Η Κάτια ανέπνευσε πιο ελεύθερα μόλις άφησαν πίσω τους την Κίτρινη Πεδιάδα. Ο Αλέξανδρος όμως είχε αρπάξει ένα γερό κρύωμα μετά την περιπέτεια στο πλημμυρισμένο μπουντρούμι. Έτσι, όταν έφτασαν στο χωριό στους Βραχώδεις Λόφους προτίμησε να μείνει κλεισμένος στο δωμάτιο του τοπικού πανδοχείου.
«Δεν είμαι μωρό» διαμαρτυρήθηκε καθώς η κοπέλα του έφερε ένα πιάτο σούπα που άχνιζε.
«Θα μείνεις μέσα μέχρι να γίνεις καλά» τον συμβούλεψε ακουμπώντας το πιάτο σε ένα κομοδίνο.
Ο Αλέξανδρος κάθισε στο κρεβάτι του κι άρχισε να τρώει λαίμαργα.
«Σου λέω, είμαι καλά…» επέμεινε αλλά ακολούθησε ένα φοβερό φτάρνισμα που έκανε τη σούπα να πεταχτεί στη μούρη του.
«Το βλέπω» σχολίασε η Κάτια, βοηθώντας τον να σκουπιστεί με ένα μαντήλι.
Το αγόρι δεν απάντησε. Όσο κι αν το απεχθανόταν, είχε δίκιο, δεν ήταν και τόσο καλά. Και, για να λέμε την αλήθεια, του άρεσε που τον φρόντιζε. Σε κάθε άνθρωπο αρέσει η φροντίδα, όμως η δική της ήταν παραπάνω από ευχάριστη· χωρίς να το αντιληφθεί, του γινόταν απαραίτητη.
Το επόμενο διάστημα η Κάτια κυκλοφορούσε στο χωριό, με την κουκούλα της κατεβασμένη, ελπίζοντας να βρει την κατοικία του πατέρα της. Ήταν βέβαιη ότι ο άνδρας που την είχε εγκαταλείψει στο ορφανοτροφείο ήταν ο γονιός της, και ήθελε να μάθει γιατί το έκανε, γιατί την καταδίκασε να είναι μόνη. Ωστόσο, δεν είχε καταφέρει τίποτα. Οι χωρικοί την απέφευγαν κι ούτε ο Αλέξανδρος είχε επιτυχία με τις ερωτήσεις του στο πανδοχείο. Ακόμη χειρότερα, κυκλοφορούσαν φήμες για την εμφάνιση μιας Άρπυιας στους Βραχώδεις Λόφους.
Μια μέρα, η Κάτια καθόταν στη χλόη, λίγο έξω από το χωριό, και συλλογιζόταν τι θα γινόταν αν δεν έβρισκαν θεραπεία. Ο Αλέξανδρος δήλωσε ότι ήθελε να την κάνει φυσιολογική. Αν αποτύγχαναν, θα την άφηνε;
Ενώ βασανιζόταν με αυτές τις σκέψεις, μια φασαρία εκεί κοντά την ανάγκασε να στρέψει αλλού την προσοχή της.
«Δώσ’ την πίσω» φώναξε ένα κοριτσάκι με ξανθιές μπούκλες και μάλλινο μπαλωμένο φουστάνι σε ένα μεγαλύτερο αγόρι, που είχε πρόσωπο σημαδεμένο από την ευλογιά και κρατούσε πάνω από το κεφάλι του μια πάνινη κούκλα. Δίπλα του ήταν άλλα παιδιά, στην ίδια περίπου ηλικία, που διασκέδαζαν με το περιστατικό.
«Αυτό το παλιόπραμα;»
«Φέρε πίσω την Καρολίνα» διαμαρτυρήθηκε το κοριτσάκι, προσπαθώντας μάταια να φτάσει την κούκλα.
«Όλο μ’ αυτή την κούκλα είσαι, που της λείπει το μάτι.»
