Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 31)

«Άντε παράτα με!»

Ο Δήμος κοπάνησε την πόρτα πίσω του και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι με την μάνα του να ουρλιάζει ακόμα. Άρπαξε το ποδήλατο και απομακρύνθηκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο μακριά.

Το είχε σιχαθεί όλο αυτό, αυτή την αέναη μάχη και κόντρα. Το να μην τον σέβονται ούτε να τον υπολογίζουν. Το να μην προσπαθούν καν να συζητήσουν αλλά να καλύπτουν τα πάντα με φωνές και παρανοϊκά ξεσπάσματα. Δεν ήταν πια μωρό για να κάνει ό,τι του έλεγαν οι δικοί του. Είχε παρέλθει ο καιρός που είχαν οποιαδήποτε εξουσία επάνω του. Ποτέ δεν τον κατάλαβαν, δεν προσπάθησαν να τον καταλάβουν.

Το μόνο που ήθελαν, ήταν να κάνουν κριτική στα πάντα, να αρχίζουν το κήρυγμα για το παραμικρό, να τον προσβάλλουν και να τον μειώνουν λέγοντας αυτό το περίφημο «στα έλεγα εγώ» κάθε φορά που δεν ανταποκρινόταν στις όποιες προσδοκίες τους. Ποτέ δεν ήταν πρόθυμοι να τον ακούσουν στα αλήθεια να κατανοήσουν και να αποδεχτούν. Ένιωθε υποταγμένος και φυλακισμένος στη φούσκα που κατασκεύασαν για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και σε καμιά περίπτωση τις δικές του. Δεν το έλεγαν ποτέ φωναχτά μα όλα πάνω τους φώναζαν «Θα αποτύχεις» πριν ακόμα δοκιμάσει να κάνει το οτιδήποτε.

Είχε την ανάγκη να κάνει κάτι για να εκτονωθεί. Κάπου έπρεπε να διοχετεύσει όλη αυτή τη οργή γιατί, όσο το κρατούσε μέσα του, υπήρχε ο κίνδυνος να εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Κατηφόρισε προς το ποτάμι και παράτησε το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου. Πήρε πέτρες και πετροβόλησε για λίγο τα ήρεμα νερά χωρίς όμως να καταφέρει τίποτα το ουσιαστικό.

Έβγαλε το κινητό του. Ενεργοποιώντας το, βρήκε κάποιες κλήσεις από την Στέφη. Χαμογέλασε σκληρά. Την ζήλευε. Ήταν ατίθαση, αντιδραστική και ζούσε όπως ήθελε. Η δική της μάνα τουλάχιστον δεν την έπρηζε. Της έδινε τον αέρα που ήθελε για να αναπνεύσει…

Την κάλεσε. Είχε ανάγκη να την δει μα περισσότερο χρειαζόταν κάτι για να τον φτιάξει και η Στέφη ήταν το μοναδικό άτομο που ήξερε που μπορούσε να το καταφέρει. Το είχε κλειστό. Έσφιξε το τηλέφωνο τόσο δυνατά στην χούφτα του που νόμιζε πως θα το διαλύσει και έβρισε χαμηλόφωνα.

Ας ήταν. Δεν πειράζει που δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Θα δρούσε και αυτός μία φορά παρορμητικά στη ζωή του. Θα πήγαινε να την βρει στο σπίτι της. Ίσως να ήταν και μια ευχάριστη έκπληξη για εκείνη.

Έφτασε στο σπίτι και κοντοστάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα. Όλο το προηγούμενο συσσωρευμένο θάρρος είχε εξανεμιστεί. Προσπάθησε να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο μα η κουρτίνα πίσω από το λερωμένο τζάμι, δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Δοκίμασε άλλη μια φορά να της τηλεφωνήσει μα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Πήρε βαθιά ανάσα και χτύπησε. Με την πρώτη φορά δεν κατάφερε κάτι. Δοκίμασε ξανά και ξανά. Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπροστά του φάνηκε η Στέφη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τραβηγμένα από την οργή. Τα χείλη της ήταν τόσο πολύ σφιγμένα που σχημάτιζαν μια λεπτή ροζ γραμμή και τα μάτια της κατακόκκινα. Ξαφνικά το να βρίσκεται εκεί, του φάνηκε πολύ κακή ιδέα.

