Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 5 - μέρος 1)

«Εταουτεύταν τ’ εμέτερ…» (α΄ μέρος)

«Και έγινε αντάρτης ο προπροπάππους μας τελικά» στοχάστηκε ο Σάββας. «Πόσο σκληρά καρύδια αυτοί οι άνθρωποι! Να ζούνε στα βουνά χειμώνα καλοκαίρι, χωρίς τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους...»

«Ήταν, Σαββούλη, σκληρά καρύδια και γενναίοι, ατρόμητοι! Πόντιος σκιρός και παλαλός, αέτς δε λέμε;»

«Κι η προπρογιαγιά;» μπήκε στη μέση με αγωνία η Αρετή. «Τότε έμεινε έγκυος, πριν φύγει ο άντρας της;»

«Ναι, Αρετούλα, τότε... Και γέννησε τον γιο της, τον προπάππο σας τον Μανουήλ, άμον η Παναΐα, απές σ' Αγροτσάλτς το σπελ, χίλιοι διακόσιοι Ματσουκάτες κρυφτήκαν εκεί μέσα να γλυτώσουν απ' τους Τούρκους που τους κυνηγούσαν, τον μαύρο εκείνο Απρίλ' του 1916, μόλις είχανε πάρει οι Ρώσοι την Τραπεζούντα, ο πρώτος διωγμός που έγινε στον Πόντο*» της απάντησε ο παππούς τους και το βλέμμα του σκοτείνιασε, καθώς θυμόταν και άρχισε να ξεδιπλώνει τις αφηγήσεις για τις τραγικές ώρες των προγόνων του...

***

«Εταουτεύταν τ' εμέτερ'

σα άγρα τα ρασία

Α σον εχτρόν κυνηγημέν'

άμον Θεού πουλία...»

Απρίλιος 1916

«Έλα, νύφε, να καθίσεις στην αυλή, να πάρεις λίγο αέρα» είπε ο Μανουήλ εκείνο το πρωί, σηκώνοντας αγκαλιαστή στα χέρια του την Αρετή, και την έβαλε να καθίσει σε ένα πελεκημένο κούτσουρο εννιά μήνες είχανε διαβεί από κείνη τη χαραυγή που ο Σάββας πήγε αντάρτης, κρατώντας το μαρτέν του κύρη του και την ευχή της μάνας του, κι η ευχή του στο μεταξύ είχε εκπληρωθεί, ο σπόρος που της έσπειρε με το στερνό τους σμίξιμο ρίζωσε στη μήτρα της καλής του κι ήταν έτοιμος τώρα να βλαστήσει, μόνο που την τρόμαξε πολύ την Αρετούλα αυτή η πρώτη γκαστριά, στον έκτο μήνα ήταν ακόμα, όταν, γυρνώντας μια μέρα με τη Σόνια απ' το ορμάν, φορτωμένες ένα σελέκ ξύλα η καθεμία - στο σπίτι της το πατρικό είχε εγκατασταθεί ξανά η κουνιάδα της μετά τον χαμό του Σίμου και της κυρά Βδοξίας -, ξάφνου διπλώθηκε στα δύο απ' τον πόνο και μάτωσαν τα ρούχα της, κι η μαμή που ήρθε έπειτα να τη δει τής είπε να μείνει ξάπλα ως τη γέννα, αν ήθελε να μην κινδυνέψει ούτε εκείνη, ούτε το μωρό...

«Πατέρα... Ο Σάββας τι κάνει;» ρώτησε τον πεθερό της, μόλις έκατσε, λαχανιαστά από το βάρος της κοιλιάς της που της πίεζε πια τους πνεύμονες, έτσι αποκαλούσε πια τους γονείς του άντρα της, μάνα και πατέρα, το μαχ είχε πάει περίπατο καιρό... «Καλά είναι; Τι σε λέει ο θείος ο Οδυσσέας;»

«Καλά είναι, κόρη μου, μη στεναχωρεύκεσαι» της απάντησε εκείνος, βαστώντας στοργικά το χέρι της μες στις χούφτες του, και πρόσθεσε αμέσως με παράπονο: «Άμα... κι άλλο καλλίον θα έτον να έστεκεν αδακά, να τερεί το παιδίν ατ σίτα θα γεννάται...»

Έσκυψε το κεφάλι ο κυρ Μανουήλ, αναστενάζοντας βαριά, κι η Αρετή σήκωσε το δικό της και κύτταξε τη μηλίτσα που έστεκε από πάνω τους, Απρίλης μήνας μπήκε, Πάσχα σε λίγο, μα το δεντράκι δεν έλεγε να ανοίξει, να βγάλει άνθια και φύλλα, σαν ξεραμένο έμοιαζε, ίδιο με την καρδιά της, άπλωσε τότε λοιπόν το χέρι της και χαϊδεύοντάς τον κορμό του ήρθε στα χείλη της το τραγούδι:

«Και ντ' έπαθες χαμόμηλον και στέκεις μαρεμένον;

Γιαμ η ρίζα σ' εδίψασεν, γιαμ ο καρπό σ' ελάεν

Γιαμ α σα χαμελόκλαδα κανέναν ετραλίεν;

Νιαμ η ρίζα μ' εδίψασεν, νιαμ ο καρπό μ' ελάεν

νιαμ α σα χαμελόκλαδα μ' κανέναν ετραλίεν

Ένα κορίτσ' κι ένα παιδί ση ρίζα μ' εφιλέθαν

κι εποίκαν όρκον κι όμνυσμαν να μ' εφτάν' χωρισίαν

ατώρα εχωρίγανε, φοούμαι α σο κρίμαν...»

«Δε φταις εσύ, μηλόπο μ', όχι» παρηγόρησε το δεντράκι, τελειώνοντας το τραγούδι, σαν να μπορούσε να τη νιώσει. «Δε φταις εσύ που είναι τώρα ο Σάββας μακριά μου... Αλλομίαν θα κλώσκεται, θα ελέπς, κι ατότε θα κάθουμες αφκά σην εβόρα σ' και θα ταντανίζμε το μωρόν εμούν, και θα φαΐζμ' ατό τα μήλα σ'...»

***

Μεγάλη Τρίτη ήταν, 5 του Απρίλη, όταν μπήκαν οι Ρώσοι απελευθερωτές στην Τραπεζούντα, σταμάτησαν όμως λίγο πιο πάνω από τη Λιβερά, στο Χορτοκόπ, και οι Τούρκοι καθώς υποχωρούσαν, μανιασμένοι απ' το κακό τους, δώσαν' εντολή στους κατοίκους των χωριών που βρίσκονταν γύρω από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πορευτούν προς το Γκιουμούσχανε, την Αργυρούπολη, και πανικός επικράτησε τότε στους χριστιανούς, κανείς δεν ήθελε να φύγει έτσι, είχανε δει βλέπεις τον περασμένο χρόνο τους Αρμενίους να εκτοπίζονται κι αυτοί και να τους αφανίζουν καθ' οδόν...

«Ντο να εφτάμεν, ποπά Γιάννε;» ρωτούσαν απεγνωσμένα οι χωρικοί της Κουνάκας τον παπά - Γιάννη τον Χριστοφορίδη. «Αν τους ακούσουμε και φύγουμε, θα μας σφάξουν κι εμάς στον δρόμο, όπως έκαναν με τους άχαρους τους Αρμένιους πέρσι! Ο Τούρκος 'κ' εν να στεκς απάν' ατ'**!»

«Ησυχάστε, χριστιανοί, ησυχάστε!» είπε ο παπάς με τη βροντερή φωνή του. «Δε θα τους ακούσουμε, θα σκορπιστούμε όπου μπορεί ο καθένας, στα ορμάνια, στα μοναστήρια μας, στα σπήλαια και στις οπές της γης, ώσπου να περάσει το κακό και να δώσει ο Θεός να γυρίσουμε στα σπίτια μας... Θαρσείτε!»

«Παναΐα μ'... Τι κακό μάς βρήκε πάλι!» γόγγυξε η Λισάφη, κάνοντας τον σταυρό της, και κύτταξε γεμάτη ανησυχία τη νύφη της που κοντανέσαινε στηριγμένη πάνω στον πεθερό της. «Έχουμε τον πατέρα ανήμπορο, τα μωρά σου, Σόνια μ', και η Αρετή είναι στον μήνα της...»

«Θα τα καταφέρουμε, μανίτσα μ'... Πρέπει να 'μαστε δυνατοί» της έσφιξε τα μπράτσα η μαυροφορεμένη κόρη της. «Τόσα και τόσα περάσαμε ήδη και δε μας λύγισε τίποτα...»

«Δίκιο έχει η Σόνια μας» πήρε το μέρος της και ο Μανουήλ. «Άντε, πάμε σπίτι να το πούμε στον κύρη και στη μάνα, να δούμε πού θα πάμε, πώς θα σωθούμε... Θεέ μ', βαλ' το χέρι σ', ποδεδίζω σε...»

Την άλλη μέρα κιόλας, όλη η οικογένεια πήρε τον δρόμο της φυγής - όλη, εκτός από τον πάππο τον Σάββα και την καλομάνα τη Συμέλα... «Παιδία μ', εμένα πια να μη με υπολογίζετε, βάρος θα σας είμαι... Την κιαντήν εσούν ωρεάστεν και την Αρετούλα μουν που είναι βαρεσμέντζα» είπε ο κατάκοιτος γέροντας και η γερόντισσά του δήλωσε κι αυτή πώς θα 'μενε μαζί του, κρατώντας του σφιχτά το χέρι, με δάκρυα τούς αποχαιρέτησαν λοιπόν και πήραν τον δρόμο της φυγής που πίστευαν ότι θα τους έσωζε, όλοι πεζή κι η Αρετή στην αγκαλιά του πεθερού της, που στοργικά την κουβαλούσε στα χέρια του και της έδινε κουράγιο...

«Πατέρα... Φοούμαι, το μωρό μ'...»

«Κάνε καρδιά, νύφε... Θεέ μ', ατό γιατί συρ'με ατό; Ντ' εθέλναμε; Άναλον χαβίτς και ειρηνεμένον βίον***!»

«Σώπα, πατέρα... Σώπα, με τα παραπονέματα τιδέν 'κ' ίνεται» τον παρακάλεσε η Σόνια, βαστώντας γερά από τα χεράκια τους τα δύο ορφανά βλαστάρια της, που σέρνανε τα ποδαράκια τους. «Ελάτε, Μιχαλάκη μου, Βδοξούλα μ', προχωρήστε, πουλόπα μ'...»

Στο μεγάλο σπήλαιο δίπλα στην Κουνάκα, στο Αγροτσάλτς, εκεί βρήκαν καταφύγιο οι Ποιμενίδηδες, αντάμα με άλλους χίλιους διακόσιους Ματσουκάτες, άντρες, γερόντια και γυναικόπαιδα. Η Αρετή δεν άντεχε άλλο, οι πόνοι της γέννας την είχαν κιόλας πιάσει, την ξάπλωσαν λοιπόν κατάχαμα και βάλθηκαν όλες μαζί οι γυναίκες να την ξεγεννήσουν, σε έναν τοκετό που θύμισε σ' όλες τους αυτόν της Παναγιάς...

«'Κι επορώ... 'Κι επορώ, μάνα, άλλο 'κι επορώ...» στέναζε η πρωτόγεννη δεκαεπτάχρονη Ποντιοπούλα μες στις ωδίνες της, μπήγοντας τα νύχια στο χέρι της πεθεράς της. «Σάββα μ', αρνί μ', μερ' ευρίεσαι; Σάββααα μ'!» έσκουζε ύστερα, μόλις ο πόνος ερχόταν δυνατότερος, και η φωνή της έσκιζε την καρδιά της Λισάφης...

«Κουράγιο, νύφε... Κουράγιο, εγώ είμ' αδά...»

«Σπρώξε, νετσή! Σπρώξε, έρται το μωρόν!» την παρακινούσαν οι άλλες, και η Λισάφη έβγαλε τώρα το λετσέκ της και της το 'χωσε ανάμεσα στα δόντια, να μη δαγκώσει και κόψει τη γλώσσα της‧ κι όταν η Αρετή νόμιζε πια πως θα παρέδιδε το πνεύμα της από τον πόνο, ο καρπός της αγάπης της με τον Σάββα ξεγλίστρησε επιτέλους απ' τη μήτρα της στο φως του κόσμου τούτου, και το γερό του κλάμα πλημμύρισε το Αγροτσάλτς και γλύκανε τις καρδιές όλων των κατατρεγμένων, μουσκεύοντας τα μάτια τους...

«Αγούρ' εν! Φως σ' ομμάτεα σουν!» ανήγγειλε η μαμή από το Γιαννακάντων που το πήρε πρώτη στα χέρια της, και αφού του έκοψε τον ομφάλιο λώρο με το μαχαίρι του άντρα της κι έβγαλε τον πλακούντα, τύλιξε το βρέφος στην ποδιά της γιαγιάς του και το 'δωσε στη μανούλα του, που το δέχτηκε με λαχτάρα...

«Να σου ζήσει ο υιό σ', κορτσόπο μ'! Τη Χριστού την ευλοΐαν ας εχ', ατός πα απές σο σπελ' εγεννέθεν...»

«Αγούρ' ιμ... Εσύ είσαι ο γιος μου, ο γιος μας!» ψιθύριζε εκείνη, σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της και γεμίζοντάς το με φιλιά, κι έκλαιγε, κι ο Μανουήλ με τη Λισάφη πήραν κι αυτοί στα χέρια τους τον εγγονό τους, τον φίλησαν και τον ταχτάρισαν λιγάκι, μα την ψυχή τους πλάκωνε η θλίψη, βαριά κι ασήκωτη, που το κλαδί απ' το κλαδί τους γεννιόταν κυνηγημένο και που ο κανακάρης τους δεν ήταν εκεί, να μάθει ότι κάρπισε ο σπόρος του στη γη της ποθητής του και να χαρεί μαζί το ήδη βασανισμένο νιο αντρόγυνο...

Τρεις μέρες κάθονταν ήδη μες στο σπήλαιο, και τους βαστούσε η φρούδα ελπίδα πως οι Ρώσοι θ' ανέβουν να τους σώσουν‧ κάποτε, κάποιοι έβγαιναν, πήγαιναν γύρω στα χωριά, στην Κουνάκα, στο Γιαννακάντων, στην Ποντίλα, για να φέρνουνε φαγιά, ή να φροντίζουν τα ζωντανά τους που τα 'χανε ξαμολημένα στα χωράφια, βυζάλιζε κι η Αρετή τον γιόκα της και έλεγε πότε να γυρίσουν σπίτι τους, να τον βάλει στο κουνί του και να τον νανουρίσει... Ρώσος όμως πουθενά δε φάνηκε, μονάχα Τούρκοι, την τέταρτη μέρα πια, κάθισαν αντίκρυ στη σπηλιά και κάλεσαν τους προεστούς των Ρωμιών να διαπραγματευθούν, «μην καρτεράτε τη Ρωσία», τους είπαν, «εμπιστευτείτε μας κι ελάτε μαζί μας να σας πάμε στο Χαψίκιοϊν κι από κει στην Κιμίσχανα, πέρα απ' την οροσειρά της Ζύγανας...», αλλά νωπές ήταν ακόμα οι θύμησες της σφαγής των Αρμενίων στον νου των κατατρεγμένων, οι βιασμοί κι οι αγριότητες, «εκείνα τα ποτάμια, τα δάση και τα ρέματα, γεμάτα κεφάλια παιδιών, τα μαλλιά τους ακόμα δεν έπεσαν, με τα μάτια μας τα είδαμε, οι φωνές τους ακόμα ακούγονται, και σεις ζητάτε να μας γελάσετε πώς θα πάμε ήρεμα προς τη Ζύγανα; Όχι, εδώ κάτω θα πεθάνουμε όλοι μας» αποκρίθηκαν με μια φωνή οι προεστοί τους, και τότε οι Τούρκοι, βλέποντας την ξεροκεφαλιά τους, ανασκουμπώθηκαν για μάχη, το ίδιο και οι Έλληνες. Ταμπουρώθηκαν το λοιπόν οι δυο πλευρές κι αρχίσαν να πυροβολούν, πέντε μέρες μάχονταν συνέχεια, και αντιβούιζε ο Αγροτσάλτς...

«Σώνεται το νερό... Δε θ' αντέξουμε» μουρμούριζε η Λισάφη, κυττώντας ανήσυχα τον νεογέννητο εγγονό της που κλαψούριζε γκρινιάρικα στην αγκαλιά της νύφης της, κι εκείνη της ανταπέδιδε το βλέμμα, το βλέμμα αυτό της αγωνίας που όλοι το μοιράζονταν, ώσπου στο τέλος, βλέποντας οι πρόκριτοι πως κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα, έσκυψαν το κεφάλι και πήγαν και συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους και τον καϊμακάμη της Ματσούκας, βγήκαν οι κακόμοιροι χριστιανοί από το σπήλαιο και άρχισαν να βαδίζουν τον πικρό δρόμο της εξορίας, μέχρι που έφτασαν σ' ένα γεφύρι του ποταμού Πρύτανη...

«Θα μας χαλάσουνε, νετσήδες... Θα μας κάνουν ό, τι κάναν' στις Αρμένισσες!» ψιθύρισε μια κοπέλα. «Εγώ στα χέρια τους δεν πέφτω!» συμπλήρωσε και κύτταξε με απελπισία τα φουσκωμένα νερά...

«Ούτε κι εγώ!» συμφώνησε μια δεύτερη, «καλλίον ο θάνατος!» ξέσπασε και μια τρίτη, και ευθύς έδωσαν πρώτες έναν πήδο και έριξαν τα παρθενικά κορμιά τους στο ποτάμι...

«Ούτε εγώ, ούτε εγώ!» σκλήριξαν κι άλλα κορίτσια ανύπαντρα και νέες γυναίκες, και η μια πίσω από την άλλη έπεφταν στο νερό, να πνιγούν, να γλυτώσουνε, τις πήραν χαμπάρι οι άλλοι και ικέτεψαν τους φρουρούς τους να σταματήσουν, να τις προλάβουν ζωντανές...

«Συμελίτσααα! Συμελίτσα μ', πού είσαι; Βοήθεια, η κουτσή μ' ελάγγεψ' σο νερόν!» φώναζε κι η Δόμνα, και σύντομα οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν, βλέποντας το σώμα του μεγάλου της κοριτσιού να επιπλέει στα κρύα νερά του ρέματος, είχε σαλέψει το μυαλό της κοπελίτσας ολότελα στην πιθανότητα να ασελγήσουν ξανά οι σκύλοι πάνω της και έτσι με τον νου χαμένο έκανε κι εκείνη το δικό της «θανατί λάγγεμαν»...

«Είναι νεκρή, Δόμνα μ'» της είπε ο Μανουήλ με δάκρυα στα μάτια, μόλις ανέσυραν την ανιψιά του και πάσχισαν όλοι μάταια να δουν μήπως ζούσε ακόμα. «Σπίξον την κάρδια σ'...»

