Χρωματιστοί Κόσμοι (Κεφάλαιο 3)

Η μέρα των Χριστουγέννων έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως τα καλύτερα μένουν για το τέλος. Ήταν έθιμο της Σκοτεινής Πόλης να κλείνει η μέρα των Χριστουγέννων με μια τεράστια, φαντασμαγορική γιορτή. Η γιορτή όπως κάθε χρονιά ξεκίνησε γύρω στις δέκα το βράδυ.

Όλοι οι πολίτες είχαν μαζευτεί γύρω από το μεγάλο, επιβλητικό βράχο της πόλης. Εκεί ανέβηκε ο δήμαρχος, για να βγάλει λόγο και να μοιράσει απλόχερα τις ευχές του για υγεία κι ευημερία. Ύστερα, η δεκαμελής μουσική ορχήστρα άρχισε να παίζει εορταστικά, χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Κοντά στην θέση της ορχήστρας υπήρχε τεράστιος εξωτερικός μπουφές, απ’ όπου μπορούσαν να σερβιριστούν με τη βοήθεια πέντε έξι σερβιτόρων όλοι.

Κι όπως σε κάθε γιορτή εκτός από τους πολίτες της Σκοτεινής Πόλης είχαν παρευρεθεί κι ορισμένοι κύριοι και κυρίες- εκπρόσωποι του Γαλάζιου Κόσμου. Ξεχώριζαν από μακριά οι τέσσερις κυρίες, συνοδευόμενες πάντα από τους συζύγους τους. Τα τέσσερα ζευγάρια στεκόντουσαν δεξιά του δημάρχου περιμένοντας να βγάλουν με τη σειρά τους σύντομους λόγους. Οι κυρίες φόραγαν μακριά φουσκωτά φορέματα, με πολύπλοκα κεντήματα πάνω κι είχαν ιδιαίτερα και πολύχρωμα σαφώς χτενίσματα. Οι κύριοι δίπλα τους φορούσαν μακριές, απλές καπαρτίνες, αλλά σε έντονα χρώματα. Μόλις τελείωσαν οι τυπικές διαδικασίες των λόγων, αλλά και της μοιρασιάς δώρων στα μικρά παιδιά, ως ευγενική χορηγία του Γαλάζιου Κόσμου, δεν ξεχώριζαν πια τόσο οι ιδιαίτερες παρουσίες τους, γιατί παρά τις υπερβολικές εμφανίσεις τους, είχαν πλέον γίνει ένα με το πλήθος.

Δεν χόρευαν βέβαια έντονα, ούτε με την ψυχή τους, όπως οι υπόλοιποι. Αλλά δεν ήταν ψυχροί, απομονωμένοι από τους απλούς πολίτες. Αντιθέτως, απολάμβαναν το ποτό τους πιάνοντας κουβέντα με όλους ανεξαιρέτως και θαυμάζοντας τους χορευτές κάθε είδους, που κάθε τόσο ανέβαιναν στον πλατύ βράχο, με σκοπό να προσφέρουν ένα ευχάριστο θέαμα.

Αμέσως μόλις είχαν τελειώσει οι λόγοι, εμφανίστηκαν φανερά αργοπορημένες η Αλίκη κι η Ζωή. Η Ζωή πήγε αμέσως προς τον μπουφέ, για να γευτεί το σίγουρα νόστιμο και προσεγμένο φαγητό, ενώ η Αλίκη, που ποτέ δεν την ενδιέφερε τόσο το φαγητό στάθηκε εκεί μέσα στη μέση ανάμεσα στο χάος κι ένιωσε ότι είχε περάσει τόση ώρα στο ίδιο σημείο ακίνητη, που τα πόδια της δεν άντεχαν άλλο το βάρος του σώματός της. Αυτή την ατελείωτη στιγμή έσπασε το ξάφνιασμα που ένιωσε, μόλις συνειδητοποίησε πως το βλέμμα της είχε συναντηθεί εδώ και λίγη ώρα με αυτό του γνωστού κυρίου Ουίλιαμ. Ήταν μια από αυτές τις αμήχανες κι άβολες στιγμές, που αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις καρφώσει τα μάτια σου πάνω σε έναν άγνωστο άνδρα. Κι αν ο άνδρας αυτός είναι πολύ γοητευτικός και σε κοιτάζει εξίσου επίμονα έρχεται αυτομάτως και μια δεύτερη στιγμή, που αναρωτιέσαι αστραπιαία γιατί κοιτάζεστε και που συνειδητοποιείς ακόμη πιο γρήγορα, ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως για να το αποφύγεις. Κάπως έτσι, νιώθοντας να περνάνε διαδοχικά από μπροστά της αυτές οι σκέψεις, η Αλίκη αισθάνθηκε ανήμπορη να κάνει το παραμικρό. Ίσως να ένιωσε έτσι για πρώτη φορά στη ζωή της. Παρέμεινε για λίγα λεπτά ακόμα ακίνητη να κοιτάζει τον κύριο Ουίλιαμ, ο οποίος είχε πλέον στρέψει την προσοχή του αλλού. Και τότε ήρθε ο σωτήρας της και την τράβηξε από τους επικίνδυνους συλλογισμούς της.

Ο Πήτερ της έδωσε ένα φευγαλέο φιλί στο στόμα, που την έκανε να φουντώσει από θυμό. Ήταν δυνατό να τη φίλησε μπροστά σε όλους; Στριφογύρισε γρήγορα κι αναστατωμένα, για να δει μήπως τους είχε παρατηρήσει κανένας. Προς μεγάλη της ανακούφιση κατάλαβε ότι κανένας δεν ασχολιόταν μαζί τους. Όλοι χόρευαν ανέμελα και την παραμικρή ιδέα δεν είχαν γι’ αυτήν και τον Πήτερ. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε δώσει αφορμές για σχολιασμό κοίταξε τον Πήτερ με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, που βρισκόταν εκεί. Αισθανόταν μια περίεργη ασφάλεια κι οικειότητα κοντά του. Πόσο αμήχανη κι αδύναμη είχε νιώσει λίγα δευτερόλεπτα πριν εμφανιστεί απρόσμενα μπροστά της!

Τον τράβηξε για να χορέψουν, χαμένοι οι δυο τους μέσα στο πλήθος. Κι εκεί που χόρευαν αγκαζέ σε εύθυμους ρυθμούς, αισθάνθηκε μια γλυκιά ζαλάδα κι ύστερα μια έκπληξη. Πόσα ποτά είχε πιει και σε ποιου την αγκαλιά βρισκόταν; Ο Πήτερ είχε χαθεί. Κι ενώ στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά και τρόμαξε, σχεδόν αμέσως μπόρεσε να αφεθεί ως έρμαιο στα χέρια του παρτενέρ της, για να την οδηγήσει στα βήματα του χορού. Κι αυτός ο χορός ήταν τόσο ερωτικός, που φοβήθηκε μήπως την παραμόνευε ο Πήτερ ή κάποιος άλλος. Δεν μπορούσε όμως να εστιάσει πουθενά γύρω της. Έτσι, σταμάτησε να κάνει σκέψεις κι απλά χόρεψε με την ψυχή της. Το σώμα της ταίριαζε απόλυτα με το ανδρικό σώμα που τη συνόδευε κι αυτό της έδινε μια παράλογη σιγουριά. Μόλις άρχισε να ξημερώνει, η Ζωή την πήρε απ’ το χέρι λες κι ήταν μικρό παιδί και την οδήγησε στο σπίτι τους. Η Αλίκη μέσα στη ζαλάδα της δεν κατάφερε να βρει τον Πήτερ, για να τον χαιρετήσει. Εκείνο το βράδυ όμως είχε περάσει πολύ όμορφα ακόμη και χωρίς αυτόν.

 

Η επόμενη μέρα στο τυπογραφείο ήταν αρκετά δύσκολη. Η Αλίκη ένιωθε σειρήνες να ουρλιάζουν ανελέητα μέσα στο κεφάλι της. Της φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο να δουλέψει με τέτοιο βουητό μέσα στα αυτιά της. Κι είχε να γράψει ολόκληρο άρθρο, για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή, που είχε προηγηθεί. Ευτυχώς είχε έτοιμες σημειώσεις από τον Πήτερ και κάποιους άλλους συναδέλφους, που βρίσκονταν σε ώρα εργασίας κατά τη διάρκεια της γιορτής. Δεν ήταν όλοι τόσο τυχεροί όσο αυτή. Ήταν από τους λίγους δημοσιογράφους, που είχε άδεια και μπορούσε να απολαύσει τη γιορτή. Και μάλλον, όπως της θύμιζε ο ανυπόφορος πονοκέφαλος, όχι απλά είχε διασκεδάσει, είχε σίγουρα ξεφαντώσει! Ίσως να το είχε παρακάνει με το ποτό. Σκέφτηκε από μέσα της να ορκιστεί σιωπηλά στον εαυτό της ότι δεν θα ξαναέπινε τόσο πολύ. Αμέσως όμως της ήρθε στο μυαλό πόσες πολλές φορές στο παρελθόν είχε αθετήσει τέτοιους όρκους. Αποφάσισε λοιπόν από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα να σταματήσει να υπόσχεται πράγματα, που ήξερε ότι δεν μπορούσε να τηρήσει.

Μετά από μισή ώρα περίπου μπήκε στο τυπογραφείο ο Πήτερ με ένα αδιάφορο ύφος. Δεν της είπε ούτε καλημέρα. Μπήκε στο γραφείο του κι έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει τόσο δυνατά, που μπορούσε να το ακούσει κι ας υπήρχε η τζαμαρία, που χώριζε τα γραφεία τους. Δεν άντεχε να ακούει θόρυβο. Ο Πήτερ είχε σίγουρα θυμώσει μαζί της, επειδή είχε βγει εκτός ελέγχου την προηγούμενη νύχτα. Πάντα νευρίαζε μαζί της, όταν έπινε κι αυτή πάντοτε το διασκέδαζε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί μαζί του. Ήταν κουρασμένη κι αυτό το ραδιόφωνο θα της τρυπούσε τα νεύρα, εάν δεν σταματούσε κατευθείαν. Χωρίς δεύτερες σκέψεις η Αλίκη εισέβαλε στο γραφείο του και του φώναξε να κλείσει το ραδιόφωνο. Αυτός το χαμήλωσε χωρίς να πει κουβέντα.

Μετά από πολλές ώρες, που είχαν δουλέψει κι οι δυο τους, είχε έρθει η ώρα να κλείσουν το τυπογραφείο και να πάνε στα σπίτια τους. Είχαν μείνει τελευταίοι, όπως συνήθως. Η Αλίκη δεν άντεξε την σιωπή. Κόντεψε να εκραγεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη τόσες ώρες. Άνοιξε για δεύτερη φορά απότομα την πόρτα του γραφείου του, δίχως να χτυπήσει, κι έβγαλε από μέσα της, ότι την ενοχλούσε.

«Το αμίλητο νερό έχεις πιει;»

«Γιατί τόσα νεύρα;» της απάντησε με απάθεια.

«Γιατί τόση αδιαφορία;»

«Πιστεύεις ότι δεν την αξίζεις;» ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν ξέρω. Τι σου έκανα;» τον ρώτησε αυθόρμητα.

«Όλο το βράδυ χόρευες με όποιον άνδρα έβρισκες μπροστά σου. ‘Η μήπως δεν το θυμάσαι; Πώς λες να αισθάνθηκα;» την κοίταξε μέσα στα μάτια με παράπονο.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Πήτερ της μίλαγε τόσο ειλικρινά και παρόλο που της άρεσε όταν ζήλευε, τώρα την είχε πιάσει ένα περίεργο συναίσθημα. Προφανώς την είχε ξαφνιάσει. Και για πρώτη φορά μίλησε κι αυτή κάπως διαφορετικά. Πιο αληθινά, πιο ανθρώπινα, πιο τρυφερά.

«Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε πληγώσω», παραδέχτηκε.

Ο Πήτερ ξέσπασε σε γέλια κι αυτό σίγουρα δεν το περίμενε. Την άρπαξε δυνατά από τα μπράτσα και την κόλλησε πάνω του. Τη φίλησε με πάθος, αλλά και με τρυφερότητα. Το φιλί τους κράτησε πολλή ώρα κι αν δεν βρισκόντουσαν στο τυπογραφείο θα είχε συνεχιστεί για περισσότερη ώρα, το φιλί τους κι άλλα πολλά.

«Αλίκη δεν θέλω να κρυβόμαστε πια. Δεν αντέχω να ξέρουν όλοι ότι είσαι μόνη σου και να νιώθω πως σε διεκδικούν, πως σε γδύνουν με τα μάτια τους. Χθες κόντεψα να τρελαθώ».

Έτσι αισθανόταν γι’ αυτήν λοιπόν. Τη θεωρούσε τόσο όμορφη, που όλοι ήθελαν να τη διεκδικήσουν και να τη ρίξουν στο κρεβάτι τους. Ένιωσε παραπάνω από κολακευμένη. Παράλληλα όμως αγχώθηκε για την εξέλιξη της συζήτησης τους. Τι ήθελε από αυτήν; Σίγουρα κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη είχαν. Αυτό όμως δεν ήξερε αν της άρεσε. Ποτέ δεν ήθελε πολλές δεσμεύσεις με τους άνδρες. Κι εξάλλου αυτή η σχέση που είχε με τον Πήτερ της άρεσε όπως ήταν. Αν άλλαζε κάτι δεν ήξερε αν θα της άρεσε το ίδιο.

«Τι θες από εμένα;»

«Θέλω να είμαστε μαζί. Ο ένας για τον άλλον. Όχι ο καθένας για τον εαυτό του και μόνο», της μίλησε ξεκάθαρα.

«Δεν περνάμε όμορφα όπως ήμαστε τώρα;»

«Μη φοβάσαι το κάτι παραπάνω. Το ίδιο όμορφα θα περνάμε κι ακόμα καλύτερα. Δεν έχω σκοπό να σε πιέζω. Απλά σε θέλω μόνο για τον εαυτό μου», της εξήγησε σε ήρεμο τόνο, προσπαθώντας να την πείσει να τον ακολουθήσει.

«Εγώ όμως δεν θέλω να ανήκω σε κανέναν», ξεστόμισε δυναμικά.

«Αν το βλέπεις έτσι πραγματικά λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε πλέον εραστές. Γιατί εμένα δεν μου αρκεί αυτό. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου», ο Πήτερ χαμήλωσε το βλέμμα του.

Η Αλίκη δεν είπε τίποτα κι αυτός έτσι απλά έφυγε. Ναι τόσο απλά. Ούτε φωνές, ούτε δάκρυα, ούτε τίποτα άλλο που να παρέπεμπε σε ανόητους συναισθηματισμούς. Αυτά ποτέ δεν ήταν του γούστου τους. Ποτέ δεν ήταν του γούστου τους ούτε οι δεσμεύσεις, αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει.

Η Αλίκη έμεινε μόνη της. Και για μοναδική φορά στη ζωή της κατάλαβε όλη τη βαρύτητα που κουβαλάει η λέξη μοναξιά. Μια λέξη τόσο εύκολη στην προφορά μα τόσο δύσκολη να την αντέξει κανείς όταν τη βιώνει μέσα του. Σκέφτηκε πόσα αμέτρητα τραγούδια αλλά και ποιήματα είχαν γραφτεί στο πέρασμα των χρόνων για τη μοναξιά. Δεν είχε σκοπό να αφήσει τον εαυτό της να μελαγχολήσει. Ήθελε να είναι ανεξάρτητη, οπότε καλά είχε κάνει που είχε απορρίψει την πρόταση του Πήτερ. Κλείδωσε το τυπογραφείο με γοργές κινήσεις και σχεδόν έτρεξε προς το σπίτι της. Είχε ανάγκη από έναν καλό ύπνο. Δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο.