Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 3 - Γνωριμία)

«Είσαι ξωτικό μήπως;» αναφώνησε ο Αλέξανδρος, παρασυρμένος από ζωηρή έκπληξη.

Το κορίτσι δεν αποκρίθηκε, μόνο κοίταξε νευρικά γύρω της.

Και βέβαια δεν είναι ξωτικό, τι ανοησίες λέω; συλλογίστηκε ο νέος, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.

«Καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου;» επέμεινε αλλά εκείνη, ακόμη κι αν τον κατανοούσε, δεν έδειξε προθυμία να του μιλήσει.

«Έχεις χτυπήσει;» τη ρώτησε, ελπίζοντας να της αποσπάσει κάποια απόκριση.

Η κοπέλα τον παρατηρούσε, μεταδίδοντάς του μια αίσθηση νευρικότητας.

«Κοίτα, δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά εκείνοι οι άνδρες αργά ή γρήγορα θα αντιληφθούν ότι δεν υπάρχουν ίχνη προς το δάσος και θα επιστρέψουν. Καλύτερα να μη σε βρουν εδώ» τη συμβούλεψε ο νέος και, βλέποντας ότι τα χείλη της άγνωστης έμεναν ερμητικά κλειστά, έκανε να φύγει.

Δεν είχε ακόμη φτάσει στην έξοδο του νεκροταφείου όταν άκουσε πίσω του ένα γδούπο. Γυρνώντας, την είδε πεσμένη στο έδαφος, σαν κούκλα που είχαν κοπεί τα νήματα που την κινούσαν.

Αμέσως, έσπευσε στο πλευρό της από μια γρήγορη εξέταση φάνηκε ότι δεν είχε κάποιο εξωτερικό τραύμα.

Μάλλον έχασε τις αισθήσεις της από εξάντληση διαπίστωσε και κατάλαβε ότι πρέπει να είχε διασχίσει πολλά χιλιόμετρα κυνηγημένη.

Δοκίμασε να τη συνεφέρει, χωρίς επιτυχία. Αν την άφηνε εδώ πιθανόν θα κατέληγε στα χέρια των διωκτών της. Εξάλλου δεν έδειχνε ικανή να ταξιδέψει άλλο. Ενώ τα σκεφτόταν αυτά, μια άλλη αμφιβολία τρύπωσε στο νου του. Αν ήταν στα αλήθεια μάγισσα; Ίσως εκείνοι οι άνδρες είχαν δίκιο. Το σημάδι στο πρόσωπό της δεν ήταν φυσιολογικό. Μπορεί να ήταν επικίνδυνη, ποιος ξέρει τι είχε πράξει πριν φτάσει στα περίχωρα της Ελιόπολης. Η αμφιβολία φούντωσε μέσα του και σχεδόν μετάνιωσε που ξεγέλασε εκείνους τους άνδρες, όταν θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο δάσκαλός του:

Να κρίνεις με βάση τα γεγονότα, όχι υποθέσεις. Κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο πιο μισητός, είναι αθώος, αν δεν έχει αποδειχτεί το αντίθετο.

Τα πίστευε αυτά τα λόγια; Ναι, ολόψυχα. Δεν ήθελε ποτέ να βλάψει κάποιον αθώο. Αν την άφηνε εδώ, θα την έβλαπτε; Όχι, απλά θα άφηνε τη ζωή της να τραβήξει το δρόμο της. Ήταν λάθος αυτό;

Τι πρέπει να κάνω; αναρωτήθηκε, όταν το κορίτσι συστράφηκε αφήνοντας ένα αδύναμο βογκητό.

Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Ανεξάρτητα από το αν ήταν ένοχη για κάτι, η ζωή της βρισκόταν στα χέρια του. Προσεκτικά, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και βγήκε από το νεκροταφείο.

Η κάθοδος του λόφου ήταν εξουθενωτική. Κουβαλούσε στην αγκαλιά του το αναίσθητο κορίτσι, ελπίζοντας να μη συναντήσει κανέναν μέχρι να τη μεταφέρει στο μόνο ασφαλές μέρος που ήξερε.

Ευτυχώς, κανείς δε δούλευε στα χωράφια Κυριακή. Έφτασε στο σπίτι του και την ακούμπησε μαλακά στο κρεβάτι.

Ποια είσαι; αναρωτήθηκε, παρατηρώντας τα πληγωμένα πόδια της. Έπιασε προσεκτικά το ένα από τα παπούτσια της και το έβγαλε.

«Τι κάνεις;» αναφώνησε το κορίτσι τρομαγμένο, έχοντας μόλις ανακτήσει τις αισθήσεις της.

«Ηρέμησε» της απάντησε, ξαφνιασμένος, «χαίρομαι που μπορείς και μιλάς.»

Με τους μυς του σώματός της τεντωμένους σα χορδή τόξου, έριξε μια ματιά γύρω της. Βρισκόταν σε ένα λιτό δωμάτιο, με μια αναμμένη λάμπα λαδιού σε ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα μικρό τσουκάλι με κάρβουνα για το ζέσταμα φαγητού. Πάνω από το κρεβάτι υπήρχε ένα παράθυρο με τζάμι, κι από εκεί μπορούσες να δεις ένα κήπο, γεμάτο ζιζάνια και πέτρες. Στη γωνία, ένα καλοφτιαγμένο σεντούκι με γερή κλειδαριά ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα του δωματίου.

«Πού βρίσκομαι;»

«Στο σπίτι μου. Έπεσες με τα μούτρα αναίσθητη στο νεκροταφείο, θυμάσαι;»

Παρατήρησε το πόδι της, που ήταν πλέον γυμνό.

«Θα αρρωστήσεις με τα βρεγμένα παπούτσια» της εξήγησε.

Το κορίτσι τον κοίταξε με δυσπιστία. Πράγματι, δεν την είχε καταδώσει πριν,  αλλά μπορούσε να τον εμπιστευτεί;

«Θέλω μόνο σε βοηθήσω» τη διαβεβαίωσε με ειλικρίνεια, «δείχνεις πολύ ταλαιπωρημένη.»

Η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι η φωνή του διέφερε από όσες είχε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Κάποιες ήταν θυμωμένες, άλλες έδειχναν φόβο, μερικές ήταν πονηρές, υστερόβουλες. Είχε μάθει να τις διακρίνει, για να επιβιώνει.

«Περπάτησα πολύ.»

«Πώς λέγεσαι; Από πού έρχεσαι;»

«Κάτια. Τ’ όνομά μου είναι Κάτια. Έρχομαι… από ανατολικά.»

«Eίμαι ο Αλέξανδρος» της απάντησε, προτείνοντας το χέρι του προς το μέρος της, όμως το κορίτσι το κοίταξε με φρίκη.

«Κατάλαβα, φοβάσαι ότι είμαι κάποιος ανώμαλος. Φύγε όποτε θες» σχολίασε ενοχλημένος ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω» απολογήθηκε το κορίτσι, «σε ευχαριστώ που έδιωξες εκείνους τους άνδρες.»

«Απεχθάνομαι τη δικαιοσύνη του όχλου» τόνισε ο Αλέξανδρος, παρατηρώντας την στο φως της λάμπας. Αν εστίαζες στο ένα μισό του προσώπου της, έμοιαζε κάπως φυσιολογική, παρά τη χλωμάδα της, αν όμως έβλεπες μόνο το άλλο μισό, έδειχνε απόκοσμη, τρομαχτική.

«Για αυτό σε κυνηγούσαν;» τη ρώτησε κι έδειξε με το δάχτυλο στο δεξί του μάτι.

Ενοχλημένη, έστρεψε το πρόσωπό της στο πλάι.

«Καλά, δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις» της είπε, αισθανόμενος ότι είχε φανεί αδιάκριτος.

«Δεν είμαι σαν τους άλλους. Από μια άποψη, εκείνοι οι άνδρες είχαν δίκιο να με φοβούνται» του απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια, κοιτώντας τον κατάματα, ζυγίζοντας τη θέλησή του.

Εκείνος της χαμογέλασε, προσέχοντας ότι απέφευγε επιμελώς να πει οτιδήποτε ουσιαστικό για τον εαυτό της. Επειδή είχε πράξει κάτι κακό ή για να προστατευτεί; Πάντως, δεν έδειχνε να τον φοβάται κι έτσι αισθανόταν λιγότερο αγχωμένος για το πώς να της συμπεριφερθεί.

Ενώ τα σκεφτόταν αυτά, η κοπέλα έμοιαζε στιγμιαία να έχει ξεχάσει την παρουσία του. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, αγναντεύοντας έξω από το παράθυρο, με τη γυμνή γάμπα της να κρέμεται στο πλάι του κρεβατιού, άσπρη όπως το πρόσωπό της, σαν γλυπτό από φίλντισι.

Εν μέρει από περιέργεια, εν μέρει γιατί επιθυμούσε να τη βοηθήσει, τουλάχιστον αυτοί ήταν οι συνειδητοί λόγοι που είχε στο νου του, αποφάσισε να της προσφέρει τη φιλοξενία του.

«Θα σου φέρω από την πόλη για να φας. Και κάτι να φορέσεις, αν δεν έχεις αντίρρηση.»

«Σε ευχαριστώ» του είπε θερμά, «αλλά δε θέλω να σου γίνω βάρος.»

«Κανένα βάρος. Εξάλλου πώς θα φύγεις έτσι; Θα καταρρεύσεις και θα πρέπει να σε κουβαλάω πάλι» σχολίασε ο νέος, με ευθυμία που έκανε εντύπωση και στον ίδιο, κι αφού της παρήγγειλε να τον περιμένει, αποχώρησε.

Ναι, αυτός διαφέρει, επανέλαβε στον εαυτό της το κορίτσι καθώς άκουγε τα βήματά του να απομακρύνονται.

Το φέρσιμό του έδινε την εντύπωση πως ήταν ανιδιοτελής, σχεδόν αγνός. Δεν της είχε διαφύγει το κοκκίνισμα στο πρόσωπό του λίγο πριν. Από την άλλη, ο έξυπνος τρόπος που χειρίστηκε τους άνδρες στο νεκροταφείο φανέρωνε ότι δεν ήταν άπειρος από τα πράγματα του κόσμου. Δε φοβόταν και είχε μια αίσθηση του δικαίου.

Ενώ αυτός έλειπε, το κορίτσι περιεργάστηκε το σπίτι του. Ήταν μικρό και απεριποίητο, σημάδι ότι ο ένοικός του έλειπε συχνά. Πρόσεξε το σεντούκι στην άκρη του δωματίου. Θα ήθελε πολύ να ανακαλύψει τι περιείχε, ώστε να μάθει περισσότερα για τον νέο που της προσέφερε στέγη. Όμως, ήταν κλειδωμένο κι έτσι η περιέργειά της έμεινε ανικανοποίητη.

Ο Αλέξανδρος επέστρεψε με τρόφιμα, ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια κι ένα πανωφόρι με κουκούλα. Η Κάτια δοκίμασε το πανωφόρι κι όταν είδε πόσο καλά ταίριαζε στο σώμα της τα μάτια της έλαμψαν από χαρά.

Έφαγαν με όρεξη και μετά ο νέος της πρότεινε να περάσει εκεί τη νύχτα. Στην αρχή δίστασε, γιατί πάντα έμενε μόνη της. Όμως τώρα ήταν επικίνδυνο να βγει έξω, καθώς την αναζητούσαν. Έτσι, δέχτηκε και δεν το μετάνιωσε: για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πέρασε μια νύχτα χωρίς να φοβάται ότι κάτι κακό θα τη βρει πριν το ξημέρωμα.