Η Ελοντί είχε μόλις μπει στο σπίτι, αναζητώντας τον. Φώναζε το όνομά του ξανά και ξανά, ενώ ένα παράξενο προαίσθημα είχε κάνει κατάληψη στην ψυχή της για πρώτη φορά. Παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε κανένας εμφανής λόγος ανησυχίας, εκείνη ένιωθε την απουσία του Φιλίπ παράξενη, παρά τα λόγια που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους την τελευταία φορά. Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο και κατευθυνόμενη στον διάδρομο, άνοιξε ελάχιστα το σημείο από όπου ήξερε πως ξεκινούσαν τα σύνορα ενός άλλου κόσμου και συνέχισε να φωνάζει το όνομά του, δίχως ωστόσο να παίρνει καμία απολύτως απάντηση.
Τότε και χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, γλίστρησε στο εσωτερικό και ξεκίνησε να ακροβατεί σε αυτές τις ομολογουμένως επικίνδυνες, μεταλλικές σκάλες, μονάχα για να την υποδεχτεί ο αιώνιος, σκοτεινός και απόκοσμος διάδρομος με τις κρεμασμένες μάσκες της Βενετίας να δεσπόζουν στους τοίχους. Βάδιζε σχετικά γρήγορα, καθώς πλέον γνώριζε τον δρόμο, μονάχα για να φτάσει στο άνοιγμα και να αντικρύσει ένα θέαμα που την έκανε να ουρλιάξει. Ο Φιλίπ βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα, με το χέρι του μουσκεμένο στο αίμα, αναίσθητος, δίπλα από μία αναποδογυρισμένη καρέκλα. Με τον πανικό να της επιτίθεται με ορμή, έτρεξε κοντά του και πάλεψε με ό,τι κουρέλια έβρισκε, να δέσει πολύ σφιχτά το σημείο του καρπού, ώστε να σταματήσει την αιμορραγία. Κάπου εκεί, προσπάθησε να σκεφτεί τι να κάνει. Με όση δύναμη της απέμενε, ξεκίνησε να τον σέρνει, για να κατορθώσει τρία τέταρτα αργότερα, να τον ανεβάσει αργά στην κρεβατοκάμαρά της, καθώς από τον σφυγμό του είχε καταλάβει πως ανέπνεε.
Η αιμορραγία είχε σταματήσει και εκείνη ετοίμασε μία ζεστή σούπα λαχανικών για να τον τονώσει τη στιγμή που θα έβρισκε ξανά τις αισθήσεις του. Δυστυχώς για εκείνον, δεν ήξερε αν έπρεπε να φωνάξει γιατρό, ή ποιόν μπορούσε να εμπιστευθεί από αυτό το μέρος. Έτσι, επέλεξε να τον βοηθήσει μονάχη της, καθώς από ό,τι φάνηκε δεν είχε γίνει μεγάλη ζημιά. Πράγματι, δέκα λεπτά αργότερα, ο Φιλίπ άνοιξε τα μάτια του, για να αντικρύσει την θολή φιγούρα της Ελοντί.
«Φιλίπ; Θεέ μου, είσαι καλά; Τι στο ανάθεμα σκεφτόσουν;» άκουσε την βροντερή φωνή της κοπέλας και ελαφρώς ανασηκώθηκε. Έριξε μία ματιά στο δεμένο του χέρι και κατόπιν κατέβασε το βλέμμα του στη γη.
«Ήλπιζα να σε απαλλάξω πια από εμένα, αλλά κυρίως να απαλλαγώ εγώ ο ίδιος από την ύπαρξή μου. Σήμερα, τυχαία σε είδα με έναν νεαρό» ξεκίνησε και η Ελοντί έσπευσε να δικαιολογηθεί. «Όχι, προς Θεού μην δικαιολογείσαι. Αυτό είναι το σωστό, αυτή είναι η σωστή και ταιριαστή εικόνα» της απάντησε κάνοντάς την να βουρκώσει. Δίχως να του πει τίποτε, έκατσε δίπλα του και πέρασε το χέρι της στα μαλλιά του. Ο Φιλίπ μόρφασε, σαν να πονούσε, όμως εκείνη έσκυψε μπροστά και τον φίλησε, ακούγοντάς τον να αναστενάζει. «Αχ, Ελοντί. Είσαι η μεγαλύτερή μου αδυναμία» της είπε και εκείνη τον χάιδεψε τρυφερά.
«Εγώ αυτήν την εικόνα θεωρώ ταιριαστή» τελείωσε και εκείνος έσκυψε ελαφρώς μπροστά κλέβοντάς της ακόμη ένα φιλί.
