Στήριξα το χέρι μου στον κοντινότερο τοίχο, σε μία προσπάθεια να μην σωριαστώ στην άσφαλτο, η οποία στέφθηκε με επιτυχία, όταν αντί για ‘μένα έπεσε ένα κομμάτι σοβά. Ο δροσερός τοίχος κάτω από την παλάμη μου με βοηθούσε να μην κυλήσω ξανά πίσω στο σκοτάδι, μιας και η ζαλάδα ήταν ακόμη αρκετά έντονη. Πόσο είχα πιει; Όχι, αυτό δεν ήταν εκείνη η ευχάριστη ζαλάδα του αλκοόλ, αλλά κάτι άλλο. Ένιωθα λες και μόλις είχα κατέβει από κάποιο αυτοκίνητο μετά από διαδρομή με πολλές στροφές. Έκατσα για μερικά λεπτά και πήρα μερικές βαθιές αναπνοές. Το κόλπο φάνηκε να πιάνει κι εγώ να συνέρχομαι. Έβαλα δύναμη στα άκρα μου και σηκώθηκα προσεκτικά όρθια. Βρισκόμουν σε ένα μικρό και στενό δρόμο της κακιάς ώρας, ο οποίος πλαισιωνόταν από άχαρες και ψηλές πολυκατοικίες, με το μόνο φως να προέρχεται από δύο λάμπες, η μία εκ των οποίων τρεμόπαιζε κιόλας. Κάπως έτσι ξεκινάνε μερικές από τις ταινίες τρόμου που έχω δει· με την πρωταγωνίστρια να ξυπνάει σε ένα περίεργο και τρομακτικό μέρος, χωρίς να θυμάται πώς έφτασε ως εκεί.
Το δίχως άλλο, βρισκόμουν ακόμη στην Αθήνα, και μάλιστα σε γειτονιά που γνώριζα, αν έκρινα από την αισθητική. Προχώρησα προσεκτικά προς τον κεντρικό δρόμο που φαινόταν μερικά μέτρα μπροστά μου και τον αναγνώριζα ως την Πανόρμου. Άρα, βρισκόμουν κοντά στο σπίτι, πράγμα για το οποίο ένιωθα μία μικρή ανακούφιση. Κατηφόρισα προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας μέχρι να φτάσω στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και την πλατεία που είχε. Βρήκα την οδό Λαμίας και στη συνέχεια έστριψα στην Πουλίου –ή Πούλιου, ακόμη δεν έχω μάθει πού τονίζεται. Χώθηκα στην εσοχή της εισόδου της πολυκατοικίας και τότε μόνο συνειδητοποίησα πως η δερμάτινη μπανάνα μου ήταν περασμένη στον αριστερό μου ώμο. Τράβηξα το φερμουάρ και ο ήχος έσπασε την απόκοσμη σιωπή. Έβγαλα τα κλειδιά, βρήκα το σωστό και το τοποθέτησα στην κλειδαριά. Δεν έβλεπα την ώρα να πέσω στο κρεβάτι μετά από ένα ζεστό ντους.
Ξαφνικά, άκουσα κάποιον να τρέχει προς το μέρος μου και να φωνάζει βοήθεια. Πανικοβλήθηκα, πάσχιζα να ξεκλειδώσω, αλλά το κλειδί είχε μαγκώσει.
Σκατά! Ήταν η μόνη μου σκέψη, όταν δύο χέρια με έπιασαν από τους ώμους και με γύρισαν προς το μέρος τους.
«Κάλεσε την αστυνομία!» πρόσταξε ο άντρας ταρακουνώντας με, ώσπου κάποιος άλλος τον τράβηξε από πάνω μου και τον κόλλησε στον γρανιτένιο τοίχο στα δεξιά μου.
«Τώρα γιατί ενοχλείς την κοπέλα;» τον μάλωσε η αντρική φωνή που βγήκε από τη φιγούρα.
