Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 2) - Η παγίδα

Ο Ντεάν οδηγούσε με κατεύθυνση το πατρικό του σπίτι. Το σπίτι δηλαδή όπου είχε μεγαλώσει. Η μητέρα του ήταν άρρωστη στο νοσοκομείο και ο πατέρας του την επισκεπτόταν τα απογεύματα μετά τη δουλειά. Λογικά τέτοια ώρα, μάλλον θα τους έβρισκε και τους δύο μαζί στο νοσοκομείο. Έπειτα από αρκετή ώρα δρόμου και με τις σκέψεις του να διαδέχονται η μία την άλλη, έφτασε μπροστά από το νοσοκομείο, όπου άφησε το αυτοκίνητό του. Με φόρα μπήκε μέσα και ανέβηκε στον πρώτο όροφο, κατευθυνόμενος στο δωμάτιο που θα έβρισκε την μητέρα του. Όπως φυσικά το περίμενε, μέσα βρήκε και τον πατέρα του.

«Καλώς τον. Χαιρόμαστε που σε βλέπουμε, τελευταία οι επισκέψεις σου αραίωσαν. Τόσο πολύ σε κρατά το καθήκον του Δήμαρχου και όχι μόνο;» άκουσε την φωνή του πατέρα του, ενώ δίπλα του η μητέρα του ανάσαινε με δυσκολία.

«Πώς μπορέσατε;» έθεσε την πρώτη ερώτηση μπερδεύοντάς τους. «Πώς μπορέσατε να πετάξετε ένα ανυπεράσπιστο βρέφος; Πώς;» ξεκίνησε και ο πατέρας του φάνηκε να αγανακτεί.

«Τι συμβαίνει Ντεάν; Ξαφνικά γιατί μας κατηγορείς; Μη μου πεις πως αυτός ο άθλιος ο ιερέας ξεκίνησε να σου πιπιλά τα μυαλά; Γιατί από όλους μονάχα εκείνον έχω ικανό να το κάνει για να σε οδηγήσει στην πτώση σου» απάντησε ο πατέρας του, εξοργίζοντάς τον περισσότερο.

«Πίστεψέ με και η κατρακύλα η δική σου, δεν συγκρίνεται με καμία άλλη. Είσαι ο μεγαλύτερος εγκληματίας. Εγκατέλειψες τον γιό σου και αδερφό μου, μόνο και μόνο επειδή δεν είχε την λαμπερή εμφάνιση που θα ήθελες, ενώ παράλληλα φοβήθηκες και τα κουτσομπολιά του κόσμου. Ούτε σκυλί να ήταν, παράτησες το μωρό στην γιαγιά, η οποία το θεώρησε ως έναν σταυρό που έπρεπε να κουβαλήσει για να μην βρεθεί να καίγεται στα καζάνια της Κολάσεως. Ο Φιλίπ, ήταν μία χαρά πνευματικά, δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα. Τον γνώρισα από κοντά. Ήθελα να μου πεις όμως πόση ανακούφιση ένιωσες, ζώντας με την ελπίδα πως ίσως και να τον έχουν κάψει ζωντανό» τον ρώτησε πλαγίως και τον είδε να αναστατώνεται, ενώ όλη αυτήν την ώρα απέφευγε να τον κοιτάζει στα μάτια. Από την άλλη η μητέρα του, κλαψούριζε σιωπηλή.

«Πάψε πια και θα την πεθάνεις...» του σιγοψιθύρισε, ωστόσο ο Ντεάν τον κοίταξε με απόλυτη απάθεια.

«Καρφάκι δεν μου καίγεται. Να ξέρεις, πως αυτό που έκανες, θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά. Θα βγάλω στη φόρα όλα σου τα κατορθώματα, εξασφαλίζοντας έτσι μία θέση για τον αδερφό μου στον κόσμο. Είμαι Δήμαρχος, έχω υπερβολικά πολλές γνωριμίες και ο Τύπος θα σκότωνε για μία τέτοια είδηση. Ένα έχω να σου πω, αποχαιρέτα την καριέρα σου γιατί φτάνει στη δύση της» ήταν και οι τελευταίες του κουβέντες, προτού αποχωρήσει από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του με φόρα.