Για λίγο ξάπλωσε πίσω και ξεκίνησε να δοκιμάζει με όρεξη την αχνιστή σούπα που του είχε ετοιμάσει. Η Ελοντί τον άφησε να ξεκουραστεί και εκείνος επεξεργάστηκε αρχικά το δεμένο του χέρι που τον πονούσε ελαφρώς και έπειτα τον χώρο γύρω του.Πόσα χρόνια είχε άραγε να ξαπλώσει σε ένα φυσιολογικό κρεβάτι; Μόλις ένιωσε καλύτερα, σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε ξανά μπροστά από τον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Μπροστά του βρίσκονταν σκορπισμένα τα καλλυντικά της και το άρωμά της. Για λίγο το πήρε στα χέρια του θέλοντας να χορτάσει την μυρωδιά τη δική της και κατόπιν, κοιτάχτηκε ξανά. Πρώτα, γύρισε προς την καλή του μεριά. Αν τον κοιτούσε κάποιος από το πλάι, τον έλεγε όμορφο. Τη στιγμή όμως που κούνησε το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίκρυσε και πάλι το τέρας. Μηχανικά, έξυσε το πηγούνι του και έκλεισε τα μάτια του. Η Ελοντί δεν τον έβλεπε έτσι, δεν είδε ποτέ και κανένα τέρας μπροστά της. Όταν τα άνοιξε ξανά, την αναζήτησε για να την δει τελικά να βρίσκεται στο δωμάτιο με τις ζωγραφιές και να δημιουργεί μοναδικά όπως εκείνη ήξερε καλύτερα. Για λίγο σκέφτηκε πόσο άδικος υπήρξε μαζί της στην αρχή που τόλμησε να την τρομάξει, παραμορφώνοντας την ζωγραφιά της. Ωστόσο, όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, έπρεπε να ανήκουν εκεί και μόνο εκεί. Πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών του, στάθηκε από πίσω της και χαμήλωσε το κεφάλι του τόσο, όσο να νιώσει την ανάσα του στον λαιμό της.
Την είδε να χαμογελά, δίχως να ταράζεται, μα χωρίς να στρέψει καθόλου το βλέμμα της σε εκείνον, τον ρώτησε :
«Νιώθεις καλύτερα;».
Ωστόσο, ποτέ της δεν πήρε απάντηση με λόγια, καθώς ένα τρυφερό φιλί προσγειώθηκε στον λαιμό της και ύστερα ακόμη ένα. Η Ελοντί, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά του, όταν άκουσε επιτέλους την φωνή του.
«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα στην αρχή, ή αν υπήρξα απότομος μαζί σου. Δεν σου άξιζε» της είπε και εκείνη τότε, στράφηκε προς την μεριά του και τον κοίταξε παιχνιδιάρικα.
«Και τι μου αξίζει δηλαδή;» τον ρώτησε με ένα κρυφό χαμόγελο.
«Σε έναν άγγελο αξίζουν μάλλον τα καλύτερα. Αξίζει βασιλική μεταχείριση» της είπε και είδε τα κυανά του μάτια να λάμπουν από χαρά και από έρωτα. Κατόπιν, γονάτισε μπροστά της και ακούμπησε τα χέρια του επάνω στα πόδια της. «Προσπάθησα πολύ να το πολεμήσω. Όλο αυτό που νιώθω για εσένα. Αρχικά, όταν μπήκες σε αυτό το σπίτι και σε είδα, μου τράβηξες την προσοχή. Βλέπεις, πολλά ζευγάρια έχουν μετακομίσει, ή προσπαθήσει να μετακομίσουν εδώ, αλλά κανένας άνθρωπος δεν είχε το φως το δικό σου. Αρχικά δεν ήμουν σίγουρος και όταν κατέβηκες στο σαλόνι για να ανοίξεις σε αυτούς τους άγριους, βρήκα την ευκαιρία και γλίστρησα στα δωμάτια για να σας ψάξω. Τότε, έπεσα επάνω σε αυτόν τον χώρο και ομολογώ πως μου άρεσε που βρήκα ακόμη έναν καλλιτέχνη σαν εμένα. Εκφράζομαι και εγώ μέσα από τις ζωγραφιές μου. Ωστόσο, πάλεψα να σε τρομοκρατήσω, πιο πολύ γιατί φοβόμουν εμένα, παρά εσένα. Φοβόμουν την τωρινή μου κατάληξη, πως θα παλέψεις να με τραβήξεις έξω από το λαγούμι μου και δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος. Έβλεπα εκείνον να σε αγκαλιάζει και να σε φιλά, ενώ εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να σε ζωγραφίζω, πάντοτε με εμένα σαν σκιά να στέκω δίπλα σου. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω τον εαυτό μου, δεν τολμώ, όχι ακόμη. Όλα μου τα σκίτσα, απεικόνιζαν εμένα και εσένα. Πότε στην εξοχή, πότε στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού να στεκόμαστε αγκαλιασμένοι κοιτάζοντας το πορφυρό ηλιοβασίλεμα, πότε...» πήγε να της πει, μα τότε άξαφνα, σαν να κόπηκε μαχαίρι η φωνή του, έμεινε να την κοιτάζει έντονα και διεισδυτικά.
Δίχως να διακόπτει την οπτική τους επαφή, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πήρε το χέρι της τοποθετώντας το πίσω από την μέση του. Η Ελοντί, είχε αφεθεί εντελώς, μεθυσμένη από τα συναισθήματα και τη στιγμή, σε σημείο που ανταποκρινόταν στα θέλω και τις κινήσεις του, σαν μαριονέτα, αδιαμαρτύρητα. Το άλλο του χέρι, το έχωσε στα μαλλιά της ανακατεύοντάς τα απαλά και μυρίζοντας την φρεσκάδα τους.
«Ειλικρινά, δεν ξέρω αν μου αξίζει όλο αυτό, αν εσύ μου αξίζεις, μα δεν αντέχω. Θέλω να το ζήσω, να το νιώσω, μαζί σου. Σε αγαπώ Ελοντί...Ίσως και να σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα» της εξομολογήθηκε και εκείνη κοίταξε φανερά συγκινημένη, αυτόν τον τόσο εύθραυστο άντρα, που ενώ κάποιες στιγμές φάνταζε τρομακτικός με την συμπεριφορά του, αυτή τη στιγμή ήταν μονάχα ένα άβγαλτο αγόρι. Εκείνος συνέχισε να την χαϊδεύει τρυφερά, μέχρι που επιτέλους πήρε η ίδια την πρωτοβουλία, να πιάσει το τραυματισμένο του χέρι απαλά και να του κάνει νόημα να την ακολουθήσει. Ο Φιλίπ, ελευθέρωσε ένα ντροπαλό χαμόγελο κοκκινίζοντας ολόκληρος και σπάζοντας την οπτική επαφή για δευτερόλεπτα. Μαγνητισμένος, την ακολούθησε βαδίζοντας προς την κρεβατοκάμαρα, με το μυαλό του να έχει αδειάσει, ξεχνώντας την ύπαρξη του Ντεάν, ακόμη και του χωριού ολόκληρου. Έμοιαζε να έχει μεταφερθεί σε μία ολότελα διαφορετική διάσταση, σε έναν δικό του κρυφό Παράδεισο φτιαγμένο μονάχα για δύο. Εκείνον και την υπέροχη κοπέλα που στεκόταν δίπλα του.
Τότε, έπιασε τον εαυτό του να τρέμει. Τον λόγο δεν τον γνώριζε ακόμη, ήταν πολλά τα συναισθήματα που χόρευαν στην ψυχή του. Η Ελοντί, τον έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι και στάθηκε μπροστά του, ξεκινώντας να αφαιρεί αργά αργά τα ρούχα της, με κινήσεις σχεδόν χορευτικές και αισθησιακές. Ο Φιλίπ είχε μείνει να την κοιτάζει, έκθαμβος από την ομορφιά της. Μια ομορφιά την οποία ένιωθε πως ήθελε να την κάνει να ανθίσει ακόμη περισσότερο. Όταν εκείνη έμεινε γυμνή μπροστά του, το χέρι του κινήθηκε απαλά από το στήθος, κατά μήκος του σώματός της. Κατόπιν, την τράβηξε κοντά του και απιθώνοντας ένα παρατεταμένο φιλί στο ύψος της κοιλιάς της, τοποθέτησε για λίγο το κεφάλι του τρυφερά αναστενάζοντας.
«Σ'αγαπώ» της ψιθύρισε ξανά και αφού σηκώθηκε, ξεκίνησε να αφαιρεί τα κουρέλια που είχε για ρούχα, πάντοτε κοιτάζοντάς την μέσα στα μάτια. Ίσως, βαθιά μέσα του να είχε την ανασφάλεια, μήπως διέκρινε σε εκείνη οίκτο, ή ίσως φόβο για την εξωτερική του εμφάνιση. Προς μεγάλη του ανακούφιση ωστόσο, διέκρινε μονάχα αγάπη.
