Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 49: Μάχη για το Κάλδιο - 4ο μέρος)

Είχε χάσει την αίσθηση του σώματος και είχε αποκτήσει μία διαφορετική, αλλά γνώριμη. Μετά από λίγο διαπίστωσε πως είχε την αίσθηση του διαμαντιού, χωρίς όραση και με εξαιρετική ακοή. Δεν μπορούσε φυσικά να καταλάβει που βρισκόταν, αλλά σε εκείνο το χώρο επικρατούσε πλήρης ησυχία, εκτός από ένα ελαφρύ ήχο που επαναλαμβανόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Με την ακοή του βελτιωμένη αρκετά, μπόρεσε να καταλάβει πως αυτός οφειλόταν στο χτύπημα των δαχτύλων ενός χεριού πάνω σε κάτι ξύλινο. Λογικά, υπήρχε κάποιος άνθρωπος εκεί που ήταν σκεφτικός ή περίμενε κάτι.

Ξαφνικά ακούστηκε το χτύπημα μίας πόρτας, που δεν απείχε πολύ από το σημείο που βρισκόταν το διαμάντι, με αποτέλεσμα να μπορέσει να το ακούσει πολύ καθαρά.

«Πέρνα» ακούστηκε να λέει το πλάσμα με την απόκοσμη φωνή, δηλαδή ο Ερυθρός Ηγέτης.

Η πόρτα άνοιξε και βήματα ακούστηκαν, καθώς κάποιος έμπαινε μέσα. Αυτός που μπήκε στην αίθουσα έκανε λίγα βήματα και μετά κοντοστάθηκε, με το βηματισμό του να είναι αργός, προδίδοντας δισταγμό.

«Τι συμβαίνει;» άκουσε τον Ερυθρό Ηγέτη να ρωτά.

«Θέλει…» είπε ο άνδρας που είχε μπει, που είχε βαριά φωνή, αλλά έτρεμε λίγο από φόβο, «θέλει το…» συνέχισε μετά, αλλά και πάλι σταμάτησε.

«Ναι, ναι, ξέρω» είπε ο Ηγέτης, φανερά ενοχλημένος από αυτό το γεγονός, «όχι ακόμη όμως, σε λίγες μέρες. Το χρειάζομαι σε κάτι τελευταίο που θέλω να κάνω»

Η αίσθηση του διαμαντιού χάθηκε απότομα, με τους έντονους πόνους σε όλο του το σώμα να επιστρέφουν. Πονούσε το κεφάλι του, όλη η πλάτη και τα πλευρά του, ενώ ένιωθε ένα περίεργο πόνο συνδυασμένο με ένα μικρό μούδιασμα στον καρπό του δεξιού του χεριού, το οποίο δεν μπορούσε να κουνήσει από εκεί και κάτω. Με τα πόδια του να πονάνε επίσης, απέκτησε και πάλι αίσθηση του περιβάλλοντος γύρω του, με την αίσθηση του χώματος από κάτω του, στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ένας δυνατόε ήχος ακουγόταν, που όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Οι σκοτωμοί που είδε ήταν το επόμενο που του ήρθε στο μυαλό, με το στομάχι του να σφίγγεται για μία ακόμη φορά και με μία αίσθηση απελπισίας να τον κυριεύει. Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη και αν συνεχιζόταν όλο αυτό, θα υπήρχαν πολλές απώλειες από την πλευρά των Κυανών, μέχρι που οι δυνάμεις των Ηγετών θα τους αφάνιζαν.

Ο ήχος που ακουγόταν άρχισε να ξεκαθαρίζει και μετά από λίγο κατάλαβε πως ήταν ο Νίκος που του φώναζε τόση ώρα, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε πάθει. Μετά, προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, αλλά τα βλέφαρά του ήταν πολύ βαριά, ενώ στην προσπάθεια που έκανε να κουνηθεί δεν κατάφερε απολύτως τίποτα, αφού όλο του το σώμα πονούσε πάρα πολύ και ένιωθε πολύ αδύναμος. Τελικά, κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του, αν και με μεγάλη δυσκολία και να δει τι συνέβαινε γύρω του. Ο Νίκος στεκόταν από πάνω του και προσπαθούσε να τον συνεφέρει, φωνάζοντάς του παράλληλα, ενώ γύρω του οι Κυανοί προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσους από τους δικούς τους ήταν ακόμη ζωντανοί και πεσμένοι στο έδαφος. Ο μαύρος καπνός υπήρχε ακόμη γύρω από την περιοχή, πιο πυκνός τώρα, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω τους. Απόρησε με αυτό, ενώ μετά προσπάθησε να μιλήσει στον φίλο του.

«Καλά είμαι» του είπε, με τη φωνή του να βγαίνει με τεράστια δυσκολία, ενώ στο τέλος έσβησε, ενώ ένιωσε τον πόνο στην πλάτη να χειροτερεύει.

«Πιες λίγο από αυτό» βγάζοντας από το σακίδιό του το μπουκάλι με το διαφανές υγρό που είχε για βοήθεια όταν βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση.

Δεν είχε ούτε καν το κουράγιο να αρνηθεί και σήκωσε με τεράστια δυσκολία λίγο το αριστερό του χέρι, παίρνοντας το μπουκάλι. Το πέρασε κάτω από την κουκούλα του μανδύα που φορούσε και ήπιε μια γουλιά, επιστρέφοντάς το στον Νίκο με αργές κινήσεις, ο οποίος το μάζεψε στο σακίδιό του. Ούτε εκείνος βρισκόταν σε καλή κατάσταση πάντως, με πολλά τραύματα τόσο στο πρόσωπό όσο και στο σώμα του, αλλά ευτυχώς δεν έμοιαζαν πολύ άσχημα. Σίγουρα όμως δημιουργούσαν προβλήματα και ενοχλήσεις, αλλά εκείνος δεν το έδειχνε, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως ήταν σκληραγωγημένος.

«Τι είναι αυτός ο μαύρος καπνός;» ρώτησε μετά, όταν ξαναβρήκε τη δύναμη να μιλήσει, «και πού πήγαν οι Χιζέρκα;» με τη φωνή του να ακούγεται ξεψυχισμένη, ενώ στο τέλος έσβησε.

«Είναι η επίθεση του μαύρου καπνού. Και αυτός ο μαύρος καπνός που βλέπεις είναι οι Χιζέρκα που ετοιμάζουν την επίθεσή τους»

Ο Μιχάλης έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος. «Τι επίθεση είναι αυτή;»

«Δεν ξέρω πολλά για αυτήν. Είναι πάντως μια ειδική επίθεση που μπορούν να πραγματοποιήσουν μόνο οι Χιζέρκα, κατά την οποία μετατρέπονται σε μαύρο καπνό και συγκεντρώνουν τη δύναμή τους. Μόλις γίνει αυτό, επιτίθενται στους αντιπάλους με όλη αυτή τη δύναμη»

«Και πώς θα αμυνθούμε;».

«Αυτό είναι το πρόβλημα» είπε ο Νίκος κοιτάζοντας τον πυκνό καπνό που είχε συγκεντρωθεί κυκλικά γύρω τους, «δεν μπορούμε να αμυνθούμε. Όλες τις φορές που οι Χιζέρκα έχουν κάνει αυτή την επίθεση, πέτυχαν και καθάρισαν όλους εκείνους που τη δέχτηκαν. Δεν έχει βρεθεί τρόπος να τη σταματήσει. Και αυτά είναι τα ευχάριστα νέα. Είμαστε καταδικασμένοι» είπε σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.

Στράφηκε και πάλι προς τον καπνό. Συνειδητοποιώντας πως δεν υπήρχε τρόπος να σωθούν από αυτή την πολύ περίεργη επίθεση των Χιζέρκα και με το μυαλό του θολωμένο, ώστε να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα, όχι δηλαδή ότι θα γινόταν κάτι. «Πότε θα επιτεθούν;»

«Ιδέα δεν έχω» του απάντησε εκείνος, «θα το μάθουμε σύντομα πάντως»

Η λέξη αυτή κόλλησε στο μυαλό του. Την τελευταία στιγμή είχε συνήθως κάποια ιδέα. Και όντως το μυαλό του λειτούργησε. Μία ακραία κίνηση. Δεν είχαν άλλωστε και τίποτα να χάσουν, επομένως άξιζε να το δοκιμάσει. Προσπάθησε να σηκωθεί λιγάκι, αλλά δεν τα κατάφερε. Τελικά, αποφάσισε να το δοκιμάσει από εκείνη τη θέση συγκεντρώνοντας τη δύναμή του στο να κουνήσει το αριστερό του χέρι.

«Τι λες να γίνει αν βάλουμε φωτιά στον καπνό;» ρώτησε τον Νίκο.

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με αργές κινήσεις. Δεν έβλεπε φυσικά το πρόσωπό του, αλλά ήταν σίγουρος πως η έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του είχε δώσει τη θέση της σε εκείνη της έκπληξης.

«Τι εννοείς;»

«Περίμενε και θα δεις» είπε και χαμογέλασε ικανοποιημένος, αν και ήξερε πως εκείνος δεν μπορούσε να τον δει.

Έκλεισε τα μάτια του, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και τις απελευθέρωσε με μία μικρή κυκλική κίνηση του αριστερού του χεριού. Η κίνηση αυτή τον εξάντλησε, αλλά πρέπει να έπιασε. Ανοίγοντας τα μάτια του, είδε την τρομερή μαύρη φωτιά να απλώνεται πάνω στον καπνό, με μια συνοδεία πολλών ουρλιαχτών που ακούστηκαν πάρα πολύ δυνατά, αλλά εκείνος άρχισε να μην ακούει καλά, ενώ η όρασή του παράλληλα θόλωνε. Οι αισθήσεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και για μία ακόμη φορά βυθίστηκε στο σκοτάδι, που του απάλυνε τους πόνους…

Παναγιώτης Βάβαλος