Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 6 - Το Δίλημμα)

Η παρουσία του Ιεροεξεταστή είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση στον νεαρό Κυνηγό. Όχι μόνο είχε σκοτώσει την Άρπυια με χαρακτηριστική ευκολία αλλά και τον είχε προσκαλέσει στην προσωπική του οικία. Φυσικά δέχτηκε την πρόσκληση, αφού ήταν σημαντική τιμή για οποιονδήποτε άνθρωπο. Έτσι, την επόμενη μέρα πήγε σε μια έπαυλη στα βόρεια της πόλης, την οποία ο αξιωματούχος της Εκκλησίας χρησιμοποιούσε ως χώρο διαμονής όποτε ερχόταν στη χώρα και την είχε διαρρυθμίσει κατά το γούστο του.

Το αρχοντικό ήταν πλούσιο και επιβλητικό, με αποτροπαϊκά γκαργκόιλ στο γείσο της σκεπής, πολυτελείς καθρέφτες και μεταξένιες κουρτίνες. Τριγύρω υπήρχαν αναμμένα κεριά, παρόλο που ήταν μέρα.

«Ποτέ δεν μπορείς να έχεις αρκετό φως» εξήγησε ο οικοδεσπότης, που φορούσε μια πορφυρή ρόμπα και είχε ένα ρουμπίνι κρεμασμένο από το λαιμό του.

Ο Αλέξανδρος θαύμαζε το σαλόνι όπου τον υποδέχτηκε. Μια δυνατή φωτιά έκαιγε στο τζάκι ενώ μια τοιχογραφία κάλυπτε το μήκος της αίθουσας, απεικονίζοντας την τιτάνια μάχη αγγέλων και δαιμόνων.

«Υπέροχο έργο, δε συμφωνείς;» σχολίασε ο Ιεροεξεταστής.

«Για να είμαι ειλικρινής, δε γνωρίζω πολλά από τέχνη.»

«Η Τέχνη είναι ένας δρόμος προς την αλήθεια. Ένας πίνακας ζωγραφικής για παράδειγμα, όταν έχει φτιαχτεί από έμπειρα χέρια, μπορεί να φανερώσει περισσότερα από όσα φαντάζεσαι.»

Ο νεαρός Κυνηγός περιεργάστηκε την τοιχογραφία. Ήταν πράγματι εντυπωσιακή αλλά δεν έβλεπε κανένα μυστικό να αποκαλύπτεται ενώπιον του.

«Έχεις ιδέα γιατί σε κάλεσα, Αλέξανδρε;» συνέχισε ο γκριζομάλλης άνδρας.

«Η αλήθεια είναι πως όχι, κύριε» απάντησε το αγόρι, που, αν και βρισκόταν δίπλα στο τζάκι, αισθάνθηκε ένα ρίγος.

«Ήρθα στην πόλη γιατί αναζητώ κάτι. Ένα πλάσμα κακό, πιο θανάσιμο από μια Άρπυια. Είναι θείο σημάδι ότι βρέθηκες στην πλατεία χθες.»

«Με όλο το σεβασμό, δεν καταλαβαίνω» είπε ο Αλέξανδρος ενώ περιεργαζόταν ένα αγαλματάκι τοποθετημένο πάνω από το τζάκι.

«Θέλω να με βοηθήσεις να πιάσω μια μάγισσα. Μια μάγισσα που σε ξεγελάει με την αθώα εμφάνισή της αλλά είναι φορέας του κακού, ένα πλάσμα που μόνο φθορά και δυστυχία προκαλεί.»

«Έχετε την περιγραφή της;»

«Θα την αναγνωρίσεις χωρίς αμφιβολία αν τη δεις» απάντησε ο Ιεροεξεταστής, «έχει ένα σημάδι σα ρόμβο γύρω από το γαλάζιο μάτι της.»

Το αγαλματάκι έπεσε από τα χέρια του αγοριού και έσπασε στο πάτωμα.

«Συγγνώμη, ήμουν …»

«Δε χρειάζεται να έχεις αγωνία» τον διέκοψε ο Ιεροεξεταστής, «οι άνδρες μου χτενίζουν την περιοχή εδώ και μέρες. Αργά ή γρήγορα θα τη βρούνε. Θα γλιτώναμε όμως χρόνο και κινδύνους αν μας βοηθούσε ένας Κυνηγός.»

«Κύριε, μου λείπει η εμπειρία. Αμφιβάλλω αν θα σας ήμουν χρήσιμος.»

Ο Ιεροεξεταστής ακούμπησε τους ώμους του καθησυχαστικά.

«Ξέρω ότι έχεις βασανιστεί Αλέξανδρε, παρά το νεαρό της ηλικία σου. Φρόντισα να πληροφορηθώ για εσένα πριν έρθεις. Πατέρα δε γνώρισες και η μητέρα σου χάθηκε σε μια πυρκαγιά.»

Ο Αλέξανδρος συνοφρυώθηκε· δεν του άρεσε να σκαλίζουν στο παρελθόν του.

«Είναι αξιέπαινο ότι αποφάσισες να ακολουθήσεις αυτή την καριέρα. Σημαίνει ότι σκοπός σου είναι να καταστρέφεις το Κακό. Αυτό σου ζητάω να κάνεις και τώρα.»

Το αγόρι δεν απάντησε αμέσως. Ήταν μπερδεμένο. Ευχαρίστησε τον Μέγα Ιεροεξεταστή για την πρόσκληση και αφού υποσχέθηκε να σκεφτεί το θέμα με τη δέουσα προσοχή έφυγε από την έπαυλη.

Περπάτησε για ώρες. Λεπτό με λεπτό το δίλημμά του γινόταν πιο έντονο, αναζητούσε μια απάντηση επιτακτικά. Πλέον δεν είχε την πολυτέλεια να κωλυσιεργεί. Ο Ιεροεξεταστής είχε έρθει στην πόλη για να πιάσει την Κάτια. Κι όταν συνέβαινε αυτό θα δικάζονταν, η κοπέλα ως μάγισσα κι εκείνος ως συνεργός της.

Ήταν στα αλήθεια αυτό, ένας συνεργός της, που είχε σαγηνευθεί από την απόκοσμη εμφάνισή της; Οι μάγισσες ήταν περιβόητες για την ικανότητά τους να μασκαρεύουν τα αληθινά τους κίνητρα και να παρασύρουν τους άνδρες, ώστε να πραγματοποιούν κάθε τους θέλημα. Η Κάτια, βέβαια, δεν του είχε ζητήσει τίποτα, από την άλλη πλευρά ωστόσο, ο Μέγας Ιεροεξεταστής ήταν βέβαιος ότι ήταν επικίνδυνη.

Ο ήλιος έδυε, χαρίζοντας στο λόφο με τα κυπαρίσσια ένα βιολετί χρώμα. Στο νεκροταφείο ένας γεράκος με καμπουριασμένη πλάτη σκούπιζε τα ξερά φύλλα με αργές κινήσεις. Το αγόρι στάθηκε μπροστά στο μνήμα, βυθισμένος σε σύγχυση.

«Μακάρι να ήσουν εδώ» μονολόγησε, «να με βοηθούσες ν’ αποφασίσω.»

Ένα ροζ πέταλο παρασύρθηκε από τον αέρα στα πόδια του. Το σήκωσε και το κράτησε στο χέρι του. Από πού είχε έρθει; Πρόσεξε κάμποσα κυκλάμινα, ανθισμένα. Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν τα είχε δει πριν· ήταν φυτεμένα γύρω από τον πέτρινο σταυρό.

«Σας ευχαριστώ» είπε στο γεράκο.

«Για ποιο λόγο νέε μου, που μαζεύω τα φύλλα;»

«Για τα λουλούδια που φυτέψατε στο μνήμα της μητέρας μου» εξήγησε ο Αλέξανδρος δείχνοντας τα ροζ άνθη.

«Αυτά εκεί λες; Δεν είναι δική μου δουλειά.»

«Ποιος το ‘κανε τότε;»

«Ένα κορίτσι ερχόταν εδώ κάθε μέρα και τα φύτευε. Δεν είδα το πρόσωπό της, το ‘χε σκεπασμένο με μια κουκούλα» εξήγησε ο γεράκος και συνέχισε το σκούπισμα.

Το αγόρι παρατήρησε τα άνθη έκπληκτος. Προφανώς, η Κάτια φύτευε τα λουλούδια όσο καιρό ήταν μόνη στο σπίτι του. Είχε κάνει κάτι όμορφο για τον ίδιο, χωρίς να του το πει καν.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Επιτέλους, μπορούσε να λάβει μια απόφαση.

«Αρκετά κρύφτηκες εδώ» είπε στην Κάτια μπαίνοντας στο σπίτι με φούρια.

«Θες να φύγω, καταλαβαίνω» απάντησε εκείνη ήρεμα.

Είχε περάσει πολλές μέρες μόνη της, περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα κατέβαινε η αυλαία για τους δυο τους. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος θα συνέχιζε να τη φιλοξενεί μετά από όσα είχαν αποκαλυφθεί; Ήδη της είχε χαρίσει πολύ χρόνο, περισσότερο από όσο μπορούσε η ίδια να ελπίζει. Έτσι, τα λόγια που ακολούθησαν την εξέπληξαν ακόμη περισσότερο.

«Φεύγουμε μαζί» της ανακοίνωσε ο Αλέξανδρος, «θα βρούμε μια θεραπεία για εσένα.»