Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 32)

Η αίσθηση ήταν σαν να ξύπναγε από έναν βαθύ λήθαργο. Ένα βουητό μεγάλωνε συνεχώς μέσα στο κεφάλι της, το στόμα της στεγνό σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά της ήταν ασήκωτα και η προσπάθεια να τα ανοίξει, συνοδεύτηκε από έναν οξύ πόνο. Αυτό το αβάσταχτο λευκό,. που κυριαρχούσε στο χώρο τον οποίο βρισκόταν, τρυπούσε τα μάτια της σαν πυρωμένες βελόνες.

Μυρωδιά αντισηπτικού και καθαρά σεντόνια σε άβολο κρεβάτι.

Αν είχε επιτέλους πεθάνει, τότε ο διάβολος είχε την μορφή μιας ατσούμπαλης νοσοκόμας με βλοσυρό βλέμμα. Σημείωσε κάτι στην καρτέλα που βρισκόταν κρεμασμένη μπροστά από το κρεβάτι της και αποχώρησε χωρίς να μιλήσει.

Ήταν εξαντλημένη. Γύρισε στο πλάι και κοίταξε έξω από το παράθυρο τον μολυβένιο καιρό. Έβρεχε. Οι σταγόνες χτυπούσαν ρυθμικά το λερωμένο τζάμι. Είχε μια μελωδικότητα η βροχή, σαν σιωπηλός θρήνος, σαν μοιρολόι. Το μυαλό της χάθηκε για λίγο, παρασύρθηκε μαζί με ένα πλατανόφυλλο που είχε αφεθεί έρμαιο στον άνεμο.

Το ταξίδι της διακόπηκε απότομα με την είσοδο ενός νεαρού άντρα με φόρμα γιατρού. Ξανθό, αραιωμένο μαλλί και έξυπνα μάτια πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιών με στρόγγυλους φακούς. Της χάρισε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο μα εκείνη δεν του το ανταπέδωσε.

«Πως αισθάνεσαι;»

Ανασήκωσε τους ώμους. Ειλικρινά δεν ήξερε, όλο της το είναι βρισκόταν σε μία απίστευτη σύγχυση.

«Πως…;» έκανε να πει μα σταμάτησε. Ξαφνικά δεν ήθελε να μάθει την απάντηση.

« Σε βρήκαν λιπόθυμη, δεν το θυμάσαι;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Υπήρχαν κενά στο χρονικό συνεχές μέσα στο μυαλό της. Δεν ήταν η πρώτη φορά, μα τώρα ήταν ιδιαίτερα έντονη η αίσθηση.

«Σου χορηγήσαμε ηλεκτρολύτες» της είπε, δείχνοντάς της τον ορό που είχε καρφωμένο στις φλέβες της. «Ήσουν αφυδατωμένη και υποσιτισμένη. Τίποτα το ανησυχητικό. Μέχρι το απόγευμα θα έχεις βγει».

Έσφιξε τα χέρια πάνω στο στήθος πιάνοντας τους αγκώνες της.

«Ο Γιάννης;»

Την κοίταξε απορημένος.

«Πως με βρήκατε;»

«Από ότι ξέρω, το νοσοκομείο δέχθηκε μια ανώνυμη κλήση για ένα άτομο που έχριζε άμεσης βοήθειας».

Το πρόσωπό της χαράχθηκε από μια βαθιά απογοήτευση. Έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια της και κρέμασε ακόμα περισσότερο τους ώμους της. Έκανε να γυρίσει πλευρό και μόρφασε.

«Πονάς;»

Προσπάθησε να τρίψει τον γοφό της. Η ενόχληση είχε αρχίσει να γίνεται εντονότερη.

«Είναι αυτό το μούδιασμα που νιώθω. Άρχισα να το αισθάνομαι και στο αριστερό μου πόδι τώρα».

Ταίριαξε τα γυαλιά στην κορυφή της μύτης του και την παρατήρησε. Στάθηκε δίπλα της και πίεσε ελαφρά στο σημείο.

«Πότε άρχισε;»

Η Αρετή προσπάθησε να θυμηθεί. Ήταν αρκετός ο καιρός και η μνήμη της ξαφνικά δεν την βοηθούσε.

«Έξι μήνες, ίσως και λίγο παραπάνω. Στις αρχές ήταν περισσότερο σαν ενόχληση μα τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πιο έντονο».

Ο γιατρός μουρμούρισε κάτι το ακατάληπτο.

«Συνέπεια της αφυδάτωσης είναι και αυτό;»

«Εκτός από το μούδιασμα, είχες κάποιο άλλο σύμπτωμα; Κάποιες κράμπες ίσως σε χέρια και σε πόδια;»

Έπιασε τον μηρό της και προσπάθησε να λυγίσει το πόδι. Το κατάφερε με κάποια δυσκολία.

«Τώρα τελευταία αρκετά συχνά, κυρίως την νύχτα».

Της χαμογέλασε, μα ήταν αρκετά νηφάλια για να καταλάβει πως το χαμόγελο αυτό έκρυβε μια υποψία ανησυχίας.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Ίσως χρειαστεί να μείνεις λίγο παραπάνω. Θα κάνουμε κάποιες εξετάσεις, προληπτικά πάντα για να σιγουρευτούμε πως όλα είναι εντάξει».

Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, η βροχή είχε δυναμώσει και δεν φαινόταν να έχει σκοπό να σταματήσει σύντομα.

Οι επόμενες δύο μέρες ήταν ένα σωστό μαρτύριο. Εξετάσεις και πάλι εξετάσεις. Αίμα, ούρα, βιοψία μυών, αξονική, μυελογράφημα, ηλεκτρομυογράφημα, κινητική ταχύτητα αγωγής νεύρων, οσφυονωτιαία παρακέντηση. Ιατρικοί όροι που δεν είχε ακούσει ποτέ στην ζωή της και δεν είχε ιδέα το σήμαιναν. Κανείς δεν της εξηγούσε τίποτα, ούτε και της έλεγαν για ποιο λόγο υποβάλλονταν σε όλα αυτά.

Ώσπου ήρθε το πρωινό της τρίτης μέρας. Ο γνωστός γιατρός στεκόταν στην πόρτα του θαλάμου κρατώντας έναν φάκελο στα χέρια του. Φαινόταν σκεπτικός, προβληματισμένος. Προσπάθησε να της χαμογελάσει, μα δεν τα κατάφερε. Η Αρετή καταλάβαινε πως τα πράγματα μάλλον ήταν σοβαρά. Δεν την ενδιέφερε όμως. Είχε περάσει τα χειρότερα από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, που ότι και να της έλεγε, θα την άφηνε παγερά αδιάφορη. Άλλη μια σημείωση στον μακρύ κατάλογο των ατυχών συμβάντων στην ζωή της. Το μόνο που ήθελε, ήταν να φύγει το συντομότερο από εκεί μέσα.

«Έχω τα αποτελέσματα των εξετάσεων και φοβάμαι πως δεν είναι καλά».

Ανακάθισε στο κρεβάτι. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τον κοίταξε σχεδόν με προκλητικό ύφος. Αν εξαιρούσε την ενόχληση στα άκρα, ένιωθε απόλυτα υγιής.

Σούφρωσε τα χείλη του και πήρε βαθιά ανάσα.

«Δυστυχώς, πάσχεις από μία νόσο που ονομάζεται πλάγια μυατροφική σκλήρυνση».

Το ύφος της δεν άλλαξε. Δεν καταλάβαινε τίποτα από όλο αυτό και ούτε την ενδιέφερε να μάθει.

«Ωραία. Γράψε μου μια αγωγή γι’ αυτό το, πως μου το είπες και δως μου εξιτήριο να σηκωθώ να φύγω από δω μέσα».

«Φοβάμαι ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η πλάγια μυατροφική σκλήρυνση είναι μια ασθένεια που πλήττει τα νεύρα του εγκεφάλου, του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού, που ελέγχουν τις εκούσιες κινήσεις και ουσιαστικά χάνεται η δυνατότητα μετάδοσης νευρικών σημάτων από τα παραπάνω όργανα στους μύες».

Η Αρετή συνέχισε να μην καταλαβαίνει και ήταν φανερό πως η απορία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της κάνοντας τον γιατρό να συνεχίσει.

«Υπάρχουν ενδείξεις γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως έκθεση σε τοξικές ουσίες, τραύματα, διατροφή, άγνωστοι ιοί – παθογόνοι παράγοντες, συμπεριφορικοί και επαγγελματικοί παράγοντες ή ακόμα και αυτοάνοσοι μηχανισμοί. Είναι προοδευτική η εξέλιξή της επηρεάζοντας σημαντικά το προσδόκιμο ζωής».

«Ωραία» είπε αρχίζοντας να χάνει την ψυχραιμία της. «Πως το αντιμετωπίζω; Φάρμακα; Φυσιοθεραπείες; Τι;»

«Δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά αντιμετώπιση των επιμέρους συμπτωμάτων με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, διατροφική υποστήριξη».

«Και τι δηλαδή; Κινδυνεύω να μείνω ανάπηρη; Αυτό μου λες;»

Ο γιατρός έσκυψε ελαφρά το κεφάλι του. Δεν του ήταν εύκολο προφανώς να πει αυτό που σκεφτόταν.

«Η εξέλιξη της νόσου έχει ως εξής: Τα αρχικά συμπτώματα της νόσου είναι μυϊκή αδυναμία και κράμπες και, πιο σπάνια, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία. Σταδιακά, το άτομο δεν μπορεί να περπατήσει ή να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, αδυνατεί να καταπιεί και να μιλήσει».

Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό της. Οι λέξεις που ξεστόμισε, της φάνταζαν δυσοίωνες και για πρώτη φορά ίσως στην ζωή της, φοβήθηκε πραγματικά.

«Τι εννοείται γιατρέ;»

«Στο τελευταίο στάδιο της νόσου, η αδυναμία κατάποσης οδηγεί σε εισροφήσεις και αυξάνεται ο κίνδυνος πνευμονίας εξαιτίας αυτών. Το άτομο υποσιτίζεται λόγω δυσφαγίας και αδυναμίας των μυών του οισοφάγου. Τέλος, πλήττονται οι αναπνευστικοί μύες».

Η Αρετή κρεμάστηκε από τα χείλη του.

«Το τελικό στάδιο της νόσου, είναι ο θάνατος».

Ηλίας Στεργίου