Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 1) - Η παγίδα

«Έπρεπε να το έχω καταλάβει!» αναφώνησε ο ιερέας του οποίου τα χέρια τώρα έτρεμαν. «Μοιάζετε τόσο πολύ. Η μία πλευρά του αδερφού σου, μοιάζει απόλυτα σε εσένα σαν να είστε δίδυμοι. Δεν είχα κάνει ποτέ μου τη σύνδεση, για τους προφανείς λόγους, ωστόσο ασυναίσθητα καθώς σε κοιτούσα, αισθανόμουν μία οικειότητα που δεν ήξερα από πού πηγάζει» τελείωσε και ο Ντεάν χαμογέλασε. «Γιατί δεν ήρθες ποτέ σου εδώ;» τον ρώτησε και για λίγο ένιωσε την αμηχανία του νεαρού να κορυφώνεται.

«Ας πούμε γιατί είχα την λάθος κατεύθυνση. Οι γονείς μου, με άφησαν να πιστέψω πως ο αδερφός μου είχε προβλήματα συμπεριφοράς, πως ήταν επικίνδυνος και βασάνιζε τη γιαγιά. Εδώ που τα λέμε, καθώς εκείνη επέστρεφε σπίτι μας κάποιες φορές, είχε πράγματι μία βασανισμένη έκφραση στο πρόσωπό της. Δεν ήθελε και πολύ. Αρνήθηκα να επισκεφτώ το Λουρμαρέν γιατί τον φοβόμουν. Δηλαδή, ακόμη τον φοβάμαι, καθώς μπήκα σπίτι του για να ψάξω για εκείνον και βρεθήκαμε σε κάτι παραπάνω από κοντινή απόσταση» εξομολογήθηκε και ο πατέρας Αυγουστίνος σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

«Θα έλεγα πως αυτή η τακτική, δεν ήταν και η καλύτερη. Πρέπει να καταλάβεις, πως ο Φιλίπ είναι μία ιδιόμορφη περίπτωση. Θα σου πω μονάχα, πως όταν ήταν τεσσάρων χρονών μιλούσε ελάχιστα. Το μόνο που ήξερε να κάνει πολύ καλά και με μαεστρία, ήταν να κρύβεται. Αίλουρος σκέτος αυτό το παιδί, ένα μικρό αγρίμι. Έκανα παρατήρηση στη γιαγιά σου γι'αυτήν την εξέλιξη και εκείνη επικαλέστηκε την ίδια δικαιολογία πως είχε προβλήματα συμπεριφοράς. Της είπα τότε, να μου τον φέρνει εδώ τα απογεύματα, ή όποτε είχα χρόνο, ώστε να του μιλώ και να του διαβάζω παραμύθια για να αποκτήσει εικόνες και ερεθίσματα. Ίσως η πρώτη του λέξη να ήταν ΄΄παππούλη΄΄ γιατί του εξηγούσα πως έτσι με φώναζαν τα παιδιά χαϊδευτικά. Δεν τον εξέθετα στον κόσμο, γιατί είχα κέρβερο την γιαγιά του. Ωστόσο, με την προσπάθεια που έκανα τον βοήθησα να μιλήσει. Έπειτα, την απείλησα πως θα την κάρφωνα για κακομεταχείριση παιδιού και τότε εκείνη ξεκίνησε να ασχολείται έστω και τυπικά μαζί του. Να του μαθαίνει γράμματα, καθώς σχολείο δεν τον έστειλε ποτέ. Γενικά η πορεία ζωής αυτού του παιδιού ήταν ένας Γολγοθάς, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα δολοφονίας του εξαιτίας της πυρκαγιάς. Τώρα που βρεθήκατε και τώρα που κατανόησες το πρόβλημα, ελπίζω να προχωρήσετε μαζί στο δύσβατο μονοπάτι που λέγεται ζωή. Μα να ξέρεις, ένα βήμα τη φορά» τελείωσε ο πατέρας Αυγουστίνος και ο Ντεάν σηκώθηκε ευχαριστώντας τον πολλές φορές.

Βγαίνοντας από το εκκλησάκι, το ψιλόβροχο είχε σταματήσει. Ο Ντεάν έριξε μία βιαστική ματιά στις ετοιμασίες γύρω του, μα το μυαλό του έτρεχε αλλού. Προσπαθούσε να φανταστεί τη στιγμή της γέννησης του Φιλίπ και την απογοήτευση στα μάτια του πατέρα του που με ψυχρή καρδιά πέταξε αυτό το μωρό στο δρόμο αδιαφορώντας αν θα επιβίωνε. Ήξερε πως από πάντα ο πατέρας του ήταν ελαφρώς ψυχρός και έδινε μεγάλη σημασία στην εικόνα του απέναντι στον κόσμο, ωστόσο ήταν εύπορος και θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει το παιδί του να γιατρευτεί, ή έστω να προσπαθούσε. Ο Ντεάν από την άλλη, ήταν ένας πανέμορφος άντρας, ίσως η ανακούφιση του πατέρα απέναντι στο σοκ της εμφάνισης του μεγάλου του υιού. Περπατούσε θολωμένος από τις σκέψεις, μέχρι που σκόνταψε ερχόμενος σε σύγκρουση με τον κορμό ενός δέντρου και την έκφραση απορίας της Ζακελίν που τυχαία περνούσε.