Μία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, η οποία κράδαινε ένα
περίστροφο στο δεξί της χέρι. Μου είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν έδειχνε ούτε σπιθαμή δέρματος.
Ο μεσήλικας έτρεμε σαν το ψάρι, ενώ μπορούσα να διακρίνω χοντρές στάλες ιδρώτα να γυαλίζουν στο μέτωπό του. «Τι κάθεσαι; Πάρε τηλέφωνο την αστυνομία!» απηύθυνε ξανά το λόγο σ' εμένα. Τη φωνή του τη χαρακτήριζε ένα μείγμα απόγνωσης και θυμού.
Δεν τον αδικούσα. Βρισκόταν υπό την απειλή όπλου, ενώ εγώ στεκόμουν παγωμένη στο ίδιο σημείο και με το ζόρι ανέπνεα. Τι έπρεπε να κάνω; Πώς να αντιδράσω;
Χωρίς κάποια συνειδητή εντολή του μυαλού μου, το χέρι μου μετακινήθηκε προς το τσαντάκι μου, και πιο συγκεκριμένα προς το φερμουάρ του.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» γύρισε απότομα ο μαυροφορεμένος άγνωστος προς το μέρος μου.
Ένα επιφώνημα τρόμου ξέφυγε από τα χείλη μου, καθώς με κάρφωνε άγρια με τα βιολετί του μάτια, το μόνο χαρακτηριστικό του προσώπου του που φαινόταν πίσω από μία μαύρη μάσκα.
Αν τον έβλεπα σε κάποιο φεστιβάλ κόμιξ, θα του έκανα κομπλιμέντο για το κοστούμι, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βγω σώα από εκεί. Το πώς θα το κατάφερνα, αυτό ήταν άλλη κουβέντα.
Το χέρι μου είχε μείνει μετέωρο, όσο το μυαλό προσπαθούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ο τύπος που ήταν ντυμένος σαν εκδικητής. Μού φαινόταν γνώριμος…
Όχι, αποκλείεται… σκέφτηκα, βλέποντας το ασημένιο κρεμαστό σε σχήμα φλόγας στο λαιμό του. Οι εκδικητές δεν είναι πραγματικοί, κι όμως ένας από αυτούς στεκόταν δύο βήματα μακριά μου.
«Λουκά;» ξεστόμισα τ’ όνομά του και σε κλάσματα του δευτερολέπτου εκείνος στεκόταν μπροστά μου, το όπλο να απειλεί εμένα αντί για τον άντρα. Ξεροκατάπια.
«Πώς ξέρεις ποιος είμαι;»
Πριν προλάβω να απαντήσω, ακούστηκε μία κραυγή απόγνωσης και μετά σιωπή.
«Άσε την κοπέλα, ο τραπεζίτης πήγε να σου ξεφύγει!» δήλωσε εκνευρισμένα μία καινούρια αντρική φωνή.
Η περιέργειά μου νίκησε προς στιγμή το φόβο και έκανα μία προσπάθεια να δω πάνω από τον ώμο του Λουκά το καινούριο μέλος της μικρής μας κομπανίας. Τα μάτια μου άνοιξαν
διάπλατα από την έκπληξη, μόλις τον αντίκρισα. Και για ακόμα μία φορά, τα χείλη μου με πρόδωσαν και ψέλλισα το όνομα του νεαρού που στεκόταν στη μέση του δρόμου, δίπλα από τον -πλέον- αναίσθητο τραπεζίτη.
«Άρη;»
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, ένιωσα τον πήχη του Λουκά να συγκρούεται με το στέρνο μου και ο αέρας να βγαίνει βίαια από τα πνευμόνια μου. Η πλάτη μου συγκρούστηκε με το κρύο γυαλί της πόρτας και μαζί με εκείνη τραντάχτηκα κι εγώ.
«Πώς ξέρεις ποιοι είμαστε; Ποιος σ' έστειλε;» γρύλισε ο Λουκάς. Πλέον, ο Άρης στεκόταν τώρα πίσω από τον Λουκά και με κοιτούσε με ένα απροσδιόριστο βλέμμα.
