Η Κάτια δεν είχε πει σχεδόν ούτε λέξη μετά την κουβέντα τους στον πύργο. Από παλιά γνώριζε ότι κουβαλούσε μέσα της κάτι κακό και τώρα είχε επιβεβαιωθεί. Ήθελε να μάθει περισσότερα; Θα την ωφελούσε να σκαλίσει ένα παρελθόν που έκρυβε μόνο δυστυχία και απώλεια;
«Μην απελπίζεσαι, κάτι θα βρούμε» της είπε ο Αλέξανδρος θαρρετά και χαμογέλασε. Όμως από μέσα του αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά ξεπερνούσαν τις δυνάμεις του.
Ένα βαρύ κτίσμα με στενά παράθυρα και περίφραξη ξεχώριζε στην επίπεδη έκταση. Πιο πέρα υπήρχε ένας μικρός οικισμός, με τους λιγοστούς κατοίκους να φέρουν τα σημάδια του υποσιτισμού.
Πλησίασαν το κτίσμα, που φαινόταν πιο πένθιμο εξαιτίας των ασθενικών δέντρων που επιβίωναν στην αυλή του. Ο Αλέξανδρος συνέχισε προς την είσοδο, η Κάτια όμως, με το πρόσωπο κρυμμένο κάτω από την κουκούλα της, έμεινε ακίνητη, στραμμένη σε μια γωνία του περιβόλου.
«Έλα» της είπε απαλά και τη συνόδευσε στο χωλ του ορφανοτροφείου.
Από εκεί ένας άνδρας, κιτρινιάρης σαν το έδαφος της περιοχής, τους οδήγησε σε ένα γραφείο στο δεύτερο όροφο.«Δε δεχόμαστε συχνά επισκέψεις» δήλωσε ο διευθυντής, ένας παχύς άνδρας, που καθόταν σε μια πολυθρόνα και το προσεγμένο του ντύσιμο ερχόταν σε αντίθεση με τις ξεβαμμένες ταπετσαρίες και τα σκονισμένα παράθυρα.
«Μπορώ να φανταστώ το λόγο» απάντησε ο Αλέξανδρος.
Ο διευθυντής τον κοίταξε βλοσυρά.
«Είστε πολύ απομονωμένοι.»
«Α, ναι, έτσι είναι. Αυτό το μέρος από παλιά είχε κακή φήμη λόγω του εδάφους του. Το επέλεξαν για να χτίσουν μια φυλακή, αργότερα όμως ένας ευγενής άρχοντας αποφάσισε να τη μετατρέψει σε ορφανοτροφείο.»
«Και το κατάφερε;» ρώτησε το αγόρι ενώ η Κάτια στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και παρατηρούσε την αυλή.
«Με συγχωρείτε, δε σας καταλαβαίνω.»
«Φαίνεται ότι πάτε για κλείσιμο. Δεν είδα κανένα παιδί από τότε που φτάσαμε.»
«Τα παιδιά είναι στα δωμάτιά τους. Τα έχουμε μάθει να κάνουν ησυχία» βεβαίωσε ο διευθυντής και ξερόβηξε.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε πειστεί. Το μέρος είχε κάτι που τον έκανε να θέλει να φύγει το συντομότερο δυνατό.
«Μπορώ να πληροφορηθώ το λόγο της επίσκεψής σας;» ρώτησε ευγενικά ο διευθυντής.
«Χρειαζόμαστε πληροφορίες για την καταγωγή ενός από τα παιδιά που μεγάλωσαν εδώ.»
«Ποιο είναι αυτό το παιδί;»
«Εγώ» απάντησε η Κάτια, ανεβάζοντας την κουκούλα της.
Τα μάτια του διευθυντή γούρλωσαν από έκπληξη.
«Είστε βέβαιη δεσποινίς; Δε θα είχα ξεχάσει ένα τέτοιο πρόσωπο.»
«Ήταν άλλος ο διευθυντής του ορφανοτροφείου τότε» αρκέστηκε να του πει, προσπαθώντας να κρύψει πόσο την είχε ενοχλήσει το σχόλιο του.
«Αναφέρεστε στον κύριο Αντρέι. Εξαίρετος διευθυντής. Δυστυχώς έχει πεθάνει.»
«Άφησε κανένα σημείωμα, κάποιου είδους καταγραφή;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, ελπίζοντας ότι δεν είχαν ταξιδέψει μάταια.
«Το αρχείο μας χάθηκε όταν πλημμύρισε το υπόγειο» αποκρίθηκε ο διευθυντής. «Είστε πολύ άτυχοι. Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω.»
Κατέβηκαν τα σκαλιά με βαριά καρδιά. Ο Αλέξανδρος βιάστηκε να πάει προς την έξοδο∙ η Κάτια είχε μείνει με το βλέμμα καρφωμένο στην ίδια γωνία της αυλής όπως πριν.
Ένα παιδί, αδύνατο και ντυμένο με άθλια ρούχα, την κοιτούσε επίμονα, σα να την κατηγορούσε για κάτι. Η φιγούρα του, διάφανη όπως το γυαλί, δεν άφηνε καμιά σκιά.
«Όχι, δεν είναι δυνατόν…» ψέλλισε.
Το παιδί στράφηκε αργά, τεντώνοντας το λεπτό χέρι του.
«Κάτια, τι έπαθες;» αναφώνησε ο Αλέξανδρος βλέποντάς την να τρέμει.
«Το αγοράκι…» είπε φοβισμένη, δείχνοντας στο σημείο της αυλής όπου ο σύντροφός της διέκρινε μόνο την κλειστή καταπακτή.
«Ποιο αγοράκι; Δεν υπάρχει κανείς εκεί.»
Την τράβηξε απαλά από το χέρι και απομακρύνθηκαν. Βράδιαζε κι έπρεπε κάπου να μείνουν. Ένα πανδοχείο βρώμικο σα στάβλος προσέφερε στέγη σε όσους ταξιδιώτες είχαν την ατυχία να περνάνε από την περιοχή. Ο Αλέξανδρος παρατηρούσε την Κάτια. Δεν είχε φάει καθόλου και το βλέμμα της ήταν απλανές.
«Συνέβη πριν χρόνια» ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της όταν βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιό τους.
«Ήμουν στην αυλή, με δύο άλλα παιδιά. Η Μαρία και ο Ντανιέλ. Ήταν πιο μικρά από εμένα. Έπαιζαν κυνηγητό. Εγώ καθόμουν στη σκιά, ο ήλιος με ενοχλούσε. Κάποια στιγμή ο Ντανιέλ έπεσε και μάτωσε το γόνατό του. Πήγα κοντά του να τον βοηθήσω» αφηγήθηκε η κοπέλα με τη φωνή της να γίνεται σαν ψίθυρος.
«Μόλις τον άγγιξα έβγαλε μια κραυγή. Νόμισα ότι πονούσε από το πέσιμο. Τον αγκάλιασα για να τον παρηγορήσω. Έτσι όπως τον κράταγα δεν έβλεπα το πρόσωπό του. Δεν έβλεπα το δέρμα του να γίνεται γκρι σα στάχτη και τα μάτια του να χάνουν τη ζωή τους. Σταμάτησε να κλαίει. Σταμάτησε τελείως…» είπε η Κάτια ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
Ο Αλέξανδρος την έπιασε από τους ώμους στοργικά, προσπαθώντας να κρύψει το δικό του σοκ. Πόσα είχε περάσει αυτή η κοπέλα πριν τη συναντήσει;
«Δεν έφταιγες, δεν ήξερες ότι είχες αυτή τη δύναμη.»
«Τον σκότωσα και γύρισε για να με κατηγορήσει. Τον είδα στην αυλή του ορφανοτροφείου.»
«Είσαι κουρασμένη, φαντάζεσαι πράγματα» απάντησε ο φίλος της, ανήσυχος για την υγεία της.
«Όχι, ήταν εκεί» επέμεινε το κορίτσι κι έμεινε αμίλητη, με το βλέμμα της καρφωμένο στο πάτωμα.
«Αν εμφανίστηκε πράγματι, δε νομίζω πως ήταν για να σε κατηγορήσει. Οι παιδικές ψυχές δεν έχουν μνησικακία.»
«Τότε γιατί;» αναρωτήθηκε η κοπέλα, βασανισμένη από ενοχή.
«Μην τιμωρείς τον εαυτό σου» είπε ο φίλος της συμπονετικά, «κι ας αφήσουμε τους νεκρούς με τους νεκρούς, κάτω από τη γη» συμπλήρωσε ξαπλώνοντας σε μια κουβέρτα στο πάτωμα, με το ξίφος ακουμπισμένο δίπλα του.
Η Κάτια, που είχε στη διάθεσή της το μοναδικό κρεβάτι, ακολούθησε το παράδειγμά του. Οι σκέψεις, ωστόσο, στροβιλίζονταν στο νου της σα σύννεφα σε καταιγίδα. Βυθίστηκε σε ένα δυσάρεστο ύπνο, με εικόνες δύσμορφων πλασμάτων, που δεν ξεχώριζαν αν ήταν άνθρωποι ή τέρατα, να την πλησιάζουν ανυπόμονα. Κι όλα έρχονταν από ένα σημείο, κάτω στη γη, που έχασκε σα μαύρη χοάνη.
«Η καταπακτή» αναφώνησε με αγωνία καθώς πετάχτηκε από το στρώμα της. Ο Αλέξανδρος ξύπνησε, με το χέρι στο ξίφος, ηρέμησε όμως, βλέποντας ότι δεν υπήρχε απειλή.
«Όταν ήμουν μικρή, δε μας άφηναν να την πλησιάσουμε» θυμήθηκε η Κάτια, με τα μάτια της γεμάτα έξαψη, «το φάντασμα του Ντανιέλ έδειχνε προς την είσοδό της.»
Ο Αλέξανδρος την άκουγε, υποψιαζόμενος πού θα κατέληγε.
«Πρέπει να κατεβούμε στην καταπακτή» δήλωσε το κορίτσι.
«Εκεί κάτω;»
«Ναι, στο σκοτάδι.»
Ο φίλος της ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, προβάλλοντας την εύλογη ιδέα ότι στο υπόγειο ενός παλιού κτιρίου δε θα έβρισκαν τίποτα άλλο εκτός από μούχλα και αρουραίους. Ωστόσο, το βλέμμα της Κάτιας φανέρωνε πως το πιο σημαντικό πράγμα για αυτήν ήταν να εξιχνιάσουν την ανέκφραστη βούληση του παιδικού φαντάσματος∙ μόνο τότε θα ησύχαζε.
Λίγη ώρα μετά κατευθύνονταν αθόρυβα προς το ορφανοτροφείο. Ξηραμένα δέντρα, που έμοιαζαν με γλυπτά ενός διεστραμμένου καλλιτέχνη στο χλωμό φεγγαρόφωτο, ξεφύτρωναν γύρω από τον περίβολό του. Ένα από αυτά ήταν τόσο παραμορφωμένο που μπόρεσαν να πατήσουν στον κορμό του κι από εκεί να περάσουν πάνω από τον τοίχο.
«Μείνε κοντά μου» της ζήτησε ο Αλέξανδρος ενώ διέσχιζαν την αυλή και πλησίαζαν αθόρυβα την καταπακτή.
Η πόρτα της ήταν ασφαλισμένη με ένα λουκέτο. Ο νεαρός Κυνηγός έβγαλε από τη ζώνη του ένα ζευγάρι μεταλλικές τσιμπίδες και τις έχωσε στην κλειδαριά. Με επιδέξιες κινήσεις η πόρτα άνοιξε, αφήνοντας ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο κι αποκαλύπτοντας μια σκάλα που κατέβαινε σε πηχτό σκοτάδι.
Όλο σε κάτι τέτοια μέρη καταλήγω σκέφτηκε ανάβοντας έναν πυρσό.
Βρέθηκαν σε ένα χώρο με βαρέλια που κάποτε χρησίμευαν για αποθήκευση κρασιού αλλά τώρα ήταν άδεια και μύριζαν ξινίλα.
«Υπάρχει ένα τούνελ εδώ» ψιθύρισε η κοπέλα. Πράγματι, πίσω από ένα σωρό βαρελιών μια σήραγγα ήταν σκαμμένη κάτω από τη γη.
Την ακολούθησαν προσεκτικά, με το φως του πυρσού να τρεμοπαίζει από ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα. Σταγόνες νερού έπεφταν από την οροφή ενώ τα τοιχώματα ήταν βουτηγμένα στην υγρασία κι ένα πράσινο ίζημα που ανέδυε οσμή αποσύνθεσης.
«Είμαστε κοντά σε κάποιο υπόγειο ρεύμα νερού» παρατήρησε το αγόρι ενώ οι μπότες του γλιστρούσαν στο γεμάτο γλίτσα έδαφος.
Η σήραγγα έβγαζε σε ένα δωμάτιο με μια ανηφορική σκάλα, η οποία, προφανώς, οδηγούσε στο ορφανοτροφείο. Μια πόρτα, κλεισμένη με μια ξύλινη οριζόντια μπάρα, στεκόταν στην άλλη πλευρά. Ένα σούρσιμο ακούστηκε από πίσω της. Ο Αλέξανδρος έριξε μια ματιά από το παραθυράκι στο πάνω μέρος της πόρτας αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Σήκωσε την μπάρα και την έβγαλε από τη θέση της. Ο πυρσός του φώτισε ασθενικά ένα κελί. Μπήκαν μέσα διστακτικά. Το σούρσιμο επαναλήφθηκε. Έβγαλε το σπαθί του, έτοιμος να αποκρούσει κάποια επίθεση.
«Μείνε έξω καλύτερα» είπε στην Κάτια.
Εκείνη έβγαλε μια φωνή. Στο βάθος του κελιού ήταν δύο παιδιά, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, έντρομα και ταλαιπωρημένα.
Οι δυο νέοι αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές.
«Μη φοβάστε. Θα σας βγάλουμε από εδώ» καθησύχασε τα παιδιά η κοπέλα.
Αυτά δε μιλούσαν, μόνο κάλυπταν τα μάτια τους, ενοχλημένα από το φως του πυρσού.
Ο Αλέξανδρος τα κοίταξε με οίκτο.
Να γιατί δεν υπήρχαν παιδιά στο ορφανοτροφείο συλλογίστηκε με φρίκη όταν σιγανά βήματα ακούστηκαν έξω από το κελί. Έτρεξε προς την πόρτα αλλά πρόλαβε μόνο να τη δει να κλείνει με πάταγο, ακολουθούμενο από τον ήχο της μπάρας που έμπαινε στη θέση της.
«Εσύ» αναφώνησε, βλέποντας από το μικρό άνοιγμα, στην άλλη πλευρά της πόρτας, το μοχθηρό πρόσωπο του διευθυντή.
«Ξέρετε τι έπαθε η γάτα που ήταν περίεργη;» ρώτησε εκείνος χλευαστικά.
«Αυτά τα παιδιά… Τι τους έκανες;» απαίτησε η Κάτια να μάθει.
«Θα σου εξηγήσω μια και δεν πρόκειται να φύγετε από εδώ» είπε τελεσίδικα, «ήθελα να εξακριβώσω αν έχουν ιδιότητες ξεχωριστές, σαν τις δικές σου. Ήμουν άτυχος που είχες φύγει όταν έγινα διευθυντής. Ήλπιζα να μην είσαι η μοναδική περίπτωση παιδιού με αφύσικες δυνάμεις. Βέβαια, για να κάνω τις απαραίτητες δοκιμές χρειαζόμουν απομόνωση. Δυστυχώς, τα υπόλοιπα παιδιά ως τώρα αποδείχτηκαν φυσιολογικά, δηλαδή άχρηστα.»
«Είσαι τέρας» αναφώνησε η κοπέλα. Εκείνος γέλασε.
«Κι εσύ τι είσαι;»
Το κορίτσι δε μίλησε· ο θυμός φούντωνε μέσα της.
«Έχω φίλους. Ξέρουν ότι έχω έρθει εδώ» είπε ο Αλέξανδρος ελπίζοντας να κερδίσει χρόνο.
«Ήρθες μόνος. Σε παρέσυρε αυτή η μάγισσα και θα το πληρώσεις με τη ζωή σου.»
Το πρόσωπο του διευθυντή απομακρύνθηκε από το παραθυράκι, το οποίο μετά έκλεισε. Ένας θόρυβος σαν χείμαρρος ακούστηκε από ψηλά· την επόμενη στιγμή ένας κρουνός νερού ξεχύθηκε από μια τρύπα στην οροφή. Τα δυο παιδάκια ούρλιαξαν κι έβαλαν τα κλάματα καθώς η στάθμη του νερού ανέβαινε. Ο Αλέξανδρος χτύπησε την πόρτα με το σπαθί του, χωρίς αποτέλεσμα. Η Κάτια έσκυψε μπροστά στο αγοράκι, που το νερό έφτανε στα γόνατά του ήδη.
«Ανέβα στην πλάτη μου» του είπε κι εκείνο πρόθυμα, πιάστηκε από τους ώμους της. Μετά έπιασε στην αγκαλιά της το κοριτσάκι και σηκώθηκε όρθια, κρατώντας τα έξω από το παγωμένο νερό.
Ο Αλέξανδρος άνοιξε το παραθυράκι της πόρτας με το σπαθί του αλλά η ροή του νερού ήταν πολύ μεγάλη∙ ακόμη κι αν ένα μέρος του έβγαινε από το άνοιγμα το κελί θα πλημμύριζε αναπόφευκτα. Τα πόδια της κοπέλας είχαν ήδη βυθιστεί. Κρατιόταν όρθια με δυσκολία, ενώ τα παιδιά ήταν γαντζωμένα πάνω της.
Προσπάθησε να φτάσει την μπάρα με το χέρι του αλλά δεν έφτανε.
«Αλέξανδρε κάνε κάτι» τον παρακάλεσε η φίλη του.
Να πάρει, δε θα πεθάνουμε εδώ μέσα σκέφτηκε θυμωμένος, ψάχνοντας μια διέξοδο.
Τα παιδιά έκλαιγαν γοερά. Το κελί σύντομα θα γέμιζε.
«Μην κλαίτε» τα παρηγόρησε η Κάτια, «ο Αλέξανδρος θα βρει τρόπο να φύγουμε από εδώ, σα να ήμασταν ψαράκια.»
Ο γάντζος, θυμήθηκε ακούγοντας την τελευταία λέξη της. Έψαξε στο σάκο του, ελπίζοντας ότι δεν τον είχε ξεχάσει.
«Βιάσου» φώναξε η Κάτια, που ένιωθε το σώμα της να μουδιάζει από το κρύο.
«Μη με αγχώνεις» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Επιτέλους, βρήκε το γάντζο. Άπλωσε λίγο το σκοινί και τον έριξε σαν αγκίστρι από το παραθυράκι της πόρτας προς τα έξω, προσπαθώντας να πιάσει την μπάρα.
Η πρώτη προσπάθεια ήταν άστοχη. Πλέον, ένιωθε κι ο ίδιος ότι πάγωνε από την άνοδο του νερού. Με τη δεύτερη ρίψη ο γάντζος πιάστηκε στην μπάρα και τη σήκωσε λίγο.
«Έλα…» ψιθύρισε το αγόρι αλλά τράβηξε βιαστικά, ο γάντζος έχασε το κράτημά του και η μπάρα έπεσε ξανά στη θέση της.
Κοίταξε την Κάτια, που με το ένα χέρι τεντωμένο κρατούσε τον πυρσό λίγο πάνω από το νερό. Όλα εξαρτιόνταν από αυτόν.
Συγκεντρώσου, μη βιάζεσαι συμβούλεψε τον εαυτό του.
Έριξε το γάντζο και τράβηξε πάλι την μπάρα προς τα πάνω, αυτή τη φορά σιγά σιγά.
Το νερό έφτανε ως το λαιμό της Κάτιας όταν η πόρτα άνοιξε με φόρα από τη δύναμή του, καθώς η μπάρα είχε βγει από τη θέση της. Οι δυο νέοι και τα παιδιά παρασύρθηκαν έξω μέχρι που η ροή των υδάτων βρήκε διέξοδο στο τούνελ και καταλάγιασε. Ήταν μουσκεμένοι ως το κόκκαλο κι έτρεμαν από το κρύο αλλά ήταν ζωντανοί.
«Ώρα να επισκεφτούμε τον κύριο διευθυντή» πρότεινε το αγόρι και η Κάτια δεν μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο.
Ο διευθυντής νόμισε ότι έβλεπε φάντασμα όταν εισέβαλαν στο δωμάτιό του. Ο Αλέξανδρος τον άρπαξε από το πέτο και τον κόλλησε στον τοίχο.
«Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις» ικέτευσε ενώ το σπαθί του αγοριού έλαμπε δίπλα στο μάγουλό του.
«Ξέρεις κάτι για τους γονείς μου; Ποιος μ’ έφερε εδώ;» ρώτησε η Κάτια επιτακτικά.
«Ήταν ένας άνδρας. Σ’ άφησε όταν ήσουν μωρό, στην είσοδο του ορφανοτροφείου.»
«Πώς το έμαθες αυτό;» είπε ο Αλέξανδρος.
«Μου αποκάλυψε την ιστορία ο προηγούμενος διευθυντής, πριν πεθάνει. Θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για αυτό που συνέβη, με το νεκρό παιδί.»
«Ο άνδρας που άφησε το μωρό, πώς λεγόταν;»
«Δεν ξέρω όνομα.»
«Από πού ήταν;»
«Δε θυμάμαι, άκουσα την ιστορία πριν χρόνια.»
Η Κάτια πλησίασε τα δάχτυλά της στο χοντρό λαιμό του.
«Φαίνεται ότι μας είσαι άχρηστος. Και ξέρεις τι παθαίνουν οι άχρηστοι.»
Ο Αλέξανδρος είδε το βλέμμα της και κατάλαβε ότι δεν μπλόφαρε. Η ίδια, γεμάτη θυμό για όσα είχε κάνει στα παιδιά και στους ίδιους, με δυσκολία συγκρατιόταν.
«Καλύτερα να θυμηθείς, γρήγορα» επισήμανε ο νέος στο διευθυντή, ενώ τα δάχτυλα της φίλης του απείχαν χιλιοστά από το δέρμα του.
«Υπάρχει κάτι» ψέλλισε αυτός, κάνοντας την Κάτια να συγκρατηθεί, «μια μέρα, κατέφτασαν οι κάτοικοι ενός χωριού. Ρωτούσαν αν ένας άνδρας είχε αφήσει εδώ ένα μωρό. Φαίνεται ότι είχε προκαλέσει μεγάλη ταραχή στον τόπο τους.»
«Από πού είχαν έρθει; Μίλα επιτέλους» είπε ο Αλέξανδρος .
«Θα σας δείξω» απάντησε με αγωνία ο διευθυντής, «μόνο σας παρακαλώ μη με σκοτώσετε.»
«Δε θα σε σκοτώσουμε.»
«Λέτε αλήθεια;»
«Ναι» τον καθησύχασε ο νέος. Όσο άθλιος κι αν ήταν ο διευθυντής, από τη στιγμή που έκανε συμφωνία μαζί του θα την τηρούσε.
Κοίταξε την Κάτια, περιμένοντας κι από αυτήν να συμφωνήσει. Εκείνη χρειάστηκε κάμποσες στιγμές για να καταλαγιάσει ο θυμός της. Τελικά, χαμήλωσε το γυμνό χέρι της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
«Βλέπεις, κανείς δε θα σε πειράξει» συμπλήρωσε το αγόρι, ανακουφισμένο που η φίλη του είχε επανέλθει στο φυσιολογικό της.
Χωρίς να έχει ξεπεράσει τον τρόμο του, ο διευθυντής τούς έδειξε σε ένα χάρτη την τοποθεσία του χωριού. Ικανοποιημένοι που είχαν στην κατοχή τους ένα στοιχείο, έστω κι αν δεν μπορούσαν να προβλέψουν σε τι θα οδηγούσε, οι δυο νέοι έφυγαν με τα παιδιά που απελευθέρωσαν. Θα τα άφηναν στο πανδοχείο προσωρινά και θα έστελναν μήνυμα στην Ελιόπολη για να τα αναλάβουν οι δημοτικές αρχές. Ίσως δεν ήταν η ιδανική λύση για τα δύσμοιρα πλάσματα αλλά ήταν απείρως προτιμότερο από το να έμεναν σε αυτό το κολαστήριο.
Διασχίζοντας την αυλή, η Κάτια είδε πάλι το φάντασμα του αγοριού. Μόνο που αυτή τη φορά δεν την κατηγορούσε για το παρελθόν· τη χαιρετούσε και το πρόσωπό του ήταν χαμογελαστό, όπως όταν ζούσε.
Υπάρχει ελπίδα λοιπόν; συλλογίστηκε, νιώθοντας μια ηλιαχτίδα να διαπερνά τη συννεφιά της ψυχής της.
Ο Αλέξανδρος χάρηκε που την είδε να χαμογελά, όμως είχε τους δικούς του προβληματισμούς. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είχε δηλώσει ότι έψαχνε παντού να βρει την Κάτια.
Άραγε, είχε μείνει στην Ελιόπολη; Και τι έκανε τώρα;