Αν και είχαν απομακρυνθεί από τους διώκτες τους, δεν αισθάνονταν ασφαλείς. Γύρισαν στη διακλάδωση του δρόμου, έχοντας να διαλέξουν αν θα έπαιρναν το οικείο νότιο παρακλάδι, ρισκάροντας να πέσουν στον Μέγα Ιεροεξεταστή, που επέστρεφε στην Ελιόπολη, ή το βόρειο, που οδηγούσε σε εδάφη μη οικεία, βαθιά μέσα στην οροσειρά· διάλεξαν το τελευταίο.
Κατηφόρισαν προς μια κοιλάδα στεφανωμένη από δασώσεις πλαγιές που απλώνονταν ως το βάθος του ορίζοντα. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος νόμισε ότι είδε φευγαλέα μια σκιά στο έδαφος, σαν κάτι να πέταξε από πάνω τους. Όμως ο ουρανός ήταν καθαρός. Στο μεταξύ, η Κάτια, εξαντλημένη, βημάτιζε με δυσκολία.
«Δεν μπορώ άλλο» είπε ξέπνοα στη μέση μιας πλαγιάς κατάφυτης με χλόη.
«Ακόμη δεν έχουμε απομακρυνθεί.»
«Δε με νοιάζει. Όλα ήταν μάταια. Άκουσες τι είπε ο ηγούμενος.»
«Κάποιος τρόπος…»
«Σταμάτα» του φώναξε, «σταμάτα να μου δίνεις ψεύτικες ελπίδες.»
Χαμήλωσε το κεφάλι της, απελπισμένη.
«Μακάρι να με είχαν πιάσει από καιρό» ψιθύρισε, «κουράστηκα να με κυνηγάνε. Κουράστηκα να κρύβομαι. Κουράστηκα να φοράω αυτά τα γάντια. Σιχάθηκα τη ζωή μου.»
Ο Αλέξανδρος την κράτησε σφιχτά από τα χέρια.
«Κάτια, είμαστε μαζί.»
Εκείνη δίστασε.
«Εντάξει;» επέμεινε το αγόρι, που δεν ήθελε με τίποτα να αποδεχτεί την ήττα τους.
Υποχωρώντας στη θέλησή του, η κοπέλα έγνευσε καταφατικά. Όμως μέσα της διαισθανόταν ότι έφταναν στο τέλος του δρόμου τους.
Συνέχισαν να πορεύονται στις σκιές των δέντρων, μέχρι που αντίκρισαν τις όχθες ενός παραπόταμου. Ήταν ορμητικός και τα νερά του σχημάτιζαν στροβίλους που άφριζαν.
«Πώς θα περάσουμε απέναντι;» αναρωτήθηκε η κοπέλα.
«Μ’ αυτό εκεί» απάντησε το αγόρι, δείχνοντας μια σχεδία δεμένη σε ένα πορθμείο στην άλλη όχθη, δίπλα σε ένα καλυβάκι.
Αφού καλέσανε δυνατά κάμποσες φορές, για να ακουστούν μέσα από τη βοή του νερού, ένας μεγαλόσωμος άνδρας βγήκε από το καλυβάκι.
«Τι θέλετε;» τους φώναξε.
«Να χαζέψουμε το τοπίο» απάντησε ο Αλέξανδρος, εκνευρισμένος που ο άνδρας δεν καταλάβαινε το προφανές. Εκείνος όμως τους κοίταξε σα χαζός, χωρίς να λέει κουβέντα.
«Θέλουμε να περάσουμε απέναντι» αναγκάστηκε να εξηγήσει η Κάτια.
«Και δεν το λέτε τόση ώρα;» αναφώνησε ο άνδρας, που ανέβηκε στη σχεδία κι άρχισε να τραβάει ένα σκοινί που τη συνέδεε με την όχθη στην οποία βρίσκονταν οι δυο νέοι. Καθώς πλησίαζε σιγά σιγά έβλεπαν πως ήταν αρκετά παράξενος. Είχε υπερβολικά μικρά μάτια, σχεδόν χωρίς φρύδια, τεράστιο στόμα και ελάχιστες τρίχες στο κεφάλι.
«Χαθήκατε;» τους ρώτησε, καθώς είχαν ανέβει στη σχεδία και διέσχιζαν το ποτάμι.
«Είμαστε περαστικοί» απάντησε ο Αλέξανδρος ενώ ο αλλόκοτος άνδρας έριχνε κλεφτές ματιές στην Κάτια. Αν και είχε χαμηλωμένη την κουκούλα της, ήταν σχεδόν βέβαιη ότι είχε διακρίνει το σημάδι της.
«Καλή συνέχεια στο ταξίδι σας» τους είπε ο βαρκάρης όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη και γύρισε στο καλύβι του με σερνάμενα βαριά βήματα.
Μετά το ποτάμι το δάσος γινόταν πυκνότερο, τόσο που οι φυλλωσιές έκρυβαν τον ήλιο. Προχωρώντας, η αίσθηση του χρόνου χανόταν, τα λεπτά μπερδεύονταν αξεδιάλυτα με τις ώρες και γινόταν αδύνατο να διακρίνεις αν ήταν μεσημέρι ή κόντευε να βραδιάσει. Μια ακαθόριστη ανησυχία βάραινε τους δυο νέους, που ανυπομονούσαν να φτάσουν σε ανοιχτό χώρο.
«Ένα σπίτι» αναφώνησε η Κάτια βλέποντας μια κατοικία κτισμένη σε ένα ξέφωτο.
Ένιωθε ανακούφιση που είχαν βγει από το δάσος, όμως η ανακούφισή της αντικαταστάθηκε από απορία καθώς πρόσεχε το σπίτι καλύτερα. Όχι πως δεν ήταν όμορφο, ακριβώς το αντίθετο. Ήταν χαριτωμένο, με πολύχρωμα τούβλα, θολωτή στέγη με λαμπερούς φεγγίτες και ένα φράχτη με περίτεχνα σχέδια ζωγραφισμένα πάνω του, που παρίσταναν φυτά κι ανθρώπους σε περίπλοκες στάσεις, σα να ήταν μπλεγμένα μεταξύ τους.
«Τι όμορφο σπίτι» σχολίασε ο Αλέξανδρος.
«Δε σου φαίνεται λίγο παράξενο;» ρώτησε η Κάτια.
«Τι εννοείς; Είναι πολύ περιποιημένο.»
H Kάτια ήθελε να του εξηγήσει ότι αυτό ακριβώς της φαινόταν παράξενο, το πόσο περιποιημένο ήταν, όταν πρόσεξε ένα μικρό κοτσάνι να εξέχει από το μαλακό έδαφος. Το άγγιξε με το πόδι της και αυτό σα να κινήθηκε ανεπαίσθητα. Έσκυψε για να το περιεργαστεί όταν άκουσαν μια φωνή:
«Γιατί πειράζετε τον κήπο μου;»
Γυρίζοντας προς το σπίτι είδαν μια γυναίκα με κόκκινα μακριά μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Τα μάτια της ήταν πράσινα και φορούσε μια γαλάζια, ατσαλάκωτη ποδιά. Ήταν γοητευτική, η πιο γοητευτική γυναίκα που είχαν αντικρύσει ποτέ.
«Μας συγχωρείτε δέσποινά μου» απολογήθηκε ο Αλέξανδρος, με περίσσια χάρη, «θαυμάζαμε την ομορφιά αυτού τους μέρους.»
«Ω, ένας ευγενής ταξιδιώτης, με τη σύντροφό του» αναφώνησε η γυναίκα με ενθουσιασμό, «τι ωραία, έχω επισκέπτες μετά από τόσο καιρό.»
«Δε θέλουμε να σας ενοχλήσουμε» πετάχτηκε η Κάτια, προτιμώντας να μη σταματήσουν κι ας ήταν κουρασμένη. Το φέρσιμο της κοκκινομάλλας είχε κάτι το επιτηδευμένο, σα να αποτελούσε μέρος μιας παράστασης.
«Καμία ενόχληση καλή μου. Ζω μόνη μου, γι’ αυτό χαίρομαι να συναντώ ανθρώπους που έρχονται από μακριά. Συχνά έχουν συναρπαστικές ιστορίες ν’ αφηγηθούν.»
Η μυρωδιά λαχταριστού φαγητού έφτασε στα ρουθούνια του Αλέξανδρου, που κοίταξε το σπίτι σα να έκρυβε θησαυρό.
«Σου μύρισε το γουρουνόπουλο που μαγείρεψα;» ρώτησε η γυναίκα χαμογελώντας.
«Γουρουνόπουλο;»
«Ναι. Με καλοψημένες πατάτες και σάλτσα λεμονιού. Ή μήπως δεν είναι του γούστου σου;»
«Αστειεύεστε; Είναι το αγαπημένο μου φαγητό.»
«Τότε ελάτε μέσα να φάτε, τι περιμένετε; Και δε χρειάζεται να μου μιλάτε στον πληθυντικό, είμαι η Μόνα.»
«Είμαι ο Αλέξανδρος» συστήθηκε το αγόρι με μια υπόκλιση, «κι από εδώ, η Κάτια.»
«Εδώ δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι, γλυκό μου κορίτσι» καθησύχασε η Μόνα την κοπέλα, που είχε χαμηλωμένη την κουκούλα της.
Βλέποντας ότι ο σύντροφός της ήταν αποφασισμένος να γνωρίσει τη φιλοξενία της γυναίκας του δάσους, η Κάτια φανέρωσε το σημάδι της απρόθυμα.
«Τι όμορφο πρόσωπο. Δε θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι γι’ αυτό» είπε η κοκκινομάλλα με απρόσμενη άνεση και τους οδήγησε στο σπίτι.
Η κουζίνα ήταν στρωμένη με γυαλιστερά πλακάκια ενώ βαζάκια και σκεύη κάθε σχήματος και μεγέθους ήταν τοποθετημένα σε κομψά ράφια.
«Έχετε πολύ ωραίο σπίτι» σχολίασε η Κάτια.
«Χαίρομαι που σου αρέσει» απάντησε η γυναίκα καθώς σέρβιρε το φαγητό σε πορσελάνινα πιάτα.
«Δε φοβάστε που ζείτε μόνη σας;» ρώτησε η κοπέλα παρατηρώντας τη Μόνα επίμονα.
«Γιατί να φοβάμαι; Δεν έχω εχθρούς» είπε η κοκκινομάλλα ανέμελα και έκατσε να φάει μαζί τους.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε αντιληφθεί τις ανησυχίες της Κάτιας. Παρασυρμένος εν μέρει από την πείνα του και εν μέρει από τα ζεστά χαμόγελα που του προσέφερε αφειδώς η οικοδέσποινα, έφαγε με μεγάλη όρεξη. Μόνο όταν η Μόνα τους έφερε ένα μπουκάλι κρασί δίστασε να πιει, όμως οι δισταγμοί του εξέπνευσαν όταν εκείνη το δοκίμασε πρώτη.
Η ώρα πέρασε γρήγορα και ο νεαρός Κυνηγός έπιασε τη γεμάτη κοιλιά του ικανοποιημένος.
«Μαγειρεύετε υπέροχα» σχολίασε, έχοντας τρία άδεια πιάτα μπροστά του.
«Σε ευχαριστώ, καλέ μου» αποκρίθηκε μελιστάλαχτα η κοκκινομάλλα και μετά στράφηκε προς την Κάτια.
«Μα εσύ δεν άγγιξες τίποτα» τόνισε με κάπως επιτηδευμένη έκπληξη.
«Μου κόπηκε η όρεξη» αποκρίθηκε η κοπέλα κοφτά.
«Κάτια, τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος.
«Μα καλά, σου φαίνονται φυσιολογικά όλ’ αυτά;»
Ο φίλος της την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, ενώ η Μόνα χαμογελούσε ήρεμα.
«Μια νέα γυναίκα ζει σε ένα χαριτωμένο σπίτι μες στην ερημιά, τυχαίνει να έχει φτιάξει το αγαπημένο σου φαγητό και δεν την ενοχλεί καθόλου το σημάδι μου; Τα πάντα σ’ αυτήν είναι τέλεια, ακόμη και τα ρούχα της δεν έχουν κόκκο σκόνης.»
«Όλα αυτά δεν αποδεικνύουν τίποτα» είπε ο φίλος της, που ναι μεν θεωρούσε τα συγκεκριμένα σημεία, τώρα που τα σκεφτόταν, ασυνήθιστες συγκυρίες αλλά δεν έβλεπε κάτι κακό πίσω τους.
«Σ’ έχει τυφλώσει με τα χαμόγελά της» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα.
«Κάτια, αυτό πάει πολύ. Ως φιλοξενούμενοι οφείλουμε να δείξουμε ευγένεια» είπε πιο αυστηρά ο νέος.
Η Μόνα γέλασε.
«Δε χρειάζονται να τα βάζεις με τη φίλη σου νεαρέ» εξήγησε, «έχει μια διαίσθηση που εσένα σου λείπει. Η αλήθεια είναι ότι σας περίμενα. Ο Ράντου, ο βαρκάρης, μου έστειλε μήνυμα ότι θα περνούσατε από εδώ και έκανα τις απαραίτητες ετοιμασίες. Όμως, εσύ μικρούλα μου, ήλπιζα ότι θα με συμπαθήσεις» παραπονέθηκε.
«Και γιατί αυτό;»
«Γιατί εμείς οι δυο είμαστε πλάσματα από την ίδια ουσία. Μάγισσες.»
Ο Αλέξανδρος στραβοκατάπιε μόλις άκουσε την αποκάλυψη, ωστόσο η Κάτια παρέμεινε ψύχραιμη.
«Και δεν είμαι η μόνη. Υπάρχουν κι άλλες μάγισσες, στο Δάσος με τις βελανιδιές. Όμως εγώ προτιμώ να ζω εδώ, φροντίζοντας τον κήπο μου.»
«Αυτό δεν εξηγεί το λόγο που μας δεχτήκατε» είπε η Κάτια, αποφασισμένη να μάθει το σκοπό της κοκκινομάλλας.
«Μα δεν είναι φανερός; Το σημάδι σου βέβαια» εξήγησε η Μόνα, με φωνή που είχε χάσει ελαφρά τη γλυκύτητά της.
«Ξέρετε κάτι για αυτό;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, που προσπαθούσε να συνέλθει από τις απανωτές εκπλήξεις, έχοντας να αντιμετωπίσει και την επίδραση του κρασιού.
«Βεβαίως, αφού το έχω ξαναδεί» εξήγησε η Μόνα, χαϊδεύοντας απαλά με το δάχτυλο το χείλος του ποτηριού της.
«Πότε έγινε αυτό; Πείτε μου» απαίτησε η Κάτια, που δεν είχε φανταστεί ότι η κοκκινομάλλα ήξερε κάτι για την ίδια και ανυπομονούσε να μάθει περισσότερα.
«Ήταν σ’ ένα μωρό, πριν δεκάξι χρόνια περίπου. Η μητέρα του μοιράστηκε το στρώμα της μ’ έναν άνδρα που δούλευε σ’ ένα μοναστήρι, νότια από εδώ. Η ένωσή τους απέφερε ένα παιδί. Ένα κοριτσάκι με ένα μελί κι ένα γαλάζιο μάτι.»
«Η μητέρα μου…» ψιθύρισε η Κάτια, ακουμπώντας το χέρι στο στήθος της, «τη γνωρίζατε;»
«Ποια μάγισσα δε γνώριζε τη Μόριγκαν;» αποκρίθηκε η γυναίκα, φέρνοντας το ένα χέρι πίσω από την πλάτη της, σα να έκρυβε κάτι.
«Μόριγκαν;» αναφώνησε ο Αλέξανδρος καθώς το όνομα του ξύπνησε αναμνήσεις γεμάτες πόνο.
Δοκίμασε να συγκεντρωθεί αλλά ένιωσε μια έντονη ζαλάδα. Ήταν από τη φοβερή ανάμνηση, τη συνειδητοποίηση ενός τραυματικού γεγονότος ή έφταιγε το κρασί;
«Εγώ και η Μόριγκαν αποζητούσαμε το ίδιο πράγμα, ένα ιερό κειμήλιο. Αυτή όμως το γράπωσε πρώτη» απάντησε η Μόνα και το βλέμμα της σκλήρυνε.
Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε το δωμάτιο να περιστρέφεται και τα μέλη του να ατονούν. Η Κάτια, η Μόνα, το σπαθί που κρατούσε, τα έβλεπε όλα διπλά. Το σπαθί…
«Δε θα ΄πρεπε να πίνεις κρασί αν δεν το αντέχεις» είπε η κοκκινομάλλα με μελωδική, ψυχρή φωνή, «ή αν δεν έχεις πάρει το αντίδοτο.»
«Αλέξανδρε πρόσεξε» φώναξε η Κάτια καθώς η Μόνα ορμούσε στο αγόρι με το ίδιο του το ξίφος. Εκείνος έκανε μια σπασμωδική κίνηση προς τα πίσω, έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε με την καρέκλα στο πάτωμα. Μέσα στη ζάλη του συνειδητοποίησε ότι η μάγισσα, την ώρα που έτρωγε, τον είχε αφοπλίσει χωρίς να το αντιληφθεί.
«Μείνε μακριά του» απείλησε η Κάτια.
Η γυναίκα του δάσους έκανε ένα βήμα μπροστά, χαμογελώντας σατανικά, ενώ ο Αλέξανδρος προσπαθούσε αδέξια να σηκωθεί.
«Σε προειδοποιώ» φώναξε η κοπέλα βγάζοντας το γάντι της.
«Μη με κάνεις να γελάσω» απάντησε η Μόνα αλλά σταμάτησε όταν είδε μια μαύρη αύρα να αναδύεται από τα χέρια της Κάτιας.
«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε η μάγισσα κάνοντας ένα βήμα πίσω ενώ και η ίδια η Κάτια είχε εκπλαγεί από αυτή τη νέα εκδήλωση της δύναμής της. Οφειλόταν στην αυξημένη ταραχή της ή η δύναμη μεγάλωνε από μόνη της;
Όποια κι αν ήταν η εξήγηση, δεν είχε σημασία τώρα. Εκμεταλλευόμενη το σάστισμα της γυναίκας, βοήθησε τον Αλέξανδρο να σταθεί στα πόδια του και όρμησαν έξω από το σπίτι.
Η μάγισσα τούς ακολούθησε χωρίς να βιάζεται. Πατώντας στο κατώφλι της κουζίνας, ψιθύρισε λέξεις μαγικές, που είχαν ειπωθεί κι άλλες φορές, ακριβώς εδώ.
Το κοτσάνι που η Κάτια είχε προσέξει προηγουμένως στον κήπο μεγάλωσε ξαφνικά μέχρι που έγινε μια χοντρή κληματσίδα, σαν πράσινο φίδι, και με μια απότομη κίνηση προσπάθησε να την αρπάξει. Κατάφερε να ξεγλιστρήσει αλλά περισσότερα από τα φρικώδη φυτά ξεφύτρωναν από παντού.
«Τρέχα» παρότρυνε τον φίλο της αλλά αυτός, ζαλισμένος, προχωρούσε με δυσκολία. Η Κάτια κόντευε να ξεφύγει από τον κήπο όταν μια κληματσίδα παγίδεψε τον αστράγαλο του αγοριού με αφύσικη δύναμη και τον έριξε στο χώμα.
Η κοπέλα γύρισε για να τον βοηθήσει. Στο άγγιγμά της το φυτό αποσυντέθηκε, ωστόσο περισσότερα έβγαιναν στη θέση του. Ενώ τα κρατούσε μακριά από τον Αλέξανδρο, μια κληματσίδα τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της, κάνοντάς την να βγάλει μια πνιχτή φωνή. Δοκίμασε να ελευθερωθεί, αλλά τα φυτά, καθοδηγούμενα από τη θέληση της μάγισσας, συστρέφονταν κι απέφευγαν το άγγιγμά της ενώ τα δεσμά της έσφιγγαν. Πάλεψε, μάταια. Σε λίγο οι δυο τους ήταν εγκλωβισμένοι μέσα στο διαβολικό κήπο.
«Πρέπει να ευχαριστήσω τον Ράντου για το δώρο που μου έστειλε» δήλωσε η Μόνα πλησιάζοντας με την ησυχία της.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Κάτια απεγνωσμένα, «δε σε πειράξαμε».
«Ίσως μ’ ενοχλεί που είσαι η κόρη της ανταγωνίστριάς μου και βλέπω στο πρόσωπό σου την ευκαιρία να την εκδικηθώ. Ή δε μου αρέσει ο τρόπος που με κοίταζες από την αρχή, σα να με προκαλούσες. Ή απλά δεν είμαι και τόσο καλός άνθρωπος» απάντησε η μάγισσα καγχάζοντας.
Θυμωμένη, η Κάτια προσπάθησε να σπάσει τις κληματσίδες, χωρίς αποτέλεσμα∙ ήταν πολύ σκληρές.
«Θα μου λείψεις νεαρέ μου» δήλωσε η Μόνα στον Αλέξανδρο κι έριξε το σπαθί μπροστά στα πόδια του για να τον χλευάσει.
«Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω για να παρακολουθήσω το τέλος σας. Έχω να πάω σε μια σύναξη με τις αδελφές μου» είπε κι αφού έριξε μια τελευταία, θριαμβευτική ματιά στα θύματά της αποχώρησε με χάρη προς το Δάσος με τις βελανιδιές.
«Μπορείς να φτάσεις το σπαθί σου;» ρώτησε με αγωνία η Κάτια αλλά ο φίλος της δεν απάντησε. Ακόμη χειρότερα, δεν πάλευε να ξεφύγει, σαν το σώμα και η ψυχή του να είχαν χάσει τη δύναμή τους.
Με κάθε λεπτό που πέρναγε οι κληματσίδες έσφιγγαν πιο πολύ, τους στραγγάλιζαν. Η κοπέλα ρίγησε στη σκέψη πως όταν έσβηνε το φως της ημέρας θα χανόντουσαν κι αυτοί μαζί του. Κοίταξε απεγνωσμένα τον πορτοκαλί δίσκο που βυθιζόταν πίσω από τις βουνοκορφές, όταν κάτι πέρασε από μπροστά του.
Ήταν η Άρπυια των Βραχωδών Λόφων, που χτυπούσε τα χρυσαφένια φτερά της πάνω από τις κληματσίδες.
«Άνθρωπε, συναντιόμαστε ξανά» δήλωσε στον Αλέξανδρο.
Αυτός θυμήθηκε τη φευγαλέα σκιά που νόμιζε ότι είδε στο έδαφος πριν φτάσουν στο ποτάμι. Προφανώς δεν ήταν της φαντασίας του. Το τέρας είχε σωθεί από το βάραθρο, τους είχε ακολουθήσει και τώρα θα εκδικούνταν για τη μάχη τους.
«Είπες ότι η αδελφή μου πέθανε. Πώς έγινε;» απαίτησε να μάθει.
Ο Αλέξανδρος δεν αποκρίθηκε. Η Άρπυια κατέβηκε χαμηλότερα και τα νύχια των ποδιών της άγγιξαν το πρόσωπό του.
«Επιτέθηκε στους ανθρώπους της Ελιόπολης κι ο Μέγας Ιεροεξεταστής τη σκότωσε» της εξήγησε ψυχρά.
Η Άρπυια έμεινε σιωπηλή για λίγο.
«Την είχα προειδοποιήσει να μείνει μακριά από τις πόλεις σας» μονολόγησε το φτερωτό πλάσμα, ενώ τα μάτια της εκδήλωναν πόνο που θα περίμενε κάποιος μόνο από άνθρωπο.
Κοίταξε με περιέργεια τον εχθρό της, που ήταν τώρα ανήμπορος όπως αυτή κάποτε.
«Γιατί δε μ’ άφησες στην αράχνη;»
«Τι σημασία έχει; Άντε, σκότωσέ με να τελειώνουμε, τι περιμένεις;» την προκάλεσε ο νέος. Οι κληματσίδες τον πίεσαν πιο δυνατά και οι μυς στο λαιμό του διεστάλησαν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να συνεχίσει να αναπνέει.
Η Άρπυια έδειξε να απολαμβάνει το θέαμα. Τα νύχια της, ευλύγιστα σαν ανθρώπινο χέρι, έπιασαν το σπαθί του από το έδαφος.
Θα με σκοτώσει με το ίδιο μου το όπλο σκέφτηκε ο Αλέξανδρος ενώ η Κάτια έκλεισε τα μάτια της για να μη δει αυτό που θα ακολουθούσε.
Χωρίς να πει λέξη, το πλάσμα σήκωσε τη λεπίδα, που άστραψε στο τελευταίο φως του ήλιου. Την επόμενη στιγμή μια χοντρή κληματσίδα έπεφτε κομμένη στο χώμα, σαν αποκεφαλισμένο φίδι. Η Άρπυια συνέχισε, κόβοντας όσες κρατούσαν το αγόρι αιχμάλωτο, μέχρι που ήταν ελεύθερο.
«Τώρα δε σου χρωστάω» του εξήγησε ενώ την κοιτούσε απορημένος κι έτριβε τους καρπούς του για να κυκλοφορήσει το αίμα, «θα συναντηθούμε ξανά, όταν είσαι γερός, για να κλείσουμε το λογαριασμό» συμπλήρωσε και με ένα τίναγμα των φτερών της, σηκώθηκε ψηλά και πέταξε προς τη δύση.
