Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 4 - Στάχτες)

Η μία μέρα διαμονής της Κάτιας στο σπίτι του Αλέξανδρου έγινε εβδομάδα και μετά, μήνας. Καθώς ο καιρός ψύχραινε, έβρισκε φυσιολογικό να μην της ζητήσει να φύγει. Πού θα πήγαινε μόνη της, πεζή, χωρίς κανένα να τη συνοδεύσει; Ωστόσο, τον κέντριζε το γεγονός ότι δεν έλεγε τίποτα για τον εαυτό της. Καμιά αναφορά στο μέρος που γεννήθηκε ή τους γονείς της ή γιατί φορούσε πάντα τα γάντια της. Του είχε πει μόνο ότι την ταλαιπωρούσε μια σπάνια πάθηση του δέρματος, έτσι αυτός δεν επέμεινε.

Και ο Αλέξανδρος απέφευγε να της μιλήσει για τον εαυτό του. Όποτε τον ρώταγε τι δουλειά έκανε απαντούσε γενικά κι αόριστα, ότι απασχολούνταν εδώ κι εκεί, ανάλογα με την εποχή. Ο δάσκαλός του τού είχε δώσει εντολή να αναφέρει το επάγγελμά του μόνο προκειμένου να αναλάβει μια αποστολή. Ο βασικός λόγος όμως που δεν της φανέρωνε την αλήθεια ήταν άλλος: αφού η δουλειά του ήταν να εξοντώνει πλάσματα επικίνδυνα για τους ανθρώπους, πόσο άνετα θα ένιωθε η κοπέλα μαζί του αν το μάθαινε; Δε θα φοβόταν, δικαιολογημένα από την πλευρά της, ότι μπορεί να αποτελέσει και η ίδια ένα πιθανό θύμα του;


Εκείνος βέβαια δε διανοούνταν να τη βλάψει. Φυσικά δεν ξεχνούσε ότι είχε μια δύναμη φοβερή, που μπορούσε να σε σκοτώσει. Όμως, δεν έδειχνε ικανή να κάνει φόνο ηθελημένα. Πώς ήταν τόσο σίγουρος για αυτό άραγε; Έφταιγαν οι περιστάσεις που τη συνάντησε, η γλυκύτητα στη φωνή της ή κάτι άλλο, που συνέβαινε μέσα στην ψυχή του, ένα συναίσθημα που τρεφόταν κάθε λεπτό κοντά της και ο ίδιος δεν το είχε αναγνωρίσει ακόμη, ίσως γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί πόσο αδύναμος γινόταν υπό την επίδρασή του;

Πάντως, η κοπέλα ωφελούνταν από τη διαμονή της μαζί του: είχε πάψει να είναι αδύνατη και το πρόσωπό της δεν ήταν φοβισμένο. Μερικές φορές γελούσε με τα αστεία του κι όταν συνέβαινε αυτό ο Αλέξανδρος αισθανόταν πολύ κεφάτα. Υπήρχε όμως μια μόνιμη μελαγχολία στα μάτια της, μια θλίψη που τη βάραινε. Ήταν έτσι άραγε επειδή ακόμη έψαχναν να τη βρουν; Ακουγόταν μάλιστα ότι κάποιος πολύ σπουδαίος θα ερχόταν από το εξωτερικό στην Ελιόπολη για αυτό το σκοπό. Όποια κι αν ήταν η αιτία, αυτή δεν έχανε την ενεργητικότητά της και την προθυμία της να τον εξυπηρετεί, παρόλο που δεν της ζητούσε τίποτα, με το να καθαρίζει το σπίτι και να του μαγειρεύει.

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα ν’ αλλάξουμε λίγο τη δίαιτά μας» της είπε μια μέρα ενώ έτρωγαν στο τραπέζι.

«Δε σου αρέσει το μαγείρεμά μου;»

«Αστειεύεσαι; Από τότε που τρώω το φαγητό σου έπαψε να πονάει το στομάχι μου. Όχι, εννοώ να φάμε και λίγο ψαράκι. Οπότε, τι λες, πάμε για ψάρεμα αύριο;»

«Ναι, θα ‘ταν ωραία» είπε η Κάτια με χαρά.

Αισθανόταν τυχερή που βρισκόταν εδώ, που είχε έναν άνθρωπο να εμπιστεύεται. Ωστόσο, ήξερε πως, αναπόφευκτα, η διαμονή της ήταν προσωρινή. Όσο καλός κι αν ήταν ο Αλέξανδρος, την ανεχόταν επειδή δεν την γνώριζε όπως γνώριζε η ίδια τον εαυτό της.

Το βράδυ, ο νέος ξάπλωσε, όπως έκανε από τότε που φιλοξενούσε το κορίτσι, σε ένα στρώμα στην άκρη του δωματίου. Ανάμεσα σε αυτόν και το κρεβάτι του, όπου τώρα πια κοιμόταν η Κάτια, είχε απλώσει ένα σεντόνι στηριγμένο σε δυο καρφιά στους τοίχους, σαν παραπέτασμα. Εκείνη εκτιμούσε το πόσο τη σεβόταν. Σήμερα όμως δεν είχε ύπνο. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, πέρασε κάτω από το σεντόνι και πλησίασε στο στρώμα του. Το αγόρι κοιμόταν βαθιά.

Κάθισε δίπλα του κι άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του. Τα λεπτά της δάχτυλα αιωρήθηκαν πάνω από το πρόσωπό του για λίγες στιγμές που τις ένιωσε ατέλειωτες, σαν ο χρόνος να πάγωσε. Όμως δεν τον άγγιξε κι ούτε μπορούσε να τον αγγίξει.

Η νύχτα πέρασε και ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από τα βουνά, βυθίζοντας την πεδιάδα σε χρυσαφιές ανταύγειες.

«Έτοιμη;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, έχοντας πάρει μαζί του καλάμι ψαρέματος και δολώματα.

«Πανέτοιμη» απάντησε η Κάτια, κρατώντας το καλάθι για τα ψάρια που θα έπιαναν.

Πήγαν σε ένα απόμερο σημείο του δάσους όπου ένα ρυάκι σχημάτιζε μια λιμνούλα. Εκεί μαζεύονταν ψάρια με ένα πορτοκαλί χρώμα τόσο έντονο που έμοιαζαν τεχνητά.

«Είναι υπέροχα» αναφώνησε η Κάτια.

«Και θα ‘ναι πιο υπέροχα όταν γίνουν το γεύμα μας» απάντησε ο Αλέξανδρος και κάθισε σε μια λεία πέτρα, δίπλα στη λιμνούλα, από όπου μπορούσε να ρίχνει την πετονιά του.

Το ψάρεμα κράτησε ώρες και κατέληξε σε μεγάλη επιτυχία. Το αγόρι έπιανε τα ψάρια και, χωρίς να κοιτάζει, τα έριχνε προς τα πίσω, στο καλάθι. Η Κάτια όμως λυπόταν αυτά τα αστραφτερά όμορφα ψάρια, που σπαρταρούσαν ανήμπορα. Κι όσο ο Αλέξανδρος χαιρόταν με την επιτυχία του εκείνη αισθανόταν πιο άσχημα αλλά δεν τολμούσε να του εξηγήσει.

«Μου ‘φερες γούρι» της είπε πιάνοντας ένα ακόμη ψάρι. Το έβγαλε από το αγκίστρι και ετοιμάστηκε να το ρίξει μαζί με τα άλλα στο καλάθι… που ήταν τελείως άδειο.

«Τι στην ευχή» αναφώνησε. Έψαξε δίπλα, από κάτω, πίσω από τους θάμνους, όμως τα ψάρια ήταν άφαντα.

Κοίταξε την Κάτια απορημένος αλλά αυτή απέφυγε το βλέμμα του.

«Κάτια;» είπε, υποψιασμένος.

«Συγγνώμη» αναφώνησε εκείνη, «τα λυπήθηκα τα καημένα. Κι έτσι…»

«Έτσι…» την πίεσε το αγόρι, θέλοντας να την αναγκάσει να ομολογήσει το έγκλημα.

«Κάθε φορά που έπιανες ένα το έβγαζα από το καλάθι και το πετούσα πίσω στο νερό» του εξομολογήθηκε, δείχνοντας μια λακκούβα νερού κοντά στο σημείο όπου καθόταν, που συνδεόταν με τη λιμνούλα.

«Κι όλα αυτά πίσω από την πλάτη μου» είπε ο Αλέξανδρος, κάνοντας την Κάτια να του ζητάει συγγνώμη ξανά και ξανά.

«Τέλος πάντων. Η ζημιά έγινε. Τουλάχιστον μας έμεινε ένα» παρατήρησε κρατώντας το τελευταίο ψάρι.

Πήραν το δρόμο του γυρισμού, με την Κάτια να έχει το πιο μετανιωμένο πρόσωπο στον κόσμο. Φτάνοντας στο σπίτι τους, είχαν μια ακόμη έκπληξη: έναν επισκέπτη, για την ακρίβεια, ένα λιλιπούτειο, χνουδωτό επισκέπτη.

«Ένα γατάκι» αναφώνησε η Κάτια και πλησίασε το ζωάκι, που ήταν φοβερά αδύνατο. Εκείνο τρίφτηκε στο πόδι της αλλά η κοπέλα απέφυγε να το χαϊδέψει.

«Κάτια;» είπε ανυπόμονα το αγόρι καθώς άνοιγε την πόρτα της καλύβας.

«Έρχομαι» του απάντησε ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη συμπόνια στο γατάκι.

Ο Αλέξανδρος έπλυνε τα χέρια του και κάθισε στο τραπέζι με ανυπομονησία. Κάποια στιγμή η Κάτια βγήκε έξω κρατώντας κάτι αλλά μετά ασχολήθηκε με το μαγείρεμα.

«Για να δούμε αν είναι νόστιμο τουλάχιστον, τόσο κόπο που έκανα να το πιάσω» αναφώνησε το αγόρι, πετώντας την μπηχτή του.

Η Κάτια έφερε δυο πιάτα στο τραπέζι, που και τα δυο είχαν μέσα μόνο σούπα.

«Πού είναι το ψάρι; Μη μου πεις: πήδηξε από την κατσαρόλα και γύρισε στη λίμνη.»

Ένα νιαούρισμα ευχαρίστησης απ’ έξω ήταν η απάντηση. Η Κάτια χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα κι έφερε τα χέρια της στο στήθος.

«Συγγνώμη…» άρχισε να απολογείται αλλά ο Αλέξανδρος τη διέκοψε.

«Άσε να μαντέψω, το καημένο το γατάκι πεινούσε πολύ και ήταν τόσο αδύνατο.»

Η Κάτια δεν απάντησε. Ήταν σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα θύμωνε, δικαιολογημένα. Εκείνος ξεφύσηξε και βγήκε έξω, όπου είδε το γατάκι να καταβροχθίζει το ψάρι.

«Τρως γεύμα πολυτελείας μικρέ» σχολίασε και μπήκε πάλι στην καλύβα χωρίς να κάνει παρατήρηση στην κοπέλα.

Κι αν δεν τον είχε αγαπήσει ως τώρα, από αυτή τη στιγμή ήταν σίγουρη ότι τον αγαπούσε.

Η νύχτα απλώθηκε στην πεδιάδα και το φεγγαρόφωτο έλουσε το σπιτάκι. Τούτη τη φορά ήταν ο Αλέξανδρος που έμεινε άγρυπνος. Τον βασάνιζαν τα ίδια ερωτήματα που είχε από τότε που συναντήθηκαν. Ποια ήταν; Τι ήταν αυτό το σημάδι στο πρόσωπό της;

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στην ψυχρή νύχτα. Κάποια στιγμή έπρεπε να συζητήσουν σοβαρά τι θα έκαναν στη συνέχεια. Προς το παρόν εκείνη ήταν ευχαριστημένη να ζει απομονωμένη εδώ, όμως δεν μπορούσε αυτό να κρατήσει για πάντα. Για Κυνηγός είχε μείνει ανενεργός πολύ καιρό. Και σε αυτή τη δουλειά το να σκουριάσεις ήταν σαν να προσκαλείς το θάνατο.

Η ανάσα του έβγαινε κρύα από το στόμα του κι ετοιμάστηκε να γυρίσει μέσα. Το γατάκι ήταν κουλουριασμένο δίπλα στην πόρτα. Η μικροσκοπική καρδούλα του έκανε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα.

Ο Αλέξανδρος το λυπήθηκε και το πήρε μαζί του στο δωμάτιο. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το παράθυρο και διαπερνούσε το παραπέτασμα μπροστά από το κρεβάτι της Κάτιας, κάνοντάς το να φαίνεται σαν ημιδιάφανο πέπλο που σε χώριζε από ένα μαγικό κόσμο.

