σαν να προσπάθησε να θυμηθεί κάτι και δεν το κατάφερνε. Έγειρε το κεφάλι προς το μέρος της και της είπε σιγανά δείχνοντάς την με το δάχτυλο, σαν να της μιλούσε για κάτι το εμπιστευτικό.

«Και πολύ καλά κάνεις. Αυτά τα δυνατά συναισθήματα είναι που μας κρατάνε ζωντανούς. Μη το ξεχάσεις ποτέ σου».

Άφησε το ποτήρι από τα χέρια και αυτό διαλύθηκε με θόρυβο στο πάτωμα. Έπειτα, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και την πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος.

Ηλίας Στεργίου