«Συμελίτσααα! Κόρη μ'! Όχι, όχι, παιδί μου, όχι! Ντ' εποίκες, πουλόπο μ', γιατί το 'κανες αυτό; Θεέ μ'!» ούρλιαξε η δόλια μάνα, κρατώντας στην αγκαλιά της την πρωτότοκή της, ρίχτηκαν σιμά της κι η Νάστα με τη Νοπίτσα και θρηνούσανε την αδελφούλα τους, μα οι Τούρκοι οίκτο δεν έδειξαν, γαβγίζοντας τους ανάγκασαν τους δύσμοιρους έγκλειστους του Αγροτσάλτς να σηκωθούν, αφήνοντας άταφα τα είκοσι έξι τρυφερά θηλυκά κουφάρια που διάλεξαν τον θάνατο παρά την ατίμωση, και μαζεύοντας τα κομμάτια των ψυχών τους να σύρουν ξανά τα ποδάρια τους στον δρόμο, πέρα απ' τα όρη της Ζύγανας, στην Αργυρούπολη, στον τόπο του μαρτυρίου τους, ενώ στα πυκνά ορμάνια και στα μοναστήρια της Ματσούκας οι ορδές των ατάκτων επέλαυναν και ξεκληρίζανε ήδη τα άλλα αδέλφια τους που είχανε καταφύγει μέσα τους...

 

Σπελ = σπηλιά. Το σπήλαιο «Αγροτσάλτς» βρισκόταν δίπλα στην Κουνάκα και μέσα του βρήκαν καταφύγιο 1.200 άνθρωποι στη διάρκεια του διωγμού της Ματσούκας, οι οποίοι σύμφωνα με τις σχετικές πηγές μετά από αντίσταση ενάντια στους Τούρκους αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν λόγω πείνας και να βαδίσουν εξόριστοι προς την Αργυρούπολη (Γκιουμούσχανε ή Κιμίσχανα), όπου παρέμειναν ως το καλοκαίρι του 1916, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν και την υπόλοιπη Ματσούκα.

*Η προέλαση του ρωσικού στρατού μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας σταμάτησε λίγο πιο πάνω από τη Λιβερά, στην περιοχή Χορτοκόπ', με αποτέλεσμα οι οπισθοχωρούντες Τούρκοι να δώσουν διαταγή στους κατοίκους των χωριών της εξαρχίας της μονής Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να βιαιοπραγήσουν ύστερα απέναντί τους, όταν εκείνοι δεν τους υπάκουσαν, φοβούμενοι μήπως υποστούν τα ίδια με τους Αρμένιους συντοπίτες τους που είχαν εκτοπιστεί και σφαγεί καθ' οδόν το προηγούμενο έτος.

Μαρτέν = είδος τουφεκιού

Σελέκ = φορτίο, φόρτωμα

Σίτα = όταν, καθώς

Ελάεν = καταστράφηκε

Ετραλίεν = τσακίστηκε

Νιαμ = ούτε

Αλλομίαν = πάλι

Εβόρα = ίσκιος

Ταντανίζω = ταχταρίζω, χορεύω στα γόνατα

**Έκφραση που θα μπορούσε να σημαίνει «δεν είναι εμπιστοσύνης»

Την κιαντήν = τον εαυτό

Βαρεσμέντζα = έγκυος

Σύρω = τραβάω, υπομένω

***Χαβίτς = χυλός από καλαμποκάλευρο, άναλον = ανάλατο. Σημαίνει ότι είναι προτιμότερη η φτωχική και ειρηνική ζωή

Γιαννακάντων, Ποντίλα = χωριά της Άνω Ματσούκας

Βυζαλίζω = θηλάζω

Λαγγεύω = πηδώ

Θανατί λάγγεμαν = «άλμα θανάτου». Όνομα χορού της Πάφρας του Δυτικού Πόντου, που αναφέρεται στην αυτοθυσία των κοριτσιών της περιοχής στο κάστρο του ποταμού Άλυ το 1680 για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.