Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 3) - Η παγίδα

Οδηγώντας από το σπίτι του, γνώριζε πολύ καλά πως ο πατέρας του δεν θα το άφηνε έτσι. Τον είχε απειλήσει να τον καταστρέψει με τον χειρότερο τρόπο και πλέον ήταν βέβαιος πως ο πατέρας του θα έστελνε τους δικούς του να φροντίσουν, ώστε αυτό να μην συμβεί ποτέ. Έχοντας φύγει από το Σαλόν Ντε Προβάνς και κάνοντας πρώτα μία μικρή στάση σε έναν φούρνο για να φάει κάτι, δεν είχε παρατηρήσει πως ένα αυτοκίνητο τον ακολουθούσε. Έχοντας το πλεονέκτημα του χρόνου με την στάση του για φαγητό, ο πατέρας του πάνω στην τρέλα του, είχε στείλει δύο δικούς του να του δώσουν ένα απλό μάθημα, ανακόπτοντας την πορεία του σχεδίου του για εξευτελισμό του ίδιου. Τη στιγμή λοιπόν που επέστρεφε από τον φούρνο, ο Ντεάν δεν μπόρεσε να καταλάβει πως κάποιος είχε πειράξει το φρένο, με αποτέλεσμα φτάνοντας στο Λουρμαρέν και με τη φόρα που είχε πάρει για να στρίψει στην κατηφόρα κοντά στο σπίτι του , να διαπιστώσει πως ήταν αδύνατο να σταματήσει το αυτοκίνητο.

Το αποτέλεσμα ήταν να γλιστρήσουν οι ρόδες του στο νωπό χώμα και να καταλήξει, έχοντας χτυπήσει σε ένα δέντρο, να πέσει σε μία ρεματιά όπου και σταμάτησε. Ο Ντεάν βυθισμένος στον πανικό, κρατούσε την ανάσα του, ενώ το μέτωπό του είχε σκιστεί. Με κόπο, κατόρθωσε να ανοίξει την στραπατσαρισμένη πόρτα του αυτοκινήτου και να βγει έξω, μόνο για να βρει επιπλέον αμυχές στο κορμί του. Ωστόσο, για καλή του τύχη η Ζακελίν βρισκόταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι του και φυσικά με το που άκουσε τον θόρυβο, έσπευσε να δει τι είχε συμβεί.

«Ντεάν;» φώναξε το όνομά του και εκείνος σαστισμένος ακόμη από τη σύγκρουση, την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα.Η κοπέλα έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε σφιχτά, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Τι σου συνέβη; Είσαι καλά, χτύπησες πολύ;» συνέχισε τις ερωτήσεις με εκείνον να ακουμπά το κεφάλι του στα μαλλιά της.

«Νομίζω πως τη γλίτωσα» της είπε ελαφρώς πειρακτικά και εκείνη τον βοήθησε να μεταφερθεί στο σπίτι του.

Ανάβοντας όλα τα φώτα, τον κοιτούσε έντονα, προκειμένου να διαπιστώσει αν η ζημιά ήταν μεγάλη.

«Βγάλε την μπλούζα σου» του είπε επιτακτικά κάνοντάς τον να γελάσει με κόπο.

«Νομίζω, πως βαθιά μέσα σου, πάντα ήθελες να το ξεστομίσεις αυτό» την πείραξε και εκείνη στένεψε τα μάτια της.

«Απαγορεύεται η χειροδικία σε τραυματίες. Είναι πολύ ποταπή πράξη, ωστόσο φρόντισε μήπως γίνεις η εξαίρεση» του γρύλισε και εκείνος υπάκουσε σιωπηλά χαμογελώντας αχνά.