Πλέον, στεκόταν και εκείνος ολόγυμνος μπροστά της. Παρά την ενόχληση του χεριού του, βάζοντας δύναμη την σήκωσε στην αγκαλιά του, με εκείνη να τυλίγει τα πόδια της γύρω από την μέση του. Τρυφερά, την τοποθέτησε στο κρεβάτι χαϊδεύοντας το πρόσωπό της. Είχε άγχος αρκετό και η ταχυπαλμία δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε για μία στιγμή. Η Ελοντί το κατάλαβε και προσκάλεσε τα χείλη του να συναντήσουν τα δικά της, κατευθύνοντας τα χέρια της χαμηλά στην μέση του, δίνοντάς του με έμμεσο τρόπο το θάρρος να συνεχίσει. Έχοντας τοποθετηθεί ανάμεσά της, ο έρωτάς τους ξεκίνησε με αργές και χαλαρές κινήσεις δίχως να σπάνε το φιλί τους. Ο Φιλίπ, ένιωθε πως βρισκόταν σε μία θάλασσα συναισθημάτων που δρόσιζε την ψυχή του και όταν ακούμπησε το κεφάλι του για λίγο στο πλάι, δίχως να σταματά τις κινήσεις του, τα μάτια του βούρκωσαν, κάνοντας την Ελοντί να σφίξει την λαβή των χεριών της γύρω από το γυμνό του σώμα, σε μία απεγνωσμένη αγκαλιά.
Λίγο αργότερα, οι δυο τους βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, με εκείνον να σχηματίζει νοητά σχέδια στην πλάτη της και έπειτα να τα ντύνει με φιλιά.
«Θέλω να είμαι μαζί σου» του ψιθύρισε η Ελοντί και τον άκουσε να αναστενάζει. «Ο κόσμος είναι απέραντος Φιλίπ και πίστεψέ με, εκεί έξω υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι με προβλήματα, που δεν κρίνονται από κανέναν. Δεν χρειάζεται να μείνουμε εδώ. Μπορούμε να επιστρέψουμε στο Παρίσι. Ξέρω πως σου ζητώ πολλά, όμως άφησέ με να κάνω όνειρα» του είπε και γύρισε προς την μεριά του.
«Είμαι όχι απλώς ερωτευμένος μαζί σου, αλλά και δεμένος πλέον. Δεν αντέχω ούτε στην ιδέα να σ ‘αγγίξει ποτέ κάποιος άλλος. Υπόσχομαι να προσπαθήσω να πραγματοποιήσω τα όνειρά σου. Μου δίνεις δύναμη να πιστεύω σε εμένα αλλά και σε εσένα. Η αγάπη είναι βάλσαμο για την ψυχή μου και θα σου είμαι υπόχρεος μέχρι να πεθάνω» της είπε και εκείνη τον σκούντησε απαλά.
«Μαζί θα γεράσουμε» του είπε κάνοντάς τον να γελάσει, μέχρι που ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.
Ντύθηκαν στα γρήγορα, με τον Φιλίπ να κάνει σήμα στην Ελοντί να ανοίξει εκείνη την πόρτα. Παρά το γεγονός πως τον μάλωσε με το βλέμμα της, συμβουλεύοντάς τον να ξεκινήσει να βγαίνει από το καβούκι του, δέχτηκε ωστόσο να αναλάβει εκείνη τον ρόλο της οικοδέσποινας. Πλησιάζοντας προς την πόρτα, την άνοιξε δειλά, για να αντικρίσει το σχεδόν μόνιμα χαμογελαστό πρόσωπο της καλύτερης φίλης που είχε κάνει σε αυτό το μέρος. Η Ζακελίν, πήδηξε κυριολεκτικά στην αγκαλιά της, κοιτάζοντας παράλληλα στα κλεφτά για την φιγούρα του Φιλίπ.
«Πού είναι το φάντασμα της Όπερας;» ρώτησε δυνατά για να την ακούσει «Εσύ μην ντρέπεσαι, πλησίασε» διέταξε στον αέρα και η Ελοντί, είδε έναν Ντεάν να ξεπροβάλει διστακτικός. Για λίγο έμεινε να τον κοιτάζει έντονα, σε σημείο που τον έκανε να κατεβάσει το βλέμμα του στη γη εξαιτίας της αμηχανίας. «Ήρθαμε για να δούμε τον Φιλίπ. Ο Ντεάν βασικά, ωστόσο θεώρησε πως θα ήταν καλύτερη ιδέα, αν ερχόμουν μαζί του. Ξέρεις, κάποιος πρέπει να αναλάβει και τον ρόλο του κυματοθραύστη» τελείωσε, ωστόσο μόλις έκαναν την κίνηση να μπουν, άκουσαν γρήγορα βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος τους.