Τράβηξε το παραπέτασμα στο πλάι και χάζεψε το πρόσωπό της. Πρόσεξε ότι δε φορούσε γάντια. Παράξενο, γιατί στη διάρκεια της μέρας δεν τα έβγαζε ποτέ.

Ακούμπησε το κοιμισμένο ζωάκι δίπλα στα χέρια της, για να το βρει δίπλα της όταν θα ξυπνούσε, και ξάπλωσε στο κρεβάτι του ευχαριστημένος για την έκπληξη που την περίμενε. Ένα νιαούρισμα ακούστηκε, μετά όμως απόλυτη ησυχία γέμισε την καλύβα.

Ο Αλέξανδρος έκλεισε τα μάτια του.

Το φεγγάρι κινήθηκε γαλήνια στον αστροστόλιστο ουρανό, μοναδικός μάρτυρας των όσων συνέβησαν στην ησυχία της νύχτας.

Τον ξύπνησε ένα ουρλιαχτό.

Τινάχτηκε από το στρώμα του κι άρπαξε το σπαθί του, αφημένο πάντα δίπλα του.

Η Κάτια ούρλιαζε σπαραχτικά. Έντρομος, τράβηξε το παραπέτασμα. Τη βρήκε να κλαίει γοερά, έχοντας μπροστά της, πάνω στο κρεβάτι, το γατάκι. Μόνο που δεν ήταν πεινασμένο ή αδύνατο πια. Είχε μετατραπεί σε μια μικρή γκρίζα μάζα χωρίς ίχνος ζωής μέσα της.

Ο Αλέξανδρος δοκίμασε να σηκώσει το νεκρό ζωάκι αλλά αυτό διαλύθηκε στα χέρια του σα να ήταν από στάχτη. Η γκρίζα σκόνη χύθηκε από τα δάχτυλά του και σκορπίστηκε στο σεντόνι και το πάτωμα.

Η Κάτια δεν άντεξε άλλο. Έτρεξε έξω αφήνοντας ένα μακρόσυρτο λυγμό.

Χρειάστηκε κάμποση ώρα μέχρι να τη βρει. Είχε μπει στο δάσος, ξυπόλυτη, και καθόταν σε ένα πεσμένο παμπάλαιο κορμό βελανιδιάς, ενώ το μουντό φως της ημέρας τρύπωνε μέσα από τα κλαδιά των δέντρων.

«Κάτια; Είσαι καλά;» τη ρώτησε ανήσυχος και πήγε να την αγγίξει στον ώμο.

Το κορίτσι πετάχτηκε μακριά.

«Μη μ’ αγγίζεις. Θα πεθάνεις κι εσύ».

«Τι ‘ναι αυτά που λες;»

Εκείνη συνέχισε να τρέμει.

«Βρίσκεσαι σε σοκ» της είπε για να την ηρεμήσει.

«Έτσι νομίζεις;» του απάντησε σαρκαστικά.

Μια κίτρινη πεταλούδα πετάριζε πάνω από ένα λουλούδι μέχρι που έκατσε στα πέταλά του. Η Κάτια την άγγιξε ελάχιστα με το δάχτυλό της. Τα φτερά της πεταλούδας ανοιγόκλεισαν μια φορά και μετά έμειναν ακίνητα. Το χρώμα τους χάθηκε και διαλύθηκαν σε άπειρους κόκκους σκόνης, που το αεράκι την παρέσυρε μακριά, σα να μην υπήρξε ποτέ.

Ο Αλέξανδρος έμεινε άφωνος. Το είχε δει στ’ αλήθεια αυτό; Κοίταξε την Κάτια. Τα μάτια της, για πρώτη φορά, του φαίνονταν μη ανθρώπινα.

«Τώρα βλέπεις τι είμαι.»

Το αγόρι δε μίλησε, προσπαθούσε να χωνέψει την αποκάλυψη που είχε μόλις συμβεί. Επιτέλους ήξερε γιατί την κυνηγούσαν εκείνη τη μέρα στο νεκροταφείο, γιατί φορούσε πάντα γάντια, γιατί δεν ακουμπούσε κανέναν.

Αλλά δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει για αυτό.