Ο Αλέξανδρος, έχοντας συνέλθει, πήρε το σπαθί από εκεί που το άφησε η Άρπυια και με γρήγορες κινήσεις απελευθέρωσε την Κάτια. Μη χάνοντας καιρό, βγήκαν από τον κήπο με τα ανθρωποκτόνα φυτά και έφυγαν μακριά, πριν επιστρέψει η Μόνα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η κοπέλα τον φίλο της, ανήσυχη για το πόσο τον είχε επηρεάσει το ναρκωτικό στο ποτό του.
Εκείνος δεν απάντησε, μόνο της έριξε μια φευγαλέα ματιά. Η Κάτια υπέθεσε ότι αισθανόταν ενοχή για τον τρόπο που είχε ξεγελαστεί από τη μάγισσα και δεν του μίλησε άλλο. Πρόσεξε όμως ότι περπατούσε μακριά της, σα να κρατούσε απόσταση.
Είχε νυχτώσει, όταν, για καλή τους τύχη, βρήκαν ένα χάνι στις παρυφές του δάσους. Έμειναν εκεί και κοιμήθηκαν κατάκοποι, παρόλο που οι αποκαλύψεις της ημέρας τους βασάνιζαν.
Το πρωί η Κάτια σηκώθηκε από το κρεβάτι της, αβέβαιη και μπερδεμένη. Όλα όσα είχε ανακαλύψει τις τελευταίες μέρες, το μήνυμα του πατέρα της, η κατάρα του ηγούμενου, η σχέση του Μάρκου με τη Μόριγκαν, γύριζαν στο νου της σα μολυβένιες σφαίρες που κυλούσαν ανεξέλεγκτα σε ένα γυάλινο κουτί απειλώντας να το κάνουν θρύψαλα. Τι έπρεπε να κάνει; Μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να τη συμβουλέψει.
Τον βρήκε να κάθεται σε ένα πάγκο έξω από το χάνι, έτοιμος για ταξίδι.
«Αλέξανδρε, πώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε, χωρίς να λάβει απάντηση.
«Έγινε κάτι;»
Εκείνος την κοίταξε σα να την αντίκρυζε για πρώτη φορά.
«Πάρε αυτά τα λεφτά, είναι όσα έχω» της ανακοίνωσε ξερά και της έδωσε το πουγκί του.
«Τι… τι είναι αυτά που λες;»
«Πήγαινε όπου θες, δε με νοιάζει.»
«Μα γιατί; Έκανα κάτι κακό; Πες μου» τον παρακάλεσε, χωρίς να αντιλαμβάνεται αν τα λόγια του ήταν αληθινά ή τα φανταζόταν.
«Μόριγκαν λεγόταν η μάγισσα που έβαλε φωτιά στην Ελιόπολη, τη φωτιά όπου χάθηκε η μητέρα μου. Είναι ο λόγος που έγινα Κυνηγός, που σκοτώνω τέρατα. Τέρατα σαν… » είπε, χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση του αλλά το βλέμμα του έδειχνε ποιον υπονοούσε.
«Αλέξανδρε…» ψέλλισε η κοπέλα, νιώθοντας το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της, «εγώ δεν ήξερα τίποτα, σου τ’ ορκίζομαι.»
Για μια στιγμή αισθάνθηκε λύπη για την κοπέλα, την οποία θα άφηνε. Όμως αμέσως θυμήθηκε ποια ήταν η μητέρα της, τη δύναμη που της είχε κληρονομήσει. Γιατί ήταν βέβαιος πια ότι δεν έφταιγε μόνο η κατάρα του ηγούμενου. Ίσως η κατάρα είχε ενεργοποιήσει τη δύναμη αλλά σίγουρα την είχε εκ γενετής, κυλούσε στο αίμα της.
«Είσαι σαν τη μάνα σου Κάτια, δεν μπορείς να το αντιστρέψεις αυτό. Το σημάδι, η δύναμή σου, το φανερώνουν. Ήταν ανόητο να ελπίζεις ότι θα γίνεις κάτι διαφορετικό. Κι εγώ ανόητος που κινήθηκα ενάντια στη φύση των πραγμάτων» της εξήγησε και, χωρίς άλλη κουβέντα, έφυγε.
Η κοπέλα εμβρόντητη, τον παρακολούθησε να απομακρύνεται. Ήθελε κάτι να του πει, να του αλλάξει γνώμη πριν τον χάσει από τα μάτια της, αλλά ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε. Σύντομα, είχε μείνει ολομόναχη.