Τότε, μπροστά τους φάνηκε ένας Φιλίπ, για πρώτη φορά απαλλαγμένος από την κουκούλα και με ρούχα καθαρά που του είχε αφήσει η Ελοντί. Ωστόσο, η εμφάνισή του σε συνδυασμό με το σκοτεινό του βλέμμα και με τον εμφανή θυμό που κόχλαζε, τον έκαναν τρομακτικό. Ο Ντεάν τον κοίταξε διστακτικά, ωστόσο η Ζακελίν πάλεψε να μπει από νωρίς στο πετσί του ρόλου που είχε αναλάβει.
«Φιλίπ, δεν ξεκινάς καλά» τον μάλωσε χαριτωμένα, ωστόσο εκείνος την κοίταξε αυστηρά.
«Τι γυρεύει αυτός εδώ μέσα;» την ρώτησε, μα τον λόγο πήρε τώρα ο Ντεάν.
«Ήρθα για να σε δω και να σου μιλήσω» πρόφερε και ο Φιλίπ κάγχασε.
«Να μου μιλήσεις; Άργησες, μονάχα καμιά εικοσαριά χρόνια, μην σου πω και πολύ περισσότερα. Τι συμβαίνει Ντεάν; Αισθάνθηκες οίκτο για τον δύσμορφο αδερφό σου;» τον ρώτησε με ειρωνεία.
«Δεν είναι έτσι, Φιλίπ. Δεν γνώριζα την αλήθεια για εσένα και οφείλω να σου παραδεχτώ ανοιχτά, πως αρχικά είχα έρθει με κακούς σκοπούς εδώ. Ωστόσο, δεν άφησα να με παρασύρουν τα λόγια και η πλύση εγκεφάλου χρόνων ατελείωτων. Δεν ξέρω τι άλλο πρέπει να σου πω, ή πώς να σου το πω. Νοιάζομαι για εσένα. Δεν σε γνωρίζω, δεν είχα την τύχη αυτή εξαιτίας των υπέροχων γονιών μας, μα θεωρώ ή θέλω να πιστεύω πως ποτέ δεν είναι αργά» τελείωσε μασώντας τα λόγια του, ενώ παράλληλα η φωνή του έτρεμε ελαφρώς και χανόταν.
«Δεν έχω ανάγκη την συντροφιά σου και τον οίκτο σου. Φύγε και παράτα με ήσυχο!» του φώναξε και εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι με τις δύο κοπέλες να τον κοιτάζουν θλιμμένα.
«Λυπάμαι Ντεάν, μα δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Θα πάω να του μιλήσω εγώ αν θέλεις» δήλωσε η Ελοντί προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Εκείνος ξεφύσησε αγανακτισμένος και της είπε :
«Δεν περίμενα ποτέ πως θα είναι εύκολο. Είναι πολλά τα χρόνια που έχουν περάσει. Μας χώρισαν από βρέφη και ο Φιλίπ είχε την χείριστη μεταχείριση σε σχέση με εμένα. Έμαθε να κρύβεται από τον κόσμο, να τον φοβάται. Παραλίγο να καεί ζωντανός και όλα αυτά εξαιτίας μίας ουλής στο πρόσωπο. Όχι λοιπόν, θα μιλήσω εγώ στον αδερφό μου. Ξέρω πού πήγε και ας μην έχω σαφέστατα την ευελιξία να τον προλάβω» τους ανακοίνωσε, ωστόσο η Ζακελίν στάθηκε μπροστά του κόβοντάς του τον δρόμο.
«Ντεάν, χαίρομαι και απολαμβάνω το θάρρος σου, ωστόσο σε παρακαλώ μην πας εκεί κάτω. Φοβάμαι την αντίδρασή του, είναι απρόβλεπτος» ξεκίνησε η Ζακελίν τις ικεσίες, δίχως όμως αποτέλεσμα.
«Αδιαφορώ, ειλικρινά. Άσε που το έχω ξανακάνει» ανακοίνωσε εκείνος αφήνοντάς τες άφωνες και με φόρα ξεκίνησε να ανεβαίνει στον δεύτερο όροφο, ενώ ταυτόχρονα άκουγε από μακριά τις φωνές και τα παρακάλια τους.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη