Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 11 - Το Μοναστήρι των Νεκρών)

Ο δρόμος για το μοναστήρι ήταν ένα κακοτράχαλο, στενό μονοπάτι που είχε καιρό να πατηθεί από ταξιδιώτες. Περπατούσαν, αβέβαιοι για το μέλλον, ενώ από το κλαρί ενός αναιμικού δέντρου ένας κόρακας τούς παρακολουθούσε με περιέργεια.

«Λένε ότι τα κοράκια είναι τα πιο έξυπνα πουλιά» παρατήρησε ο Αλέξανδρος, θέλοντας να αναπτερώσει το ηθικό της φίλης του.

Η Κάτια δε σχολίασε καθόλου. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν το γράμμα.

«Αλέξανδρε… πιστεύεις ότι ο πατέρας μου ήταν κακός άνθρωπος;» ρώτησε τελικά.

«Αν τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς τους, όχι.»

«Το εννοείς;»

«Συνέχισε έτσι και θα σ’ ανακηρύξουν προστάτιδα των παιδιών.»

«Τώρα με κοροϊδεύεις. Κι εσύ δεν πας πίσω. Για κυνηγός τεράτων έχεις καρδιά μαρουλιού. Έδωσες μια ευκαιρία στην Άρπυια να γλιτώσει.»

«Κανείς δεν αξίζει τέτοιο θάνατο» ψιθύρισε το αγόρι.

Περπατώντας κάτω από έναν ήλιο που δε ζέσταινε έφτασαν σε μια διχάλα του δρόμου. Το ένα παρακλάδι έστριβε ανατολικά, προς το μοναστήρι, ενώ το άλλο συνέχιζε βόρεια.

«Η ώρα της αλήθειας» δήλωσε ο Αλέξανδρος.

Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε ένα απόκρημνο οροπέδιο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυζες ήταν ένα ογκώδες πέτρινο τείχος με μια πύλη κι ένα καμπαναριό να υψώνεται πίσω του.

Το αγόρι χτύπησε την πύλη με δύναμη.

Κανείς δεν απάντησε.

Χτύπησε ξανά, επίμονα. Πάλι δεν έλαβαν απάντηση.

«Μένει ο δύσκολος τρόπος» μονολόγησε. Ακούμπησε το σάκο του κάτω κι έβγαλε από μέσα το σκοινί με το γάντζο.

«Αναρωτιέμαι γιατί φτιάχνουν τα μοναστήρια σε τόσο απομονωμένα μέρη» είπε η Κάτια ενώ εκείνος περιέστρεφε γρήγορα το γάντζο πριν τον εκτοξεύσει.

«Θέλουν την ηρεμία τους, υποθέτω» αποκρίθηκε το αγόρι κάνοντας μια πρώτη απόπειρα για να πιαστεί ο γάντζος στο πάνω μέρος του τείχους, χωρίς επιτυχία.

«Πιστεύεις ότι βρίσκουν τον Θεό μέσα στην ηρεμία;»

Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε. «Δεν ξέρω, ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς βρίσκεις τον Θεό.»

«Ίσως τον καλείς» πρότεινε η Κάτια, αγναντεύοντας τον ουρανό.

«Φαντάζεσαι να ‘ναι τόσο απλό;» απάντησε το αγόρι και πέταξε το γάντζο τόσο ψηλά που πιάστηκε στο γείσο του τείχους.

Σκαρφάλωσε πρώτα ο ίδιος και μετά η Κάτια έδεσε το σκοινί γύρω από τη μέση της και την τράβηξε με κόπο επάνω. Από το ύψος αυτό μπορούσαν να επισκοπήσουν όλο το χώρο του μοναστηριού. Ευθεία από την πύλη ξεχώριζε μια εκκλησία με το καμπαναριό που είχαν δει πιο πριν. Δίπλα της ήταν ένα νεκροταφείο, περιφραγμένο με κάγκελα.

Κατέβηκαν μέσω μιας στενής σκάλας· δεν συνάντησαν ψυχή. Στα δεξιά του περιβόλου ήταν ένα κτίσμα με μια στοά στη μακριά πλευρά του. Τα φυτά στους αμφορείς που τη στόλιζαν είχαν ξεραθεί.

«Τα κελιά των μοναχών» παρατήρησε ο Αλέξανδρος καθώς μπήκαν στο πρώτο δωμάτιο της στοάς.

Μέσα υπήρχαν ένα κρεβάτι με ψάθινο στρώμα κι ένα σκονισμένο ντουλαπάκι. Στον τοίχο ξεχώριζε ένας ξύλινος Εσταυρωμένος. Η Κάτια φαντάστηκε ένα μοναχό να προσεύχεται με θέρμη, γονατιστός τη νύχτα, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Όμως πού βρισκόταν αυτός ο μοναχός τώρα;

Πιο πέρα από τα κελιά ήταν τα εργαστήρια. Βρήκαν αμόνι και φυσερό, μισοτελειωμένα έπιπλα και εργαλεία, μπουκαλάκια με χημικές ουσίες και βότανα.

«Σιδεράς, ξυλουργός, φαρμακοποιός, είχαν όλες τις ειδικότητες» τόνισε ο Αλέξανδρος κρατώντας ένα μπουκαλάκι με πράσινο υγρό.

«Λείπουν όμως όλοι» παρατήρησε η Κάτια.

«Ίσως είναι μαζεμένοι στη βιβλιοθήκη.»

«Βιβλιοθήκη;»

«Κάθε μοναστήρι που σέβεται τον εαυτό του έχει βιβλία και μοναχούς που τα αντιγράφουν.»

Πράγματι, στα αριστερά του περιβόλου υπήρχε ένα κτίριο με μεγάλα παράθυρα. Φύλλα χαρτιού, άλλα λευκά κι άλλα σημειωμένα με μελάνι, ήταν σκορπισμένα πάνω σε σειρές από γραφεία. Ο Αλέξανδρος σήκωσε ένα από αυτά και το περιεργάστηκε στο φως του ήλιου.

«Πρέπει να ζητήσω από τον δάσκαλο να μου μάθει ελληνικά» μουρμούρισε. Κάποιος είχε ξεκινήσει να αντιγράφει ένα αρχαίο χειρόγραφο, ακουμπισμένο πάνω σε ένα γραφείο, αλλά ποτέ δεν το ολοκλήρωσε.

«Μοιάζει ν’ αποφάσισαν μια μέρα να φύγουν όλοι μαζί» σχολίασε η Κάτια παρατηρώντας την έρημη αίθουσα.

Το χτύπημα της καμπάνας έκανε τα τζάμια των παραθύρων να τρίξουν. Ήταν ο πρώτος θόρυβος που άκουγαν και σίγουρα προερχόταν από άνθρωπο. Πήγαν γρήγορα προς την εκκλησία τα παράθυρά της ήταν διακοσμημένα με λαμπερά βιτρό ενώ βιβλικές μορφές πλαισίωναν την είσοδο, παρακολουθώντας αυστηρά τους επισκέπτες.

Στο εσωτερικό του ναού δύο συστοιχίες από κολόνες κατέληγαν σε ένα περίπλοκο δίκτυο πέτρινων νευρώσεων που στήριζαν την οροφή. Ένιωσαν δέος, καθώς το φως έμπαινε από τα βιτρό, δημιουργώντας μια πανδαισία χρωμάτων. Ξύλινα καθίσματα ήταν τοποθετημένα σε μακριές σειρές ενώ μια υπερυψωμένη πλατφόρμα χρησίμευε ως άμβωνας για το κήρυγμα.

«Τίποτα κι εδώ» σχολίασε ο Αλέξανδρος.

Η Κάτια δεν απάντησε. Το μέρος την έκανε να ανατριχιάζει, όχι η εκκλησία, αλλά κάτι άλλο, απροσδιόριστο. Θυμήθηκε το νεκροταφείο με τους σταυρούς, που έμοιαζαν με φυλαχτά.

Όταν γύρισαν προς την έξοδο κάποιος στεκόταν εκεί. Το φως έπεφτε στην πλάτη του και το πρόσωπό του ήταν σκιασμένο.

«Ποιοι είστε και τι ζητάτε εδώ;» ρώτησε σε έντονο τόνο.

«Ονομάζομαι Αλέξανδρος. Αυτή είναι η φίλη μου η Κάτια. Επιθυμούμε να δούμε τον ηγούμενο, αν επιτρέπεται.»

«Πώς μπήκατε στο μοναστήρι;» είπε ο άνδρας με υποψία.

«Σκαρφαλώσαμε τον τοίχο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Χτυπήσαμε αλλά δε μας άνοιξε κανείς.»

Ο άνδρας τους παρατήρησε δύσπιστα. Τώρα που είχε έρθει κοντά μπορούσαν να δουν ότι ήταν ηλικιωμένος, με μαύρα άμφια και πρόσωπο αυλακωμένο από τις αγωνίες.

«Εγώ είμαι ο ηγούμενος» τους ανακοίνωσε.

«Σας ζητάμε συγγνώμη για την αναστάτωση» απολογήθηκε η Κάτια, «κάναμε μεγάλο ταξίδι για να έρθουμε. Είναι ανάγκη.»

Ο ηγούμενος τους κοίταξε διερευνητικά, σα να διάβαζε τις σκέψεις τους.

«Ελάτε στην κατοικία μου. Αλλά πριν βραδιάσει πρέπει να έχετε φύγει.»

Ο Αλέξανδρος και η Κάτια συνόδευσαν τον γέροντα σε ένα σπιτάκι πίσω από τα κελιά των μοναχών. Ήταν λιτό, με περιποιημένο κήπο. Από εκεί οδηγήθηκαν σε ένα γραφείο, με ένα ρολόι τοίχου και μια βιβλιοθήκη γεμάτη θεολογικά και λογοτεχνικά έργα.

«Λέγομαι Κωνσταντίνος» συστήθηκε και τους έδωσε το χέρι του. Η χειραψία του ήταν απρόσμενα ζεστή και δυνατή. Το βλέμμα του κάθε τόσο έπεφτε στην Κάτια.

«Καθίστε, είμαι στη διάθεσή σας.»

Ο Αλέξανδρος αφηγήθηκε την ιστορία τους όσο πιο περιεκτικά μπορούσε. Καθώς μιλούσε, ο γέροντας άκουγε με ζωηρό ενδιαφέρον, ανάμεικτο με μια παράξενη συγκίνηση, σαν τα γεγονότα να αφορούσαν τον ίδιο. Όταν η αφήγηση ολοκληρώθηκε, το χέρι του έτρεμε.

«Εγώ φταίω» μονολόγησε.

«Εσείς… δεν καταλαβαίνω» είπε ο Αλέξανδρος.

«Ο Μάρκος Σιλέστιος εργαζόταν στο μοναστήρι ως φύλακας» εξήγησε ο ηγούμενος, «ήταν τίμιος κι επιμελής, μέχρι που γνώρισε εκείνη τη γυναίκα. Τη συνάντησε στο Δάσος με τις βελανιδιές, όχι μακριά από εδώ. Ο ίδιος συνήθιζε να περιπλανιέται εκεί, αγαπούσε τη φύση. Με τα τεχνάσματα και την ομορφιά της τον σαγήνευσε σε βαθμό αφάνταστο. Κάθε επιθυμία της ήταν διαταγή του.»

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα, έριξε μια ματιά στο ρολόι και συνέχισε:

«Αλίμονο, όλα αυτά τα ανακάλυψα όταν ήταν πια αργά. Ο φτωχός ανόητος, αγνοούσε σε τι έπαιρνε μέρος. Βλέπετε, αυτό το μοναστήρι είναι κτισμένο σε ένα πανάρχαιο νεκροταφείο. Πριν αιώνες ένας νεκρομάντης έκανε εδώ μια ανίερη τελετή για να ξεσηκώσει τα πνεύματα των νεκρών. Χάρη στη θεία πρόνοια, ο μακρινός μου προκάτοχος κατόρθωσε να διώξει το νεκρομάντη και έκτισε το μοναστήρι που βλέπετε σήμερα ως φρούριο.»

«Πώς συνδέονται όλα αυτά με τον πατέρα μου;» ρώτησε η Κάτια, με φωνή γεμάτη ταραχή.

«Η γυναίκα που ανέφερα γνώριζε ότι φυλασσόταν εδώ ένα πολύτιμο ιερό κειμήλιο, το οποίο διατηρούσε το χώρο ασφαλή. Ήθελε να το αποκτήσει με κάθε μέσο κι ο πατέρας σου τη βοήθησε να το πετύχει. Οι συνέπειες ήταν εφιαλτικές.

