Γνωρίστηκαν στο Ηράκλειο‧ Κρητικόπουλα κι οι δυο, αυτή πρώτη χρονιά αναπληρώτρια φιλόλογος σε γυμνάσιο, σπουδαγμένη στην Αθήνα μα έχοντας επιλέξει να γυρίσει στον τόπο της και να διδάξει εκεί, κι αυτός αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, σμηναγός, που κλήθηκε να υπηρετήσει πλέον στην πατρίδα του, στην 138 Σμηναρχία Μάχης στη Νέα Αλικαρνασσό… «Μύρωνας, χαίρω πολύ», της είχε συστηθεί και ένιωσε η νεαρή καθηγήτρια να γεμίζει ο αέρας άγιο μύρο ολόγυρά της και να τη ζαλίζει, «Αριάδνη, χάρηκα», του απάντησε, δίνοντάς του το χέρι της, κι ο νεαρός γιος του Ίκαρου σαν να είδε στη μελαχρινή θωριά της ξανασαρκωμένη τη θεϊκή κόρη του Μίνωα, έτοιμη να τον μπάσει σε έναν άλλον λαβύρινθο…
Λίγο παραπάνω κράτησε αυτή η χειραψία, λίγο παραπάνω έμειναν τα μάτια καρφωμένα, και δεν ήθελε πολύ ο ανυφαντής ο Έρωτας να βγει απ’ τα κιτάπια του Κορνάρου και να στήσει τον αργαλειό του για να υφάνει τώρα ξανά το αόρατο το δίχτυ του τριγύρω τους… Αντάλλαξαν τηλέφωνα, γίνανε φίλοι στο facebook κι αρχίσαν να επικοινωνούν και να μηνυματούνε, «αρέσει στον Myros Askianiakis», «αρέσει στην Ariadne Heiladaki», πάντα να κλέβουν χρόνο να στέλνουν ο ένας στον άλλον να δουν τι κάνει, ή να πατήσουν κλήση στο τηλέφωνο για να μιλήσουν‧ σιγά σιγά ξεκίνησαν και τα ραντεβουδάκια τους, όποτε άδειαζε ο Μύρωνας από την υπηρεσία του κι η Αριάδνη από το σχολείο, κάνοντας βόλτες μες στην πόλη, από ψηλά στα απομεινάρια των ενετικών τειχών, την πλατεία Ελευθερίας και τον τάφο του Καζαντζάκη, για να κατηφορίσουν έπειτα στην πλατεία των Καλλεργών, την Κρήνη του Μοροζίνι και τη Λότζια και να διαβούν τον πεζόδρομο της 25ης Αυγούστου, μέχρι να βγουν στο λιμάνι και στον Κούλε.
Και μια βραδιά, αφού φάγανε πρώτα μπουγάτσα στου Κιρκόρ κι είπα να περπατήσουν λίγο ως τη θάλασσα πριν συνεχίσουν για ποτό στο Χάλαβρο, καθώς ατένιζαν το Festos Palace να σαλπάρει για τον Πειραιά, ακουμπισμένοι αγκαλιά στον τοίχο του λιμενοβραχίονα του φάρου του φρουρίου με τα ζωγραφιστά μινωικά δελφίνια, έσκυψε ο Μύρωνας κοντά της με χείλη υγρά, τρεμάμενα και γεύτηκε πρώτος απαλά το στόμα της, και ρίγησε η Αριάδνη ολόκληρη απ’ τον πόθο, λύθηκαν τα μέλη της, έτσι θάρρεψε πως θα ’νιωσε κι η βασιλοπούλα που είχε το όνομά της όταν την πρωτοφίλησε το ρηγόπουλο ο Θησέας, το ’νιωσε τότε ο ντελικανής της το σπαρτάρημα της κοπελιάς του, την πήρε στην αγκάλη του και το βαθύ φιλί τους μοσχοβολούσε αλμύρα, δίκταμο και αρισμαρί…
Σπίρτα ήταν τα φιλιά τους εκείνη τη νύχτα, που μαζί με το αλκοόλ που κύλησε ύστερα στις φλέβες τους λαμπάδιασαν τα κορμιά τους και τα ’ριξαν να καούν στη φωτιά του έρωτα, μουσκεύοντας τα σεντόνια‧ κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο θέριευε η αγάπη, ποτιζόταν η ρίζα της απ’ το σμίξιμο των καρδιών και των σωμάτων τους και γινότανε ροδάμνι ολάνθιστο, δέντρο ξεφουντωμένο, μα ένα θεριό ανήμερο, ίδιο ο Μινώταυρος, καραδοκούσε να μαδήσει το λουλούδι και να μαράνει το δεντρί: η έχθρα μεταξύ των φαμελιών τους, το μίσος που είχαν κρατημένο οι Ασκιανάκηδες στους Χειλαδάκηδες κι οι Χειλαδάκηδες στους Ασκιανάκηδες, εκεί στο χωριό τους στα ριζά του Ψηλορείτη, για δέκα μέτρα γης και πέντε βοσκοτόπια, κι όλο φασαρίες είχαν και τρεχάματα στα δικαστήρια, και τρέμαν οι συγχωριανοί μη γίνει κάνα φονικό κι ανοίξει καμιά βεντέτα…
«Τι θα κάνουμε, Μύρο μου;» ρωτούσε ώρες – ώρες με αγωνία η Αριάδνη τον καλό της. «Πώς θα τους το πούμε, όταν πια θελήσουμε να προχωρήσουμε στη ζωή μας; Φοβάμαι, αλήθεια σου λέω…»
«Μη φοβάσαι, Ρηδανιώ μου… Πράμα μη φοβάσαι» την καθησύχαζε τότε ο Μύρωνας και τη γέμιζε φιλιά. «Η αγάπη μας είναι πιο πάνω από τα μίση τους, θα δεις… Θα είμαστε μαζί, θέλουν δε θέλουν οι δικοί μας…»
Λίγο καιρό μετά, η νεαρή φιλόλογος έμεινε έγκυος. Τρόμαξε στην αρχή όταν το ανακάλυψε, προβληματίστηκε, πώς θα μπορούσαν να χώνουν τέτοιο πράγμα απ’ τους δικούς τους, και για πόσο; Και ήταν άραγε δυνατό να παντρευτούν επίσης στα κρυφά, χωρίς να μάθει κανένας τίποτα;…
«Ναι, ψυχή μου, αυτό θα κάνουμε! Θα παντρευτούμε μυστικά, αφού περιμένεις το παιδί μας, κι ύστερα που θα τους το πούμε, δε θα ’χουν πια άλλη επιλογή» της είπε ο πιλότος της τρυφερά, με σιγουριά, μόλις του εξομολογήθηκε τους φόβους της, και κούρνιασε με δάκρυα χαράς μες στα χέρια του…
Έτσι κι έγινε, ένα μεσημέρι στο εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης στα Σπήλια, πιο πάνω απ’ την Κνωσό, με μόνους μάρτυρες στο μυστήριο τον παπά τους από το χωριό που ήτανε μαζί τους μιλημένος και την κολλητή της Αριάδνης, που γίνηκε κουμπάρα τους. Ύστερα απ’ τον κρυφό τους γάμο, εγκαταστάθηκε το νιόπαντρο ζευγάρι στο διαμέρισμα του Μύρωνα, κι ήτανε οι πρώτες μέρες της κοινής ζωής τους μέλι γάλα και ανέβαλαν άθελά τους το να το αποκαλύψουν στους δικούς τους, ώσπου ένα βράδυ χτύπησε η θυροτηλεόραση…
«Ιδομενέα; Τι θες εδώ;» ψέλλισε η Αριάδνη, ζωσμένη τα φίδια, βλέποντας τον ξάδελφό της απ’ το χωριό στην οθόνη, με ύφος που δεν προμήνυε καλές διαθέσεις...
«Άνοιξε, ξαδέρφη! Πρέπει να κουβεδιάσουμε» αποκρίθηκε ο Ιδομενέας, έχοντας τα φρύδια σμιγμένα, και η κοπέλα μουδιασμένα πάτησε το κουμπί…
«Ποιος είναι, Ρηδανιώ μου;» τη ρώτησε ο άντρας της. «Εσύ έχεις χλομιάσει! Τι συμβαίνει;»
«Ο Ιδομενέας… Ο ξάδελφός μου, του άνοιξα…» ομολόγησε τώρα εκείνη, πάγωσε κι ο Μύρωνας ακούγοντας ποιός τους επισκέφτηκε και νιώθοντας τη γυναίκα του να τρέμει, μα πριν προλάβουν να αντιδράσουν, χτύπησε το κουδούνι, επίμονα, σχεδόν απειλητικά, συνοδευμένο το κουδούνισμά του από γρονθοκοπήματα…
«Άνοιξε, Αριάδνη! Άνοιξε, αλλιώς θα τηνε σπάσω την πόρτα!» φώναξε ο ξάδελφός της και η Αριάδνη ξεκλείδωσε δειλά, φοβούμενη μη γίνει φασαρία στην πολυκατοικία…
«Ώστε είναι αλήθεια, λοιπόν! Είσαι με τον καταραμένο τον Ασκιανάκη!» γρύλισε, μόλις η πόρτα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά στο ζευγάρι. «Σκύλα! Μας εξεγεβίντισες ούλους!»
«Πώς το ’μαθες;…»
«Πώς το ’μαθα; Είδα την αδερφή μου να θωρεί στο κινητό τση φωτογραφίες με σένα και τούτον να! Καλά το ’λεγα γω να μη σε πέψει ο μπάρμπας στην Αθήνα για σπουδές, για θα γινόσουνα πουτάνα!»
«Φτάνει, Χειλαδάκη!» μπήκε τώρα στη μέση θαρρετά και αυστηρά ο Μύρωνας. «Δε σου επιτρέπω! Την ξαδέλφη σου την αγαπάω, δεν κάναμε τίποτα κακό…»
«Σκάσε, Ασκιανάκη!» μούγκρισε πάλι ο τραχύς αορείτης νεαρός κι έσυρε μεμιάς από την τσέπη του ένα πιστόλι, κόβοντας τα ήπατα της Αριάδνης. «Εδά θε να πλερώσεις για αυτό που έκαμες!»
«Όχι! Ιδομενέα, σε παρακαλώ! Κατέβασε το όπλο, περιμένω παιδί, κι ο Μύρωνας είναι πια άντρας μου!» μπήκε στη μέση, αποκαλύπτοντας ψυχόρμητα το διπλό τους μυστικό, και ήταν σειρά του ξαδέλφου της πλέον να τα χάσει, όχι όμως για πολύ…
«Ίντα ’πες; Για ξαναπές το αυτό!»
«Αλήθεια σου λέω… Είμαι έγκυος και παντρευτήκαμε κρυφά, στην Αγία Ειρήνη στα Σπήλια…»
«Πουτάνα! Θα πεθάνετε, κι εσύ κι αυτός!» έκανε πάλι ο Ιδομενέας και σήκωσε ξανά το όπλο να σημαδέψει τον Μύρωνα, κι η Αριάδνη όρμησε τότε πάνω του κι έκανε να τον αποτρέψει…
«Φύγε, Αριάδνη!» ούρλιαξε ο νέος σμηναγός, ξέροντας πόσο επικίνδυνα είναι τα όπλα, μα πριν προλάβει να τη γλυτώσει, το σιδερικό του Ιδομενέα εκπυρσοκρότησε, τραυματίζοντας σχεδόν εξ επαφής την ξαδέλφη του, που γούρλωσε τα μάτια από τον πόνο και κατέρρευσε στο πάτωμα, μισοσβηστή η φωνή του άντρα της που σπάραζε το όνομά της μες στα αυτιά της, θολή στα μάτια της κι η μορφή του ξαδέλφου της που τράπηκε σε άτακτο φευγιό, και το αίμα της να τρέχει απ’ τη βαθιά πληγή, ποτίζοντας τα ρούχα της και τα χέρια του αετού της τα αγαπημένα που τη βαστούσαν μέσα τους…
«Ρηδανιώ μου… Γιατί, ψυχή μου;» τη ρωτούσε, με τη φωνή πνιγμένη απ’ τους λυγμούς και την αγωνία, βλέποντας τα μάτια της μισόκλειστα και την καρδιά της να χτυπάει αδύναμα. «Γιατί το ’κανες αυτό; Γιατί;»
«Για σένα, Μύρο μου…» κατάφερε να αρθρώσει την απάντηση με κόπο, θωρώντας τον στα μάτια. «Για σένα το ’κανα, για να μη σε χάσω… Σ’ αγαπώ πολύ, δε μπορούσα να τον αφήσω να σου παίξει…»
«Αριάδνη! Αριάδνη!» την ικέτεψε, τραντάζοντάς την, καθώς την είδε να γέρνει το κεφάλι της. «Μείνε μαζί μου, σε παρακαλώ! Θα καλέσω ασθενοφόρο, κρατήσου!»
«Δεν αντέχω, Μύρωνα… Με χάνεις…»
«Όχι! Όχι, δε θα σε χάσω! Πρέπει να σωθείς, κι εσύ και το κοπέλι μας!» είπε αποφασιστικά το παλικάρι, άρπαξε το κινητό του και κάλεσε το ΕΚΑΒ, ενώ η κοπελιά συνέχιζε να αιμορραγεί…
«Κρατήσου, βιόλα μου… Κρατήσου, μη μ’ αφήνεις…» την παρακαλούσε, μονολογώντας συνεχώς λόγια τρυφερά στο αυτί της, αφού εκείνη δεν είχε μπόρεση πια να αποκριθεί, και δίνοντάς της φιλιά στον λαιμό και στα μάγουλα, βρεγμένα απ’ τα καυτά του δάκρυα, παλεύοντας να τη βαστάξει ζωντανή‧ η σκληρή κι αντίδικη όμως Μοίρα τους στεκόταν ήδη με το μαχαίρι της απειλητική πάνω απ’ τον μίτο της ζωής της Αριάδνης, και δίχως να λογαριάσει τίποτα έδωσε μια και τον πετσόκοψε, και ξεχείλισε τότε ο οδυρμός του Μύρωνα σαν την ένιωσε νεκρή, το Κρητικό το πέλαγος μοιάζαν τα κλάματά του, σπάραζε το όνομά της κι έβριζε αντάμα το μίσος και την έχθρα, που του πήρανε για πάντα την αγάπη του και το αγέννητο παιδί τους…
Λεξιλόγιο
Ντελικανής = παλικάρι, νεαρός
Δίκταμο = βότανο της Κρήτης που παράγει αφέψημα, λέγεται και «έρωντας»
Αρισμαρί = δεντρολίβανο
Ροδάμνι = νέο άνθος
Χώνω = κρύβω
Ξεγιβεντίζω = ρεζιλεύω
Αορείτης = βουνίσιος, ορεσίβιος
Εδά = τώρα
Παίζω + γενική = χτυπάω ή πυροβολώ κάποιον
Βιόλα = λουλούδι – όμορφη γυναίκα
Σπίρτα ήταν τα φιλιά τους εκείνη τη νύχτα, που μαζί με το αλκοόλ που κύλησε ύστερα στις φλέβες τους λαμπάδιασαν τα κορμιά τους και τα ’ριξαν να καούν στη φωτιά του έρωτα, μουσκεύοντας τα σεντόνια‧ κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο θέριευε η αγάπη, ποτιζόταν η ρίζα της απ’ το σμίξιμο των καρδιών και των σωμάτων τους και γινότανε ροδάμνι ολάνθιστο, δέντρο ξεφουντωμένο, μα ένα θεριό ανήμερο, ίδιο ο Μινώταυρος, καραδοκούσε να μαδήσει το λουλούδι και να μαράνει το δεντρί: η έχθρα μεταξύ των φαμελιών τους, το μίσος που είχαν κρατημένο οι Ασκιανάκηδες στους Χειλαδάκηδες κι οι Χειλαδάκηδες στους Ασκιανάκηδες, εκεί στο χωριό τους στα ριζά του Ψηλορείτη, για δέκα μέτρα γης και πέντε βοσκοτόπια, κι όλο φασαρίες είχαν και τρεχάματα στα δικαστήρια, και τρέμαν οι συγχωριανοί μη γίνει κάνα φονικό κι ανοίξει καμιά βεντέτα…
«Τι θα κάνουμε, Μύρο μου;» ρωτούσε ώρες – ώρες με αγωνία η Αριάδνη τον καλό της. «Πώς θα τους το πούμε, όταν πια θελήσουμε να προχωρήσουμε στη ζωή μας; Φοβάμαι, αλήθεια σου λέω…»
«Μη φοβάσαι, Ρηδανιώ μου… Πράμα μη φοβάσαι» την καθησύχαζε τότε ο Μύρωνας και τη γέμιζε φιλιά. «Η αγάπη μας είναι πιο πάνω από τα μίση τους, θα δεις… Θα είμαστε μαζί, θέλουν δε θέλουν οι δικοί μας…»
Λίγο καιρό μετά, η νεαρή φιλόλογος έμεινε έγκυος. Τρόμαξε στην αρχή όταν το ανακάλυψε, προβληματίστηκε, πώς θα μπορούσαν να χώνουν τέτοιο πράγμα απ’ τους δικούς τους, και για πόσο; Και ήταν άραγε δυνατό να παντρευτούν επίσης στα κρυφά, χωρίς να μάθει κανένας τίποτα;…
«Ναι, ψυχή μου, αυτό θα κάνουμε! Θα παντρευτούμε μυστικά, αφού περιμένεις το παιδί μας, κι ύστερα που θα τους το πούμε, δε θα ’χουν πια άλλη επιλογή» της είπε ο πιλότος της τρυφερά, με σιγουριά, μόλις του εξομολογήθηκε τους φόβους της, και κούρνιασε με δάκρυα χαράς μες στα χέρια του…
Έτσι κι έγινε, ένα μεσημέρι στο εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης στα Σπήλια, πιο πάνω απ’ την Κνωσό, με μόνους μάρτυρες στο μυστήριο τον παπά τους από το χωριό που ήτανε μαζί τους μιλημένος και την κολλητή της Αριάδνης, που γίνηκε κουμπάρα τους. Ύστερα απ’ τον κρυφό τους γάμο, εγκαταστάθηκε το νιόπαντρο ζευγάρι στο διαμέρισμα του Μύρωνα, κι ήτανε οι πρώτες μέρες της κοινής ζωής τους μέλι γάλα και ανέβαλαν άθελά τους το να το αποκαλύψουν στους δικούς τους, ώσπου ένα βράδυ χτύπησε η θυροτηλεόραση…
«Ιδομενέα; Τι θες εδώ;» ψέλλισε η Αριάδνη, ζωσμένη τα φίδια, βλέποντας τον ξάδελφό της απ’ το χωριό στην οθόνη, με ύφος που δεν προμήνυε καλές διαθέσεις...
«Άνοιξε, ξαδέρφη! Πρέπει να κουβεδιάσουμε» αποκρίθηκε ο Ιδομενέας, έχοντας τα φρύδια σμιγμένα, και η κοπέλα μουδιασμένα πάτησε το κουμπί…
«Ποιος είναι, Ρηδανιώ μου;» τη ρώτησε ο άντρας της. «Εσύ έχεις χλομιάσει! Τι συμβαίνει;»
«Ο Ιδομενέας… Ο ξάδελφός μου, του άνοιξα…» ομολόγησε τώρα εκείνη, πάγωσε κι ο Μύρωνας ακούγοντας ποιός τους επισκέφτηκε και νιώθοντας τη γυναίκα του να τρέμει, μα πριν προλάβουν να αντιδράσουν, χτύπησε το κουδούνι, επίμονα, σχεδόν απειλητικά, συνοδευμένο το κουδούνισμά του από γρονθοκοπήματα…
«Άνοιξε, Αριάδνη! Άνοιξε, αλλιώς θα τηνε σπάσω την πόρτα!» φώναξε ο ξάδελφός της και η Αριάδνη ξεκλείδωσε δειλά, φοβούμενη μη γίνει φασαρία στην πολυκατοικία…
«Ώστε είναι αλήθεια, λοιπόν! Είσαι με τον καταραμένο τον Ασκιανάκη!» γρύλισε, μόλις η πόρτα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά στο ζευγάρι. «Σκύλα! Μας εξεγεβίντισες ούλους!»
«Πώς το ’μαθες;…»
«Πώς το ’μαθα; Είδα την αδερφή μου να θωρεί στο κινητό τση φωτογραφίες με σένα και τούτον να! Καλά το ’λεγα γω να μη σε πέψει ο μπάρμπας στην Αθήνα για σπουδές, για θα γινόσουνα πουτάνα!»
«Φτάνει, Χειλαδάκη!» μπήκε τώρα στη μέση θαρρετά και αυστηρά ο Μύρωνας. «Δε σου επιτρέπω! Την ξαδέλφη σου την αγαπάω, δεν κάναμε τίποτα κακό…»
«Σκάσε, Ασκιανάκη!» μούγκρισε πάλι ο τραχύς αορείτης νεαρός κι έσυρε μεμιάς από την τσέπη του ένα πιστόλι, κόβοντας τα ήπατα της Αριάδνης. «Εδά θε να πλερώσεις για αυτό που έκαμες!»
«Όχι! Ιδομενέα, σε παρακαλώ! Κατέβασε το όπλο, περιμένω παιδί, κι ο Μύρωνας είναι πια άντρας μου!» μπήκε στη μέση, αποκαλύπτοντας ψυχόρμητα το διπλό τους μυστικό, και ήταν σειρά του ξαδέλφου της πλέον να τα χάσει, όχι όμως για πολύ…
«Ίντα ’πες; Για ξαναπές το αυτό!»
«Αλήθεια σου λέω… Είμαι έγκυος και παντρευτήκαμε κρυφά, στην Αγία Ειρήνη στα Σπήλια…»
«Πουτάνα! Θα πεθάνετε, κι εσύ κι αυτός!» έκανε πάλι ο Ιδομενέας και σήκωσε ξανά το όπλο να σημαδέψει τον Μύρωνα, κι η Αριάδνη όρμησε τότε πάνω του κι έκανε να τον αποτρέψει…
«Φύγε, Αριάδνη!» ούρλιαξε ο νέος σμηναγός, ξέροντας πόσο επικίνδυνα είναι τα όπλα, μα πριν προλάβει να τη γλυτώσει, το σιδερικό του Ιδομενέα εκπυρσοκρότησε, τραυματίζοντας σχεδόν εξ επαφής την ξαδέλφη του, που γούρλωσε τα μάτια από τον πόνο και κατέρρευσε στο πάτωμα, μισοσβηστή η φωνή του άντρα της που σπάραζε το όνομά της μες στα αυτιά της, θολή στα μάτια της κι η μορφή του ξαδέλφου της που τράπηκε σε άτακτο φευγιό, και το αίμα της να τρέχει απ’ τη βαθιά πληγή, ποτίζοντας τα ρούχα της και τα χέρια του αετού της τα αγαπημένα που τη βαστούσαν μέσα τους…
«Ρηδανιώ μου… Γιατί, ψυχή μου;» τη ρωτούσε, με τη φωνή πνιγμένη απ’ τους λυγμούς και την αγωνία, βλέποντας τα μάτια της μισόκλειστα και την καρδιά της να χτυπάει αδύναμα. «Γιατί το ’κανες αυτό; Γιατί;»
«Για σένα, Μύρο μου…» κατάφερε να αρθρώσει την απάντηση με κόπο, θωρώντας τον στα μάτια. «Για σένα το ’κανα, για να μη σε χάσω… Σ’ αγαπώ πολύ, δε μπορούσα να τον αφήσω να σου παίξει…»
«Αριάδνη! Αριάδνη!» την ικέτεψε, τραντάζοντάς την, καθώς την είδε να γέρνει το κεφάλι της. «Μείνε μαζί μου, σε παρακαλώ! Θα καλέσω ασθενοφόρο, κρατήσου!»
«Δεν αντέχω, Μύρωνα… Με χάνεις…»
«Όχι! Όχι, δε θα σε χάσω! Πρέπει να σωθείς, κι εσύ και το κοπέλι μας!» είπε αποφασιστικά το παλικάρι, άρπαξε το κινητό του και κάλεσε το ΕΚΑΒ, ενώ η κοπελιά συνέχιζε να αιμορραγεί…
«Κρατήσου, βιόλα μου… Κρατήσου, μη μ’ αφήνεις…» την παρακαλούσε, μονολογώντας συνεχώς λόγια τρυφερά στο αυτί της, αφού εκείνη δεν είχε μπόρεση πια να αποκριθεί, και δίνοντάς της φιλιά στον λαιμό και στα μάγουλα, βρεγμένα απ’ τα καυτά του δάκρυα, παλεύοντας να τη βαστάξει ζωντανή‧ η σκληρή κι αντίδικη όμως Μοίρα τους στεκόταν ήδη με το μαχαίρι της απειλητική πάνω απ’ τον μίτο της ζωής της Αριάδνης, και δίχως να λογαριάσει τίποτα έδωσε μια και τον πετσόκοψε, και ξεχείλισε τότε ο οδυρμός του Μύρωνα σαν την ένιωσε νεκρή, το Κρητικό το πέλαγος μοιάζαν τα κλάματά του, σπάραζε το όνομά της κι έβριζε αντάμα το μίσος και την έχθρα, που του πήρανε για πάντα την αγάπη του και το αγέννητο παιδί τους…
Λεξιλόγιο
Ντελικανής = παλικάρι, νεαρός
Δίκταμο = βότανο της Κρήτης που παράγει αφέψημα, λέγεται και «έρωντας»
Αρισμαρί = δεντρολίβανο
Ροδάμνι = νέο άνθος
Χώνω = κρύβω
Ξεγιβεντίζω = ρεζιλεύω
Αορείτης = βουνίσιος, ορεσίβιος
Εδά = τώρα
Παίζω + γενική = χτυπάω ή πυροβολώ κάποιον
Βιόλα = λουλούδι – όμορφη γυναίκα