Με μία αργή κίνηση, αφαίρεσε την μπλούζα, μόνο για να αποκαλυφθούν επιπλέον αμυχές και τραύματα. Η Ζακελίν, γέμισε μία λεκάνη με ζεστό νερό και καθώς ο ίδιος είχε στο σπίτι του βαλιτσάκι πρώτων βοηθειών, βάλθηκε να του καθαρίζει όλα τα τραύματα με προσοχή και ευλάβεια. Καθώς βρισκόταν μπροστά του, πλένοντας απαλά μία βαθιά γρατσουνιά στα πλευρά του, εκείνος έγειρε μπροστά και τοποθετώντας μία τούφα πίσω από το αυτί της, της ψιθύρισε :

«Νοιάζεσαι για εμένα...» και εκείνη άξαφνα σταμάτησε και έστρεψε το βλέμμα της με κατεύθυνση το δικό του. Δεν απάντησε, μονάχα ένιωσε την θερμοκρασία να ανεβαίνει και το αίμα της να κοχλάζει. «Μην ανησυχείς» συνέχισε εκείνος «Και εγώ νοιάζομαι πολύ για εσένα Ζακελίν»

Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, εκείνη σταμάτησε για λίγο την περιποίηση και τον κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη της φορά δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Η προηγούμενή της σχέση, ανήκε εκτός από την σφαίρα του παρελθόντος, σε μία υπερβολικά μικρή ηλικία. Σήμερα ωστόσο, απέναντί της δεν είχε έναν έφηβο, αλλά έναν άντρα με τον οποίο ήταν τρελά ερωτευμένη.

«Ντεάν..» προσπάθησε να του πει, ωστόσο εκείνος με πολύ αργές κινήσεις και χαμογελώντας της γλυκά ξεκίνησε να την φιλά απαλά στα χείλη. Μπορούσε να καταλάβει πως η κοπέλα ήταν αγχωμένη και ήθελε να κάνει τα πάντα για να την βγάλει από την δύσκολη θέση. Έξω ο ήλιος έδυε και από το μισάνοιχτο παντζούρι, μία ροδαλή λάμψη τρύπωνε φωτίζοντας το σπίτι παραμυθένια. Εκείνη, είχε γονατίσει μπροστά του, ανταποκρινόμενη σε αυτό το ζεστό και απαλό φιλί, μέχρι που για λίγο τραβήχτηκε κοιτάζοντάς τον με ανησυχία. «Πονάς μήπως;» τον ρώτησε και εκείνος την κοίταξε ελαφρώς αινιγματικά.

«Λιγάκι, αλλά ο πόνος είναι γλυκός στην περίπτωση αυτή» της είπε και αφού σηκώθηκε με λίγο κόπο, της έπιασε το χέρι για να την οδηγήσει στην κρεβατοκάμαρά της. Όσο όμορφο και αν έμοιαζε το φιλί του σούρουπου, συνοδευόταν και από την ψύχρα των τελευταίων ημερών του φθινοπώρου.

«Ξέρεις...εγώ δεν έχω προχωρήσει με κάποιον ως τώρα» του εξομολογήθηκε και την κοίταξε έκπληκτος. Ευθύς σταμάτησε την πορεία που είχε χαράξει και πήρε και τα δύο της χέρια στα δικά του.

«Έπρεπε να μου το πεις νωρίτερα, να προχωρήσω πιο αργά. Συγγνώμη, δεν ήξερα, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» της είπε και κίνησε να φύγει και πάλι προς το σαλόνι, όταν η Ζακελίν τον σταμάτησε.

«Αν υπήρχε κάποιος με τον οποίο θα ήθελα να μυηθώ στον κόσμο του έρωτα, αυτός είσαι εσύ» του πέταξε πονηρά και εκείνος γέλασε, κάνοντάς την να κοκκινίσει ολόκληρη.

«Αυτό θα το μαγνητοφωνήσω για τις στιγμές που θα επιθυμείς διακαώς να μου πετάξεις κάποιο αντικείμενο στο κεφάλι» την πείραξε και την ένιωσε που πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του.

