Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 40: Το Σπαθί του Πεπρωμένου - 3ο μέρος)

Με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, προσπάθησε να βρει κάποιον τρόπο να τον εντοπίσει. Τότε θυμήθηκε πως όταν είχε πάρει το σπαθί ο Ερυθρός Ηγέτης, μπορούσε ακόμη να το ελέγξει ο ίδιος. Άρα, ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι, όπως να το εντοπίσει.

Στήριξε την προσπάθειά του στην τύχη και την επιθυμία του, καθώς θυμόταν όταν είχε ασκήσει μαγεία πριν μάθει πως ήταν μάγος, απλά επειδή ήθελε να προστατευτεί από κάποια επίθεση εναντίον του. Έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να μάθαινε πού ήταν το σπαθί και ο Νίκος, ελπίζοντας να καταφέρει έτσι κάτι.

Και τότε ένιωσε την πιο αλλόκοτη αίσθηση που είχε νιώσει ποτέ. Αισθάνθηκε να γίνεται ελαφρύς σαν πούπουλο και να φεύγει από εκείνο το σημείο, χάνοντας την επαφή με το σώμα του. Ήταν σαν να είχε γίνει αέρινος και μπορούσε να πετάξει. Έβλεπε τα πάντα να στροβιλίζονται γύρω του και να εξαφανίζονται στο σκοτάδι, ενώ εκείνος παρέμενε ακίνητος και αβοήθητος, χωρίς να έχει την αίσθηση του σώματός του πια. Ζαλίστηκε και έκλεισε τα μάτια, ευχόμενος να σταματήσει αυτό που γινόταν, που τον έκανε να φοβηθεί. Κάτι είχε συμβεί, που δεν μπορούσε να καταλάβει.

Ξαφνικά ένιωσε να σταματάει κάπου και άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε το σώμα του, έκπληκτος που δεν το ένιωθε καθόλου. Με ένα άνοιγμα του μυαλού του δε βρήκε τον εαυτό του, σαν να μην ήταν εκεί. Έμεινε απορημένος, πριν θυμηθεί τον άνδρα που είχε δει στη σπηλιά μέσα στο παράξενο στεφάνι, που τον έβλεπε ενώ δεν τον εντόπιζε μαγικά.

Μόλις έριξε μια ματιά γύρω του, είδε πως ήταν σε ένα μέρος που έμοιαζε με κάστρο, όπου υπήρχαν ψηλοί πέτρινοι τοίχοι και εκείνος βρισκόταν σε ένα διάδρομο, όπου υπήρχε ένα κόκκινο χαλί, που δεν άφηνε την αίσθηση του πέτρινου εδάφους από κάτω. Είδε πως βρισκόταν στη μέση ενός διαδρόμου με δύο άκρα και αποφάσισε να πάει στο ένα από τα δύο, για να ανακαλύψει πού είχε βρεθεί.

Επέλεξε την αριστερή πλευρά, καταλήγονταε σε έναν μεγάλο χώρο. Μόλις έφτασε εκεί, είδε πως είχε μέγεθος δύο δωματίων ενός σπιτιού, με μία μεγάλη τετράγωνη πέτρινη κολώνα στη μέση, ενώ στην άλλη άκρη από αυτή που βρισκόταν ο Μιχάλης υπήρχε μία ξύλινη πόρτα χωρίς χερούλι, ενώ δύο άνδρες στεκόταν δεξιά και αριστερά της, σαν φύλακες, οι οποίοι ήταν Χιζέρκα, κάτι που διαπίστωσε με ένα άνοιγμα του μυαλού. Επίσης, υπήρχε και ένα παράθυρο στα δεξιά του, από όπου έβλεπε κάποιος έξω, μικρού μεγέθους. Το φως προερχόταν από μία λάμπα στο κέντρο του ταβανιού του χώρου.

Και τότε τον είδε. Πίσω ακριβώς από την κολώνα στη μέση στεκόταν ο Νίκος, κρατώντας το σπαθί, μοιάζοντας να είναι σε στάση αναμονής. Από ότι κατάλαβε, περίμενε κάτι, έτοιμος να επιτεθεί όταν φτάσει εκείνη η στιγμή. Ο Μιχάλης, αφού κοίταξε τους Χιζέρκα, που ήλεγχαν το χώρο διαρκώς, αποφάσισε να πάει εκεί που ήταν ο φίλος του. Ήξερε πως δεν μπορούσαν να τον αντιληφθούν και ή μόνο περίπτωση να τον καταλάβουν ήταν να τον δουν. Μόλις λοιπόν κοιτούσαν και οι δύο αλλού, όρμησε προς το σημείο που στεκόταν ο Νίκος, πάντα ελαφρύς σαν πούπουλο και τρομερά ευκίνητος, ενώ τα βήματά του δεν έβγαζαν κανέναν ήχο, σαν να μη βρισκόταν εκεί.

Ο Νίκος φάνηκε να ξαφνιάζεται όταν τον είδε, αφού μάλλον δεν τον είχε καταλάβει καθόλου, ενώ παραλίγο να του πέσει το σπαθί από το τρόμαγμα. Τον κοίταξε παραξενεμένος.

«Ξέρεις να χρησιμοποιείς την αστρική προβολή;» τον ρώτησε ψιθυριστά, «και πώς με βρήκες;»

«Την ποιαν; Δεν ξέρω ακριβώς, απλώς έχω κάποια σχέση με το σπαθί και προσπάθησα να το βρω. Πού είμαστε τώρα;»

Ο Νίκος έμεινε να τον κοιτάει παραξενεμένος. «Εδώ βρίσκεται ο Άρεν, ο ταξίαρχος των δυνάμεων των Ηγετών και αυτός που βρήκε το Ελέστερ και μπήκε με τους Χιζέρκα. Είναι ώρα για εκδίκηση»

«Είναι λάθος αυτό, δεν το καταλαβαίνεις; Το σπαθί μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να το αφήσεις και να το κρύψουμε»

«Δε με νοιάζει. Είναι η καλύτερη ευκαιρία που έχω και εσύ δε θα με εμποδίσεις».

Ο Μιχάλης θα επέμενε, αλλά ακούστηκε ξαφνικά μια πόρτα να ανοίξει. Κοιτάζοντας κρυφά από την κολώνα, είδε την πόρτα να έχει ανοίξει και να πλησιάζει από το μέσα χώρο ένας άνδρας. Το άλλο δωμάτιο δεν το είδε καλά, μόνο ένα γραφείο πήρε το μάτι του, πάνω στο οποίο υπήρχαν κάτι χαρτιά. Από την πόρτα βγήκε ένας ψηλός άνδρας, με μαύρα μακριά μαλλιά, μακρύ πρόσωπο και μαύρα μάτια, με μια χρυσή στολή μάχης, όπως των υπηρετών των Ηγετών, απλά αντί για κόκκινο σε χρυσό χρώμα.

Συνέχισε με υπερήφανο περπάτημα προς το διάδρομο από τον οποίο είχε έρθει ο Μιχάλη πριν, με την πόρτα να κλείνει και τους δύο Χιζέρκα να τον ακολουθούν αμίλητοι, με άγριο ύφος επίσης και έτοιμοι να αμυνθούν σε οποιαδήποτε επίθεση που θα δεχόταν ο άνδρας. Ο Νίκος ετοιμάστηκε να του επιτεθεί, έχοντας το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και του άμεσου χτυπήματος στο Άρεν, αφού αυτός θα περνούσε πριν τους άλλους δύο από το σημείο που στέκονταν τα δύο αγόρια. Κρατούσε κρυφή την παρουσία του επίσης, χάρη στη δύναμη του σπαθιού.

Ο Μιχάλης πήγε να τον πιάσει, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού το χέρι του διαπέρασε το μπράτσο του φίλου του, βλέποντας έκπληκτος πως ήταν άυλος, σαν φάντασμα. Ταυτόχρονα ο Νίκος σήκωσε το σπαθί και συγκέντρωσε τη δύναμή του για ένα χτύπημα, το οποίο ήταν σίγουρο πως θα σκότωνε τον άνδρα, αφού είχε τρομερή δύναμη. Ο Μιχάλης φοβήθηκε όμως τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί από αυτή την κίνηση, αφού το σπαθί έμοιαζε να κρύβει και άλλα μυστικά. Είπε στον Νίκο να σταματήσει, αλλά εκείνος δεν τον άκουσε. Σήκωσε το σπαθί και ετοιμάστηκε να το κατεβάσει χτυπώντας τον άνδρα, που περνούσε από εκεί εκείνη τη στιγμή.

Τότε ο Μιχάλης έκανε το μοναδικό που μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει την κίνηση. Σήκωσε το χέρι του και έπιασε το σπαθί τη στιγμή που το κατέβαζε για το χτύπημα ο Νίκος, κάτι που έπιασε. Ένιωσε τη λεπίδα να χτυπάει στο χέρι του και να σταματάει, ενώ την επόμενη στιγμή πήρε φωτιά ολόκληρο, εκείνη τη χρυσή φλόγα, που τύλιξε την επόμενη στιγμή και τους δύο. Ο Μιχάλης ένιωσε όλα να χάνονται στο σκοτάδι και να πετά στο κενό, μην μπορώντας να δει ή να νιώσει τίποτα.

Ξαφνικά απέκτησε και πάλι την αίσθηση του σώματός του και ανοίγοντας τα μάτια του είδε πως ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, εκεί όπου στεκόταν μόλις προσπάθησε να βρει τον Νίκο και βρέθηκε σε εκείνο το κάστρο, όπου βρισκόταν ο Άρεν. Ρίχνοντας μία ματιά δίπλα του είδε τον φίλο του να είναι πεσμένος στο έδαφος, ενώ λίγο παραπέρα βρισκόταν και το σπαθί στο έδαφος. Σηκώθηκε και πήγε δίπλα του, βλέποντας πως ο φίλος του είχε ανοιχτά τα μάτια του και κοιτούσε το χώρο. Μετά, έπιασε με το χέρι το κεφάλι του, μουρμουρίζοντας κάτι, που πρέπει να ήταν διαμαρτυρία για το γεγονός ότι είχε πονοκέφαλο.

«Με κυρίευσε η δύναμή του. Καλύτερα να μην το ξαναγγίξω»

«Ας το κρύψουμε τώρα» δήλωσε ο Μιχάλης.

Πήρε το σπαθί στα χέρια του και ένιωσε και πάλι τη δύναμή του να τον κυριεύει, αλλά αυτή τη φόρα μπόρεσε να συγκρατήσει την αυτοκυριαρχία του. Προχώρησε προς την τρύπα που είχαν ανοίξει, με τον Νίκο να τον ακολουθεί σε κάποια απόσταση, επιφυλακτικός. Μόλις έφτασαν στην τρύπα, ο Μιχάλης ζήτησε από το Νίκο να του δείξει πως θα έκρυβε το σπαθί, για να το έκανε χρησιμοποιώντας τη δύναμη του σπαθιού.

Η κίνηση αυτή δεν ήταν πολύ δύσκολη, αφού έπρεπε να κυριεύσει το σπαθί και να το σφραγίσει από κάθε μαγικό κόλπο που το πλησίαζε, όπως έκανε όταν σφράγιζε το μυαλό του. Χρησιμοποίησε τη δύναμη του σπαθιού, βλέποντας πως τα είχε καταφέρει αρκετά καλά. Μετά, το τύλιξε και πάλι σε λευκό πανί που δημιούργησε και το πέταξε μέσα στην τρύπα, την οποία γέμισαν και πάλι με το χώμα που είχαν αφαιρέσει πριν και ο Νίκος ένωσε και πάλι τα χόρτα από πάνω της με μια απλή κίνηση.

Είχαν τελειώσει πια με το Σπαθί του Πεπρωμένου και έφυγαν από εκεί, και οι δύο με αργό βήμα και αρκετά κουρασμένοι.

«Εκεί δεν πρέπει να πάμε;» ρώτησε τον Νίκο σε μια στιγμή, καθώς προχωρούσαν, δείχνοντας το μικρό δασάκι που υπήρχε μπροστά τους, σε λίγα χιλιόμετρα.

«Ναι, αυτό είναι το δασάκι, φτάσαμε πολύ γρηγορότερα με την πύλη των μαύρων μάγων»

«Άντε να τελειώνουμε και με αυτό»

Ο Νίκος του εξήγησε καθώς προχωρούσαν για την αστρική προβολή. Στη χρήση αυτής της κίνησης, ένας μάγος αποχωριζόταν με το νου το σώμα του και μεταφερόταν σε ένα άλλο σημείο, όπου μπορούσαν να τον δουν οι άλλοι, αλλά εκεί ήταν άυλος και δεν μπορούσε να ασκήσει μαγεία, μόνο να ψάξει γύρω του με το μυαλό.

Μετά από λίγο σκέφτηκαν να καθίσουν λιγάκι, αφού ήταν κατάκοποι και οι δύο και χρειάζονταν λίγες ώρες ύπνου τουλάχιστον. Κάθισαν σε ένα σημείο που υπήρχαν λιγότερα χόρτα και άναψαν φωτιά με ξύλα που δημιούργησαν, για να βλέπουν και να ζεσταθούν λίγο, αφού είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα πια, λόγω της εποχής, αφού ο χειμώνας πλησίαζε σιγά-σιγά. Αποφάσισαν να κοιμηθεί πρώτα ο Νίκος και ο Μιχάλης να μείνει να προσέχει.

Μόλις ξάπλωσε ο φίλος του, Ένας περίεργος ήχος ακούστηκε. Κοίταξε δίπλα του, διαπιστώνοντας πως προερχόταν από το σακίδιο του Νίκου.

«Τι είναι αυτό;»

Παναγιώτης Βάβαλος