Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 3)

Βγήκε η Αρετή να σφαλίσει την πόρτα όπως κάθε βράδυ, με την καρδιά αγλύκαντη και πικραμένη, πέντε μήνες είχανε διαβεί, Κούντουρον, Μάρτης, Απριλομάης και Κερασινός, κι είχε μόλις μπει ο Χορτοθέρτς, καλοκαίρι τριγύρω τους στη φύση, μα στην ψυχή τους μέσα και στο σπίτι τους η βαρυχειμωνιά μόνιμη είχε εγκατασταθεί, από κείνη την αποφράδα ημέρα του Γενάρη, κι ο χρόνος κυλούσε βαρύς, δύσκολος... «Σάββα μου, καλέ μου...» συλλογίστηκε, έτοιμη να κλειδαμπαρώσει και να πνίξει για άλλη μια νύχτα τον πόνο της κάτω απ' τα σεντόνια του νυφικού τους κρεβατιού, στο οποίο η πλευρά του έμενε πάντα κρύα κι αδειανή, όταν αναχάπαρα τα αυτιά της πιάσαν' ένα βογγητό, γνωστή λαλιά, έναν ίσκιο ανθρωπινό διέκριναν έπειτα τα μάτια της να αργοσαλεύει, πεσμένος στο χώμα της αυλής τους, έφεξε τότε με το λαδοφάναρο και...

«Σάββα;!» έκανε ψιθυριστά, διακρίνοντας στο ανθρώπινο κουβάρι που κείτετο μπροστά της τα χαρακτηριστικά του άντρα της... «Σάββα μου! Αρνί μ'!» επανέλαβε, και με μια δρασκελιά δίπλωσε στο έδαφος τα γόνατά της τα λυμένα και έκλεισε τα χέρια της που έτρεμαν πια γύρω απ' το ισχνό κορμί του...

«Αρετούλα...» ψέλλισε το παλικάρι, μόλις κατάλαβε την παρουσία της γυναίκας του. «Εσύ είσαι, ψη μ'; Εσέν τερώ; Πασκ' επέθανα κι επήα σον παράδεισον;...»

«Όχι... Όχι, Σάββα μου, δεν πέθανες!» τον διαβεβαίωσε η κοπέλα, πνιγμένη πια στα δάκρυα. «Ζεις κι είσαι αδακά, σο σπίτι σ', σ' εγκαλιόπο μ'... Άντρα μου, καλέ μου!» πρόσθεσε και έγειρε το κεφάλι του πάνω στον κόρφο της, φιλώντας του με λαχτάρα τα ξεραμένα χείλη και το μέτωπο που έκαιγε και ραίνοντας τα λιγδωμένα του μαλλιά με την ψιλή βροχή των ομματιών της, μαλλιά που είχαν αραιώσει και γεμίσει άσπρες τρίχες...

«Νύφε, ντ' εφτάς; Ασπάλιξον την πόρταν κι έλα απές» μίλησε από πίσω τους η Λισάφη, παραξενεμένη με την αργοπορία της Αρετής, με το που έκανε όμως δυο βήματα και είδε το σύμπλεγμά τους, πέτρωσε...

«Σάββα μου!» φώναξε, και τρέχοντας γονάτισε κι αυτή δίπλα στη νύφη της. «Παιδί μου, αγόρι μου!»

«Μάνα...» άρθρωσε βαριά ο νέος, θωρώντας τώρα και το δικό της πρόσωπο μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του. «Μανίτσα μ', εσύ πα αδά είσαι...»

«Σαββούλη μου...» τον χάιδεψε τρυφερά η Λισάφη και τρέχαν και τα δικά της μάτια ποταμοί στο πλάι της Αρετής. «Αδά είμαι, ρίζα μ', ησύχασον... Πουλόπο μ', η Παναΐα η Σουμελά έγκε σ' οπίσ', μας άκουσε και σ' έφερε πίσω, να ποδεδίζω σε, Παναΐα μ'...»

«Λισάφ', ντο έντον';» πρόβαλε σύγκαιρα στην πόρτα ο Μανουήλ, ξοπίσω του ο πάππος ο Σάββας κι η καλομάνα η Συμέλα κι ο Ηλίας με τη Δόμνα και τα κορίτσια τους, και μόλις αντίκρισαν τον γιο και εγγονό και ξάδελφο και ανιψιό τους μαζί να γέρνει ολοζώντανος με σάρκα και οστά στις αγκαλιές νύφης και πεθεράς, πρώτα κοκάλωσαν κι αυτοί, ύστερα έτρεξαν κοντά τους...

«Καίγεται στον πυρετό... Σηκώστε τον να τον πάμε μέσα!» πρόσταξε ο Ηλίας και μαζί με τον Μανουήλ πιάσανε τον Σάββα χέρια πόδια, τον σήκωσαν και τον έφεραν μες στο σπίτι, σφαλίζοντας ερμητικά την πόρτα, ενώ οι καρδιές τους βάραγαν νταούλια, από χαρά συνάμα και από φόβο...

«Είναι πληγωμένος, Ηλία... Να φωνάξουμε τον παπά - Γιάννη να τον γιατροπορέψει» είπε η Δόμνα, μόλις τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι τους και είδε τη λαβωματιά στο μπράτσο του από τη σφαίρα. «Γρήγορα...»

«Δίκιο έχεις, Δόμνα μ’... Συμελίτσα, δέβα αμάν ση ποπά το σπίτ' και κούιξ' ατόν» έδωσε εντολή στην πρωτότοκή τους, «πάω, πατέρα!» αποκρίθηκε αμέσως το κορίτσι και έριξε μια ανήσυχη ματιά στον Σάββα, που ανέσαινε βαριά πάνω στο στρώμα και μόρφαζε οδυνηρά, όσο η Αρετή πάλευε με βρεγμένα πανιά να τον δροσίσει...

«Ρίζα μ'... Ο Ματθαίον κι ο Σίμος μερ' εν';» ρώτησε τον εγγονό του ο πάππος ο Σάββας, μόλις εκείνος φάνηκε λίγο να συνέρχεται. «Μαναχόν εκλώστες;»

«Νέπε, αφς ατόν, 'κι ελέπς; 'Κι επορεί να καλατσεύ'» παρενέβη η καλομάνα η Συμέλα. «Σαββούλη μ', μη μιλάς, να γίνει καλά και θα μας πεις άλλη ώρα...»

«Εχάθαν, πάππο μ'... Κι οι δυ' ατούν εχάθαν, ξαν 'κι θα κλώσκουνταν...» άρθρωσε ωστόσο εκούσια ο Σάββας, βεβαιώνοντας τις μαύρες σκέψεις που είχαν τρυπώσει στο νου του γέροντα, και η απάντησή του έκρουσε σαν πένθιμη καμπάνα μες στην κάμαρη, με τη γερόντισσα να αρχινά μεμιάς το μυρολόι, «κλαδία μ'! Κλαδία μ', εμαρέθατε!» έλεγε, τραβώντας τα λευκά μαλλιά της και χαρακώνοντας τα μάγουλα με τα νύχια της, και την ακολούθησαν στον θρήνο οι νύφες της, ενώ η Αρετή έκλαιγε κι αυτή τον ξάδελφο του άντρα της και τον μπατζανάκη της, που σαν αδελφή την είχαν και δεν την άφησαν ποτέ να τους πει «αφέντες»...

***

Δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν από το νέο του χαμού των δυο παλικαριών τους, κι άλλη συμφορά απανωτή χτύπησε τους Ποιμενίδηδες, η κυρά Βδοξία μόλις το 'μαθε ότι χάθηκε ο γιος της, που τον είχε έναν και κανακάρη ανάμεσα στις θυγατέρες της, δεν άντεξε, την πρόδωσε η καρδιά της και έμεινε στον τόπο, κι είχε η μαύρη η Σόνια να θρηνεί τώρα μαζί άντρα και πεθερά... Και πάλι δεν πρόλαβαν να θάψουν τη μακαρίτισσα, και τ' άλλο πρωί χτυπήσαν άγρια την πόρτα τους οι τζανταρμάδες που ψάχνανε τον λιποτάκτη Σάββα, ενώ το παλικάρι οι δικοί του το κρύβαν ήδη στο ταβάνι τους...

«Γκιαούρηδες, φανερώστε τον, για το καλό όλων σας!» γρύλισε ο αρχιχωροφύλακας. «Το ξέρουμε ότι το 'σκασε, κι η ποινή για τους λιποτάκτες είναι θάνατος!»

«Λάθος κάνεις, αφέντα μ'... Ο εγγονό μ' αδά 'κι εν, αράεψον όλον το σπίτ', τιδέν 'κι θα ευρίκς» αποκρίθηκε με θάρρος ο πάππος ο Σάββας, κι ο Τούρκος αφού τον κύτταξε καχύποπτα έδωσε εντολή να ερευνήσουν το φτωχικό τους, άνω - κάτω το κάνανε με τη μανία τους να βρούνε τον κατσάκη και η ψυχή τους πόναγε να βλέπουν το μαγάρισμα, τους κόπους τους να γίνονται ρημάδι...

«Άτιμοι!» μούγκρισε ξανά ο αρχηγός τους. «Εδώ τον έχετε και δε λέτε τίποτα! Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε!»

Και μια και δυο, ένευσε προς το μέρος του πάππου. «Όχι!» ψέλλισε η Αρετή, τραβώντας τον αυθόρμητα, όμως οι τζανταρμάδες ήταν πιο δυνατοί από κείνη, τον αδράξανε κι αρχίσανε να τον κοπανάνε.

«Σάββα μ'! Κύρη μ'!» έσκουξε η καλομάνα η Συμέλα κι έκανε να ορμήξει προς τον άντρα της, να τη σταμάτησε η κάννη του όπλου ενός χωροφύλακα που την έσπρωξε πέρα με τη βία.

«Σκασμός, κωλόγρια! Vurun onu, βαράτε τον!»

«Καλομάνα μ'!» έτρεξε κοντά της η γυναίκα του εγγονού της και την έπιασε, πριν πέσει, ανταποδίδοντας θαρρείς για την άλλη τη φορά, ενώ όλοι κυττούσαν παγωμένοι τους τζανταρμάδες να χτυπούν αλύπητα τον ηλικιωμένο γενάρχη τους και να τον διατάζουν να μιλήσει, με δάκρυα οι γυναίκες και φωνές που τις πνίγαν μες στα χέρια τους, σφίγγοντας τα δόντια με θυμό οι άντρες, κι η μικρή Νοπίτσα με τη Νάστα πλάνταζαν στο κλάμα βουβά στο πλευρό της Δόμνας, «πάππο, πάππο» μονολογούσαν τα χειλάκια τους...

«Έλεος, θα τον σκοτώσετε!» τόλμησε να διαμαρτυρηθεί ο Μανουήλ. «Σας είπαμε, δεν ξέρουμε πού είναι ο γιος μου, αφήστε τον πατέρα μου, για το όνομα του Θεού!»

«Θες να σε δείρουμε κι εσένα, σκύλε; Να του κάνεις παρέα;» τον ειρωνεύτηκε ο αρχιχωροφύλακας, καθώς οι άντρες του φάνηκαν να έχουν εκτονώσει πια όλη τους τη μανία στον γέροντα, το μάτι τους όμως ακόμη γυάλιζε, και τους έφερε όλους έναν γύρο με τα μάτια...

«Ταμάμ λοιπόν! Ουδείς αναντικατάστατος... Εσύ, θα πάρεις τη θέση του λιποτάκτη! Πιάστε τον!» είπε, δείχνοντας προς τη μεριά του νεώτερου θείου του, και δύο άλλοι του αποσπάσματος τον συνέλαβαν.

«Ηλία!» φώναξε η Δόμνα. «Όχι, όχι τον άντρα μ'! Ηλία μ'...»

«Έτσι που σας ακούω να ουρλιάζετε, μου ανοίγει η όρεξη... Άντρες, ας γλεντήσουμε λιγάκι με ελληνική σάρκα, προτού φύγουμε!» έκανε ακόμη πιο μοχθηρά, ρίχνοντας το μιαρό του βλέμμα στην έφηβη ξαδέλφη του Σάββα, και πριν προφτάσει η θεία του να αντιδράσει, την άρπαξαν στα μπράτσα τους...

«Συμελίτσα! Όχι το κορίτσι μ', αφήστε την! Συμελίτσααα!»

«Πατέρααα!» σπάραξε κι η κοπελίτσα, απαντώντας στην κραυγή του κύρη της την απεγνωσμένη, μα τα θεριά, σκληρά και άκαρδα, τους έσυραν μαζί προς τα έξω κι εκεί, στο χώμα της αυλής, χορτάσανε την πείνα τους πάνω στο παρθενικό κορμάκι της, υποχρεώνοντας τον δύστυχο πατέρα να παρακολουθεί τον βιασμό της πρωτοκόρης του, και τα ουρλιαχτά της ανακατεμένα με τα μουγκρητά τους μπαίναν μες στο σπίτι και σεκόνταραν ανατριχιαστικά τον κοπετό της μάνας της...

***

Έσβησε το λυχνάρι η Αρετή, το άφησε δίπλα της και πλάγιασε, κι ένα δάκρυ ήρθε να κυλήσει από τα μάτια της, μαζί με στεναγμό βαρύ‧ δεν ήξερε πλέον για ποιον να πρωτοδακρύσει, για τη βιασμένη Συμελίτσα που είχε χάσει τα μυαλά της, για τον θείο τον Ηλία που του 'γραψε το κισμέτι του να μοιραστεί την τύχη των ανιψιών του, ή για τον πάππο τον Σάββα που το ξύλο που έφαγε απ' τους τζανταρμάδες τον είχε σακατέψει, «ετσάκωσάν με τα κρέντικα μ', οι αφορεσμέν'» είχε αρθρώσει πονεμένα ο γέροντας, μόλις κατάφερε να συνέλθει, κι από τότε κείτετο μέρα νύχτα ανήμπορος στο κρεβάτι του... «Ανάθεμά σε, ζωή... Τι σου κάναμε και μας βασανίζεις έτσι;» συλλογίστηκε, και έχυσε τώρα ακόμα ένα δάκρυ για τον εαυτό της, που είχε τον άντρα της ξανά τόσο κοντά, μα τόσο μακριά της, κρυμμένο συνέχεια στο ταβάνι, και από αύριο πια αντάρτη στα βουνά, είχε μηνύσει ο πεθερός της του αδελφού του και αύριο με το πρώτο γλυκοχάραμα ο Οδυσσέας θα ερχότανε να πάρει τον ανιψιό του, να τον γλυτώσει από τον κίνδυνο, και αυτή θα έμενε πάλι πίσω, σαν χήρα ζωντανή, χωρίς ούτε ένα παιδί στα σπλάχνα να απαλύνει τον καημό της...

«Σάββα μου...» μονολόγησε κι έγειρε στο δεξί πλευρό της, χαϊδεύοντας πάλι την αδειανή μεριά του στρώματος και το μαξιλάρι του, όπως έκανε τόσα βράδια έξι μήνες τώρα, το λαρύγγι της γέμισε λυγμό, το πρόσωπό της συσπάστηκε και το 'χωσε βαθιά στο δικό της προσκεφάλι, δεν πρόλαβε ωστόσο πολύ να κλάψει, γιατί αμέσως η πόρτα έτριξε, κι άκουσε μες στο σκοτάδι τη φωνή του:

«Αρετούλα... Εγάπη μ'...»

«Σάββα;..» ψέλλισε σαστισμένη κι ανασηκώθηκε, ενώ ερχόταν ήδη και καθόταν δίπλα της. «Τι κάνεις; Γύρνα στην κρυψώνα σου!»

«Δε μπορώ... Όχι απόψε» της απάντησε, βάζοντας τις χούφτες του γύρω απ' τον λαιμό της. «Το πρωί θ' αποχωρίουμες, τρυγόνα μ', εξέρτς ατό, άλλο 'κι θα ελέπω σε...»

«Εξέρ' ατό... Εξέρ' ατό, αητέ μ'» του είπε, κλείνοντας τώρα κι η ίδια τον λαιμό του μες στα χέρια της. «Θα εβγαίνς σα ρασία, με τον τάη σου, τον αδελφό σου και τα ξαδέλφια σου, να μη σε κυνηγάνε...»

«Εροθύμεσά σε, Αρετούλα μ'» την έκοψε σχεδόν ο Σάββας, ενώνοντας τα μέτωπά τους, και μια σπιθαμή χώριζε πια τα χείλη τους. «Έπαρ' με σην εγκάλια σ', αρνί μ', να φεύγω χορτασμένος απ' την αγάπη σου, κι αν θέλει ο Θεός, ας δί' να εμποδεύκω σε, να έχεις κάτι από μένα...»

«Σάββα μ'...» ψιθύρισε η Αρετή, όλη λιωμένη κιόλας απ' τον ίμερο, κι έσμιξε το στόμα της με το δικό του σ' ένα φιλί γεμάτο έρωτα και πίκρα, σαν βρύσες τρέχανε τα μάτια τους την ώρα που σφιχταγκαλιάστηκαν με πόθο και θυμηθήκαν πάλι πως ήταν οι δυο τους νιο αντρόγυνο, εκείνος παλικάρι δυνατό κι εκείνη ανθηρή κοπέλα, κλαριά έτοιμα να γεννοβολήσουν και να δώσουνε καρπό, και την ώρα που γινόντουσαν πια ένα δεν ήξερες να πεις αν σπαρταρούσαν τα κορμιά τους με ηδονή ή βουβό αναφιλητό...



Κούντουρον = Φεβρουάριος, Κερασινός = Ιούνιος, Χορτοθέρτς = Ιούλιος


Αναχάπαρα = ξαφνικά, απότομα


Ασπαλίζω = κλείνω, κλειδώνω


Αμάν = αμέσως


Οι δυ' ατούν = οι δυο τους


Εμαρέθατε = μαραθήκατε


Κρέντικα = τα πλευρά


Αροθυμώ = επιθυμώ έντονα, νοσταλγώ


Μαρία Παπαθεοδώρου