Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Κεφάλαιο 36 - Έλντι Μπόου)

 “Η βροχή λιώνει το χιόνι”, διαπίστωσε η Καίηλεν δείχνοντας στον Έλντι το λασπωμένο πλέον μονοπάτι, καθώς επέστρεφαν από το Νεκροταφείο του Παλαιού Καιρού. Δεν άργησαν να βγουν στον κεντρικό καρόδρομο, φορώντας πάντα τα βρεγμένα και παγωμένα παπούτσια και ρούχα τους. Έκαναν νόημα στο πρώτο κάρο που είδαν να κινείται ανατολικά, το οποίο πέρασε αγκομαχώντας μες στις λάσπες, σχεδόν αγνοώντας τους. Στο δεύτερο κάρο στάθηκαν πιο τυχεροί. Ο καροτσέρης κατέβηκε βαστώντας κάτι ατσάλινο στα χέρια του, σταματώντας λίγο πιο κάτω από το σημείο που στέκονταν ο Έλντι με την Καίηλεν. Έμοιαζε μεγαλύτερός τους στην ηλικία και ήταν αρκετά γεροδεμένος. Έσκυψε στους τροχούς του κάρου του και άρχισε να τους σφίγγει με ορμή, ξεφυσώντας κάθε φορά που πήγαινε από τον έναν στον άλλον. Η Καίηλεν τον αναγνώρισε από μακριά.

“Καλέ μου Ελσί”, είπε με γλυκιά φωνή πλησιάζοντας το σταματημένο κάρο.

Ο άντρας είχε σηκωθεί και σκούπιζε με ένα κομμάτι από σκληρό ύφασμα τα χέρια του. Ακούγοντας τη φωνή της Καίηλεν ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήταν αυτή, ωστόσο προσπάθησε να διακρίνει τις φιγούρες που τον πλησίαζαν στο σκοτάδι.

“Καίηλεν;”, ρώτησε έκπληκτος ο καροτσέρης. Η απάντηση της ήταν ένα καταφατικό νεύμα, το οποίο μπορούσε να διακρίνει από την απόσταση που τώρα βρίσκονταν.

“Τι κάνετε εδώ; Για πού πάτε;”, ρώτησε ο Ελσί, προσπαθώντας να διακρίνει τώρα ποιος ερχόταν πίσω από την κοπέλα.

“Θέλουμε να πάμε στο Κόντρου” είπε αποφασιστικά ο Έλντι, αντιγράφοντας το φιλικό νεύμα της Καίηλεν.

“Ο μικρός τοξοβόλος είναι αυτός;”, ρώτησε σκωπτικά ο καροτσέρης. Η Καίηλεν γύρισε να κοιτάξει τον συνοδοιπόρο της, αλλά πριν προλάβουν να απαντήσουν ο Ελσί συνέχισε: “Βάλτε ένα χεράκι να ποτίσουμε τα άλογα και ύστερα προχωράμε παρέα”, πρότεινε.

“Έμαθα για τα κατορθώματά σας” ξαναμίλησε ο γεροδεμένος άντρας, την ώρα που ξεκινούσαν.

Ο Έλντι δεν ήταν σίγουρος για τι ακριβώς μιλούσε, μα αποφάσισε να του δώσει λίγο χρόνο να συνεχίσει την κουβέντα του. Ο καροτσέρης τον κοίταξε, τινάζοντας τα σκοινιά από τα χαλινάρια και τα άλογα ξεκίνησαν και πάλι το βαριεστημένο ταξίδι τους. Ο Ελσί συνέχισε:

“Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα στα Βουνά της Εστεβάρ... Τουλάχιστον πιο γρήγορα από αυτά...”, είπε δείχνοντας με το πηγούνι του τους δυο κουρασμένους οδηγούς του.

“Τα βουνά της Εστεβάρ;...”, απόρησε η Καίηλεν. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της “...Έχω κάμποσα χρόνια να ακούσω αυτή την ονομασία...”, σκέφτηκε χαμηλόφωνα.

“Εστεβάρ; Είναι η παλιά ονομασία των Μούλτιμε;”, ρώτησε ο Έλντι Μπόου.

“Όχι...” απάντησε κοφτά ο καροτσέρης. “Εστεβάρ είναι η παλιά ονομασία της ηπείρου της Ανατολής”.

Η Καίηλεν γνώριζε πόσο αγαπούσε ο Ελσί τις εξιστορήσεις και αποφάσισε να γείρει το κεφάλι της πάνω στο μπράτσο του Έλντι για να ξεκουραστεί λίγο.

“Έτσι την έλεγαν τον Παλαιό Καιρό;”, συνέχισε ο νεαρός τοξοβόλος. Ο Ελσί χαμογέλασε αυτάρεσκα.

“Ούτε...”, είπε “...το όνομα Εστεβάρ ακούστηκε πολύ μετά το τέλος του Παλαιού Καιρού και την Άρνηση. Ήταν κατά την μακρά περίοδο της Ουτοπίας”. Ο καροτσέρης σταμάτησε να εξηγεί για λίγο και κοίταξε τη νεαρή κοπέλα, που την είχε πάρει ο ύπνος ακουμπώντας στο μπράτσο του συνοδοιπόρου της.

“Είναι καλή, ευγενική κοπέλα...”, είπε αλλάζοντας για λίγο συζήτηση, κοιτάζοντας και πάλι μπροστά, στο λασπωμένο καρόδρομο. Για λίγο επικράτησε σιωπή. “...Εξαιρετική τοξοβόλος. Απίστευτα γρήγορη...”

Ο Έλντι παρέμεινε σιωπηλός.

“Η ήπειρος της Ανατολής, τον Παλαιό Καιρό, νομίζω λεγόταν Ασία...”, μονολόγησε ο Ελσί, ενώ τα πρώτα φώτα από τις φλόγες των ψηλών δαυλών του Κόντρου αχνοφαίνονταν στο βάθος του δρόμου.