Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 5 - Ο Μέγας Ιεροεξεταστής)

 Γύρισαν στην καλύβα χωρίς να ανταλλάξουν λέξη την υπόλοιπη μέρα. Ούτε τις επόμενες. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να μην κοιμάται πια στην καλύβα αλλά σε ένα πανδοχείο στην πόλη. Ωστόσο, επέτρεψε στην κοπέλα να συνεχίσει να μένει στο σπίτι του. Άραγε τη φοβόταν, για αυτό δεν έμενε κοντά της; Τότε γιατί δεν την έδιωχνε; Θα ήταν πιο λογικό, από το να συντηρεί μια κατάσταση που δεν οδηγούσε πουθενά.

Ίσως τη λυπάμαι ακόμη σκέφτηκε ο νεαρός Κυνηγός, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε μέσα του.

Βουλιάζοντας σε μια αδράνεια που γινόταν όλο και πιο ψυχοφθόρα, πέρναγε την ώρα του στους δρόμους, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Ήλπιζε να δει κάπου μια αφίσα με την οποία θα ζητούνταν βοήθεια του τύπου που μόνο αυτός μπορούσε να προσφέρει αλλά φαίνεται πως τα τέρατα είχαν αφήσει την Ελιόπολη ήσυχη προς το παρόν.

Μια από αυτές τις μέρες, είχε διασχίσει την κεντρική λεωφόρο, όπου ζευγάρια έκαναν έφιππα τη βόλτα τους, και συνέχιζε την άσκοπη περιπλάνησή του στις πιο απόμερες γειτονιές της πόλης. Τα σοκάκια μπερδεύονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα δίκτυο σα λαβύρινθο. Λάμπες λαδιού φώτιζαν στις διασταυρώσεις αλλά πιο πέρα υπήρχαν σκιές και σκοτάδι. Ο νέος βάδιζε, ανήμπορος να πάρει μια απόφαση για την Κάτια.

Ήταν μάγισσα; Κακιά; Ένα τέρας σαν αυτά που είχε ορκιστεί να καταστρέφει;

Πέρασε μπροστά από ένα καμένο κτίριο, εγκαταλειμμένο από χρόνια. Τα απομεινάρια του ξύλινου σκελετού έμοιαζαν με απαίσιο κουφάρι. Η πυρκαγιά είχε ξεσπάσει όταν ήταν μικρό παιδί. Η μητέρα του ζούσε τότε. Μέχρι τη μέρα της πυρκαγιάς… Θυμός κι απελπισία κατέκλυσαν την ψυχή του. Γιατί είχε έρθει πάλι από εδώ;

Έφυγε βιαστικά, επιστρέφοντας στο κέντρο της πόλης, όταν μια σκιά πέρασε στιγμιαία μπροστά του. Κοίταξε προς τα πάνω, ξαφνιασμένος. Στην άκρη μιας στέγης που έβλεπε στην πλατεία με τον καθεδρικό ναό, μια αλλόκοτη μορφή ήταν κουρνιασμένη. Σύντομα κι άλλοι την πρόσεξαν και μαζεύτηκαν γύρω, ψιθυρίζοντας ανήσυχοι.

Η μορφή σηκώθηκε όρθια ανοίγοντας ένα μεγάλο ζευγάρι μαύρων φτερών. Τώρα φαινόταν καθαρά: είχε κεφάλι και σώμα γυναίκας αλλά αντί για χέρια διέθετε φτερά και τα καλυμμένα με πούπουλα πόδια της κατέληγαν σε γαμψά νύχια, σαν αρπακτικού πουλιού.

Με μια κραυγή, η Άρπυια εφόρμησε προς το πλήθος, που σκόρπισε έντρομο. Άρπαξε με τα πόδια της έναν άνδρα, μπήγοντας τα νύχια της στην πλάτη του, κι απογειώθηκε ξανά ενώ το θύμα της σφάδαζε.

«Κρυφτείτε στο ναό» φώναξε ο Αλέξανδρος.

Η Άρπυια έκανε μια βουτιά πάνω από την πλατεία και άφησε τον άνδρα να σκάσει με ταχύτητα στην πέτρινη όψη της εκκλησίας. Ένα ανατριχιαστικό κρακ ακούστηκε και το κορμί του έμεινε ακίνητο στο πλακόστρωτο, με το λαιμό του σπασμένο.

Το πλήθος έκανε σαν τρελό. Πολλοί έτρεχαν να κρυφτούν στο ναό ενώ άλλοι που ήταν ήδη μέσα δοκίμαζαν να βγουν, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο.

Ο Αλέξανδρος κινήθηκε προς το κέντρο της πλατείας, στο συντριβάνι με το άγαλμα του ιδρυτή της πόλης. Έβγαλε τη μικρή βαλλίστρα που κουβαλούσε πάντα στο πανωφόρι του και σημάδεψε. Η Άρπυια έκοβε βόλτες από ψηλά, αναζητώντας τον επόμενο στόχο της. Ένα μικρό βέλος εκτοξεύτηκε από το όπλο, έσκισε τον αέρα και πέτυχε το πλάσμα στο φτερό ξόφαλτσα.

«Να πάρει και να σηκώσει» έβρισε το αγόρι.

Η Άρπυια έστρεψε τα μαύρα μάτια της προς το μέρος του, τίναξε τα φτερά της και όρμησε. Ο Αλέξανδρος πήδηξε από το συντριβάνι τελευταία στιγμή και το πλάσμα έπεσε πάνω στο άγαλμα με ένα ξερό γδούπο, κάνοντας το κομμάτια. Σηκώθηκε ζαλισμένη, λίγα μέτρα μακριά από το αγόρι, όταν ένας κεραυνός τη χτύπησε ανελέητα.

Όσοι βρισκόντουσαν ακόμη στην πλατεία αντίκρισαν έναν άνδρα, ψηλό, με γκρίζα μαλλιά και πορφυρό μανδύα, να στέκεται αγέρωχα στην είσοδο της εκκλησίας· κρατούσε ένα χρυσό σκήπτρο που έλαμπε.

«Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» αναφώνησε κάποιος.

Ο άνδρας με το σκήπτρο πλησίασε άφοβα την Άρπυια, που ήταν ακόμη ζωντανή.

«Πλάσμα του σκότους, τρομοκράτησες αυτούς τους καλούς ανθρώπους για τελευταία φορά» ανακοίνωσε σηκώνοντας το σκήπτρο του ψηλά.

Ένας δεύτερος κεραυνός την κλόνισε, φωτίζοντας την πλατεία. Βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή πόνου, το πλάσμα έπεσε νεκρό.

Ο κόσμος βγήκε σιγά σιγά από το ναό για να δει με τα μάτια του τον άθλο.

«Καλό σημάδι νεαρέ» είπε ο Μέγας Ιεροεξεταστής, «είσαι ένας Κυνηγός, σωστά;»

Ο Αλέξανδρος απόρησε που τον πρόσεξε ένας τόσο σημαντικός άνδρας. Οι Ιεροεξεταστές είχαν την έδρα τους στη Δύση αλλά σε έκτακτες περιπτώσεις έρχονταν στις ανατολικές χώρες. Εφάρμοζαν το νόμο χωρίς έλεος και όλοι τους σέβονταν.

«Μάλιστα κύριε.»

«Το φαντάστηκα, από το όπλο που χρησιμοποιείς και τις κινήσεις σου. Πώς λέγεσαι;»

«Αλέξανδρος.»

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής τον κοίταξε σα να συλλογιζόταν κάτι.

«Θα ήθελα να συζητήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό, αύριο το πρωί. Ρώτα στο ναό για τη διεύθυνση όπου θα έρθεις» δήλωσε και αποχώρησε προς το ναό, όπου τον περίμενε μια άμαξα με τέσσερα άλογα.

Η άμαξα απομακρύνθηκε και το πλήθος μαζεύτηκε γύρω από τη νεκρή Άρπυια, αφήνοντας τον νεαρό Κυνηγό μόνο και προβληματισμένο.

Τι μπορεί να τον ήθελε ο Μέγας Ιεροεξεταστής;