Οι κεκοιμημένοι μοναχοί, που είχαν θαφτεί γενιές πριν με την πρέπουσα φροντίδα, επέστρεψαν ως πλάσματα του σκότους για να μακελέψουν τους αδελφούς τους. Κατάφερα να σταματήσω την επέλασή τους αλλά το τίμημα ήταν βαρύ. Όσοι μοναχοί επέζησαν αποχώρησαν για πάντα. Μόνο εγώ έμεινα, για να εμποδίζω τα πνεύματα να ξεχυθούν στον κόσμο. Όμως, διέπραξα ένα τρομερό σφάλμα» εξομολογήθηκε ο γέροντας, πλημμυρισμένος από τύψεις.

«Η οργή είναι θανάσιμο αμάρτημα και παρασύρθηκα από αυτήν με όλη μου την ψυχή. Από οργή για τον άδικο χαμό των αδελφών μου καταράστηκα τον Μάρκο. Τον καταράστηκα να μη βρει ποτέ ησυχία ούτε αυτός ούτε οι απόγονοί του. Αργότερα, όταν ο θυμός μου καταλάγιασε, μετάνιωσα για την πράξη μου αλλά τώρα διαπιστώνω ότι το κακό είχε ήδη γίνει.»

Η κοπέλα κοίταξε τον ηγούμενο σοκαρισμένη. Ώστε αυτός ήταν η πηγή της κατάρας που είχε αναφέρει ο δάσκαλος του Αλέξανδρου. Άγγιξε το σημάδι της κι ο νους της κατακλύστηκε από εικόνες της ζωής της, μια ζωή όπου την καταδίωκαν και τη βασάνιζε ένα ερώτημα: «γιατί». Τώρα είχε την απάντηση αλλά δεν ένιωθε πιο γαλήνια.

Όσο για τον ηγούμενο, ούτε ο ίδιος αισθανόταν καλύτερα. Για χρόνια αντιμετώπιζε τα πνεύματα των νεκρών και πάλευε με τη μοναξιά. Τώρα θα ζούσε και με το βάρος της επίγνωσης ότι ένας αθώος υπέφερε εξαιτίας των δικών του παθών.

«Λυπάμαι, πόσο λυπάμαι» ψέλλισε κατεβάζοντας το κεφάλι του.

«Η κατάρα αντιστρέφεται; Μπορείτε να την πάρετε πίσω;» είπε ο Αλέξανδρος, που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι οι κατάρες ενός ανθρώπου είχαν τόσο ολέθριο αποτέλεσμα.

«Αλίμονο, τα θαύματα υπερβαίνουν τις δυνάμεις μου. Μόνο ένα μεγάλο Καλό δύναται να νικήσει ένα μεγάλο Κακό.»

Απόλυτη ησυχία έπεσε στο δωμάτιο. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο λιγόστευε.

«Πρέπει να φύγετε» τόνισε ο γέροντας, «τα πνεύματα των νεκρών σηκώνονται τα βράδια, ψάχνοντας τρόπο να δραπετεύσουν. Δεν είστε ασφαλείς.»

Ο Αλέξανδρος στράφηκε στην Κάτια, που φαινόταν να μην έχει ακούσει την προειδοποίηση.

«Ας πηγαίνουμε» την παρότυνε, ακουμπώντας την στον ώμο. Εκείνη τον ακολούθησε χωρίς να πει λέξη.

Βγήκαν από την κατοικία του ηγούμενου και συνέχισαν προς την πύλη. Ο Αλέξανδρος αναρωτιόταν πού θα πήγαιναν μετά αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει το συλλογισμό του. Καλπασμός αλόγων ακούστηκε έξω από το μοναστήρι και ο νέος έτρεξε να δει ποιος ερχόταν.

Η Κάτια έμεινε μόνη της. Φαντάστηκε ότι την είχαν εγκαταλείψει όλοι και την έκλεισαν στο μοναστήρι, μαζί με τα πνεύματα των νεκρών. Ίσως για το καλύτερο. Τι δουλειά είχε ανάμεσα στους κανονικούς ανθρώπους;

«Πρέπει να φύγουμε» αναφώνησε ο φίλος της καθώς γυρνούσε βιαστικά και την τράβηξε από το χέρι για να κρυφτούν.