Ο Φιλίπ βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, σέρνοντας την φιγούρα του κυριολεκτικά μέσα στο δάσος. Αυτό που δεν γνώριζε ωστόσο, για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν πως δύο ζευγάρια μάτια τον παρακολουθούσαν στενά. Ήταν ο Ναπολεόν με τον Πιέρ που είχαν αποφασίσει να ανακαλύψουν, όσα περισσότερα μπορούσαν για εκείνον. Καθώς ο Φιλίπ ήταν ιδιαίτερα φορτισμένος συναισθηματικά, δεν είχε ακούσει για πρώτη φορά τον θόρυβο από τα βήματα που τον ακολουθούσαν σε αρκετά μεγάλη απόσταση μέσα στο δάσος. Εκείνος σκεφτόταν πως μόλις είχε αναγκαστεί να πετάξει από πάνω του και τον τελευταίο λόγο ευτυχίας, ενώ στα χέρια του κρατούσε τη φωτογραφία του Ντεάν όταν ήταν σε μικρή ηλικία. Με γρήγορα βήματα κατευθυνόταν στο καταφύγιο που είχε δημιουργήσει βαθιά μέσα στο δάσος και το οποίο φυσικά δεν φωτιζόταν με ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Φιλίπ προτιμούσε να το φωτίζει με μεγάλα κεριά.

«Είδες; Σου είπα πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά μαζί του. Όλα αυτά τα κεριά, είναι δείγμα μαγείας. Ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος» ακούστηκε η φωνή του Ναπολεόν, τη στιγμή που ο Φιλίπ γλιστρούσε στο εσωτερικό του μικρού, ξύλινου σπιτιού και έκλεινε την πόρτα πίσω του. Νιώθοντας ασφαλής και απομονωμένος, αποφάσισε να βγάλει την κουκούλα που κάλυπτε το πρόσωπό του και να ξεκινήσει λίγο λίγο να ανάβει τα κεριά. Τη στιγμή που πλησίασε κοντά στο θολό τζάμι προκειμένου να ανάψει ένα μεγάλο κερί, το παραμορφωμένο του πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του, δημιουργώντας τρόμο στους δύο άντρες που παρέμεναν κρυμμένοι στις φυλλωσιές.

«Το είδες αυτό;» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του Πιέρ «Τελικά είχαν απόλυτο δίκιο όσοι υποστήριζαν πως εμφανισιακά μοιάζει με την ίδια την Κόλαση» σχολίασε και ο Ναπολεόν τον κοίταξε πλαγίως.

«Μεταξύ μας, στη θέση σου θα είχα κυριολεκτικά οργιστεί που κατόρθωσε ένα τέτοιο φρικιαστικό πλάσμα να κερδίσει την αγάπη και τη συμπάθεια μίας γυναίκας σαν την Ελοντί. Λυπάμαι που θα σου το πω, μα είτε η δικιά σου είχε βίτσια και τόσα χρόνια δεν τα γνώριζες, είτε έκανες τόσο κακή δουλειά που προτίμησε ακόμη και το τέρας από εσένα. Η αλήθεια να λέγεται πως και τα δύο σενάρια είναι θλιβερά όπως και να έχει» τελείωσε κοιτάζοντάς τον ελαφρώς ειρωνικά.

«Σκάσε! Δεν σου επιτρέπω. Εξάλλου, ποιος σου είπε πως η Ελοντί τον βλέπει ερωτικά; Τον λυπάται απλώς γιατί είναι ψυχοπονιάρα και το ξέρω. Ωστόσο, έχω μία ιδέα. Μιας που απόψε είναι η γιορτή και όλοι θα είναι μεταμφιεσμένοι, εμείς, θα αρπάξουμε το τσιράκι του την Ζακελίν και θα φροντίσουμε να την μεταφέρουμε εδώ. Τότε, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί και θα τον κατηγορήσει σε σημείο να τον λιντσάρουν. Όχι απλώς θα τον κάψουν ζωντανό, θα παλέψουν να τον σκοτώσουν με τα ίδια τους τα χέρια. Θα φροντίσουμε να φανεί η ενοχή του» ολοκλήρωσε και ο Ναπολεόν χαμογέλασε λάμποντας, όταν οι δυο τους πλησίασαν λίγο πιο κοντά στην καλύβα, έχοντας πλέον την κάλυψη που τους πρόσφερε το σούρουπο.

Είδαν λοιπόν τον Φιλίπ να βαστά μία φωτογραφία και να βρίζει μόνος του.

«Ανάθεμά σε Ντεάν! Δεν γίνεται, όχι δεν γίνεται να είσαι εσύ ο αδερφός μου!» φώναζε δημιουργώντας ευθύς ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά των δύο ανδρών που εκείνη τη στιγμή κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένοι.

