Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 50: Τα Φενέρεια Όρη)

Ένα αχνό φως ερχόταν από κάπου. Ήταν και το μοναδικό που υπήρχε, σε όλο τον υπόλοιπο χώρο επικρατούσε το σκοτάδι. Άπλωσε το χέρι του για να το φτάσει. Δεν μπόρεσε όμως.

Μετά από λίγο άρχισε να συνειδητοποιεί πως είχε απλώς τα μάτια του κλειστά και ήταν ξαπλωμένος, όχι στο χώμα της περιοχής που γινόταν η μάχη, αλλά σε κάτι πιο μαλακό και αναπαυτικό, ενώ λίγες στιγμές αργότερα κατάλαβε πως ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Μετά συνειδητοποίησε πως το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο σε ένα μαλακό μαξιλάρι, ενώ άρχισε να αισθάνεται ξεκούραστος, σαν να είχε κοιμηθεί αρκετά. Οι πόνοι που ένιωθε είχαν υποχωρήσει, εκτός από μία ενόχληση στον καρπό του. Αυτός, ήταν τυλιγμένος με έναν επίδεσμο, που τον κρατούσε ακίνητο.

Βρισκόταν σε ένα μικρό δωμάτιο, ξαπλωμένος σε ένα μικρό ξύλινο κρεβάτι, με ένα πολύ μαλακό στρώμα, λευκά σεντόνια και σκεπασμένος με μία καφέ ζεστή κουβέρτα. Δε φορούσε τα ίδια ρούχα. Είχαν αντικατασταθεί από ένα παντελόνι και μία μπλούζα σε άσπρο χρώμα, τα οποία υπέθεσε πως ήταν πιτζάμες. Στο δωμάτιο πάλι, δεν υπήρχαν πολλά, εκτός από ένα μικρό γραφείο και μία ξύλινη καρέκλα με βαμβακερή επένδυση στα σημεία που ακουμπούσε κάποιος όταν καθόταν σε αυτήν, με δύο βιβλία πάνω σε αυτό. Έξω από το παράθυρο δε φαινόταν και πολλά, με τον ουρανό πάντως να είναι συννεφιασμένος.

«Ξύπνησες, ρε παλιοτεμπέλη;» άκουσε κάποιον να τον ρωτά.

Δε χρειάστηκε παραπάνω από μία στιγμή για να συνειδητοποιήσει πως ήταν ο Νίκος που τον ρωτούσε, ο οποίος είχε μπει μόλις στο δωματιάκι που βρισκόταν ο Μιχάλης, φορώντας καινούργια ρούχα, ένα σκούρο μπλε παντελόνι και ένα μαύρο πουλόβερ, δείχνοντας ξεκούραστος και καθαρός, ενώ κάποιος είχε φροντίσει και τα τραύματά του.

Στο βλέμμα του μπορούσε να διακρίνει τη θλίψη και τη φρίκη μετά από όσα είχαν αντικρίσει και βιώσει στη μάχη εκείνη. Ήξερε όμως πως ο φίλος του δε θα μιλούσε για αυτό. Όπως δε θα μιλούσε ούτε ο ίδιος. Ο παππούς του κάποτε του είχε πει πως οι άνδρες αποφεύγουν συνήθως να μιλάνε για την εμπειρία τους στον πόλεμο. Το καταλάβαινε πλέον. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται.

«Ναι, μόλις» του απάντησε, «πού είμαστε;»

«Στο Σέλιοτ, ένα μικρό χωριό στα Φενέρεια»

Ο Μιχάλης φυσικά δεν κατάλαβε που βρίσκονταν και ούτε η περιοχή που του είπε ο Νίκος του έλεγε κάτι, αν και κάπου πρέπει να το είχε ξανακούσει αυτό. Μετά, κοίταξε και πάλι έξω από το παράθυρο.

«Πώς βρεθήκαμε εδώ; Και στη μάχη τι έγινε;»

«Αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι της ιστορίας. Tους διέλυσες με τη φωτιά του ιερού διαμαντιού»

«Δηλαδή; Σταμάτησαν την επίθεση;»

«Μόνο σταμάτησαν; Ψήθηκαν λιγάκι και έπεσαν αναίσθητοι. Μετά, ο αρχηγός των Κυανών, που μας είχε καταλάβει, διέταξε κάποιους από αυτούς να μας πάρουν από εκεί και να μας φέρουν εδώ μέσω μιας πύλης, από όπου θα μπορέσουμε να πάμε με ασφάλεια στον Σέκαρ»

«Και με τους χωρικούς στο Κάλδιο τι έγινε;»

«Από ότι άκουσα, τους τραυματίες τους πήγανε στην Αλεσία, όπου είναι συγκεντρωμένοι όσοι αντιστέκονται και την έχουν μετατρέψει σε οχυρό, άρα θα είναι ασφαλείς εκεί. Και το ίδιο το Κάλδιο θα το κάνουν έτσι, αλλά δε νομίζω να αντέξουν πολύ»

Σε αυτό συμφωνούσε και ο Μιχάλης. Οι απώλειες σε μία μάχη ήταν ήδη πολλές, δε θα άντεχαν και άλλες. Ίσως έπρεπε να σταματήσουν την αντίσταση και να φυγαδευτούν. Κατάλαβε καλά και ο ίδιος πως η άμεση μάχη δεν είναι η καλύτερη λύση πάντα.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον στόχο του, για να μην τα σκέφτεται.

«Είσαι έτοιμος να πάμε στο Κάστρο του Ερυθρού Ηγέτη; Να του πάρουμε το ιερό διαμάντι και να σώσουμε το φύλακά του»

Ο Νίκος έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του το ανέφερε φυσικά, αλλά μάλλον το είχε ξεχάσει εξαιτίας της μάχης που είχαν δώσει. Τελικά, χαμογέλασε και η έκφραση αποφασιστικότητας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

«Είναι λίγο ακραίο φυσικά, αλλά... ας το κάνουμε»

Η συζήτησή τους όμως διακόπηκε αφού ακούστηκαν βήματα από το σπίτι, που πλησίαζαν σε εκείνο το δωματιάκι, με τον Νίκο να στρέφεται προς τα εκεί. Την επόμενη στιγμή στο δωματιάκι μπήκε μία γυναίκα, που ο Μιχάλης θυμήθηκε ότι είχε δει στο Κάλδιο. Ήταν μέλος των Κυανών, ενώ ξεχώριζε από τα έντονα σγουρά μαλλιά της.

«Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε μετά τον Μιχάλη, κοιτώντας τον σαν να ήθελε να διαπιστώσει κάτι.

Εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν εντάξει.

«Με το χέρι σου μόνο αντιμετωπίσαμε δυσκολίες, γιατί χτυπήθηκε με κρυφή μαγεία. Πρέπει να μείνει δεμένο για λίγες βδομάδες για να θεραπευτεί εντελώς»

Την κρυφή μαγεία τη θυμόταν που την είχε αναφέρει ο Ζεραήλ, αλλά δεν ήξερε τι είναι.

«Ήταν μεγάλη ανοησία αυτό που κάνατε» συνέχισε εκείνη, «δεν έπρεπε ούτε καν να το σκεφτείτε. Ελπίζω τώρα να καταλάβετε πόσο επικίνδυνη είναι μία τέτοια κατάσταση και να μην προσπαθήσετε να κάνετε ξανά κάτι ανάλογο»

Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν. Αυτοί σχεδίαζαν κάτι πολύ χειρότερο, που καλύτερα να έμενε κρυφό. Συμφώνησαν μετά μαζί της.

«Θα μας πάρει μερικές μέρες να περάσουμε από τα Φενέρεια» συνέχισε αυτή τότε, «δε χρειάζεται να ανησυχείτε όμως, γιατί δεν ασχολήθηκαν με αυτήν την περιοχή οι Ηγέτες και τα αραιοκατοικημένα χωριά είναι ελεύθερα». Στη συνέχεια έκανε μεταβολή και άρχισε να βγαίνει από το δωμάτιο. «Ελάτε στην κουζίνα για πρωινό και σε δύο ώρες θα ξεκινήσουμε»

Αφού πλύθηκε ο Μιχάλης, πήγε και αυτός στην κουζίνα.

«Μην βγεις έτσι μετά έξω, με τις λευκές πιτζαμούλες» τον πείραξε ο Νίκος καθώς έμπαινε εκεί, έναν πολύ μικρό χώρο, που έμοιαζε πολύ με τις παραδοσιακές κουζίνες που γνώριζε.

«Όντως, σαν γαλατάς είμαι. Πάντως, θα ‘θελα τώρα λίγο γάλα» σχολίασε και εκείνος σε χαλαρό ύφος.

«Ζήτησε κανένας γάλα;» ακούστηκε μία γέρικη γυναικεία φωνή, με τα δύο αγόρια να γυρνούν ξαφνιασμένα προς τα πίσω και να αντικρίζουν μία ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη με μαύρα ρούχα. Κρατούσε ένα μεταλλικό δοχείο στο χέρι της, που το ακούμπησε στη μία από τις δύο εστίες της μασίνας.

Τότε άναψε τη μασίνα, βάζοντας την κανάτα με το γάλα, «καθίστε στο τραπέζι, παλληκάρια μου, για να φάτε. Χρειάζεστε δυνάμεις γιατί έχετε δύσκολο ταξίδι μετά» δείχνοντας δύο καρέκλες στο τραπέζι, μπροστά από τις οποίες υπήρχαν δύο πήλινα πιάτα, με φρέσκο ψωμί δίπλα και ένα βάζο μέλι δίπλα σε αυτό. Το στομάχι του Μιχάλη γουργούρισε μόλις τα είδε και ένιωσε μια μεγάλη πείνα, αφού είχε πάνω από μία μέρα να βάλει κάτι στο στόμα του.

Ο Νίκος τον ενημέρωσε πώς τη λένε Λέντα και ήταν θεία της γυναίκας από τους Κυανούς που τους πήρε μαζί της. Μόλις τελείωσαν το γεύμα τους, ο Μιχάλης πήγε να αλλάξει, ενώ πήρε και μερικά καινούργια ρούχα που του είχε ετοιμάσει η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Σε μία ώρα θα είναι εδώ η Θωμαή, να σας πάρει να ξεκινήσετε» τους ενημέρωσε η Λέντα, μόλις επέστρεψε το αγόρι στην κουζίνα.

Όσο περίμεναν, η Λέντα τους εξήγησε πως οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν πάρα πολλές δυσκολίες, αφού η περιοχή για καλλιέργεια ήταν ελάχιστη, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα από την έλλειψη τροφίμων, αλλά και η επαφή με την υπόλοιπη χώρα ήταν περιορισμένη, καθώς τα Φενέρεια Όρη ήταν δύσβατα βουνά και δεν τα επέλεγαν πολλοί έμποροι για να πουλήσουν τα εφόδιά τους. Οι κάτοικοι εκεί πάντως ένιωθαν αποκομμένοι από την υπόλοιπη χώρα και όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευαν. Μετά την άνοδο των Ηγετών στην εξουσία πάντως, οι επαφές με την υπόλοιπη χώρα είχαν κοπεί εντελώς, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι κάτοικοι των βουνών να συντηρούνται εντελώς μόνοι τους και χωρίς ιδιαίτερη χρήση μαγείας, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από τους υπηρέτες των Ηγετών.

Επομένως η διαβίωση εκεί έγινε πολύ δύσκολη, ενώ υπήρχε και κάτι χειρότερο ακόμη, για το οποίο ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Υπήρχε η φήμη πως ο Ερυθρός Ηγέτης σκεφτόταν να μετατρέψει τα βουνά σε φυλακή για όσους αντιστέκονταν στην εξουσία του, δηλαδή να παρέμβει εκεί και να προκαλέσει καταστροφές στα βουνά, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα παραγωγής κάποιου αγαθού και να φτιάξει και άλλα, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν εκεί όσους αντιστέκονταν και να τους βασανίζουν επιπλέον. Θα υπήρχε δηλαδή καταστροφή και έπειτα επιτήρηση της περιοχής, με αυξημένο αριθμό ανθρώπων να μένουν εκεί, ό,τι χειρότερο δηλαδή για τους κατοίκους της περιοχής και όσους κρυβόντουσαν εκεί.

Μόλις πέρασε μία ώρα, η Θωμαή μπήκε στο σπίτι. «Ελάτε» τους είπε, «είναι ώρα να φύγουμε» με τα δύο αγόρια να σηκώνονται άμεσα.

«Μισό λεπτό, να φέρω τα σακίδιά σας» είπε η Λέντα και αποχώρησε βιαστικά από την κουζίνα, ενώ σε μισό λεπτό ήταν και πάλι πίσω, κρατώντας τα σακίδιά τους.

Αφού πήραν τα σακίδιά τους και ευχαρίστησαν και αποχαιρέτησαν τη Λέντα, ακολούθησαν την Κυανή έξω από το σπίτι. Πήγαν δίπλα σε δύο άνδρες που περίμεναν εκεί, το ίδιο βαριά ντυμένοι με εκείνη, κρατώντας τρία άλογα από τα χαλινάρια.

Ξεκίνησαν κατευθείαν. Είχε όντως αρκετό κρύο, όπως είχε αναφέρει και η Λέντα. Πρέπει να ήταν σε ψηλό σημείο, αφού ο Μιχάλης ένιωθε μια μικρή δυσκολία στην αναπνοή, που οφειλόταν προφανώς στη χαμηλή πίεση που υπήρχε σε μεγάλα ύψη. Γύρω τους υπήρχαν πολλά βράχια, όλα σε γκρίζο χρώμα με αισθητή την απουσία του πράσινου, ενώ δεν υπήρχε κάπου κοντά νερό επίσης. Δίπλα σε εκείνο το βουνό υπήρχαν και άλλα, με αποτέλεσμα να περπατάνε σε ένα σημείο που βρισκόταν πιο χαμηλά από τα άλλα.

Είχε πια μεσημεριάσει, όταν η Θωμαή αποφάσισε να κάνουν ένα διάλειμμα. Υπήρχαν αρκετοί μικροί βράχοι, τους οποίους χρησιμοποίησαν για να καθίσουν, με τον Μιχάλη να αισθάνεται αρκετά κουρασμένος. Αυτό του θύμιζε την ανάβαση του βουνού στο οποίο βρισκόταν το Ελέστερ, όπου είχε κουραστεί αρκετά μέχρι να φτάσουν στο χωριό.

Δεν έκαναν άλλη στάση μέχρι να βραδιάσει, όταν έφτασαν σε ένα μικρό χωριό. Ήταν τόσο μικρό, που αποτελούταν από είκοσι σπίτια μονάχα. Εκεί, τους φιλοξένησε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που γνώριζαν τη Λέντα. Δεν έμειναν πολύ όμως, φεύγοντας τα χαράματα, ενώ το επόμενο βράδυ δεν είχαν την ίδια τύχη και διανυκτέρευσαν σε ένα ελαφρώς επίπεδο σημείο.

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ο ένας από τους δύο άνδρες τους ενημέρωσε πως μετά το τελευταίο ύψωμα στο οποίο έφτανε το μονοπάτι υπήρχε το Ανέρι, το οποίο φαινόταν ολόκληρο και ήταν θέμα πολύ λίγων λεπτών για να φτάσεις εκεί. Μόλις έφτασαν εκεί και ετοιμάστηκαν να δουν το χωριό που φαινόταν, ακούστηκε ξαφνικά μία κραυγή, που αντιλάλησε στα βράχια των βουνών που υπήρχαν γύρω από το μονοπάτι. Η κραυγή αυτή πρέπει να προήλθε από το χωριό και σίγουρα αντιστοιχούσε σε ουρλιαχτό πόνου.

Παναγιώτης Βάβαλος