Στιγμές αργότερα, ο Μέγας Ιεροεξεταστής κάλπασε έφιππος μέσα στον περίβολο, με τον πορφυρό του μανδύα και το σκήπτρο στο χέρι. Συνοδευόταν από δώδεκα άνδρες, οπλισμένους με ρόπαλα και αρματωμένους με δερμάτινες πανοπλίες που κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Ήταν οι περίφημοι Εκτελεστές, που επέβαλαν τη θέλησή του άτεγκτα.

«Ψάξτε παντού» διέταξε.

Μερικοί Εκτελεστές κατευθύνθηκαν προς το κτίριο των κελιών και τα έψαχναν ένα προς ένα. Το πρώτο ήταν άδειο, το δεύτερο το ίδιο… Η επόμενη πόρτα ήταν κλειδωμένη. Με μια γερή κλωτσιά άνοιξε διάπλατα. Στο βάθος του κελιού ήταν η Κάτια, μαζεμένη στον τοίχο.

«Εδώ είσαι μάγισσα;» είπε ο Εκτελεστής.

«Μη, σε παρακαλώ» ψιθύρισε εκείνη φοβισμένα.

Ο Εκτελεστής πλησίασε. Την επόμενη στιγμή η λεπίδα ενός σπαθιού έλαμψε από κάτω από το κρεβάτι και τον πέτυχε στον αστράγαλο, σωριάζοντάς τον.

«Παλιό το κόλπο αλλά αποτελεσματικό» είπε ο Αλέξανδρος βγαίνοντας από την κρυψώνα του και πετάχτηκε έξω από το κελί με την Κάτια.

Δυο ακόμη Εκτελεστές ήρθαν κατά πάνω τους. Μια βολή από τη βαλλίστρα έβγαλε τον ένα εκτός μάχης, ο άλλος όμως άρπαξε τον νέο πριν ρίξει ξανά.

«Λίγη βοήθεια» φώναξε προς την Κάτια καθώς πάλευε με τον αντίπαλό του.

«Είναι παντού καλυμμένος» αναφώνησε η κοπέλα, βλέποντας ότι δεν υπήρχε εκτεθειμένο σημείο για να αγγίξει τον εχθρό τους. Αυτός έσπρωξε τον Αλέξανδρο με δύναμη και σήκωσε το ρόπαλό του. Η κίνησή του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένας ξερός ήχος ακούστηκε και έπεσε χάμω, μένοντας ακίνητος.

«Ευχαριστώ» είπε ξέπνοα ο Αλέξανδρος ενώ η φίλη του κρατούσε ακόμη τα υπολείμματα του αμφορέα που μόλις είχε κατεβάσει στο κεφάλι του αναίσθητου άνδρα.

Έτρεξαν στην αυλή ελπίζοντας να μην πέσουν πάνω σε άλλους Εκτελεστές. Απείχαν λίγα μόνο μέτρα από την πύλη όταν ένας κεραυνός άστραψε μπροστά τους, τινάζοντας χώμα και πέτρες ψηλά.

«Σταθείτε» διέταξε ο Μέγας Ιεροεξεταστής.

Ο Αλέξανδρος τράβηξε την Κάτια προς την εκκλησία, όμως ένας ακόμη κεραυνός έσκασε στο έδαφος, τόσο κοντά που τους τύφλωσε.

«Με απογοήτευσες Αλέξανδρε» δήλωσε με βαθιά φωνή ο διώκτης τους ενώ οι άνδρες του περικύκλωναν τους δυο νέους.

«Πώς μας βρήκατε;» ρώτησε το αγόρι καθώς οι Εκτελεστές έδεναν τα χέρια του.

«Από το Βουνό της Ομίχλης στην Κίτρινη Πεδιάδα κι από εκεί στους Βραχώδεις Λόφους, η παρουσία σας κάθε άλλο παρά διακριτική ήταν.»

«Ψάχνουμε για θεραπεία» φώναξε το αγόρι, ελπίζοντας να πείσει τον Ιεροεξεταστή ότι δεν έκαναν κάτι κακό.

«Τις μάγισσες δεν τις θεραπεύεις· τις εξοντώνεις» απάντησε ψυχρά ο Ιεροεξεταστής και διέταξε τους άνδρες του, πριν φύγουν, να ανακρίνουν τον Αλέξανδρο για την περίπτωση που είχε συνεργούς στο μοναστήρι.

«Θα συναντηθούμε ξανά στην Ελιόπολη» ανακοίνωσε στο νεαρό Κυνηγό και έφυγε με μικρή συνοδεία.

Τα θαλάσσωσα σκέφτηκε το αγόρι. Όμως δεν είχε χρόνο για αυτολύπηση. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να το σκάσουν, αμέσως.

«Αφήστε με να φύγω και θα σας αποκαλύψω πού είναι ο θησαυρός του μοναστηριού» δήλωσε στους άνδρες.

«Ανοησίες» απάντησε ένας Εκτελεστής.

«Δεν ξέρετε ότι τα περισσότερα μοναστήρια κρύβουν κοσμήματα και πολύτιμους λίθους στις κατακόμβες τους; Αυτό δεν είναι εξαίρεση» βεβαίωσε ο Αλέξανδρος.

Τα λόγια του ήταν αρκετά πειστικά για να κάνουν τους Εκτελεστές να συζητήσουν μεταξύ τους το θέμα. Ίσως μπορούσαν να παρακάμψουν ελαφρά τις εντολές του αφεντικού τους προκειμένου να ψάξουν για το θησαυρό. Στο κάτω κάτω δεν έβλαπτε να βγάλουν κάτι παραπάνω από τη δουλειά τους.

Την ίδια ώρα η Κάτια αναρωτιόταν τι είχε κατά νου ο φίλος της.

«Μου έχεις εμπιστοσύνη;» της ψιθύρισε.

Εκείνη έγνευσε καταφατικά.

«Τότε μη φέρεις αντίρρηση σε τίποτα» της είπε καθώς οι δεσμώτες τους επέστρεφαν.

«Θα μας πεις πού είναι ο θησαυρός, όχι για να σ’ αφήσουμε να φύγεις αλλά για να μη σου λυώσουμε τα χέρια και τα πόδια» τόνισε ο Εκτελεστής, κραδαίνοντας το ρόπαλό του κοντά στο κεφάλι του αγοριού. «Το αφεντικό δε ζήτησε να φτάσεις στην Ελιόπολη ολόκληρος.»

«Εντάξει, εντάξει» αναφώνησε ο αιχμάλωτός τους και τους εξήγησε ότι η μυστική είσοδος προς τις κατακόμβες του μοναστηριού βρισκόταν μέσα στο νεκροταφείο.

Ανυπόμονοι για να πλουτίσουν, οι Εκτελεστές έσπασαν την κλειδαριά της εισόδου και προχώρησαν μέσα στον περιφραγμένο χώρο. Το σκοτάδι ήταν πηχτό εδώ, σα να είχε νυχτώσει πρόωρα, ενώ απόλυτη ησυχία βασίλευε.

«Πού είναι;» ρώτησε άγρια ένας Εκτελεστής.

«Σ’ ένα τάφο στο βάθος. Γράφει… Ρομάνιος Σεντούριος, ο Δέκατος Τέταρτος» απάντησε το αγόρι αυτοσχεδιάζοντας, ενώ με ένα μικρό ξυράφι κρυμμένο στο μανίκι του έκοβε το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένοι οι καρποί του.

Οι Εκτελεστές βάδιζαν ανάμεσα στους τάφους, ρίχνοντας νευρικές ματιές γύρω. Ακόμη κι αυτοί οι σκληροτράχηλοι άνδρες δεν αισθάνονταν άνετα εδώ.

«Μικρέ, αν μας δουλεύεις …» φοβέρισε ένας τον Αλέξανδρο.

«Όχι, είμαστε στο σωστό μέρος, αρκεί να περιμένουμε λίγο.»

Η Κάτια κατάλαβε ποιο ήταν το σχέδιο του συντρόφου της και τον κοίταξε φοβισμένη. Εκείνος έμεινε ψύχραιμος. Αν ο ηγούμενος τους είχε πει την αλήθεια τούτο το μέρος σύντομα θα γινόταν μια κόλαση επί της γης κι αυτή θα ήταν η ευκαιρία τους για να ξεφύγουν, αν επιζούσαν βέβαια.

«Να περιμένουμε;» μούγκρισε ο Εκτελεστής καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν ένα θυμωμένο βογκητό διαπέρασε τον αέρα.

«Τι διάολο ήταν αυτό;» αναφώνησε.

Το βογκητό δυνάμωσε. Ένα άλλο ήρθε σαν απάντηση, μέσα από τη γη.

Τα Πνεύματα των θανόντων μοναχών έβγαιναν από τους τάφους τους με ακανόνιστες κινήσεις, σαν τα μέλη τους να είχαν εξαρθρωθεί.

«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο Εκτελεστής με όσο θάρρος μπόρεσε να επιστρατεύσει, καθώς τα Πνεύματα συγκεντρώνονταν, σε μια συνάθροιση που το φως του ήλιου ποτέ δε θα δεχόταν.

«Μείνετε μακριά» προειδοποίησε, αυτή τη φορά με μια χροιά φόβου στη φωνή του.

Οι συνάδελφοί του συσπειρώθηκαν δίπλα του, σαστισμένοι, ενώ τα Πνεύματα πλησίασαν περισσότερο. Φτάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων, έμειναν ακίνητα, σαν να αμφιταλαντεύονταν. Μόνο οι ανάσες των Εκτελεστών ακούγονταν στο σκοτάδι καθώς οι δυο ομάδες ζύγιζαν η μια την άλλη. Την επόμενη στιγμή τα Πνεύματα χύμηξαν στο στόχο τους όπως το κύμα σκάει σε μια βάρκα στη διάρκεια τρικυμίας. Η μάχη ήταν άνιση, το αποτέλεσμα προγραμμένο: τα όπλα των Εκτελεστών δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα ενώ τα Πνεύματα χαράκωναν με τα νύχια τους ανελέητα. Ο Αλέξανδρος άρπαξε την ευκαιρία κι έκοψε το σκοινί του τελείως.

«Κλείσε τα μάτια σου» φώναξε στην Κάτια καθώς έριχνε ένα φιαλίδιο παράλυσης.

Τα Πνεύματα παρέλυσαν προσωρινά και οι δυο νέοι όρμησαν προς την έξοδο του νεκροταφείου περισσότερα φαντάσματα τους έκλεισαν το δρόμο. Ο νεαρός Κυνηγός έψαξε για ένα ακόμη φιαλίδιο αλλά διαπίστωσε με απόγνωση ότι μόλις είχε χρησιμοποιήσει το τελευταίο. Αγκάλιασε την Κάτια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την προστατεύσει. Μια άυλη μορφή ετοιμάστηκε να δώσει το μοιραίο χτύπημα. Δεν πρόλαβε. Την περιέλουσε ξαφνικά μια κόκκινη λάμψη και τη διέλυσε. Κοίταξαν έκπληκτοι προς τη μεριά από την οποία είχε έρθει το φως.

Ήταν ο ηγούμενος, που κρατούσε μια Βίβλο. Μέσα σε έναν καταιγισμό κόκκινων αστραπών συνειδητοποίησαν ότι ο καταβεβλημένος γεράκος που είχαν συναντήσει νωρίτερα αντιμετώπιζε μονάχος όλα τα φαντάσματα μαζί. Όσα τουλάχιστον δεν ήταν απασχολημένα, πιο πέρα, με το να ξεσκίζουν τους επιζώντες Εκτελεστές.

«Πάρε αυτό μαζί σου» είπε στο αγόρι και του έδωσε μια μικρή περγαμηνή, δεμένη με ένα χρυσαφί νήμα.

«Να τη χρησιμοποιήσεις σε ώρα απόλυτη ανάγκης» συμπλήρωσε και στράφηκε προς τα Πνεύματα, που στοιχίζονταν για νέα επίθεση.

Ο Αλέξανδρος δίστασε, στιγμιαία. Μετά, έπιασε το χέρι της Κάτιας και βγήκαν τρέχοντας από το νεκροταφείο. Σε λίγο, είχαν αφήσει πίσω τους το μοναστήρι των νεκρών, ενώ πορφυρές ανταύγειες φέγγιζαν πάνω από τα τείχη του.