Ερωτεύτηκα έναν βρικόλακα - veraveroula

«Σήμερα η μέρα είναι χάλια» άρχισε να παραπονιέται η Αλίνα. Αμέσως γύρισα προς το μέρος της στο πίσω θρανίο, παρατηρώντας το γεμάτο βαρεμάρα βλέμμα της. Δεν κρατήθηκα και αμέσως της ανταπέδωσα γεμάτος εκνευρισμό:

«Ακόμα δεν ξεκίνησε η μέρα κι εσύ γκρινιάζεις;»

Δεν απάντησε. Τότε στράφηκα προς τον κολλητό μου που καθόταν δίπλα της.

«Χαρά στο κουράγιο σου φιλαράκι» του έγνεψα, δίνοντάς του ένα μικρό χτύπημα στην πλάτη.

Εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας που μαρτυρούσε το πόσο κουρασμένος ήταν από την κακή διάθεση της κοπέλας του.

«Την αγαπώ πολύ κι αυτό με κάνει να ανέχομαι τη μουρμούρα της». Αυτή ήταν μια πολύ διπλωματική απάντηση που θα τον απάλλασσε από έναν παραπάνω λόγο να ακούει την γκρίνια της Αλίνας.

Ξαφνικά, η πόρτα της αίθουσας άνοιξε. Η καθηγήτρια που στεκόταν στο κατώφλι μαρτυρούσε πως το μάθημα ξεκινάει. Αφού μπήκε στην τάξη, άφησε την τσάντα της στην έδρα, έβγαλε το βιβλίο της και ξεκίνησε να παραδίδει το μάθημα της. Λίγο αργότερα η πόρτα χτύπησε και μπήκε μέσα ο διευθυντής μαζί με μια κοπέλα.

«Να σας γνωρίσω την καινούργια σας συμμαθήτρια, την Έλλη. Μπορείς να κάτσεις τώρα κορίτσι μου».

Εκείνη πλησίασε προς το θρανίο μου και αφού ήμουν μόνος μου της πρότεινα να κάτσει μαζί μου. Μου έγνεψε καταφατικά και τράβηξε την καρέκλα προς το μέρος της. Το μάθημα συνεχίστηκε μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Τότε βρήκα την ευκαιρία να της μιλήσω:

«Γεια σου, είμαι ο Ιάσονας. Πώς σε λένε;»

«Είμαι η Έλλη, χάρηκα» έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου, ανταποδίδοντας στη χειραψία μου.

«Από που μας έρχεσαι;»

«Από Αντικύθηρα».

«Πρέπει να είναι τέλεια εκεί».

«Μπα, δε θα το ‘λεγα».

«Και, γιατί έτσι;»

«Δεν έχει καθόλου κόσμο. Φαντάσου ότι το νησί έχει πληθυσμό πενήντα εννιά άτομα».

«Οκ, καταλαβαίνω».

Σηκώθηκε από το θρανίο και με ρώτησε ντροπαλά να της δείξω πού είναι το κυλικείο. Αμέσως σηκώθηκα από το θρανίο, της έπιασα το χέρι και τη συνόδευσα μέχρι εκεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια του διαλείμματος συζητούσαμε για διάφορα θέματα και παρατηρούσα πόσο υπέροχο πλάσμα ήταν. Σιγά-σιγά φτάσαμε στην τελευταία ώρα. Έτσι, αφού χτύπησε το κουδούνι, ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας.

Όσο περνούσαν οι μέρες τη γνώριζα όλο και καλύτερα. Είχαμε βγει μερικές φορές για καφέ και μιλάγαμε πότε στο σχολείο και πότε στο Facebook. Γνώρισε κι άλλα παιδιά και έγινε κολλητή με την Αλίνα, αλλά παρόλα αυτά συνέχιζε να κάθεται μαζί μου στο θρανίο. Μπορεί να σας ακουστεί λίγο αναμενόμενο, αλλά την ερωτεύτηκα τρελά. Είναι ιδιαίτερη κοπέλα. Κάποια στιγμή ο κολλητός μου με ρώτησε:

«Τι τρέχει με την Έλλη;»

«Τίποτα».