«Θα ακουστεί γελοίο έως παράξενο και ηλίθιο, αλλά είναι η πραγματικότητα» έκανα έναν πρόλογο με τρεμάμενη φωνή. Πήρα μία βαθιά ανάσα πριν συνεχίσω, πιο πολύ για να βρω το κουράγιο να ξεστομίσω τις επόμενες λέξεις. «Είμαι συγγραφέας και είστε χαρακτήρες σε ένα μυθιστόρημά μου.»
Η πίεση στο στέρνο μου μεγάλωσε και για ακόμα μία φορά χτύπησα στη γυάλινη πόρτα. Ένα επιφώνημα πόνου ξέφυγε από τα χείλη μου. Ένιωθα το οξυγόνο να λιγοστεύει, το σώμα μου να παραλύει. Δεν γνώριζα αν ήταν από τον φόβο, από τη δύναμη που έβαζε ο Λουκάς πάνω μου ή ο συνδυασμός τους.
«Τα ψέματα δε θα σε ωφελήσουν!» έκανε απειλητικά ο μασκοφορεμένος, με τα βιολετί του μάτια να πετάνε σπίθες.
«Αλήθεια λέω! Με λένε Διώνη και στον ελεύθερό μου χρόνο γράφω ιστορίες, άρθρα και ποιήματα! Δεν ξέρω πώς ήρθα εδώ!»
Μαύρες κουκίδες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο οπτικό μου πεδίο και το κεφάλι μου ήταν ελαφρύ. Τι μου συνέβαινε;
«Λουκά, άφησέ την» άκουσα τη φωνή του Άρη, αλλά σαν να ερχόταν από πολύ - πολύ μακριά.
Ωστόσο, δεν εστίασα ποτέ στην απάντηση του Λουκά, παρά μόνο άκουσα τη φωνή του και μετά ξανά τη φωνή του Άρη. Χρειαζόμουν οξυγόνο, χρειαζόμουν νερό.
Ξάφνου, η πίεση έφυγε από πάνω μου και εισέπνευσα λαίμαργα. Κάποιος μου πρόσφερε ένα μπουκάλι νερό, το οποίο δέχτηκα με ευγνωμοσύνη και ήπια το μισό.
«Ποια είσαι;» ακούστηκε η ήρεμη φωνή του Άρη και έστρεψα το κεφάλι μου προς το μέρος του.
Επανέλαβα αυτά που είπα και πριν, απλώς με μερικές προσθήκες. «Με λένε Διώνη, είμαι 22 χρόνων, συγγραφέας και μόλις αποφοίτησα από το τμήμα αγγλικής φιλολο-»
Πριν ολοκληρώσω την πρόταση, ο Άρης άπλωσε την γαντοφορεμένη παλάμη του και δημιούργησε ένα ενεργειακό τοίχο μπροστά μου, προλαβαίνοντας να κάνει στάχτη το βέλος που είχε ως στόχο το μέτωπό μου. Ενστικτωδώς, έγειρα προς τα πίσω· είχα ξεχάσει ότι σε αυτό τον κόσμο υπάρχει μαγεία.
Ο Λουκάς ήταν με τα περίστροφα στα χέρια και σημάδευε όποιον μου είχε επιτεθεί, ενώ ο φίλος του μου έκοβε τη θέα.
«Άρη, φύγε από τη μέση, η κοπέλα είναι δική μου υπόθεση»
Ο νεαρός με τα πράσινα έσφιξε τα χείλη του, πριν γυρίσει προς το μέρος της γυναικείας φωνής που του απηύθυνε το λόγο.
«Ωραίους τρόπους έχεις, Ίριδα! Να επιτίθεσαι στην προστατευόμενή μου!»
Ίριδα, σωστά! Μία κοπέλα που μπορεί και χειρίζεται τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα και το κύριο όπλο της είναι ένα σπαθί με το όνομα Ολόρ.
Τουλάχιστον, αυτές είναι οι βασικές τις δυνάμεις.
Η απάντηση της κοπέλας δε βγήκε ποτέ από τα χείλη της, αλλά ήρθε σε μορφή επίθεσης. Ο Άρης μετακινήθηκε προς το μέρος της, επιτρέποντάς μου, επιτέλους, να δω μία ακόμα από τους χαρακτήρες μου. Σάστισα, εξεπλάγην, πάγωσα, έμεινα στήλη άλατος από αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μου. Πάντα προσπαθούσα να φανταστώ έστω και στο ελάχιστο τους χαρακτήρες που δημιουργούσα, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε εικόνα που είχα πλάσει
μέχρι στιγμής με το φτωχό μου μυαλό. Η Ίριδα ήταν ένα δικό μου φωτοαντίγραφο· ο κλώνος μου.
Από τις σκέψεις μου με έβγαλε ο Λουκάς, ο οποίος με άρπαξε από το μπράτσο και με έστησε στα πόδια μου.
«Πρέπει να φύγουμε!»
Το σώμα μου άρχισε να ανταποκρίνεται σε αυτή την εντολή κι έτσι βρέθηκα να τρέχω πλάι στο Λουκά, ώσπου παραπάτησα και βρέθηκα να πέφτω στο κενό. Η μαύρη δίνη που με κατάπιε, σιγά σιγά έδωσε τη θέση της στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Φαίνεται πως ο Λουκάς είχε χρησιμοποιήσει το ρούνο για την τηλεμεταφορά. Αφού σταμάτησε να γυρίζει ο κόσμος, παρατήρησα το σπίτι. Απλό και μοντέρνο.
«Πού είμαστε;»
«Σπίτι μου» απάντησε ο νεαρός, που στο μεταξύ είχε κατεβάσει την κουκούλα και είχε βγάλει τη μάσκα που έκρυβε το πρόσωπό του. Εμφανίστηκε και ο Άρης, μέσα από μία ασημένια δίνη. Ήταν αναψοκοκκινισμένος και βαριανάσαινε. Στο επόμενο δευτερόλεπτο η χούφτα του είχε κλείσει γύρω από το μαύρο μου αμάνικο και με τραβούσε προς το μέρος του,
τα πρόσωπά μας να απέχουν μόνο μερικά εκατοστά. Τα πράσινα μάτια του ήταν γεμάτα θυμό. Δεν τον αδικούσα, ήμουν ίδια εμφανισιακά με την πρώην του που τον είχε προδώσει.
«Γιατί δεν είπες πως σε έφερε το Ολόρ εδω;»
«Ορίστε;»
«Γιατί δεν είπες ότι έκλεψες το σπαθί της Ίριδας;»
«Ποιος ήρθε;» απάντησα ξανά με ερώτηση, μιας και οι κοινωνικές μου δεξιότητες είχαν πάει
περίπατο.
«Μην κάνεις την ανήξερη!» γρύλισε ο Άρης και με άφησε από το κράτημά του, σπρώχνοντάς με ταυτόχρονα προς τα πίσω, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω σε έναν από τους καναπέδες.
«Δεν έχω κλέψει το Ολόρ! Δεν το έχω και δεν ξέρω καν πού είναι!»
«Μέσα σου είναι! Μόνο αν το καλέσεις θα αποκτήσει υλική υπόσταση.»
«Ωραία! Να το καλέσω και να της το δώσω!»
«Δυστυχώς, δεν πάει έτσι με τα μαγικά αντικείμενα» εξήγησε ο Λουκάς, «για να αλλάξουν κάτοχο, θα πρέπει ο προηγούμενος κάτοχος να έχει πεθάνει»
Οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό μου σαν να είχα καταπιεί μία κουταλιά μέλι. Αυτή η
λεπτομέρεια μού είχε διαφύγει τελείως, μιας και είχα να ασχοληθώ με τη συγκεκριμένη ιστορία πάνω από χρόνο.
«Κάποιο παραθυράκι θα υπάρχει, δεν γίνεται…»
«Απ' όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει» είπε ο Λουκάς.
Το βλέμμα μου έπεσε στον Άρη, ο οποίος στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το στέρνο του. Φαινόταν πιο ήρεμος, αλλά σκεπτικός.
«Ίσως η Ντέα να έχει κάποια λύση» ακούστηκε τελικά η φωνή του.
«Η Ντέα η μάντισσα;»
«Ναι, Λουκά, αυτή.»
«Πάμε τότε! Τι περιμένουμε;» αναφώνησα και πετάχτηκα από τη θέση μου αν ελατήριο. Όσο πιο γρήγορα τη συναντούσαμε τόσο πιο γρήγορα θα ξεμπερδεύαμε.
Τηλεμεταφερθήκαμε σε έναν κεντρικό γεμάτο με μίνι μάρκετ από διάφορες χώρες. Η Πατησίων δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο σε αυτό τον κόσμο.
Ο Άρης έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε και χαθήκαμε στην περιοχή της Κυψέλης.
Σταματήσαμε μπροστά από ένα ημιυπόγειο, του οποίου τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με πολύχρωμες κουρτίνες ώστε να μην φαίνεται το εσωτερικό του. Χτύπησε την τζαμαρία τρεις
φορές και στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα, δίχως να περιμένει απάντηση. Στα ρουθούνια μου εισχώρησε ένας καπνός με άρωμα σανταλόξυλο, ενώ ο φωτισμός ήταν χαμηλός και σε αποχρώσεις του πορτοκαλί.
«Η ταξιδιώτης κατέφτασε με τη συνοδεία της» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή, η κάτοχος της οποίας καθόταν πίσω από ένα τραπέζι και εκείνη τη στιγμή άνοιγε μία κάρτα της τράπουλας ταρώ. Δεν μας κοιτούσε, έδειχνε αφοσιωμένη στις κάρτες. Τις μάζεψε κατευθείαν και άρχισε να τις ανακατεύει. Σήκωσε το κεφάλι της και το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου· τα μαύρα μάτια της με κοιτούσαν με περιέργεια.
«Καθίστε, αν και δεν έχετε πολύ χρόνο» είπε και μία κάρτα ξέφυγε από την τράπουλα. Η Ντέα έβγαλε άλλες δύο και τις τοποθέτησε σε σειρά. Αν θυμόμουν καλά, ήταν κοντά στα τριάντα πέντε, αν και με τα πολύχρωμα ρούχα, τα πολλά κοσμήματα και τούφες από τα σγουρά της μαλλιά να έχουν ξεφύγει από τον κότσο της, έμοιαζε νεότερη.
Κάθισα στην καρέκλα αντίκρυ της.
«Γιατί έχω το Ολόρ;» πήρα το λόγο, μιας και οι άλλοι δύο έμεναν σιωπηλοί. «Και πώς μπορώ να το δώσω πίσω χωρίς να χρειαστεί να-»
«Να πεθάνεις» με συμπλήρωσε και ξεροκατάπια. Έκανε μία παύση και συνέχισε, κοιτώντας μία την τράπουλα και μία εμένα. «Βλέπω πως βρίσκεσαι στη μέση μιας διαμάχης. Το Ολόρ
σε κάλεσε σε αυτό τον κόσμο για να εξισορροπήσεις μία κατάσταση»
Δεν θέλω να την εξισορροπήσω, όμως, με το θάνατό μου! Ήθελα να φωνάξω, αλλά κράτησα αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου.
«Δεν θα πεθάνεις» ήρθε στα αυτιά μου η φωνή του Άρη ως απάντηση και τον κοίταξα σαστισμένη.
«Πόση ώρα διαβάζεις τις σκέψεις μου;»
«Σίγουρα από τη στιγμή που πατήσατε το πόδι σας εδώ» δήλωσε η Ντέα και τον αγριοκοίταξα.
«Έπρεπε να σιγουρευτώ ότι δεν είσαι η Ίριδα» υπερασπίστηκε τον εαυτό του.
«Και γιατί το συνέχισες;»
«Φτάνει!» αναφώνησε ο Λουκάς. «Ντέα, χρειαζόμαστε βοήθεια»
Ξαφνικά, κάποιος άρχισε να χτυπάει μανιωδώς την εξώπορτα.
«Το ξέρω ότι είστε μέσα! Ντέα, τα πνεύματά σου δεν θα σε προστατεύουν για πολύ ακόμη!»
Η Ίριδα!
Πετάχτηκα σαν ελατήριο από την καρέκλα και κοίταξα ενστικτωδώς προς την πόρτα.
«Υπάρχει μία πύλη στο Αστεροσκοπείο που ανοίγει κάθε βράδυ στις δώδεκα και για δεκαπέντε λεπτά. Φύγετε!» έγνεψε προς μία στριφογυριστή μεταλλική σκάλα, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσα μέχρι τότε.
«Άρη, πάρε τη Διώνη και φύγετε! Εγώ έχω να ζητήσω μία προσωπική πρόβλεψη από τη Ντέα»
Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν ανέβω τις σκάλες ήταν τον Λουκά να βγάζει τα περίστροφά του. Ήταν σκοτεινά και ήταν θαύμα που δεν σκόνταψα ούτε μία φορά, ενώ η σκάλα έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Δεν ξέρω πόση ώρα ανεβαίναμε, αλλά σίγουρα ήταν πολλή. Όταν, επιτέλους, είδα το περίγραμμα μιας πόρτας, ευχαρίστησα το σύμπαν. Ο καθαρός -ο Θεός να τον κάνει- αέρας της Αθήνας με χτύπησε ευχάριστα στο πρόσωπο.
«Έχει αρχίσει να χαράζει…» σχολίασα, κοιτάζοντας τον ουρανό να παίρνει ένα πιο ανοιχτό μπλε χρώμα.
«Ναι, δεν είναι ωραία η αυγή στην πόλη;» απάντησε μία γυναικεία φωνή ακριβώς από πίσω μου και γύρισα έντρομη προς το μέρος της. Η Ίριδα με κοιτούσε όπως η γάτα κοιτάει το ποντίκι κι εγώ άρχισα να οπισθοχωρώ.
«Πώς με βρήκες; Πού είναι ο Άρης;»
Η κοπέλα δεν απάντησε, και με μία κίνηση του χεριού της ύψωσε γύρω μου έναν ημιδιαφανή τοίχο, κάνοντας την καρδιά μου έτοιμη να βγει από τη θέση της. Τα γαλανά της μάτια με κοιτούσαν σαν δύο κομμάτια πάγου.
«Θέλω σου δώσω πίσω το Ολόρ! Θέλω να βρω έναν τρόπο να σ’ το δώσω πίσω!» έλεγα ξανά και ξανά σε μία προσπάθεια να σώσω τον εαυτό μου. Ωστόσο, εκείνη επέλεγε να μη με ακούσει. Γραμμές και γεωμετρικά σχήματα έλαμψαν στο δάπεδο, κάνοντάς με να σταματήσω το παραλήρημα. Για πρώτη φορά στεκόμουν απολύτως πελαγωμένη και τελείως αβοήθητη.
Όχι, όχι, όχι!
Φώναζα· ούρλιαζα για την ακρίβεια. Δεν ξέρω τι έλεγα, αλλά η ένταση με την οποία τα έλεγα μού έγδερνε τον λαιμό. Το φως από τη μαγεία γινόταν ολοένα και πιο δυνατό και έκλεισα ενστικτωδώς τα μάτια μου. Μία τελευταία κραυγή βγήκε από το φάρυγγά μου και μετά επικράτησε για μία και μοναδική στιγμή νεκρική σιγή.
Ένιωσα όλο μου το σώμα να τραντάζεται, όλη μου την ύπαρξη να αποδομείται και να δομείται ξανά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το ενεργειακό κλουβί είχε διαλυθεί, αλλά μία λευκή ενέργεια με περικύκλωνε σαν κορδέλα. Το δεξί μου χέρι το ένιωθα βαρύ και τότε κατάλαβα ότι κρατούσα ένα κοντό σπαθί. Το Ολόρ είχε κάνει αισθητή την παρουσία του.
«Επιτέλους!» αναφώνησε η Ίριδα, τράβηξε ένα ασημένιο βέλος από τη φαρέτρα της, με σημάδεψε και έριξε. Το χέρι μου κινήθηκε από μόνο και απέκρουσε την απειλή, ξεκινώντας έτσι μία μάχη. Η λευκή ενέργεια συγκρούστηκε με την ασημένια. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα, όλα ήταν τόσο θολά και το μόνο συναίσθημα που ένιωθα ήταν οργή. Αυτή ήταν που με είχε μετατρέψει σε μία μαριονέτα.
Το Ολόρ δημιούργησε ωστικό κύμα, με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει τη μαγεία της Ίριδας και να τη γονατίσει. Περπάτησα προς το μέρος της και σταμάτησα ένα βήμα μακριά της. Παραλίγο να της καρφώσω το σπαθί στο στήθος, όταν ξαφνικά, μία φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Διώνη, σταμάτα!»
Ο Άρης με έπιασε από το μπράτσο, το κράτημά μου στο Ολόρ χαλάρωσε ώσπου γλίστρησε και χτύπησε στο τσιμέντο.
«Εσύ μ' έφερες εδώ, όχι το Ολόρ. Εσύ με κάλεσες» διαπίστωσα, κοιτώντας το αχνό της χαμόγελο. «Γιατί;» έκανα μία παύση πριν απαντήσω μόνη μου στη δική μου ερώτηση. «Οι τύψεις της προδοσίας!»
«Μετά τη δολοφονία της Εύης, δεν άντεχα τον εαυτό μου. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξιλεωθώ»
Στο άκουσμα της δολοφονίας της αδερφής του Άρη, το κράτημα στο μπράτσο μου έσφιξε ελαφρώς. Ενστικτωδώς, τοποθέτησα την παλάμη μου πάνω στη δική του.
«Με το να πάρεις τη ζωή σου, δεν θα τη φέρεις πίσω, Ίριδα» ίσα που ακούστηκε η φωνή του.
«Μπορεί, αλλά τουλάχιστον ο φταίχτης δεν θα υπάρχει πια»
Τον είδα να νεύει αρνητικά και δάκρυα να συσσωρεύονται στις κόγχες των ματιών του.
«Νομίζω ότι τιμωρήθηκες αρκετά από τη δική μου οργή και τις σκέψεις σου»
«Ναι, αλλά δεν της φτάνει. Το βάρος είναι πολύ μεγάλο»
«Σχεδόν ασήκωτο» με συμπλήρωσε εκείνη.
«Θα προσπαθήσω να το διορθώσω. Εγώ το έγραψα, άρα είναι δική μου ευθύνη»
Κανείς από τους δύο δεν έφερε κάποια αντίρρηση. Της προσέφερα το χέρι μου, το πήρε και σηκώθηκε, αλλά αυτό που δεν υπολόγιζε καμιά από τις δυο μας, ήταν η αγκαλιά στην οποία την τράβηξα. Η πρόβλεψη που είχε κάνει νωρίτερα η Ντέα μόλις είχε πραγματοποιηθεί. Η ισορροπία είχε επέλθει.
Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία και σχεδόν στα τυφλά έπιασα το κινητό μου για να κλείσω αυτό το αναθεματισμένο ξυπνητήρι. Ωστόσο, το δάχτυλό μου έμεινε μετέωρο πάνω από την οθόνη μόλις είδα την οθόνη κλειδώματος με τέσσερα χαμογελαστά πρόσωπα, δύο εκ των οποίων ήταν ίδια· το δικό μου και της Ίριδας.
Επιμέλεια: Μαρία Παπαθεοδώρου