Απέμεινε να την κοιτά ψάχνοντας να βρει τι να της πει. Πριν προλάβει να το βρει, η Στέφη τον αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς τον.

«Μη φύγεις» άρχισε να του λέει μπερδεύοντας τα λόγιά της. «Μη μ’ αφήσεις μόνη, σε χρειάζομαι. Βοήθησε με!»

Ο Δήμος παρέμεινε ακίνητος στην θέση του κοκαλωμένος χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει. Το αδύνατο κορμί της έτρεμε μέσα στα χέρια του. Δεν του ήταν εύκολο να διαχειριστεί αυτό το ξαφνικό ξέσπασμά της, δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιες εκφάνσεις των συναισθημάτων. Το μόνο που μπορούσε να μαντέψει ήταν πως κάτι το σοβαρό είχε γίνει για να αφεθεί και να γίνει τόσο ευάλωτη μπροστά του.

Εκείνη, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του, τραβήχτηκε απότομα και σκούπισε τα υγρά της μάτια. Φαινόταν μπερδεμένη, καταρρακωμένη. Μετά το ύφος της άλλαξε απότομα σαν να θυμήθηκε κάτι. Το στόμα της στράβωσε μιας και το βλέμμα της σκοτείνιασε. Η παλιά γνώριμη Στέφη ερχόταν και πάλι στο προσκήνιο. Τον άρπαξε από το χέρι και σχεδόν τον έσυρε τραβώντας τον.

«Ώρα να περάσουμε στο επόμενο level».

Είδε την μάνα της να στέκεται έξω από την κρεβατοκάμαρά της με ένα τσιγάρο στο χέρι κοιτάζοντάς την επικριτικά. Τα βλέμματα των δύο γυναικών συναντήθηκαν και η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε επικίνδυνα. Η καρδιά του δονούνταν ανεξέλεγκτα και η πεποίθηση ότι βρισκόταν σε λάθος τόπο στον λάθος χρόνο έγινε ακόμα πιο δυνατή.

Μπήκαν στο δωμάτιό της και η Στέφη έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κοίταξε αμήχανα γύρω του. Είδε το γαλάζιο τετράδιο με την λευκή ετικέτα που έγραφε «Βιβλιάριο κατάθεσης Ονείρων» πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι μα αυτό που αντίκρισε στο κομοδίνο του πάγωσε το αίμα. Μπορεί να μην ήξερε πολλά από αυτά μα μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν το λευκό διάφανο σακουλάκι, το κουτάλι και οι δύο σύριγγες.

«Τι είναι αυτό;» την ρώτησε καθώς έβγαζε από την τσέπη τον αναπτήρα της.

«Το εισιτήριο για την αθέατη πλευρά του παραδείσου».

Έβαλε την φλόγα κάτω από το κουτάλι και τα μάτια της τρεμόπαιξαν από μία παράξενη έκσταση. Τράβηξε την μισή ποσότητα στην μία σύριγγα και μετά το υπόλοιπο στην άλλη. Έπειτα πήρε μια δερμάτινη ζώνη και έσφιξε το μπράτσο της λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα.

Ο Δήμος ξεροκατάπιε. Ξαφνικά ένιωσε δυσφορία και τρόμο, το δωμάτιο άρχισε να στενεύει. Κοίταξε πίσω του την κλειστή πόρτα μα δεν το αποφάσιζε να φύγει. Αν το έκανε τότε τι γνώμη θα σχημάτιζε η Στέφη για αυτόν; Έπρεπε να την αποτρέψει πάση θυσία.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» της είπε ξέπνοα.

«Γιατί θέλω να νιώσω όμορφα» του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει. «Γι’ αυτό. Θέλω να ξεφύγω».

Τα χείλη του κουνήθηκαν σπασμωδικά και αυτό που είπε, δεν κατάλαβε καν πως το ξεστόμισε μέσα στον πανικό.

«Σ’ αγαπώ».

Η Στέφη σταμάτησε απότομα και έμεινε να κοιτά για λίγο την φλέβα που φούσκωνε ελαφριά κάτω από το δέρμα της.

«Θέλεις να μάθεις τι είναι η αγάπη; Είναι το βρωμερό εκείνο χέρι που σου κλείνει το στόμα για να μην ουρλιάξεις στα σιχαμένα κρύα αγγίγματα κάτω από τα παγωμένα σεντόνια».

Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στο μέτωπό του καθώς την έβλεπε να μπήγει την βελόνα στο χέρι. Τράβηξε ελαφρώς το έμβολο και η σύριγγα κοκκίνισε από το αίμα της.

«Πώς ξέρεις ότι το κάνεις σωστά;» της φώναξε σε μια ύστατη προσπάθεια να την σταματήσει.

«Αν ξέρεις που να ψάξεις, βρίσκεις τα πάντα».

Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστη πριν το αποφασίσει. Γύρισε και τον κοίταξε.

«Κοίτα να μαθαίνεις γιατί μετά είναι η σειρά σου».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να το δοκιμάσει μα δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ανοιχτά.

«Χέστη!» ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο. «Κάνε ότι θες! Αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Εξαφανίσου να μη σε βλέπω, χέστη!»

Ένιωσε τιποτένιος, θιγμένος καθώς την έβλεπε να σουτάρει την ένεση. Το σώμα της τραντάχτηκε για λίγο και αμέσως μετά, έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Έμεινε να την κοιτά έντρομος μέχρι να συνειδητοποιήσει πως ήταν ακόμα ζωντανή.

«Μαλάκα μου τι φάση!»

Το ύφος της ήταν γλαρωμένο, η φωνή της έβγαινε αβίαστα χαλαρή και στα χείλη της σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης.

«Πρέπει να το δοκιμάσεις οπωσδήποτε».

Κοίταξε μια την Στέφη, μια την σύριγγα με το λευκό υγρό που ήταν ακουμπισμένη δίπλα της.

«Είναι ωραία στον παράδεισο» μουρμούρισε σε κατάσταση νιρβάνας. Του έκανε νόημα να πάει κοντά της.

Έβγαλε την ζώνη από το χέρι της και την έδεσε στο δικό του. Χτύπησε αδέξια τον πήχη του μορφάζοντας, κάνοντας την Στέφη να ξεσπάσει πάλι σε γέλια. Θόλωσε, οι κινήσεις του γινόταν πια μηχανικά. Άρπαξε την σύριγγα και κάρφωσε την βελόνα. Πήρε βαθιά ανάσα και το έκανε.



Μια έκρηξη μέσα στο κεφάλι του σαν να έσκασαν ταυτόχρονα χιλιάδες πυροτεχνήματα, μια απίστευτη αίσθηση χαλάρωσης και ευδαιμονίας καθώς έπεφτε δίπλα της στο κρεβάτι. Όλα είχαν αποκτήσει άλλο βάρος και υπόσταση. Έμοιαζαν ανάλαφρα και όμορφα μέσα από την γλυκερή ομίχλη της μαστούρας. Όλα ξαφνικά έγινα πιο ανώδυνα, ευφορία, χαμόγελα και αδιαφορία για το ό,τι θα μπορούσε να συμβαίνει γύρω τους, δίπλα τους. Κλεισμένοι και οι δυο μαζί σε μια πολύχρωμη κρυστάλλινη φούσκα. Έβλεπαν τα πάντα μα δεν μπορούσε να τους αγγίξει τίποτα πια. Ήταν η στιγμή που ένιωθαν αθάνατοι, πλέοντας σε μια θάλασσα από απίστευτα και άγνωστα συναισθήματα.

Ηλίας Στεργίου