«Άστα αυτά. Είσαι ερωτευμένος μαζί της;»

«Φαίνεται τόσο πολύ;»

«Όχι, ρε φίλε, αλλά εγώ σε ξέρω από μικρό παιδί. Πόσος καιρός πάει;»

«Δύο εβδομάδες περίπου».

«Και τι περιμένεις για να μου το πεις;»

«Δεν ξέρω, απλά επειδή τα έχεις με την κολλητή της δίστασα».

«Η Έλλη το ξέρει;»

«Δεν της το έχω πει».

«Και τι περιμένεις;»

«Τίποτα, απλά φοβάμαι».

«Τι φοβάσαι;»

«Μήπως με απορρίψει».

«Γιατί να σε απορρίψει, ρε Ιάσονα;»

«Μπορεί να τα έχει με άλλον».

«Όχι, ρε, μόνη της είναι. Κάνε την πρώτη κίνηση. Ποτέ δεν ξέρεις».

«Λες;»

«Λέω».

«Και τι να κάνω;»

«Ζήτησέ της να βγείτε».

Και τότε ήταν που είδα την Έλλη να κάθεται με την Αλίνα στο παραπέρα παγκάκι. Μόλις τις είδε ο Παύλος, σήκωσε το κινητό του.

«Τι κάνεις, ρε Παύλο;»

«Στέλνω μήνυμα στην Αλίνα να βγούμε μετά το σχολείο για να σας αφήσουμε λίγο μόνους σας».

«Τι εννοείς, ρε;»

«Θα της ζητήσεις να βγείτε σήμερα. Πάμε να της μιλήσεις. Στη βράση κολλάει το σίδερο».

«Τι λες, δεν είμαι προετοιμασμένος ψυχολογικά γι’ αυτό».

«Πολύ αργά».

Και με αυτή του τη φράση φτάσαμε μπροστά στα κορίτσια.

«Για πιο πράγμα είναι πολύ αργά, αγόρια;» μας ρώτησε η Αλίνα γεμάτη περιέργεια, θέλοντας να μπει στη συζήτηση.

«Τίποτα, κάτι έλεγα με τον Ιάσονα».

«Και τι λέγατε;»

«Άσε την ανάκριση, ρε Αλίνα! Τα δικά μου λέγαμε. Μην ανησυχείς, ο Παύλος σε λατρεύει, έχω βαρεθεί να μου λέει πόσο τέλεια είσαι».

Αμέσως σηκώθηκε και τον αγκάλιασε δίνοντάς του ένα παθιασμένο φιλί.

«Αμάν, ρε παιδιά, θα πάθουμε τίποτα από το πολύ πάθος και το πολύ μέλι».

«Θα συμφωνήσω με την Έλλη».

Και τότε η Αλίνα γύρισε και μας είπε:

«Όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια».

Και τότε ξέσπασε σε γέλια. Μετά άφησε τον Παύλο και κάθισε ξανά δίπλα στην Έλλη. Μετά από μερικά λεπτά συζήτησης, ο Παύλος μου έχωσε μια διακριτική, αλλά δυνατή αγκωνιά στο πλευρό.

«Άουτς! Τι έπαθες, ρε;»

«Κάτι ξεχνάς».

«Σωστά. Έλλη, θες να βγούμε σήμερα το απόγευμα;» της είπα με όλο μου το θάρρος.

«Ναι, γιατί όχι;»

«Ενδιαφέρεσαι για σινεμά;»

«Ναι. Παίζει κάτι ωραίο απ’ όσο ξέρω».

«Τέλεια. Θες να πάμε μετά το σχολείο να βγάλουμε εισιτήρια;»

«Ναι».

Κι έτσι έγινε. Βγάλαμε εισιτήρια για την προβολή των εννιά.

«Να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου;»

«Ναι».

«Γύρω στις οκτώ και μισή είναι καλά;»

«Ναι, νομίζω πως είναι ό,τι πρέπει».

Τότε, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι της Έλλης.

«Θα περάσω κατά τις οκτώ και μισή. Να είσαι έτοιμη».

«Εντάξει».

«Καλό μεσημέρι».

«Επίσης».

Μόλις έφτασα στο σπίτι πήρα τηλέφωνο τον Παύλο για να του πω τις εξελίξεις. Αφού μιλήσαμε λίγο, αποφάσισε να έρθει σε καμιά ώρα για να δούμε τι θα φορέσω. Ύστερα, έκατσα με τους γονείς μου και την αδερφή μου στο τραπέζι για φαγητό.

«Μαμά, μετά θα έρθει ο Παύλος για λίγο».

«Εντάξει, αγόρι μου».

«Επίσης, θα πάω σινεμά με την Έλλη».

«Εντάξει, παιδί μου».

«Εσύ, Νίνα, θα μείνεις μέσα σήμερα;»

«Ναι, μαμά. Θα έρθει η Ελένη να κάνουμε μια εργασία».

Η Νίνα είναι μεγαλύτερη από εμένα κι όταν λέει ότι θα μείνει μέσα για εργασία εννοεί ότι αν έχει όρεξη να βγει, θα το κάνει αργότερα. Και αυτό είναι εντάξει, γιατί είναι η μεγάλη.

Μετά το φαγητό τής ζήτησα να με βοηθήσει με το ραντεβού μου. Ήταν πολύ καλή με το να δίνει συμβουλές για το πώς να ρίξω την κοπέλα που μου αρέσει. Όταν ήρθε και ο Παύλος κάτσαμε λίγο, διαλέξαμε τι θα βάλω και παίξαμε βιντεοπαιχνίδια για να περάσει η ώρα. Μου είπε, πως η Αλίνα είχε πάει στο σπίτι της Έλλης, για να τη βοηθήσει να ετοιμαστεί για απόψε.

Όταν η ώρα πήγε οκτώ, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι. Μετά από ένα τέταρτο, έφυγα με τον Παύλο και πήγαμε στο σπίτι της Έλλης. Πήγα μαζί της σινεμά, ενώ ο Παύλος με την Αλίνα πήγαν για ψώνια στο εμπορικό κέντρο. Όταν φτάσαμε εκεί, η ώρα ήταν παρά δέκα και σκεφτήκαμε να πάμε στο κυλικείο.

«Τι θα πάρετε;» μας ρώτησε η πωλήτρια με χαμογελαστό ύφος.

«Ένα κουτί νάτσος με ντομάτα και ένα μεγάλο ποτήρι κόκα κόλα. Εσύ, Έλλη;»

«Ένα κουτί νάτσος με τυρί και έναν χυμό βιολογικών φρούτων».

Αφού τα ετοίμασε, πλήρωσα και πήγαμε προς την αίθουσα. Είχαμε πέντε λεπτά μέχρι να ξεκινήσει η προβολή μας.

«Έλλη, είσαι βρικόλακας;» τη ρώτησα, κοιτώντας την με απορία.

«Το βρήκες» μου έγνεψε καταφατικά, σαν να περίμενε την αντίδρασή μου.

«Γιατί δεν μου το έχεις πει αυτό;»

«Δεν είχα την κατάλληλη ευκαιρία. Μήπως θες να ακυρώσουμε το ραντεβού μας; Δεν με πειράζει».

«Όχι. Ούτε με πειράζει, ούτε θέλω να ακυρώσω το ραντεβού μας. Απλώς μου ήρθε λίγο απότομα».

«Συγνώμη που δεν στο είπα» μου απάντησε ελαφρώς αγχωμένη. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά παρόλα αυτά διατήρησα την ψυχραιμία μου και προσπάθησα να σπάσω τον πάγο ανάμεσά μας.

«Πάμε στην προβολή μας;»

«Φύγαμε!»

Το ραντεβού μας ήταν υπέροχο, αλλά συνέχισα να βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Μου άρεσε πολύ η Έλλη. Το συζήτησα και με την αδερφή μου, αλλά εκείνη μου είπε ότι αν την αγαπάω πραγματικά δεν πρέπει να κάνω πίσω.

Οι σχέσεις ανθρώπων με βρικόλακες είναι κατακριτέες, αν και η συνύπαρξη μας είναι αρμονική. Ο πατέρας μου με συμβούλεψε να μην προχωρήσω με την Έλλη. Όταν του είπα το πώς νιώθω για εκείνη το σκέφτηκε λίγο, αλλά και πάλι μου είπε να μην προχωρήσω αν δεν είμαι σίγουρος. Ύστερα από πέντε μέρες συνειδητοποίησα ότι, αν την άφηνα, θα έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Έτσι, με την βοήθεια του Παύλου, της οργάνωσα μια έκπληξη. Εκείνη ξετρελάθηκε και μόλις έκανα την κίνησή μου να τη φιλήσω δεν αντιστάθηκε καθόλου.

«Έλλη, σε αγαπώ. Θες να τα φτιάξουμε;» τόλμησα να της εξομολογηθώ.

«Επιτέλους το είπες! Φυσικά και θέλω».

«Τι εννοείς επιτέλους;»

«Ότι κι εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου, μπούφο. Σταμάτα πια να γκρινιάζεις!»

Προτού προλάβω να της απαντήσω με φίλησε ξανά με πάθος. Έχω φιλήσει πολλές κοπέλες στο παρελθόν, αλλά η Έλλη είχε κάτι το διαφορετικό.

Μέρα με την μέρα την ερωτευόμουν όλο και πιο πολύ. Οι περισσότεροι κατέκριναν τη σχέση μας, αυτό όμως δεν εμπόδισε την αγάπη μας τελικά. Πιστεύω, πως σε μερικά χρόνια τα πράγματα θα αλλάξουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιον άνθρωπο να με ρωτάει:

«Τα έχεις με βρικόλακα! Πώς το ανέχονται οι γονείς σου;»

«Προτιμούν να με βλέπουν ευτυχισμένο» τους αποκρίθηκα με σιγουριά.

«Σιγά την ευτυχία. Δεν τη φοβάσαι; Οι βρικόλακες είναι πλάσματα που σου ρουφάνε το αίμα με το καλαμάκι».

Δεν μπόρεσα να απαντήσω σ’ αυτήν την ανοησία. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή οι γονείς μου δεν το είχαν πάρει και τόσο καλά. Από την άλλη, οι γονείς της Έλλης δεν είχαν πρόβλημα με τη σχέση μας, βέβαια οι δικοί μου προσπάθησαν να μας χωρίσουν. Εκείνη ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Αυτό που τους έκανε να αλλάξουν γνώμη ήταν, ότι όσο ήμασταν χωριστά, κόντεψα να πεθάνω.

Ήταν μια τυπική μέρα κι εγώ είχα ξυπνήσει από έναν έντονο πονοκέφαλο, χωρίς βέβαια να δώσω πολλή σημασία, μιας και κάτι τέτοιο μου συνέβαινε συχνά. Έκλαιγα με λυγμούς για πολλή ώρα και φώναζα πως την αγαπώ. Λίγο αργότερα άρχισα να έχω έντονη ναυτία, υπνηλία και ζαλάδα. Κάποια στιγμή άρχισα να κάνω εμετό. Τότε ήταν που ανακάλυψα ότι είχα αστάθεια στο περπάτημα και δεν μπορούσα να αντέξω το φως. Η μητέρα μου μου έφτιαξε κάτι να φάω, αλλά δεν μπορούσα. Δεν είχα όρεξη για φαγητό. Όλα αυτά έκαναν τους γονείς μου να ανησυχούν για ‘μένα. Έτσι, κάλεσαν ασθενοφόρο.

Στο νοσοκομείο οι γιατροί τους πληροφόρησαν ότι έπαθα εγκεφαλίτιδα και έπεσα σε κώμα. Έβαλαν τα δυνατά τους και κατάφερα να συνέλθω. Βέβαια, εξαιτίας αυτού, απέκτησα πρόβλημα στην ομιλία και αναγκάστηκα να μάθω να μιλάω από την αρχή. Όσο ήμουν στο δωμάτιο του νοσοκομείου, οι γονείς μου μου είπαν πως η Έλλη ερχόταν κάθε μέρα να με δει στην εντατική. Μου είπαν πως αν την αγαπώ δεν θα μπουν εμπόδιο στη σχέση μας. Τους κοίταξα με απορία.

«Όταν κινδύνευσες να πεθάνεις, σκεφτήκαμε πως δεν πρέπει να σταθούμε εμπόδιο στην ευτυχία σου. Είδαμε πόσο πολύ νοιάζεται για ‘σένα και σκεφτήκαμε πόσο μικρή και πολύτιμη είναι η ζωή. Και όλον αυτόν τον καιρό δεν ήσουν χαρούμενος, αγόρι μου. Την αγαπάς ακόμα, έτσι δεν είναι;»

Κούνησα το κεφάλι μου. Η μητέρα μου, αφού είδε ότι απάντησα θετικά, βγήκε από το δωμάτιο και λίγα λεπτά αργότερα ήρθε μαζί με τη Έλλη.

«Να ξέρεις πως σε λατρεύουμε, Ιάσονα».

Τους το ανταπέδωσα και ύστερα βγήκαν απ’ το δωμάτιο.

«Θα με άφηνες μόνη μου, ρε;»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Είπα κι εγώ».

Η περιπέτεια αυτή μας ένωσε και πάλι. Μπορώ να πω πως είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο και ένα μόνο θα σας πω: Οι βρικόλακες είναι τα πιο ερωτεύσιμα πλάσματα στον γαλαξία μας. Όσο περνούσε ο καιρός, οι γονείς μου αγάπησαν την Έλλη περισσότερο και μου ζήτησαν συγνώμη που την έκριναν από το είδος της και όχι από τον χαρακτήρα της. Έχουν μετανιώσει που έβαλαν τη γνώμη του κόσμου πάνω από την επιθυμία μου να είμαι μαζί της.

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που τη γνώρισα. Την αγάπησα περισσότερο από τότε που έμαθα να μην κάνω διακρίσεις ανάμεσα στα διαφορετικά πλάσματα του πλανήτη μας. Αυτά τα δύο χρόνια δεν θα τα άλλαζα με τίποτα, όπως δεν θα άλλαζα την Έλλη με καμία άλλη κοπέλα.

Ωστόσο, όλα αυτά μου έδωσαν ένα μάθημα. Ο κόσμος ξέρει μόνο να κρίνει και όταν έρθει μια δύσκολη στιγμή, δεν θα σου συμπαρασταθεί, ούτε θα έχει την πρόθεση να σε βοηθήσει. Γι’ αυτόν το λόγο δεν πρέπει να μας νοιάζει η γνώμη των άλλων, γιατί στο τέλος της ημέρας είμαστε με αυτούς που επιλέγουμε. Και αν αυτό είναι ο κόσμος, κατά πάσα πιθανότητα θα μείνουμε μόνοι μας, γιατί εκεί είναι μόνο όποιος νοιάζεται πραγματικά.

Η Έλλη απέδειξε πως θα είναι μαζί μου. Στάθηκε σαν βράχος δίπλα μου και με βοήθησε. Μετά την εγκεφαλίτιδα έπρεπε να μάθω να μιλάω από την αρχή και έκανε υπομονή για μήνες. Περάσαμε πολλές ώρες μαζί κάνοντας τις ασκήσεις που μας έλεγαν οι γιατροί.

Νομίζω πως η Έλλη είναι ό,τι καλύτερο έχω επιλέξει για τον εαυτό μου. Όταν κοιτάω τα μάτια της γεμίζω ελπίδα και το χαμόγελό της μου δίνει τεράστια δύναμη, όπως και να ‘χει.

Wattpad name : veraveroula

Επιμέλεια: Ελεάννα Σκαρτσίλα