Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 7 - Ο Πύργος)

Ο Αλέξανδρος δε γνώριζε πώς θα θεράπευε την Κάτια. Ούτε ήταν σίγουρος πως υπήρχε θεραπεία. Όμως, από τότε που είδε τα λουλούδια στο νεκροταφείο πείσθηκε ότι, όποια κι αν ήταν, είχε καλοσύνη μέσα της. Από όσους την είχαν συναντήσει μόνο αυτός έβλεπε πέρα από το σημάδι στο πρόσωπό της. Ένιωθε υπεύθυνος για την τύχη της, σαν η μοίρα να την είχε αποθέσει στα χέρια του και έπρεπε να φανεί αντάξιος. Πήρε λοιπόν τον εξοπλισμό του από το σεντούκι και ξεκίνησαν το ταξίδι τους.

Καθώς περπατούσαν στον ανατολικό δρόμο η Κάτια τον παρατηρούσε κάτω από την κουκούλα της σιωπηλή, αβέβαιη. Της είχε αποκαλύψει ότι ήταν κυνηγός υπερφυσικών απειλών, ότι τον είχε εκπαιδεύσει ένας παλιός έμπειρος δάσκαλος και ότι αυτός θα ήξερε τι να κάνουν με την περίπτωσή της.

Εκείνη είχε σαστίσει με την αποκάλυψη. Δε φανταζόταν ότι ένας άνθρωπος περίπου στην ηλικία της έκανε μια τόσο επικίνδυνη ζωή. Ακόμη περισσότερο, παραξενεύτηκε που ήθελε να τη βοηθήσει κάποιος αφοσιωμένος στο να καταδιώκει αφύσικα όντα. Όμως ο Αλέξανδρος τη διαβεβαίωσε ότι οι Κυνηγοί στόχευαν μόνο πλάσματα που έβλαπταν ανθρώπους, πλάσματα με τα οποία η Κάτια δεν είχε καμία σχέση.

Η κοπέλα πείστηκε για αυτό. Αν ήθελε να τη βλάψει θα το είχε επιχειρήσει ήδη, χωρίς να της δώσει εξηγήσεις. Απεναντίας, στεκόταν στο πλάι της, τη στήριζε.

Όσα αισθανόταν για αυτόν πριν το περιστατικό με το άτυχο ζωάκι, αναδύθηκαν ξανά στην επιφάνεια της ψυχής της. Ένιωθε την επιθυμία να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει. Όμως με τη σκέψη αυτή της ήρθε και μια άλλη εικόνα στο νου, η εικόνα ενός Αλέξανδρου που είχε πέσει νεκρός από το άγγιγμά της.

Άραγε, μπορούσε στα αλήθεια να τη βοηθήσει ή της πρόσφερε ψεύτικες ελπίδες;

Το βράδυ σταμάτησαν σε ένα χάνι, του οποίου ο ιδιοκτήτης είχε το προτέρημα να μην κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Συνέχισαν με μια άμαξα που έκανε στάση σε έναν ορεινό οικισμό και μετά ξανά πεζοί, σε ένα δρόμο που οδηγούσε βόρεια, προς το Βουνό της Ομίχλης.

«Φτάνουμε» είπε το αγόρι ανηφορίζοντας σε μια πλαγιά γεμάτη έλατα.

«Μα ποιος μένει εδώ πέρα;» παραπονέθηκε η Κάτια, νιώθοντας την κούραση να την καταβάλει.

«Ο δάσκαλος δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος» σχολίασε ο Αλέξανδρος, «δε θα μπορούσε να μένει σε συνηθισμένο μέρος.»

Η Κάτια ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί ξανά όταν οι επάλξεις ενός πέτρινου πύργου ξεχώρισαν πάνω από τις κορυφές των δέντρων.

«Πρόσεχε το βήμα σου» επισήμανε το αγόρι.

Ο πύργος ήταν χτισμένος στην άκρη ενός γκρεμού, βυθισμένου σε μια αφύσικη ομίχλη που ξεπηδούσε από τα βάθη του, σαν να ήταν η ανάσα κάποιου μυθικού θηρίου. Έφτασαν στην πρόσοψη του κτίσματος, όμως η είσοδος ήταν σφραγισμένη με βαριές πέτρες. Ένα στενό παράθυρο στον όροφο ήταν κι αυτό κλειστό, σφαλισμένο με χοντρά κάγκελα.

Η Κάτια απόρησε. Το μέρος έδειχνε ακατοίκητο. Αναρριχητικά φυτά κάλυπταν τον τοίχο, ως τις επάλξεις ψηλά.

«Δώσε μου το χέρι σου» είπε ο φίλος της και της έτεινε το γαντοφορεμένο χέρι του.

Αβέβαιη, η Κάτια το κράτησε και περπάτησαν στην ομίχλη μαζί. Σύντομα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, ούτε το χέρι της. Το λευκό νέφος έσβηνε τα πάντα και το μόνο που ένιωθε ήταν το σφίξιμό του στον καρπό της.

Μήπως είχε αποφασίσει να την αφήσει εδώ; Ένα λάθος βήμα και…

«Όχι, άσε με» αναφώνησε και πήγε να τραβηχτεί από κοντά του όταν άκουσε το θόρυβο μιας πόρτας που άνοιγε τρίζοντας. Μια αίθουσα φανερώθηκε μπροστά της, στο εσωτερικό του πύργου. Με ανακούφιση, πέρασε μέσα ενώ ο Αλέξανδρος ξανάκλεινε την πόρτα.

«Έξυπνο, έτσι; Ποιος θα φανταζόταν ότι υπάρχει ένα πέρασμα κρυμμένο μέσα στην ομίχλη;» σχολίασε, περήφανος που ήξερε το μυστικό.

Ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι πλαισιωνόταν από αναπαυτικές καρέκλες ενώ μια σκάλα οδηγούσε προς τα πάνω.

«Δάσκαλε» φώναξε το αγόρι ανεβαίνοντας τα σκαλιά. Η Κάτια, αφού έριξε μια ματιά στο χώρο με περιέργεια, τον ακολούθησε.

Ο δεύτερος όροφος είχε ένα κρεβάτι κοντά στο καγκελόφρακτο παράθυρο που είχαν δει από έξω. Μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία κάθε είδους, από ιστορικά μέχρι αστρολογικά, βρισκόταν δίπλα σε ένα μικρό γραφειάκι με ένα λιωμένο κερί κι ένα άδειο πιατάκι.

«Μα πού πήγε;» αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος νευρικά.

«Για δες» είπε το κορίτσι, σηκώνοντας από κάτω κάτι πριν εκείνος το πατήσει· ήταν ένα μικρό δαμάσκηνο.

«Τώρα θυμήθηκα» είπε ο φίλος της, «τέτοια εποχή ο δάσκαλος μαζεύει δαμάσκηνα από το δάσος. Τα λατρεύει.»

Το κορίτσι ανακουφίστηκε στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας. Τουλάχιστον ο κάτοικος του πύργου είχε μια φυσιολογική πλευρά.

Για να βγουν πέρασαν πάλι μέσα από την ομίχλη κι ύστερα πήραν ένα μονοπάτι παράλληλο με τον γκρεμό.

«Ανησυχείς γι’ αυτόν» παρατήρησε η Κάτια βλέποντας τον Αλέξανδρο συνοφρυωμένο.

«Όταν πέθανε η μητέρα μου έμεινα ολομόναχος. Περιπλανήθηκα μέχρι που μπήκα σε μια συμμορία κλεφτών. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Ήθελα να ανήκω κάπου. Οι περισσότεροι κατέληξαν στο μπουντρούμι» της εξομολογήθηκε κλωτσώντας ένα χαλίκι που βρέθηκε στο δρόμο του.

«Θα ’χα καταλήξει κι εγώ εκεί αν δεν ήταν ο δάσκαλος. Με ανακάλυψε τυχαία και με κράτησε στο πλευρό του. Είπε ότι είχα τα προσόντα για να γίνω Κυνηγός.»

«Τελειώνει ποτέ αυτό που κάνεις;» τον ρώτησε, «δε θες κάποτε να ησυχάσεις;»

«Έχω ένα συγκεκριμένο στόχο. Όταν πεθάνει, θα ησυχάσω» της αποκρίθηκε βλοσυρά και η Κάτια δε θέλησε να μάθει περισσότερα.

Έφτασαν σε μια συστάδα από δέντρα, στολισμένα με μωβ καρπούς. Ένα καλάθι ήταν πεσμένο κάτω. Κάμποσα φρούτα είχαν χυθεί στο χώμα. Πατημασιές ξεκινούσαν από το σημείο αυτό κι απομακρύνονταν βαθύτερα στο δάσος.

«Τρεις ή τέσσερεις άνδρες, μαζί με έναν αιχμάλωτο» μουρμούρισε ο Αλέξανδρος παρατηρώντας τα ίχνη, «αν ξεκινήσω αμέσως θα τους προλάβω. Εσύ γύρνα στον πύργο.»

«Με τίποτα» του απάντησε αποφασιστικά, «δεν μπαίνω σε εκείνη την ομίχλη μόνη μου. Εξάλλου, μπορεί να χρειαστείς βοήθεια.»

Ο Αλέξανδρος συλλογίστηκε τις επιλογές του. Θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί της, ωστόσο αμφέβαλε αν θα την έπειθε κι ούτε είχε χρόνο για χάσιμο.

«Θα κάνεις ό,τι σου λέω» της τόνισε, «και θα μείνεις μακριά από μπελάδες.»

«Μάλιστα» απάντησε η Κάτια με υπερβολική προθυμία.

Ακολούθησαν μαζί τα ίχνη, που γίνονταν πιο δυσδιάκριτα καθώς λιγόστευε το φως. Όταν βράδιασε σταμάτησαν υποχρεωτικά και κατασκήνωσαν κοντά σε ένα ρέμα. Ο Αλέξανδρος έστειλε την Κάτια να πάρει νερό ενώ αυτός έφτιαξε ένα πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά, για να κόβει τον κρύο αέρα.

«Τους άκουσα» ψιθύρισε η Κάτια, που γύρισε τρέχοντας αθόρυβα.

«Ποιους;»

«Τους άνδρες. Έχουν κατασκηνώσει κοντά στο ρέμα, όπως εμείς.»

«Δείξε μου πού ακριβώς.»

Έρποντας στη χλόη, ο Αλέξανδρος πλησίασε ένα ξέφωτο περιστοιχισμένο από πυκνούς θάμνους. Στο κέντρο του ήταν αναμμένη μια φωτιά και γύρω της κάθονταν τρεις άνδρες, οπλισμένοι με σπαθιά.

Μισθοφόροι σκέφτηκε.

Ανάμεσά τους ήταν δεμένος ένας μεσήλικας άνδρας, με φαρδιούς ώμους, γαλάζια μάτια και ασπρισμένα μαλλιά. Τα ρούχα του ήταν βρώμικα και το πρόσωπό του μωλωπισμένο.

«Είσαι σκληρό καρύδι, ε γέρο;» είπε κοροϊδευτικά ένας από τους άνδρες και του έριξε μια δυνατή σπρωξιά. Όλοι μαζί γέλασαν χαιρέκακα.

Το αγόρι ήταν έτοιμο να τους επιτεθεί για να απελευθερώσει τον δάσκαλό του, όταν άκουσε θόρυβο πίσω του.

«Σου είπα να μείνεις πίσω» ψιθύρισε, νομίζοντας ότι ήταν η Κάτια, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με την κόψη ενός σπαθιού και κοκκάλωσε.

Τελικά ήταν τέσσερεις συνειδητοποίησε, κατηγορώντας τον εαυτό του για την απροσεξία του.

Ο μισθοφόρος τού έκανε νόημα να σηκωθεί και τον οδήγησε προς το ξέφωτο, με τη μύτη του σπαθιού κολλημένη στην πλάτη του.

«Κοιτάτε τι βρήκα» ανακοίνωσε στους συντρόφους του, που σηκώθηκαν όρθιοι για να παρατηρήσουν τον νέο αιχμάλωτό τους.

Όμως ο μισθοφόρος δε χάρηκε πολύ. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από αγωνία, το δέρμα του έχασε το χρώμα του και τα μάτια του κοκκίνισαν. Την επόμενη στιγμή κατέρρευσε στο έδαφος. Πίσω του στεκόταν η Κάτια, έχοντας βγάλει το γάντι της.

Χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνέλθουν οι υπόλοιποι άνδρες από την έκπληξη. Ήταν αρκετό για τον Αλέξανδρο ώστε να βγάλει από το θηκάρι το ξίφος του. Με ένα επιδέξιο χτύπημα τραυμάτισε τον κοντινότερο πριν τραβήξει το δικό του όπλο και τον έτρεψε σε φυγή.

Έμεναν άλλοι δύο. Τα σπαθιά τους αντανακλούσαν τις φλόγες καθώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν. Το έκαναν απροειδοποίητα και γρήγορα. Ο Αλέξανδρος μπλόκαρε το χτύπημα του ενός, όμως ο άλλος τού όρμησε από τα πλάγια. Η λεπίδα που άστραφτε θα ήταν η τελευταία εικόνα της ζωής του, αν ο δάσκαλός του δεν έπεφτε με φόρα πάνω στον κακοποιό, σωριάζοντάς τον στη φωτιά.

Κινούμενος επιδέξια, ο Αλέξανδρος ξεμπλόκαρε το σπαθί του και τραυμάτισε τον αντίπαλό του στο πρόσωπο. Εκείνος ούρλιαξε από πόνο και έπεσε χάμω ματωμένος. Ο φλεγόμενος κακοποιός κυλιόταν στο έδαφος για να σβήσει τις φλόγες, που έγλυφαν τα ρούχα του. Μια ξεγυρισμένη κλωτσιά από τον ασπρομάλλη άνδρα τον άφησε ξερό.

«Χαίρομαι που δε μ’ άκουσες» ομολόγησε ο Αλέξανδρος στην Κάτια.

Εκείνη αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της. Ήταν η πρώτη φορά που την είχε δει να χρησιμοποιεί τη δύναμή της σε άνθρωπο. Πόσο ισχυρή ήταν άραγε;

«Πρέπει να γερνάω που επέτρεψα σ’ αυτούς τους αλήτες να μ’ αιφνιδιάσουν» μουρμούρισε ο δάσκαλός του καθώς το αγόρι έκοβε τα δεσμά του, «πώς βρέθηκες εδώ;»

Η Κάτια ήρθε κοντά στη φωτιά το σημάδι στο πρόσωπό της ήταν η πιο εύγλωττη απάντηση.

Πριν επιστρέψουν στον πύργο, ο δάσκαλος του Αλέξανδρου ανέκρινε τους μισθοφόρους. Αυτοί ομολόγησαν ότι ήθελαν να μάθουν τα μυστικά των Κυνηγών για να τα πουλήσουν αλλά δεν αποκάλυψαν σε ποιον, παρά το ξύλο που έφαγαν. Αφού εκεί κοντά δεν υπήρχαν δημόσιες αρχές για να τους παραδώσουν, τους έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη και τους άφησαν να φύγουν.

«Δε θα ξαναπατήσουν σ’ αυτά τα μέρη» διαβεβαίωσε ο δάσκαλος, που ήταν σκληρός αλλά σε καμιά περίπτωση δε θα σκότωνε αιχμαλώτους.

Όταν γύρισαν στον πύργο άκουσε προσεκτικά το λόγο της επίσκεψής των δυο νέων. Η δύναμη της κοπέλας του έκανε μεγάλη εντύπωση. Ανακοίνωσε πως ήθελε να μελετήσει και πέρασε ώρες ανάμεσα στα βιβλία του. Ο Αλέξανδρος και η Κάτια περίμεναν υπομονετικά στην αίθουσα του ισογείου, σιωπηλοί.

Τους είχε πάρει ο ύπνος στις καρέκλες όταν ο δάσκαλος κατέβηκε με ένα μεγάλο βιβλίο.

«Υπάρχει μια αναφορά εδώ, παρόμοια με την περίπτωση του κοριτσιού» δήλωσε.

Το πρόσωπο μιας γυναίκας με ένα σημάδι ήταν ζωγραφισμένο με ζωηρά χρώματα σε μια σελίδα ενώ από κάτω ήταν σημειωμένο κάτι στα λατινικά.

«Το σημάδι είναι αποτέλεσμα κατάρας.»

«Κατάρας;» αναφώνησε ο Αλέξανδρος, ενώ η Κάτια ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. «Από ποιον; Γιατί; Και…»

«Ηρέμησε» τον διέκοψε ο δάσκαλος, «δεν είμαι παντογνώστης. Το γιατί και ποιος θα χρειαστεί να τα μάθετε εσείς.»

Οι δυο νέοι έδειχναν να τα έχουν χαμένα. Είχαν ακούσει βέβαια για κατάρες, γενικά κι αόριστα, αλλά το να είσαι εσύ θύμα τους ήταν κάτι τελείως διαφορετικό.

«Η κατάρα αυτή μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Τι ξέρεις για τους γονείς σου;» ρώτησε ο δάσκαλος την Κάτια.

«Δεν τους γνώρισα ποτέ.»

«Θα πρέπει να μάθεις το παρελθόν σου. Πού ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία. Μόνο τότε υπάρχει ελπίδα να εντοπίσετε την πηγή της κατάρας και ίσως μια θεραπεία.»

Η Κάτια άγγιξε το στέρνο της με τα γαντοφορεμένα χέρια της.

«Θα σας πω όσα θυμάμαι» ψιθύρισε.