Κάπου εκεί, οι κουβέντες έπαψαν, για να πάρουν τον λόγο τα σώματα. Παρά το τραγικό συμβάν που τον είχε βρει, ο Ντεάν ήταν ευτυχισμένος στην αγκαλιά της γυναίκας για την οποία ένιωθε πεταλούδες στο στομάχι όποτε την αντίκρυζε. Οι κινήσεις του ήταν αργές, καθώς ήθελε να απολαμβάνει το κάθε λεπτό μαζί της δίχως καμία αμφιβολία.

«Σ'αγαπώ» της ψιθύρισε, προτού την φιλήσει τρυφερά.

Στον αντίποδα της δικής του εκδήλωσης συναισθημάτων, στεκόταν ένας Φιλίπ που ακροβατούσε ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Ήταν μία ψυχή φοβισμένη, που αδυνατούσε να εκδηλώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα που φώλιαζαν στην ψυχή του, είτε ήταν θετικά, είτε αρνητικά. Ώρες ώρες, έμοιαζε με ηφαίστειο προσωρινά ανενεργό που καραδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει μία έκρηξη τόσο ισχυρή, ικανή να θάψει κάτω από την λάβα μία ακόμη Πομπηία. Έχοντας εγκαταλείψει το μικρό του καταφύγιο, βάδιζε μέσα στο δάσος σαν ένα φάντασμα ξεχασμένο από την μοίρα του, χαμένο ίσως από τον τελικό του προορισμό. Ακολουθώντας παράλληλη διαδρομή με τα σπίτια του χωριού, βρήκε την Ελοντί να περπατά και εκείνη, ενώ ταυτόχρονα είδε έναν νεαρό του χωριού να την σταματά και να της μιλά.

Τα μάτια του, είχαν καρφωθεί επάνω τους για αρκετές ώρες, σκεπτόμενος πως αυτό θα ήταν το σωστό. Να γνωρίσει επιτέλους έναν νεαρό ανάλογο εκείνου που είχε μπροστά της και ο οποίος κατά πώς φαινόταν την έλουζε κυριολεκτικά με κομπλιμέντα, μιας που στο τέλος της πρόσφερε ένα λουλούδι από εκείνα που είχε κόψει και που δέσποζαν στο καλάθι που είχε μπροστά του. Στο θέαμα αυτό, η καρδιά του σκίστηκε στα δύο και σαν το αγρίμι έτρεξε να φωλιάσει για ακόμη μία φορά στη σιγουριά που του πρόσφερε το σκοτάδι του εσωτερικού του διαμερίσματος. Κάπου εκεί κουλουριάστηκε στο γνωστό, ξύλινο τραπέζι ενώ στο δεξί του χέρι βρισκόταν ένα μεγάλο κομμάτι σπασμένου καθρέπτη. Για λίγα λεπτά το έστρεψε προς το μέρος του και εκείνο καθρέπτισε την σακατεμένη του πλευρά. Ένα δάκρυ κύλησε από τα κυανά του μάτια και το κομμάτι γυαλί τοποθετήθηκε επάνω στον καρπό του, ακριβώς στο σημείο που ήταν οι φλέβες του.΄΄Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Για ποιόν λόγο να παλεύω άδικα να επιβάλω την παρουσία μου σε έναν κόσμο που με φτύνει;΄΄ σκέφτηκε και μία κρυφή χαρά πλημμύρισε άξαφνα την καρδιά του, πως ίσως ετοιμαζόταν να κάνει την πιο σωστή κίνηση που είχε σκεφτεί ποτέ του. Ένα απόκοσμο, τρελό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και εκείνος παίρνοντας μία βαθιά εισπνοή ξεκίνησε να χαράζει τον καρπό του, ενώ άλικο αίμα κυλούσε σαν λεπτό ρυάκι αργά στην αρχή, πιο έντονα στην πορεία, όσο προχωρούσε η διαδικασία βασανιστικά.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη