Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 9 - Τα τρία φίδια)

Η ανησυχία του νεαρού Κυνηγού θα ήταν μεγαλύτερη αν ήξερε τις δραστηριότητες του Ιεροεξεταστή εκείνη την ώρα.

Έχοντας περάσει τη μυστική είσοδο, ο ισχυρός άνδρας κατέβηκε μια μακρά σειρά από σκαλοπάτια, φωτισμένα αμυδρά από πυρσούς. Στριφογυρίζοντας, η σκάλα κατέληγε σε μια ελλειπτική αίθουσα με κιονοστοιχίες που κατέληγαν σε ημικυκλικά τόξα και ψηλούς πέτρινους τοίχους, που οι βάσεις τους χάνονταν στις σκιές. Πιο πέρα, ένας τεράστιος γρανιτένιος δίσκος κάλυπτε το πάτωμα ενώ γύρω του ήταν στημένα τρία εβένινα φίδια, που είχαν στη θέση των ματιών τους κρυστάλλους, κόκκινους σαν το αίμα.

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής στάθηκε μπροστά σε ένα μαρμάρινο γλυπτό που ξεπρόβαλε από το δάπεδο. Έμοιαζε με γιγάντιο χέρι, μόνο που ήταν φολιδωτό, μισό ανθρώπινο και μισό ερπετού. Στην παλάμη του, ανάμεσα στα σφιγμένα του δάχτυλα, βαστούσε κάτι. Ο άνδρας ψιθύρισε μερικές αρχαίες λέξεις και τα δάχτυλα άνοιξαν, σαν το χέρι να είχε ζωντανέψει, αποκαλύπτοντας ένα μαύρο βιβλίο.

Πήρε το βιβλίο και το άνοιξε σε μια συγκεκριμένη σελίδα, για να προετοιμάσει την επερχόμενη τελετή, όταν τον διέκοψε ο ήχος βημάτων στη σκάλα.

«Κύριε» είπε ένας άνδρας με την ανησυχία έκδηλη στο βλέμμα του, «έχουμε κακές ειδήσεις.»

Ο Ιεροεξεταστής, αν και φανερά ενοχλημένος από την αδιακρισία, τον άφησε να συνεχίσει.

«Οι μισθοφόροι στο Βουνό της Ομίχλης απέτυχαν να μάθουν κάτι από τον γέρο Κυνηγό. Τους σταμάτησαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που είχε ένα σημάδι στο πρόσωπο.»

«Σημάδι είπες;»

«Μάλιστα. Πρέπει να ήταν μάγισσα, γιατί το άγγιγμά της σ’ έκανε να πέφτεις ξερός κι ένιωθες τη ζωή να φεύγει από μέσα σου.»

«Αυτή είναι» αναφώνησε ο Ιεροεξεταστής. «Συνέχισε.»

«Η δεύτερη είδηση έρχεται από το ορφανοτροφείο στην Κίτρινη Πεδιάδα, όπου έκαναν διάφορα πειράματα.»

«Έχω υπόψη μου το συγκεκριμένο ίδρυμα, αν και δεν το έχω επισκεφτεί.»

«Πέρασαν από εκεί αυτοί οι δυο πάλι, το αγόρι και το κορίτσι. Φαίνεται ότι το κορίτσι είχε ζήσει στο ορφανοτροφείο πριν χρόνια.»

«Αλήθεια;» μουρμούρισε έκπληκτος ο Ιεροεξεταστής και τα μάτια του στένεψαν, σαν του φιδιού.

«Ο διευθυντής τους έδωσε πληροφορίες για ένα χωριό στους Βραχώδεις Λόφους. Με το ζόρι γλίτωσε τη ζωή του αλλά το ορφανοτροφείο το έκλεισαν οι αρχές της Ελιόπολης.»

«Υπέροχα νέα» αναφώνησε ο Ιεροεξεταστής.

«Υπέροχα, κύριε;» απόρησε ο αγγελιοφόρος.

«Τώρα γνωρίζω πού να την αναζητήσω. Το γεγονός ότι έχει την αρωγή ενός Κυνηγού περιπλέκει την κατάσταση, εντούτοις, το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο.»

«Μάλιστα κύριε» απάντησε ο αγγελιοφόρος και έκανε να φύγει.

«Περίμενε» τον διέταξε ο Ιεροεξεταστής βλοσυρά, σφίγγοντας το σκήπτρο του.

Ο άνδρας γύρισε με περιέργεια. Την επόμενη στιγμή ένας μαγικός κεραυνός τον άφησε στον τόπο.

«Δε μου αρέσει να με διακόπτουν» τόνισε ο Ιεροεξεταστής και έστρεψε ξανά την προσοχή του στο μαύρο βιβλίο.