Παλεύοντας να συνέλθει, την κοίταξε ντροπιασμένος.

«Δεν θα γελάσεις;» τη ρώτησε εκνευρισμένος και εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Εντάξει Ντεάν, νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε μία ανακωχή» πήγε να τον πειράξει, ωστόσο όταν είδε τα βουρκωμένα του μάτια κατάλαβε πως ήταν σοβαρό. «Όλα καλά;» τον ρώτησε και εκείνος έριξε το βλέμμα του στο νωπό χώμα.

«Υποθέτω πως είσαι η μόνη κάτοικος αυτού του τόπου που...που ξέρει τον αδερφό μου. Προτού ρωτήσεις ποιόν, θα στο προλάβω εγώ. Είμαι ο μικρός αδερφός του Φιλίπ» τελείωσε και εκείνη ξαφνιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που πισωπάτησε.

«Τι; Τι είναι αυτά που λες; Ποιος αδερφός;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις.

«Ο αδερφός του Φιλίπ και μισώ να επαναλαμβάνομαι» απάντησε εκνευρισμένος εξαιτίας όσων είχε μάθει.

«Για μία στιγμή και γιατί ήρθες τώρα; Όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερες πως έχεις αδερφό; Γιατί εμφανίστηκες τώρα και γιατί έγινες Δήμαρχος; Γιατί ξεκίνησες να ρωτάς πληροφορίες για εκείνον; Τι παιχνίδια παίζεις; Πρόσεχε γιατί εγώ αγαπώ τον Φιλίπ και δεν θα αφήσω κανέναν να περάσει το κατώφλι του με κακό σκοπό» του γρύλισε.

«Ανάθεμα τα γιατί σου ρε Ζακελίν! Εντάξει, θα σου πω. Μεγάλωσα πιστεύοντας πως ο Φιλίπ ήταν πνευματικά ασταθής και άρρωστος. Η γιαγιά μας γυρνούσε σπίτι μου καταβεβλημένη, εξομολογούμενη πως ζούσε μία κόλαση. Έπειτα, έφταναν τα νέα από το χωριό πως ο Φιλίπ τρομοκρατούσε τον κόσμο και μέσα μου γινόταν μία αρνητική σύνδεση. Το καταλαβαίνεις νομίζω. Ήρθα πράγματι εδώ με όχι και τόσο καλές προθέσεις, ωστόσο προτού με κατηγορήσεις να σου τονίσω, πως ρώτησα τους πάντες για να μάθω την αλήθεια. Αυτή τη στιγμή επιστρέφω από την εκκλησία, αλλά δεν θα μείνω εδώ. Φεύγω για το σπίτι μου. Η μητέρα μου, είναι άρρωστη βαριά και σκόπευα να πάω, ωστόσο νομίζω πως η επίσκεψή μου θα είναι πικρή» της εξομολογήθηκε και εκείνη για λίγο έμεινε σιωπηλή.

«Ειλικρινά δεν ξέρω τι να σου πω. Ελπίζω μονάχα να είσαι ειλικρινής» του είπε και εκείνος κοντοστάθηκε ξεφυσώντας.

«Για κάποιον λόγο δεν μου είχες ποτέ εμπιστοσύνη. Εγώ σου ανοίχτηκα και...τελοσπάντων ξέχασέ το. Φεύγω!» της φώναξε αφήνοντάς την μονάχη της.


Ο Φιλίπ συνέχισε να επεξεργάζεται τη φωτογραφία μην μπορώντας να βγάλει κανένα νόημα. Για κάποιον λόγο του ήρθε η ιδέα να προσπαθήσει με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε, να διαβάσει τυχόν διαφωτιστικές προτάσεις στο τετράδιο που είχε μπροστά του και το οποίο είχε σχεδόν λιώσει με την πάροδο των χρόνων και τη βρώμα. Με προσοχή, άνοιξε μία τυχαία σελίδα που ήταν κολλημένη μαζί με άλλες και πάλεψε να διαβάσει. Τα καλλιγραφικά και ξεθωριασμένα γράμματα τον δυσκόλευαν, ώσπου έπιασε επιτέλους μία ενδιαφέρουσα πρόταση.

΄΄Κοντεύουν γιορτές για ακόμη μία φορά. Ευτυχώς θα μπορώ να λείψω για δύο μέρες, αφήνοντας εκείνον στον ιερέα. Ναι, ας τον φορτωθεί έστω για δύο εικοσιτετράωρα. Εξάλλου, εμένα μου τον φόρτωσε για μία ζωή. Ο Θεός ωστόσο με λυπήθηκε και μου έδωσε εγγονάκι...΄΄ .

Οι γροθιές του Φιλίπ ξεκίνησαν να σφίγγονται. Είχε καταλάβει πως η γιαγιά του τον θεωρούσε βάρος περιττό και πως το μεγάλωμά του ήταν αγγαρεία για εκείνη. Ωστόσο, τι εννοούσε με την λέξη εγγονάκι; Αφού δεν τον χώνευε γιατί χαιρόταν με τη γέννησή του; Πάλεψε να διαβάσει ακόμη λίγο μήπως έβγαζε κάποιο νόημα.

΄΄Δύο ματάκια γαλανά, δέρμα φυσιολογικό επιτέλους. Ένα πανέμορφο, ροδαλό και υγιές αγόρι΄΄

Κάπου εκεί σταμάτησε. Μπορεί να είχε και εκείνος γαλανά μάτια, ωστόσο σίγουρα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τον ίδιο. Για ποιο εγγονάκι μιλούσε; Τι συνέβαινε; Μήπως τελικά δεν ήταν μοναχοπαίδι όπως πίστευε; Τότε, καθώς πετούσε με φόρα στο πάτωμα το βρώμικο τετράδιο, ξεκίνησε να σκέφτεται. Το μυαλό του έτρεχε γρήγορα και με απελπισία. Πάλεψε να ξεθάψει από το υποσυνείδητό του μία εικόνα. Μία εικόνα που μάλλον ήταν και η απάντηση σε όλες αυτές τις εξομολογήσεις της γριάς που τον μεγάλωσε. Στο μυαλό του σχηματίστηκε η μορφή ενός προσώπου σχεδόν όμοιου με το δικό του. Πώς δεν το είχε καταλάβει αμέσως; Είχε μάτια γαλανά και χαρακτηριστικά παρόμοια με την δική του καλή πλευρά. Ανάθεμα! Ήταν ο Δήμαρχος! Αυτός ο ύπουλος που παραβίασε τον προσωπικό του χώρο. Το είχε κάνει επίτηδες γιατί έψαχνε. Έψαχνε και εκείνος απαντήσεις ίσως. Μπορεί να γνώριζε και την αλήθεια και να τον είχαν στείλει για να τον βγάλει από τη μέση. Έτσι εξηγούνταν κάποια πράγματα, όπως και η θέση του. Ήθελε τον τόπο δικό του και καθαρό. Καθαρό από εκείνον. Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν θα προλάβαινε. Θα τον αιφνιδίαζε και θα του έδινε ένα μάθημα που θα το θυμόταν για καιρό, αν τελικά επιβίωνε.

Ανεβαίνοντας προς την κουζίνα καθώς ήταν νωρίς το απόγευμα, αντίκρυσε την Ελοντί να μαγειρεύει χαρούμενη. Για λίγο κοντοστάθηκε πίσω της, κοιτάζοντάς την και σκεπτόμενος την απόφαση που είχε πάρει. Μέσα στο σιγανό της τραγούδι, η κοπέλα αντιλήφθηκε αμέσως την παρουσία του και τον υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο.

«Πόση ώρα στεκόσουν και με κοιτούσες;» τον ρώτησε.

΄΄Θα μπορούσα με άνεση και έναν ολόκληρο αιώνα΄΄ σκέφτηκε εκείνος και την πλησίασε διστακτικά.

«Ελοντί, θα ήθελα να με ακούσεις» ξεκίνησε και είδε άξαφνα τη χαρά να σβήνει από το πρόσωπό της «Εμείς οι δύο δεν μπορούμε να είμαστε μαζί και θα ήθελα να σεβαστείς αυτήν την απόφασή μου. Είναι για το καλό σου και για το μέλλον σου. Μπορεί τώρα να μην το βλέπεις, στο μέλλον όμως θα δεις και εσύ η ίδια πως τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Γνωρίζω πως σου υποσχέθηκα να κάνω τα πάντα για την ευτυχία σου, ακόμη και να ζήσω σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Η ζωή σου μαζί μου, θα είναι μονότονη, σαν φυλακή. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να ξεφύγεις από την μέγγενη αυτού του χωριού» ξεκίνησε για να την δει να βουρκώνει.

«Δηλαδή, εσύ έρχεσαι να μου ανακοινώσεις μία απόφαση που πήρες και για τους δύο; Δεν είναι λίγο εγωιστικό αυτό;» τον ρώτησε.

«Είναι πολύ, δεν είναι μονάχα λίγο. Ωστόσο, γνωρίζω πως εσύ είσαι πρόθυμη να θυσιάσεις τη ζωή σου και δεν θα άλλαζες με τίποτε την άποψή σου. Εγώ ωστόσο, οφείλω να σε προστατέψω από μία τέτοια λανθασμένη απόφαση. Πρέπει να φύγω τώρα. Να ξέρεις πως με έχεις κάνει ήδη ευτυχισμένο που στάθηκες δίπλα μου και με επέλεξες. Που δέχτηκες να με φιλήσεις πίσω, δίχως να αηδιάζεις από την ασχήμια μου» ολοκλήρωσε και βγαίνοντας έξω από την κουζίνα, χάθηκε στον λαβύρινθο των εσωτερικών διαδρόμων που είχε δημιουργήσει.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη