Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 45: Το Χωριό των Νεκρών - 3ο μέρος)

Αυτό που έχαψναν ήταν ένα παλιό κλειδί μήκους περίπου δέκα εκατοστών, με τρία μεγάλα δοντάκια να εξέχουν στο σημείο που έμπαινε στην κλειδαριά, ενώ ολόκληρο είχε ένα έντονο πράσινο χρώμα, που έδειχνε ότι είχε μόλις βαφτεί, παρόλο που πρέπει να υπήρχε πολλές δεκάδες χρόνια. Το πήρε στο χέρι του και ένιωσε πράγματι αρκετά ισχυρή μαγεία Το έβαλε στην τσέπη του, σκεφτόμενος πως θα μπορούσε ίσως να ασχοληθεί αργότερα μαζί του.

Δημιούργησε ένα δαυλό και κατέβηκε κάτω, συνεχίζοντας στον υπόγειο διάδρομο, ψάχνοντας παράλληλα με το μυαλό τον Νίκο. Δεν τον έβρισκε εκεί, ενώ είχε φτάσει σε σημείο να τρέχει, αφού γνώριζε πως τα πνεύματα μπορούσαν να κινηθούν ταχύτατα, ενώ εκείνος είχε ήδη χάσει πολύ χρόνο με την έρευνα του κλειδιού. Έφτασε στο υπόγειο του επόμενου σπιτιού χωρίς να έχει βρει κάτι, ορμώντας στις σκάλες και ανεβαίνοντας εκεί πολύ γρήγορα. Έσβησε και εξαφάνισε τον δαυλό, ψάχνοντας για τον Νίκο στο υπόλοιπο σπίτι, τον οποίο όμως δεν εντόπισε ούτε εκεί και βγήκε έξω, προσπαθώντας να ψάξει κάθε μέρος. Έτρεξε στον δρόμο που άρχιζε από εκείνο το σπίτι και έφτασε μέχρι ένα σταυροδρόμι. Κοντοστάθηκε σκεφτικός, απορώντας για το πού έπρεπε να πάει.

Μέχρι που μία άλλη σκέψη δημιουργήθηκε. Τον είχαν αφήσει να πάρει το κλειδί για να τον κάνουν να προσπαθήσει να διαφύγει, πιστεύοντας πως ο φίλος του ήταν νεκρός. Ευχόμενος να μην είχε συμβεί κάτι τέτοιο, άρχισε να πηγαίνει προς το δικαστήριο τρέχοντας, γνωρίζοντας πως πήγαινε κατευθείαν στην παγίδα τους, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή.

Δεν έκανε πολλή ώρα να φτάσει εκεί, βλέποντας πως το κτήριο ήταν πράγματι αρκετά μεγαλύτερο από τα άλλα, πέντε φορές περίπου μεγαλύτερο από τα σπίτια που είχαν δει εκεί πέρα. Μπροστά και στο κέντρο υπήρχε μια τεράστια δίφυλλη πόρτα, από ξύλο, με περίεργα σχέδια και δύο ολόχρυσα σφαιρικά χερούλια που βοηθούσαν να την ανοίξεις. Κοίταξε και τα δύο παράθυρα που υπήρχαν εκεί, σε πιο πάνω ορόφους προφανώς, πριν σπρώξει την πόρτα, χρησιμοποιώντας και λίγη μαγεία για να καταφέρει να την ανοίξει και μπει μέσα. Βρέθηκε σε ένα μεγάλο χώρο, άδειο, με μόνη εξαίρεση δύο παλιά ξύλινα παγκάκια, κοντά και πλατιά για να μπορούν να κάθονται αρκετοί, ενώ, μία μεγάλη σκάλα, με μαρμάρινα σκαλοπάτια και σιδερένια χερούλια οδηγούσε σε ψηλότερο τμήμα. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο, με τους τοίχους να έχουν ένα απαλό καφέ χρώμα.

Έτρεξε προς τις σκάλες, όπου τις ανέβηκε βιαστικά και βρέθηκε μπροστά από μία ακόμη δίφυλλη πόρτα, με σχέδια επίσης, μικρότερη από εκείνη της εισόδου. Ανοίγοντάς τη σε μία κενή αίθουσα, ενώ απέναντι υπήρχαν τρεις πόρτες. Ήταν και αυτές δίφυλλες και από ξύλο, αλλά σε αυτές υπήρχε μία επιγραφή στον τοίχο ακριβώς από πάνω, με ολόχρυσα γράμματα κάποιας άγνωστης γλώσσας. Χωρίς να χάσει χρόνο, διάλεξε να πάει στη μεσαία, αφού το λογικό ήταν να βρίσκεται στο κέντρο η πόρτα εξόδου από εκεί. Την άνοιξε για να μπει μέσα και τότε κοκάλωσε με αυτό που είδε.

Ήταν ένα δικαστήριο, όπως εκείνα που ήξερε και εκείνος, με την έδρα μπροστά όπου καθόντουσαν ο δικαστής και οι ένορκοι, μία θέση στο κέντρο για τον μάρτυρα, στις δύο άκρες μπροστά από την έδρα και στο ίδιο ύψος με τη θέση του μάρτυρα, δύο μικρά γραφεία με καρέκλες για να κάθονται οι κατήγοροι και οι κατηγορούμενοι, και οι αντίστοιχοι δικηγόροι της Ζερκαλίας, αν υπήρχαν τέτοιοι εκεί, ενώ πολλές θέσεις δεξιά και αριστερά του κεντρικού διαδρόμου, προφανώς για θεατές. Το αλλόκοτο όμως ήταν πως το δικαστήριο ήταν γεμάτο, από τη θέση του δικαστή μέχρι και την τελευταία θέση του θεατή, φυσικά από πνεύματα, που έδειχναν αρκετά ευχαριστημένα που βρίσκονταν εκεί. Και στη θέση του κατηγορούμενου καθόταν ο Νίκος, δείχνοντας απίστευτα εκνευρισμένος. Ο Μιχάλης τον κοίταξε απορημένος, ενώ δεν ήξερε αν θα έπρεπε να γίνει έξαλλος ή να βάλει τα γέλια με αυτό που έβλεπε.

Πριν όμως κάνει οτιδήποτε, πήρε τον λόγο εκείνο το πνεύμα που καθόταν στη θέση του δικαστή, το οποίο ήταν ο άνδρας που ήταν αρχηγός της ομάδας που είχε εμφανιστεί στο σπίτι που βρισκόταν το κλειδί.

«Σε περιμέναμε» είπε αναφερόμενος στον Μιχάλη, «πάρε τη θέση σου για να ξεκινήσει η δίκη σας»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε σαστισμένος, βλέποντας μετά τον Νίκο να του κάνει νόημα να πάει προς τα εκεί που ήταν και εκείνος, κάτι που τον παραξένεψε. Ρίχνοντας μια ματιά σε όλους εκεί, οι οποίοι είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους πάνω του, κατευθύνθηκε προς τον φίλο του. Έκατσε στην ξύλινη καρέκλα που υπήρχε στο γραφείο του κατηγορούμενου, δίπλα σε εκείνη του Νίκου, γυρνώντας να τον κοιτάξει.

«Τι είναι όλο αυτό;» τον ρώτησε ψιθυριστά.

«Το θέατρο του παραλόγου»

«Και τι θα γίνει τώρα;»

«Θα σου εξηγήσω όταν αρχίσει να μιλάει αυτός ο τύπος» δείχνοντας με το βλέμμα του το πνεύμα-δικαστή, «θα αρχίσει να λέει τα διαδικαστικά και θα έχουμε λίγο χρόνο»

Μετά, ο δικαστής τους έριξε μια ματιά, όπως και στους υπόλοιπους, πριν φτιάξει το λαιμό του, σαν να προσπαθούσε να επιβάλει πλαγίως τη σιωπή στην αίθουσα και αρχίσει να μιλάει, κοιτώντας όλους όσους υπήρχαν εκεί, ακόμη και τους ενόρκους δίπλα του.

«Κυρίες και κύριοι, συγκεντρωθήκαμε εδώ για να εκδικάσουμε τους δύο αυτούς ανηλίκους, όπως ορίζεται από τους κανόνες που υπάρχουν στο χωριό από τότε…»

Ο Μιχάλης είχε μείνει να κοιτάζει παραξενεμένος τον άνδρα, απορώντας με αυτή την ξαφνική σοβαροφάνεια, αλλά και με την όλη κατάσταση. Δεν μπόρεσε όμως να ακούσει τίποτα άλλο, γιατί ένιωσε ένα σκούντημα από τον Νίκο, που είχε σκύψει ελαφρώς μπροστά για να μπορέσει να μιλήσει στον Μιχάλη, δίχως να γίνει αντιληπτός από τα πνεύματα που υπήρχαν εκεί και μάλλον δεν είχαν και τις καλύτερες προθέσεις.

«Όταν μας πήραν από το σπίτι, εκείνο το φάντασμα που μας βοήθησε να βρούμε το κλειδί μου είπε κάποια πράγματα. Από ότι κατάλαβα, έλεγε την αλήθεια, γιατί όταν με έφεραν εδώ την πήραν και την πήγαν κάπου όπου θα τη φυλάκιζαν»

«Τι σου είπε δηλαδή;»

«Θα σ’ τα πω μετά αυτά. Το θέμα τώρα είναι να ξεφύγουμε από εδώ. Το πήρες το κλειδί;»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε παραξενεμένος. «Ναι. Πώς το ξέρεις ότι ήταν εκεί;»

«Μου το είπε εκείνη» συνέχισε, εννοώντας τη γυναίκα-φάντασμα που τους είχε βοηθήσει, ενώ το πνεύμα-δικαστής μιλούσε ακόμη για τους κανόνες του χωριού, «και ότι τα φαντάσματα δεν μπορούν να το αγγίξουν ή να το καταστρέψουν. Για αυτό γίνεται και αυτή η δίκη, για να μην μπορέσουμε να φύγουμε»

«Τι εννοείς; Πώς κολλάει η δίκη με το αν θα φύγουμε από εδώ;»

«Αν καταδικαστούμε, δεν μπορούμε να φύγουμε από εδώ, ακόμη και με το κλειδί»

«Δεν καταλαβαίνω. Πώς θα γίνει αυτό;»

«Εδώ κρύβεται όλο το μυστήριο. Το χωριό ήταν φυλακή»

Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος.. Πώς μπορούσε το χωριό να ήταν φυλακή; Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τις εικόνες από το χωριό, προσπαθώντας να διαπιστώσει κάτι που του ξέφευγε. Και τότε το συνειδητοποίησε. Το χωριό δεν είχε καμία έξοδο, αφού από τη μία ήταν σφραγισμένο με ισχυρή μαγεία, εκεί από όπου είχαν μπει και όλοι οι δρόμοι κατέληγαν σε σπίτια, δηλαδή δεν υπήρχε άλλη έξοδος από πουθενά. Δηλαδή αποτελούσε μια ιδιάζουσα φυλακή, δηλαδή την απομόνωση αυτών που καταδικάζονταν, όπου ο καθένας έμενε σε ένα σπίτι και ο χώρος έξω από το χωριό πρέπει να αποτελούσε καλλιεργήσιμη γη, για να παράγουν οι ίδιοι την τροφή που χρειάζονταν.

«Υπάρχει μαγεία ώστε αυτοί που καταδικάζονται να μην μπορούν να φύγουν από εδώ με κανένα τρόπο;» ρώτησε στο τέλος τον Νίκο.

«Ακριβώς. Και το κακό είναι ότι μπορεί να δράσει και σε εμάς, γιατί αυτός ο τύπος ήταν δικαστής στην κανονική του ζωή και έχει ακόμη το δικαίωμα να αποφασίζει»

«Είναι δυνατόν αυτό-»

«Πρέπει να το σκάσουμε, πριν μας καταδικάσει»

Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά στην αίθουσα σκεφτικός. Ο άνδρας μιλούσε ακόμη, κάνοντάς τον πια να απορήσει γιατί μιλούσε τόση ώρα πια, αν και αυτό τους βοηθούσε.. Του ήρθε όμως μια ιδέα, αν και δεν του φαινόταν καλή λύση.

«Να βάλουμε φωτιά σε όλη την αίθουσα;»

Εκείνος γέλασε λίγο, σαν να είχε ακούσει κάποιο αστείο. «Μέσα σε αίθουσα δικαστηρίου, κάθε προσπάθεια χρήσης μαγείας ανατρέπεται. Αυτό ίσχυε πάντα»

Ο Μιχάλης αναστέναξε, ενώ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Τι άλλος τρόπος υπάρχει;»

«Θα χρησιμοποιήσουμε το κλειδί»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε σκεφτικός. «Είναι εδώ η μαύρη πόρτα; Προλαβαίνουμε να ξεφύγουμε από τα πνεύματα;»

«Δεν εννοώ αυτό. Το κλειδί έχει και άλλες δυνατότητες. Το χρησιμοποιούσαν οι δικαστές παλιά για να φύγουν από το χωριό γρήγορα, αν συνέβαινε κάτι και κινδύνευαν. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε κι εμείς για να φύγουμε από εδώ»

Παναγιώτης Βάβαλος