«Η Καρολίνα χτύπησε το μάτι της όταν ήταν μικρή.»
«Η Καρολίνα είναι κούκλα, δεν ήταν μικρή ποτέ.»
«Ήταν και θα μεγαλώσει μια μέρα.»
«Ναι ε; Τότε θα μεγαλώσει τυφλή» αποκρίθηκε το βλογιοκομμένο αγόρι και δοκίμασε με μίσος να βγάλει το μοναδικό μάτι της κούκλας.
Αντιδρώντας θαρραλέα, το κοριτσάκι τον κλώτσησε στο καλάμι και αυτός έμπηξε μια φωνή πόνου, που προκάλεσε το γέλιο των φίλων του. Θυμωμένος, έσπρωξε το κοριτσάκι με δύναμη και το έριξε κάτω.
«Αρκετά» φώναξε η Κάτια, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή. Τα παιδιά στράφηκαν προς το μέρος της ξαφνιασμένα.
«Ποια είσαι ‘σύ;» ρώτησε το ταπεινωμένο αγόρι.
«Αφήστε την ήσυχη.»
«Γιατί αλλιώς τι θα μας κάνεις;» την προκάλεσε ένα από τα παιδιά.
«Στο κάτω κάτω είσαι μόνο ένα κορίτσι» αναφώνησε το αγόρι με το βλογιοκομμένο πρόσωπο.
«Δε θα το ξαναπώ» προειδοποίησε η Κάτια ανεβάζοντας την κουκούλα της.
Τα παιδιά έμειναν ακίνητα για κάμποσες στιγμές, με τα βλέμματά τους καρφωμένα στο σημάδι της∙ μετά το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας πίσω ως λάφυρο της άδοξης μάχης την πάνινη κούκλα. Η Κάτια τη σήκωσε και την προσέφερε στο κοριτσάκι, που την πήρε έκπληκτη.
«Έχεις χτυπήσει κι εσύ το μάτι σου;» ρώτησε διστακτικά.
«Όχι, έτσι ήμουν από παιδί» απάντησε η κοπέλα προσπαθώντας να χαμογελάσει.
«Σε πονάει;»
«Μερικές φορές.»
Το κοριτσάκι παρατήρησε την Κάτια με συμπάθεια.
«Είμαι η Ελένη. Από εδώ η Καρολίνα» συστήθηκε.
«Γεια σου Ελένη, γεια σου Καρολίνα» απάντησε η Κάτια πιο ευδιάθετα.
«Θες να παίξουμε μαζί;»
«Ίσως δεν είναι καλή ιδέα.»
«Σε παρακαλώ. Τ’ άλλα παιδιά δεν παίζουν μαζί μου και η Καρολίνα…» είπε η Ελένη και συνέχισε ψιθυρίζοντας στο αυτί της Κάτιας «τελευταία δεν έχει πολλή όρεξη κι αυτή.»
Η Κάτια χαμογέλασε ζεστά. «Τότε θα χαρώ να παίξουμε μαζί.»
«Φανταστικά» αναφώνησε το κοριτσάκι, «αν έχουμε χρόνο θα σου δείξουμε και το στοιχειωμένο σπίτι.»
«Στοιχειωμένο σπίτι;»
«Βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό. Το ‘χουν κλείσει με ξύλα αλλά βρήκα τρόπο να μπαίνω μέσα. Είναι πολύ τρομαχτικό.»
«Βέβαια να μου το δείξεις» είπε η Κάτια, έχοντας μια υποψία για το ποιο μπορεί να ήταν το μέρος αυτό.
Αργότερα, το απόγευμα, ο Αλέξανδρος εξασκούνταν με το σπαθί του πίσω από το πανδοχείο, εκτελώντας σειρές από περίτεχνες κινήσεις όπως τον είχε διδάξει ο δάσκαλός του. Η εμπειρία με τους κακοποιούς στο Βουνό της Ομίχλης αποδείκνυε ότι έπρεπε να βελτιώσει τις πολεμικές δεξιότητές του.
«Έμαθα κάτι καινούριο» ανακοίνωσε η κοπέλα φτάνοντας κοντά του και περιέγραψε όσα είχε ακούσει από την Ελένη. Ο Αλέξανδρος είχε τις αμφιβολίες του, ωστόσο, συμφώνησε ότι δεν είχαν κάποια καλύτερη επιλογή.
Το σπίτι ήταν έξω από το χωριό και η βλάστηση γύρω του ήταν αφύσικα πυκνή, σα να προσπαθούσε μια αόρατη δύναμη να το κρύψει.
«Η Ελένη βρήκε ένα άνοιγμα στον τοίχο…» εξήγησε η Κάτια αλλά ο Αλέξανδρος ξεκόλλησε με δύναμη μια από τις σανίδες που σφράγιζαν την μπροστινή πόρτα, προσφέροντας μια πιο άμεση είσοδο.
Το πάτωμα μέσα στο σπίτι είχε σκόνη τόσο παχιά που οι πατημασιές τους άφηναν ευδιάκριτα ίχνη πάνω της. Ιστοί αράχνης είχαν σχηματιστεί στις γωνίες ενώ τα τζάμια στα παράθυρα ήταν σπασμένα.
Είχα ζήσει εδώ; αναρωτήθηκε η Κάτια.
Στο επόμενο δωμάτιο υπήρχε ένα φθαρμένο κρεβάτι με μια πρόχειρη κούνια μωρού δίπλα του. Η κοπέλα την άγγιξε κι αισθάνθηκε κάτι σαν ηλεκτρικό φορτίο να τη διαπερνά.
«Αλέξανδρε, εδώ ήμουν...» ψιθύρισε όταν μια έντονη οχλοβοή τους απέσπασε την προσοχή.
Βγαίνοντας από την οικία βρήκαν κάμποσους χωρικούς να τους περιμένουν, με δίκρανα και διάθεση εμφανώς εχθρική.
«Δε θέλουμε μπελάδες» τόνισε ο Αλέξανδρος, ελπίζοντας να αποφύγει τη βία.
«Τότε κακώς μπήκατε σ’ αυτό το σπίτι» απάντησε ένας σωματώδης χωρικός.
«Γιατί, έχει κάτι ιδιαίτερο;»
«Μην παριστάνεις το χαζό ξένε. Εσύ και η φίλη σου, που όλο κρύβει το πρόσωπό της, ρωτάτε εδώ και μέρες στο χωριό. Πάω στοίχημα ότι θέλατε να βρείτε τούτο το σπίτι.»
«Κάνετε λάθος. Κατά τύχη ήρθαμε εδώ. Νομίζαμε ότι κάποιος ήταν μέσα και…»
Οι χωρικοί έσφιξαν τον κλοιό. Το αγόρι κατάλαβε ότι δεν έπαιρναν από λόγια. Αν ξάπλωνε χάμω τον σωματώδη τύπο ίσως πρόφταναν να το σκάσουν από το κενό που θα δημιουργούνταν ανάμεσά τους.
«Η Άρπυια» ούρλιαξε ξαφνικά μια γυναίκα που ήρθε σε κατάσταση αλλοφροσύνης από το χωριό, «πήρε την κόρη μου, πήρε την Ελένη μου.»
Μια σκιά διέτρεξε το έδαφος σαν άνεμος. Ανήκε σε μια μορφή τρομαχτική, με χρυσαφιά φτερά, που βαστούσε το άτυχο κοριτσάκι από τα χεράκια του, ενώ αυτό τσίριζε σπαραχτικά.
«Πρέπει να τη σώσουμε» είπε η Κάτια σπεύδοντας πίσω από το φτερωτό πλάσμα.
Η Άρπυια κατευθύνθηκε προς τους Βραχώδεις Λόφους με το ανήμπορο θύμα της. Οι πιο γενναίοι χωρικοί την ακολούθησαν, ωστόσο έπρεπε κάθε τόσο να κάνουν ζιγκ ζαγκ στο απότομο έδαφος και καθυστερούσαν. Σε λίγο, μόνο οι δυο νέοι συνέχιζαν την καταδίωξη. Κουρασμένοι, έφτασαν στους πρόποδες μια σειράς από λόφους γεμάτους πέτρες και κοτρόνες.
«Επιτέλους, προσγειώθηκε» αναφώνησε ο Αλέξανδρος βλέποντας την Άρπυια να κάθεται σε μια κορυφή όχι μακριά τους.
«Πρόσεξε» φώναξε η Κάτια και τον συγκράτησε από το μπράτσο. Λίγο πιο πέρα ένα τεράστιο διάφανο δίχτυ ήταν απλωμένο ανάμεσα σε δύο ψηλά δέντρα, μπροστά από έναν γκρεμό.
«Η Άρπυια το έφτιαξε αυτό;» ρώτησε ανατριχιάζοντας.
«Όχι και δε θέλω να συναντήσω τον κατασκευαστή» απάντησε το αγόρι κι απομακρύνθηκαν βιαστικά.
Το έδαφος γινόταν πιο απόκρημνο, αναγκάζοντάς τους να σκαρφαλώνουν με χέρια και πόδια.
«Έχω την αίσθηση ότι σκόπιμα μας παρέσυρε εδώ» είπε ο Αλέξανδρος αγκομαχώντας.
«Έξυπνη παρατήρηση, άνθρωπε» σχολίασε η Άρπυια, που εμφανίστηκε σε έναν επίπεδο βράχο και απίθωσε πάνω του την Ελένη.
«Κάτια» φώναξε το κοριτσάκι απελπισμένο.
«Άσε το παιδί και θα φύγουμε χωρίς να σε βλάψουμε» πρότεινε το αγόρι στην Άρπυια.
«Το παιδί το θέλω για μια ανταλλαγή. Εσείς οι άνθρωποι έχετε αδυναμία στα παιδιά.»
«Τι ανταλλαγή;»
«Η αδελφή μου είναι αιχμάλωτη σε μια από τις βρωμερές σας πόλεις, αυτή που ονομάζετε Ελιόπολη. Θα την ανταλλάξω με το παιδί. Αφού πρώτα ξεφορτωθώ εσένα» είπε η Άρπυια ορμώντας κατά πάνω του.
Ο Αλέξανδρος γλίτωσε την επίθεση κυλώντας στο πλάι με ευλυγισία γάτου, έβγαλε τη βαλλίστρα του κι εκτόξευσε ένα βέλος. Η Άρπυια, ωστόσο, το απέφυγε, δείχνοντας ότι δεν ήταν εύκολος αντίπαλος.
«Κάτια, θα την απασχολήσω. Εσύ σώσε το παιδί» είπε στην κοπέλα κι εκείνη έκανε κύκλο, για να πλησιάσει τον επίπεδο βράχο απαρατήρητη.
Ο Κυνηγός όπλισε ξανά και έριξε μια δεύτερη βολή, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, καθώς το φτερωτό πλάσμα κρυβόταν έξυπνα πίσω από τις βραχώδεις κορφές.
«Η σειρά μου» ανακοίνωσε η Άρπυια εφορμώντας. Αυτή τη φορά το αγόρι δεν πρόλαβε να ξεφύγει. Το χτύπημα των ποδιών της τον έριξε κάτω και κουτρουβάλησε πολλά μέτρα κάτω.
Χτυπημένος και ζαλισμένος, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο για να συνέλθει.
«Πού κρύβεσαι ποντικάκι;» αναρωτήθηκε η Άρπυια, ενώ τα νύχια των ποδιών της ανοιγόκλειναν ανυπόμονα.
Καθώς η Κάτια έφτανε με δυσκολία στο σημείο όπου βρισκόταν το κοριτσάκι, ο Αλέξανδρος έψαχνε γύρω του αγωνιωδώς.
Πώς σταματάς κάτι πού πετάει; αναρωτήθηκε και μια ιδέα σχηματίστηκε στο νου του.
Η Άρπυια τον είδε να προβάλλει ανάμεσα σε δυο δέντρα που ξεχώριζαν.
«Η αδελφή σου ήταν τέρας όπως εσύ» της φώναξε προκλητικά, «πήρε αυτό που της άξιζε στην Ελιόπολη. Ήμουν μπροστά όταν κάηκε σα λαμπάδα. Ωραίο θέαμα.»
Εξαγριωμένο, το φτερωτό πλάσμα έβγαλε μια απάνθρωπη κραυγή και ξεχύθηκε προς το μέρος του.
«Αλέξανδρε» φώναξε η Κάτια, καταφτάνοντας με την Ελένη ασφαλή στην αγκαλιά της.
Η Άρπυια κατέβηκε πιο χαμηλά, με τα γαμψά νύχια της έτοιμα να μπηχτούν στη σάρκα του νεαρού Κυνηγού. Απείχε λίγα μέτρα μόνο όταν αυτός βούτηξε στο έδαφος. Τα νύχια της έξυσαν την πλάτη του. Έκοψε ταχύτητα για να γυρίσει και να του επιτεθεί ξανά. Δεν μπόρεσε όμως∙ είχε παγιδευτεί στο τεράστιο δίχτυ. Τα φτερά της κόλλησαν πάνω του κι όσο πάλευε μπερδευόταν χειρότερα.
«Δε γλίτωσες ακόμη» τον απείλησε αλλά η μιλιά της πνίγηκε όταν ένιωσε μια άγρια ταλάντευση.
Ένας σκούρος όγκος, με οκτώ πόδια και οκτώ μάτια που φωσφόριζαν, σύρθηκε στην άλλη άκρη του διχτυού.
«Άνθρωπε» φώναξε η Άρπυια στον Αλέξανδρο.
Εκείνος δεν ήθελε να δει τι θα ακολουθούσε. Έκανε νεύμα στην Κάτια να φύγουν.
«Άνθρωπε» παρακάλεσε το φτερωτό πλάσμα γοερά. Καθώς η τερατώδης μορφή σερνόταν προς το μέρος της, οι ικεσίες της έγιναν ακατάληπτες, υστερικές.
Ο Αλέξανδρος δεν άντεξε περισσότερο να την ακούει. Είχε διαβάσει ότι τα θύματα μιας ανθρωποφάγας αράχνης υπέφεραν ανείπωτα μαρτύρια πριν πεθάνουν. Έκανε μεταβολή και με μια σπαθιά έκοψε ένα από τα σημεία όπου ο ιστός στηριζόταν στα δέντρα. Ο σκούρος όγκος ταλαντεύθηκε και έμεινε ακίνητος. Το αγόρι έκοψε άλλο ένα κομμάτι από το δίχτυ και μετά κι άλλο. Η αράχνη κατέβηκε προς το μέρος του. Το αγόρι έτρεξε στην άλλη πλευρά του ιστού και συνέχισε να κόβει, μανιασμένα. Το δίχτυ σκίστηκε τελείως. Το επόμενο δευτερόλεπτο ξεκόλλησε από τα δέντρα κι έπεσε στον γκρεμό, παρασέρνοντας τον τερατώδη κατασκευαστή του και το θύμα του στο βάραθρο.
Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνουν εδώ. Μαζί με την Κάτια και την Ελένη άφησε τους Βραχώδεις Λόφους κι έφτασε στο χωριό, όταν είχε πια βραδιάσει. Οι κάτοικοι εξεπλάγησαν βλέποντάς τους.
«Ελένη μου» αναφώνησε η μητέρα του παιδιού και την αγκάλιασε με αναφιλητά.
Οι χωρικοί έμαθαν ότι οι δυο νέοι που σκόπευαν να λιντσάρουν είχαν σώσει το κοριτσάκι.
«Σας κρίναμε άδικα» είπε ένας άνδρας με μαύρη γενιάδα, «σας παρακαλούμε να μας συγχωρέσετε. Φοβόμασταν ότι είχατε έρθει στο χωριό μας με κακό σκοπό.»
«Θέλουμε μόνο να μάθουμε για τον άνδρα που έμενε στο σφραγισμένο σπίτι» εξήγησε η Κάτια.
«Τι σχέση έχετε μαζί του;» ρώτησε ο άνδρας, με κάποια υποψία.
«Η Κάτια είναι καλή, το λέει κι η Καρολίνα» παρενέβη η Ελένη.
Ο άνδρας έτριψε τη γενειάδα του προβληματισμένος.
«Ελάτε στο σπίτι μου και θα σας πω όσα γνωρίζω.»
Πέρασαν το βράδυ στο σπίτι του άνδρα με τη γενειάδα, που ήταν ο κοινοτάρχης του χωριού, και έτσι οι υπόλοιποι κάτοικοι τους άφησαν ήσυχους. Άλλωστε, ήταν πολύ χαρούμενοι που είχαν απαλλαγεί από την Άρπυια.
«Πριν σφραγίσουμε το σπίτι ψάξαμε παντού μήπως βρίσκαμε τίποτα μαγικό, για να το ξεφορτωθούμε. Αυτό εδώ ήταν κρυμμένο κάτω από το πάτωμα» είπε ο άνδρας με τη γενειάδα και τους παρέδωσε ένα μικρό ξύλινο κουτί.
«Το κράτησα μυστικά, γιατί σκέφτηκα ότι έπρεπε να διαβαστεί από κάποιον που θα το καταλάβαινε».
Η Κάτια άνοιξε το κουτί με χέρια που έτρεμαν. Μέσα του είχε ένα γράμμα με τις εξής λέξεις:
«Κόρη μου, αν το διαβάζεις αυτό έχω ήδη χαθεί. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του αδύναμος και εγώ ήμουν έρμαιο της αδυναμίας μου. Τώρα έχω μετανιώσει πικρά αλλά είναι αργά. Έκανα κακό στους ανθρώπους που με εμπιστεύονταν και πάνω απ’ όλα έκανα κακό σ’ εσένα. ‘Οι αμαρτίες των γονιών παιδεύουν τα τέκνα τους’ όπως είχε προειδοποιήσει ο ηγούμενος. Προσεύχομαι να βρεις μια μέρα το σθένος για να με συγχωρέσεις.
Ο πατέρας σου,
Μάρκος Σιλέστιος
ΥΓ Μην αναζητήσεις τη μητέρα σου, θα είναι χειρότερα.»
Η Κάτια άφησε το γράμμα στο κουτί με χέρια που έτρεμαν. Δεν ήξερε τι να συμπεράνει από όσα είχε μόλις διαβάσει. Μόνο ένιωθε ακόμα μεγαλύτερη θλίψη από πριν.
«Αυτός ο ηγούμενος που αναφέρει, πού μπορούμε να τον βρούμε;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, μένοντας συγκεντρωμένος στο στόχο τους, την ανεύρεση μιας θεραπείας.
«Σ’ ένα μοναστήρι βόρεια από εδώ. Αλλά δεν είναι καλή ιδέα να το επισκεφτείτε» απάντησε ο κοινοτάρχης, «περίεργα πράγματα συμβαίνουν σ’ εκείνη την περιοχή.»
«Θα το ρισκάρουμε» σχολίασε το αγόρι με ψυχραιμία. Είχαν προχωρήσει πολύ για να κάνουν πίσω τώρα.
Η Κάτια συμφώνησε μαζί του. Για άλλη μια φορά η μοίρα -ή η θεία πρόνοια;- τους άνοιγε ένα νέο μονοπάτι, που κανείς δεν ήξερε τι τους επιφύλασσε. Ευχήθηκε μονάχα να μην έκρυβε άλλα τέρατα.