Έκπτωτοι Δαίμονες (Κεφάλαιο 33)

«Κάρφωσα μια σύριγγα στους εφιάλτες μου
Δεν θέλω άλλα όμορφα όνειρα στις πλάτες μου
Θέλω το ταξίδι μου να είναι εφιαλτικό
Όσο πιο μακάβριο, τόσο πιο εθιστικό…»

Οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα στο κρεβάτι γυμνοί, με τα κορμιά τους να γυαλίζουν από τον ιδρώτα με μια ηλίθια έκφραση αποχαύνωσης ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Οι Εν Λευκώ έπαιζαν στην διαπασών δίπλα τους, μα ήταν τόσο βυθισμένοι στο ταξίδι τους που οι νότες δεν έφταναν στα αυτιά τους.

Είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ο Δήμος αισθανόταν μια απέναντι ευφορία συνοδευόμενη από μια πρωτοφανή ηρεμία. Ξαφνικά, όλα του τα προβλήματα, ότι τον απασχολούσε το τελευταίο διάστημα, είχε εξαφανιστεί. Οι καυγάδες με την μάνα του, η απογοήτευση, ο θυμός. Τίποτα δεν είχε θέση πια στο μυαλό του. Όλα τα είχε παραμερίσει μια λευκή, ευχάριστη ομίχλη.

Η Στέφη κινήθηκε και γύρισε να την κοιτάξει. Άπλωσε το χέρι και έπιασε την δερμάτινη θήκη του καπνού από το χαμηλό έπιπλο δίπλα της.

«Γαμώτο» μουρμούρισε καθώς διαπίστωσε πως ήταν άδεια.

Ο Δήμος χαμογέλασε πλατιά βλέποντας την γυμνή της πλάτη και ερεθίστηκε. Χάιδεψε την υγρή της επιδερμίδα μα εκείνη τραβήχτηκε. Σηκώθηκε και έψαξε να βρει τα ρούχα της με ένα βλέμμα σαφώς ενοχλημένο. Ακούμπησε το κεφάλι στην παλάμη του και απέμεινε να την κοιτά.

«Που πας; Έλα, ξάπλωσε κοντά μου», με έναν τόνο στην φωνή του που πρόδιδε πονηρά υπονοούμενα.

Γύρισε το κεφάλι της σχεδόν με αποστροφή και ο Δήμος ξενέρωσε μεμιάς. Όλη αυτή ευχάριστη διάθεση εξαφανίστηκε και σχεδόν ντράπηκε για την γύμνια του. Σηκώθηκε και αυτός και πήρε τα ρούχα στα χέρια αμήχανος.

«Έγινε κάτι;»

«Έχεις καθόλου λεφτά επάνω σου; Έχω ξεμείνει από καπνό».

Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Το κοίταξε για μια στιγμή και μετά της το έτεινε προς το μέρος της. Σχεδόν του το άρπαξε από το χέρι και το έχωσε βιαστικά στη τσέπη του δικού της παντελονιού που ήταν πεταμένο στην καρέκλα. Πήδηξε στο κρεβάτι, τον φίλησε στα χείλη και γύρισε ξανά στη μεριά της.

«Ντύσου, έχω όρεξη για βόλτα».

Το κάπνισμα της έφτιαξε την διάθεση αλλά μόνο για λίγο. Είχε νυχτώσει και περπατούσαν σιωπηλά πλάι – πλάι προς την πλατεία. Παντού, διάχυτα τα αρώματα του καλοκαιριού και εύθυμες φωνές από τις γειτονιές μα τον Δήμο δεν τον άγγιζε τίποτα. Αισθανόταν άσχημα και υπεύθυνος για αυτή την απότομη μεταστροφή στην διάθεσή της αν και δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε ή είπε και η Στέφη αρνιόταν πεισματικά να του ανοιχτεί.

Κατέληξαν σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Είχε μια όμορφη δροσερή αύρα. Τα μάγουλα του έκαιγαν μαζί με τα σωθικά του από την επιθυμία να μάθει τι συνέβαινε.

«Έκανα κάτι;» είπε στο τέλος μην αντέχοντας άλλο αυτή την μαρτυρική σιωπή.

Φύσηξε ψηλά τον καπνό και τον παρακολούθησε να στροβιλίζεται στον νυχτερινό ουρανό. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς τον δρόμο που εκτείνονταν στο σκοτάδι.

«Είχες ποτέ την επιθυμία να φύγεις, να εξαφανιστείς και να μην γυρίσεις ποτέ ξανά;»

Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Σχεδόν κάθε μέρα. Μέχρι που γνώρισα εσένα».

Της ξέφυγε ένα ειρωνικό γέλιο.

«Το εννοώ», της είπε θιγμένος.

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Το ύφος της ήταν ψυχρό, επικριτικό. Έσφιξε τα χείλη της και του φάνηκε ότι τα μάτια της είχαν αρχίσει να γυαλίζουν.

«Και τι κάνεις για αυτό;»

Την κοίταξε απορημένος.

«Τι εννοείς;»

Ξεφύσησε με αποδοκιμασία και βάλθηκε να στρίβει ένα καινούργιο τσιγάρο. Καινούργια σιωπή που άρχισε να τον εκνευρίζει.

«Θα έκανε τα πάντα για σένα!»

Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και έδειξε να απολαμβάνει το ξέσπασμά του. Το ύφος της μαλάκωσε και έγινε περιπαικτικό. Του φύσηξε τον καπνό στα μούτρα και τον έπιασε βήχας.

«Μαλακίες! Έχω βαρεθεί να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Μόνο λόγια και τίποτα στην πράξη».

Γύρισε το κεφάλι του κοίταξε τα πόδια του μουτρωμένος. Τι ήταν πάλι αυτό; καινούργια καπρίτσια; Γιατί ποτέ κανείς δεν ήταν ξεκάθαρος μαζί του; Να του πει στα ίσια μια φορά αυτό που θέλει να του πει.

Η Στέφη πέταξε την γόπα και σηκώθηκε από της θέση της.

«Βαρέθηκα. Φεύγω»

Δεν την ακολούθησε όσο και αν το ήθελε. Ο θιγμένος του εγωισμός δεν τον άφηνε να πέσει στα μάτια της. Την παρακολούθησε ώσπου την έχασε από το οπτικό του πεδίο. Άρχισε να βαριανασαίνει και τα έβαλε με τον εαυτό του. Χτύπησε με μανία τις γροθιές στα γόνατα βρίζοντας. Ήθελε να ουρλιάξει και δεν τον ένοιαζε ο κόσμος γύρω του που ήδη είχε αρχίσει να τον κοιτάζει παράξενα.

Πήδηξε από το παγκάκι και απομακρύνθηκε βιαστικός. Δεν πήγε σπίτι, δεν ήθελε για κανέναν λόγο να βρει ακόμα μια αφορμή να τσακωθεί και ήταν το μόνο σίγουρο πως η μάνα του θα έβρισκε τον τρόπο να το κάνει.

Άλλαξε ρότα και πέρασε έξω από το δικό της. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, επικρατούσε ησυχία. Σκυθρώπιασε ακόμα περισσότερο. Ένιωσε να τον πνίγει μια μαύρη απελπισία και μια ακαταμάχητη επιθυμία να την δει. Δεν τον ένοιαζε πια, το μόνο που ήθελε, ήταν να την βρει και να της μιλήσει.

Πήρε να κατηφορίζει προς το δασάκι σε μια ύστατη προσπάθεια να την βρει. Οι σκέψεις του αντιπάλευαν μέσα στο κεφάλι του όσο πλησίαζε στην ομάδα των νεαρών που ήταν μαζεμένοι γύρω από την μεγάλη φωτιά.


«Αυτό που μένει από την φλόγα είναι η σκόνη

Μη προσπαθήσεις όμως να ξεφύγεις

Δεν μπορείς μα ούτε και το αξίζεις…»


Έμεινε από κάποια απόσταση και κοίταξε κάπως ένοχα το πλήθος. Ξεχώρισε σχεδόν αμέσως την φιγούρα της. Έπινε μπύρα από ένα μπουκάλι που μοιραζόταν με κάποιον άγνωστο κάγκουρα και γελούσε.

Θύμωσε. Τα μάτια του θόλωσαν και ένιωθε να χάνει κάθε έλεγχο. Έσφιξε τις γροθιές του και τους πλησίασε. Αγνόησε εντελώς τον ελαφρώς μεθυσμένο τύπο και στάθηκε απέναντί της.

«Πάμε να φύγουμε, τώρα!»

Άνοιξε τα μάτια της με προσποιητή έκπληξη μόλις τον είδε και σήκωσε τα χέρια της σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει.

«Ε φίλε» είπε ο τύπος με μπάσα φωνή πίσω του μα τον αγνόησε.

«Σου είπα σήκω να φύγουμε τώρα» συνέχισε ο Δήμος απτόητος.

Η Στέφη τον αγνόησε επιδεικτικά και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Την έπιασε από το χέρι αναγκάζοντάς την να σηκωθεί από τον πεσμένο κορμό που καθόταν.

«Ε!» διαμαρτυρήθηκε.

Ο Δήμος ένιωσε το χέρι του άγνωστου τυπά να τον πιάνει από τον ώμο.

«Τι δεν καταλαβαίνεις ρε μαλάκα; Αφού δεν θέλει…»

Δεν πρόλαβε αν αποσώσει την φράση του. Ο Δήμος γύρισε απότομα και του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα κατευθείαν στο κέντρο του προσώπου. Ιαχές ενθουσιασμού ακούστηκε από το πλήθος μόλις μυρίστηκαν το αίμα και συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω τους κραυγάζοντας σε παραλήρημα.

Ο Δήμος στεκόταν πάνω από τον αποσβολωμένο αιμόφυρτο νεαρό που έπιανε την ματωμένη του μύτη, μορφάζοντας από πόνο. Έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του και εκείνος αμέσως μαζεύτηκε. Κοίταξε γύρω του το διψασμένο για αίμα κοινό και τον μανιασμένο Δήμο. Έκρινε πως δεν ήταν καλή ιδέα να τα βάλει μαζί του και έτσι σηκώθηκε και έφυγε με την ουρά στα σκέλια.

Γύρισε προς την Στέφη που τον κοίταζε με άγρια χαρά. Την πλησίασε και την φίλησε με πάθος και αυτή του ανταπέδωσε δαγκώνοντας του τα χείλη. Την άρπαξε από το χέρι και εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι καθώς οι μεθυσμένοι έφηβοι τους συνόδευαν με επευφημίες.

Ηλίας Στεργίου