H Ελοντί είχε φύγει από το σπίτι παλεύοντας να βρει τις δικές της ισορροπίες, όταν ανακάλυψε την Ζακελίν να κάθεται σε ένα πέτρινο παγκάκι και να τρώει ένα κομμάτι ζεστή τυρόπιτα. Σιωπηλή παραμέρισε, προκειμένου να κάτσει δίπλα της η φίλη της.

«Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Η αλήθεια, παρά το γεγονός πως οι δικοί μου δεν χώρισαν ιδιαιτέρως εχθρικά, αυτό έγινε σε μία μικρή ηλικία για εμένα, με αποτέλεσμα να θεωρώ τη δημιουργία μίας οικογένειας κάτι δύσκολο, έως ακατόρθωτο. Έπειτα, γνώρισα και εσένα που είσαι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και που ο Πιέρ σου φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο, για να μην μιλήσω για την Ατζέλικα που από όταν πέθανε ο συγχωρεμένος ο άντρας της το έχει ρίξει έξω. Ήταν απίστευτα καλός και εργατικός άνθρωπος, βοηθούσε όσο μπορούσε εκείνη και την κόρη τους και η Ατζέλικα, όχι απλώς τον ξεπέρασε, αλλά έτρεχε και στα δάση ανέμελα με τον δικό σου σάτυρο! Όλα αυτά με φοβίζουν και...» ξεκίνησε στα ξαφνικά μα η Ελοντί την διέκοψε.

«Και ξεσπάς επάνω στον Ντεάν. Αχ, Ζακελίν δεν έχει καμία απολύτως σημασία η αποτυχία των άλλων. Εσύ θα πρέπει να κοιτάζεις πάντοτε τη θετική πλευρά. Πράγματι, οι σχέσεις των ανθρώπων είναι τρομερά δύσκολες δίχως λόγο, ενώ η εμπιστοσύνη χτίζεται λίγο λίγο. Ωστόσο, σε έχω δει πώς κοιτάζεις τον Ντεάν και είναι κρίμα να κρατάς τον εαυτό σου μακριά του. Δώσε του μία ευκαιρία και αν δεν αξίζει...»

«Ο Ντεάν, είναι ο αδερφός του Φιλίπ» της πέταξε και η Ελοντί κόντεψε να γλιστρήσει από το παγκάκι.

«Τι εννοείς;» την ρώτησε έντρομη.

«Μα, τι δεν καταλαβαίνεις; Είναι ο αδερφός του ο μικρός και ήρθε στο χωριό από ό,τι κατάλαβα, αρχικά μάλλον με κακό σκοπό γιατί ποιος ξέρει με τι δηλητήριο τον είχαν ποτίσει, ωστόσο εκείνος έψαξε και ρώτησε μέχρι και τον πατέρα Αυγουστίνο και αυτή τη στιγμή που μιλάμε οδηγεί μισότρελος για το πατρικό του» ολοκλήρωσε με μία μονάχα ανάσα και λαχανιασμένη καθώς ήταν, έβγαλε από την τσάντα του ώμου της ένα μπουκαλάκι νερό, όσο η Ελοντί την κοιτούσε μαγνητισμένη από την τελευταία είδηση.

Τότε, πάλεψε να φέρει στο μυαλό της την εικόνα του προσώπου του Ντεάν. Η αλήθεια δεν τον είχε συναντήσει πολλές φορές και αυτός ήταν στα σίγουρα ένας λόγος που δεν είχε κάνει ακόμη την σύνδεση μεταξύ τους. Όπως τον σκεφτόταν, τα κυανά, λαμπερά του μάτια και τα καστανά μαλλιά του, ήταν χαρακτηριστικά που ανήκαν και στον Φιλίπ. Ωστόσο, αν η ιστορία αυτή ήταν αλήθεια, τότε αν μαθευόταν στο χωριό και ειδικότερα το γεγονός πως ο Ντεάν αναζητούσε την αλήθεια για να βοηθήσει τελικά τον Φιλίπ, τότε θα μετατρεπόταν και εκείνος σε στόχο.

Η κοπέλα δίπλα της, έμοιαζε εξίσου χαμένη στις δικές της, προσωπικές σκέψεις, οι οποίες φάνηκαν να συνδέονται απόλυτα με τις ανάλογες της φίλης της.

«Πιστεύεις πως ο Ντεάν θα κινδυνέψει;» ρώτησε την Ελοντί.

«Αν μαθευτούν οι προθέσεις του οι αληθινές σε αυτόν τον τόπο, τότε πολύ το φοβάμαι» της απάντησε η κοπέλα δίχως να την κοιτάζει στα μάτια και συνέχισε «Νοιάζεσαι για εκείνον, έτσι δεν είναι;»

Η Ζακελίν την κοίταξε πλαγίως κοκκινίζοντας.

«Τόσο πολύ φαίνεται; Η αλήθεια στην αρχή ώθησα τον εαυτό μου να τον αντιπαθήσει. Σκάλιζα διάφορους λόγους, οι οποίοι να τον κάνουν πραγματικά αντιπαθή στα μάτια μου, αλλά καθώς φάνηκε, στο τέλος ηττήθηκα. Πήγα και τον βρήκα μία βροχερή ημέρα προσφέροντάς του ζεστό καφέ. Εκείνος με πλησίασε χαρίζοντάς μου ένα φιλί και εγώ τον απώθησα στο τέλος και πάλι. Μην με ρωτήσεις το γιατί, αυτός ο άντρας μου δημιουργούσε συναισθήματα περίπλοκα, μου έβγαζε μία αντίδραση. Είχε έναν ακαταμάχητο τρόπο να σε ελκύει μονάχα με ένα του χαμόγελο και αυτό με εκνεύριζε. Ήθελα να του αποδείξω πως εγώ, δεν είμαι ένα κορίτσι που θα κατόρθωνε να το ρίξει με ένα του μονάχα βλέμμα, καθώς είμαι βέβαιη πως έχει ρίξει πολλές γυναίκες μονομιάς στη ζωή του» σταμάτησε τον δραματικό μονόλογο η Ζακελίν, κάνοντας την Ελοντί να γελάσει.

«Ξέρεις, δεν είναι καθόλου κακό να εκδηλώνεις με όμορφο τρόπο τα συναισθήματά σου. Ο Ντεάν είναι ένας πανέμορφος άντρας, με κύρος, επομένως είναι κάτι παραπάνω από πιθανό να είχε κατακτήσεις στη ζωή του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως σε πλησίασε για να σε ρίξει αποκλειστικά στο κρεβάτι του. Θα σε συμβούλευα, να πας να τον βρεις γιατί μετά από όλες τις αποκαλύψεις, θα έχει ανάγκη μία παρηγοριά. Ακόμη μου φαίνεται απίστευτη η ιδέα πως εκείνος και ο Φιλίπ είναι αδέρφια. Αν ωστόσο το πληροφορηθεί ο Φιλίπ, φοβάμαι πολύ για την αντίδρασή του» απάντησε η Ελοντί ρίχνοντάς της την σκυτάλη για επιπλέον συζήτηση.

«Και εσύ;» την ρώτησε η Ζακελίν.

«Εγώ;»επανέλαβε η Ελοντί παριστάνοντας πως δεν καταλάβαινε πού όδευε η συζήτηση.

«Πώς νιώθεις για τον Φιλίπ;» έριξε το θέμα επί τάπητος η φίλη της.

«Νομίζω, ερωτευμένη. Είναι αυτή η ανατριχίλα που νιώθεις, κάθε φορά που σε αγγίζει εκείνος που αγαπάς και η ανυπονησία να τον δεις την επόμενη μέρα. Κάποτε, υπήρχε μία όμορφη χημεία με τον Πιέρ. Ήταν ίσως η πρώτη μου προσπάθεια να κάνω μία σοβαρή σχέση. Ένιωθα πράγματα για εκείνον, όμορφα, είχαμε και στιγμές δικές μας ρομαντικές, ωστόσο αυτό που αισθάνομαι όταν βλέπω αυτόν τον μυστηριώδη άντρα είναι διαφορετικό. Μοιάζει με μικρό παιδί που αποζητά συντροφιά και μία φυσιολογική ζωή. Αυτά του αρκούν για να τον κάνουν ευτυχισμένο. Ωστόσο, είναι δύσκολο για τον ίδιο να αποτινάξει τον νοητό ζυγό της γνώμης αυτής εδώ της μικρής κοινωνίας και το καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν μπορώ να τον πιέσω, δεν θέλω να τον κάνω δυστυχισμένο» της είπε και η Ζακελίν της κράτησε το χέρι.

«Έχε πίστη και όλα θα γίνουν. Θα σε δω μάλλον το βράδυ στη γιορτή» τελείωσε και κίνησε για το σπίτι του Ντεάν. Ίσως η Ελοντί να είχε δίκιο και εκείνη έπρεπε να πάψει πια να προσποιείται.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη