Η Αναστασία της καρδιάς μου, της Αναστασίας Μπρούσα

Ο Βαγγέλης είχε μια μικρή ανερχόμενη εταιρεία καλλυντικών. Είχε σπουδάσει μάρκετινγκ, ήταν κοινωνικός κι ευέλικτος. Ένα όμορφο, καστανόξανθο και γεροδεμένο παλικάρι, είκοσι τεσσάρων χρόνων!

Τον βοηθούσαν οι γονείς του στη δουλειά, όμως χρειαζόταν μια υπάλληλο ως πωλήτρια, για να μπορεί να προωθήσει τα προϊόντα του σε περισσότερα καταστήματα και στους γύρω νομούς.

Μόλις μπήκε η Αναστασία για τη συνέντευξη ο Βαγγέλης εντυπωσιάστηκε αρχικά από την εμφάνισή της. Μια ψηλή κοπέλα, με καστανοκόκκινα μαλλιά, όμορφη και χαμογελαστή, αλλά ορφανή από γονείς.

Το βλέμμα της καθηλωτικό! Στη διάρκεια της συνέντευξης κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μια έξυπνη κοπέλα. Οι ιδέες της και οι προτάσεις της για την εταιρεία του ήταν ό,τι ακριβώς ήθελε ο Βαγγέλης για να την προσλάβει.

Η ατμόσφαιρα ήταν πάντα ηλεκτρισμένη μεταξύ τους, δεν άργησαν να ερωτευτούν! Οι συναντήσεις τους είχαν μια γλυκιά, ρομαντική και τρυφερή γεύση!

Όμως, για κακή τύχη της κοπέλας, η μαμά του δεν τη συμπάθησε, δεν την ήθελε καθόλου για τον γιο της. Βλέπεις, η Αναστασία ήταν μεγαλύτερη του, σχεδόν τριάντα χρόνων.



Η πρώτη κίνηση της μάνας του ήταν να φέρει στην εταιρεία έναν συνεργάτη τους για... να της κάνει προξενιό! Φυσικά και δεν πέτυχε!

Συνέχισε να της δημιουργεί προβλήματα στον χώρο της δουλειάς. Ό,τι κι αν έκανε η κοπέλα, τα έβρισκε συνέχεια λάθος. Της φερόταν με σκληρό τρόπο, δύστροπη γυναίκα.

Αντίθετα ο πατέρας του την συμπαθούσε ιδιαίτερα κι αυτό εκνεύριζε ακόμα πιο πολύ τη μάνα του Βαγγέλη.

Δεν άντεξε η Αναστασία κι έφυγε σ’ ένα νησί, να εργαστεί ως υπεύθυνη σ ένα πολυτελές εστιατόριο.

Λίγες μέρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο πατέρας του.

«Αύριο έρχεται στο νησί ο Βαγγέλης! Άκουσέ τον! Είμαι μαζί σου, κορίτσι μου». Η κοπέλα δεν είπε τίποτα, απλώς έκλεισε το τηλέφωνο.

Το επόμενο πρωί, μόλις ξεκίνησε τη βάρδιά της, αντίκρισε μπροστά της τον Βαγγέλη με το ακαταμάχητο χαμόγελό του να την κοιτάζει όλο γλύκα!

Κι ο Βαγγέλης όμως έμεινε μαγεμένος κοιτάζοντάς την!

Ήθελε πολύ να τη φιλήσει, αλλά κρατήθηκε με το ζόρι.

Της ζήτησε να βρεθούμε. Του είπε:

«Το βράδυ, Βαγγέλη».

«Θα έρθω να σε πάρω με το αυτοκίνητο» της απάντησε.

Όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο πιο ανυπόμονος γινόταν. Άραγε θα την ξανακερδίσω... αναρωτιόταν.

Η Αναστασία τον περίμενε στην είσοδο του εστιατορίου που δούλευε, φορώντας ένα λευκό, αέρινο φόρεμα που της ταίριαζε πολύ.

Ήταν μια οπτασία στα μάτια του Βαγγέλη!

Μπήκε στο αυτοκίνητο του και πήγαν σ’ ένα παραδοσιακό παραλιακό ταβερνάκι με ζωντανή μουσική. Συζήτησαν για τις δουλειές τους, την τάισε κάποιες στιγμές στο στόμα, αλλά δίστασε να τη φιλήσει, δεν ήθελε να την πείσει.

Λίγο πριν φύγουν απ’ το ταβερνάκι, εκείνος ζήτησε απ’ τους μουσικούς να παίξουν το αγαπημένο της τραγούδι: «Στα υπόγεια είναι η θέα», του Τερζή, και το σιγοτραγούδησε ο ίδιος!

Η κοπέλα χάρηκε και συγκινήθηκε πολύ... τόσο που δε μιλούσε για λίγη ώρα.

Σε λίγο έφτασαν έξω απ’ το ξενοδοχείο που έμενε η Αναστασία κι ετοιμάστηκαν ν αποχαιρετιστούν.

Εκείνη άρχισε να νιώθει απογοητευμένη μπροστά στο πλατύσκαλο... Ξαφνικά εκείνος ανέβηκε τα σκαλιά, την έσφιξε με πάθος στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα φιλί τόσο βαθύ, τόσο δυνατό! Η Αναστασία ανταπέδωσε με την ίδια ένταση. Όλα πια άρχισαν να γίνονται μαγικά για το ζευγάρι.

Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε η κοπέλα, δεν τον βρήκε εκεί κι ανησύχησε .

Εκείνος όμως της ετοίμαζε μια όμορφη έκπληξη! Την κάλεσε για πρωινό στο εστιατόριο που εργαζόταν. Εκεί την περίμενε με τον πατέρα του.

«Κύριε Τάκη! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!»

«Εγώ να δεις! Μου έλειψες, κούκλα μου!» της είπε.

Ο Βαγγέλης είχε και κάτι ακόμα για εκείνη, κάτι σημαντικό.

Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα της είχε στο τραπέζι, δίπλα στο καφεδάκι της, μαζί μ’ ένα κλειδί κι ένα λευκό κουτάκι.

Κάθισε δίπλα της και είπε:

«Μάτια μου, αυτό είναι το κλειδί του σπιτιού μου. Της καρδιάς μου το έχεις ήδη!»

Της έδωσε ένα κλεφτό φιλί, άνοιξε το κουτάκι και της πέρασε το δαχτυλίδι λέγοντας: «Θέλεις να παντρευτούμε, αγαπημένο μου πλάσμα;».

Η Αναστασία δέχτηκε με πολύ ενθουσιασμό την πρότασή του και είπε το πολυπόθητο ναι!

Ο κύριος Τάκης έλαμπε από χαρά και συγκίνηση κι έδωσε την ευχή του στους μελλόνυμφους!