Ο ασπρομάλλης Κυνηγός κατάλαβε μόλις τον αντίκρυσε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Ωστόσο, τον φιλοξένησε εγκάρδια, αποφεύγοντας τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Το αγόρι έμεινε στον πύργο, ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα αισθανόταν καλύτερα, θα έβαζε σε μια τάξη τα συναισθήματά του. Ήταν τόσο θυμωμένος. Η ιδέα ότι το κορίτσι με το οποίο είχε περάσει τόσα ήταν η κόρη της γυναίκας που μισούσε θανάσιμα τού ήταν αφόρητη, τον έκανε να θέλει να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί. Αλλά κανείς δε θα του έδινε σημασία. Σε αυτή την τερατώδη ειρωνεία της ζωής του, ήταν μόνος.
Μια μέρα ο δάσκαλος του ανακοίνωσε ότι θα του έδειχνε κάτι σημαντικό στη σοφίτα του πύργου. Αυτό ήταν παράξενο, γιατί ποτέ δεν του είχε επιτρέψει να ανέβει εκεί.
«Οι προκάτοχοί μου» εξήγησε, δείχνοντας μια σειρά από πορτραίτα κρεμασμένα στον τοίχο, «όλοι τους Κυνηγοί.»
«Δε φανταζόμουν ότι αυτός ο πύργος έχει τόση ιστορία.»
«Πολλά δε φαντάζεσαι. Θα τα μάθεις
με τον καιρό. Κάποτε, πολύ αργότερα, θα προστεθεί και το δικό σου πορτραίτο.»
«Σκέφτομαι να τα παρατήσω»
ανακοίνωσε ο Αλέξανδρος χωρίς περιστροφές.
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο δάσκαλος, που υποψιαζόταν ότι θα άκουγε κάτι τέτοιο. «Σου υπενθυμίζω ότι έδωσες όρκο πριν σου αποκαλύψω τα μυστικά του επαγγέλματος. Αυτό σημαίνει ότι δεν εγκαταλείπεις το καθήκον σου από καπρίτσιο.»
Το αγόρι έμενε σιωπηλό. Ήθελε να μιλήσει, όμως ντρεπόταν να αποκαλύψει την αλήθεια. Τι θα σκεφτόταν ο δάσκαλος αν μάθαινε ότι τον ξεγέλασε η κόρη μιας μάγισσας;
«Πολύ καλά. Τότε μάζεψε τα πράγματά σου» είπε ο δάσκαλος αυστηρά, «στον πύργο μου μένουν μονάχα πρόσωπα που μ’ εμπιστεύονται.»
Ο Αλέξανδρος ταράχτηκε με αυτά τα λόγια.
«Δάσκαλε, αν σου πω τι συνέβη θα σχηματίσεις τη χειρότερη γνώμη για ‘μένα.»
«Αυτό θα το κρίνω εγώ. Πες μου τι έγινε λοιπόν, γιατί τελευταία φορά που σε είδα θυμάμαι πως ήταν ένα κορίτσι μαζί σου και είχες δεσμευτεί να τη βοηθήσεις.»
Το αγόρι υποχώρησε. Αν έχανε το δάσκαλό του δε θα του απέμενε κανείς. Έτσι, του περιέγραψε τα συμβάντα που προηγήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια.
«Φοβερή ιστορία, μα την αλήθεια» μονολόγησε εκείνος, ενώ κάπνιζε καθιστός σε μια καρέκλα κι έξω φυσούσε δυνατός άνεμος, που απειλούσε να σαρώσει τον παμπάλαιο πύργο.
«Σε απογοήτευσα δάσκαλε. Έδειξα αδυναμία» ομολόγησε το αγόρι.
Ο ασπρομάλλης Κυνηγός σχημάτισε με τον καπνό δακτυλίους, που αιωρούνταν στον αέρα πριν διαλυθούν.
«Αλέξανδρε, γιατί πιστεύεις ότι σε διάλεξα να με διαδεχτείς στο μέλλον, παρόλο που είσαι τόσο νέος;»
Το αγόρι δεν είχε κάποια απάντηση. Περισσότερο σκεφτόταν το παρελθόν ή την εκάστοτε αποστολή του παρά το όποιο μέλλον του επιφύλασσε ο δάσκαλος.
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο. Ο άνεμος λύγιζε τα δέντρα με μανία.
«Δεν ήταν για την επιδεξιότητα ή τη θέλησή σου, χαρίσματα που πράγματι έχεις. Ούτε για την εφευρετικότητα ή το θάρρος, που σου περισσεύουν. Σε διάλεξα γιατί κατανοούσες το πιο σημαντικό: το καθήκον μας δεν είναι να σκοτώνουμε το Κακό. Αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας. Καθήκον μας είναι να προστατεύουμε το Καλό. Τους ανθρώπους που δεν έχουν τη δύναμη να σώσουν τους εαυτούς τους. Αυτούς που υποφέρουν, σιωπηλά, εγκαταλειμμένοι.»
Το τελευταίο σχόλιο χτύπησε σαν καρφί στην καρδιά του Αλέξανδρου.
«Μείνε στον πύργο όσο θέλεις» του είπε ο δάσκαλος, «εγώ πάω να κοιμηθώ. Νιώθω κουρασμένος. Μάλλον έχω γεράσει πια.»
Τη νύχτα, ο Αλέξανδρος στριφογύριζε στο στρώμα του ασταμάτητα. Ο άνεμος είχε κοπάσει κάπως αλλά δεν καταλάγιαζε εντελώς. Κοίταξε στον απέναντι τοίχο, όπως όταν βρισκόταν στο σπίτι του κι έβλεπε το παραπέτασμα πίσω από το οποίο κοιμόταν γαλήνια η Κάτια. Τώρα δεν ήταν μαζί του. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Θα μπορούσε να μην υπήρχε ούτε ο ίδιος.
Το πρωί ο δάσκαλός του σηκώθηκε για να μαζέψει καρπούς από τις αγαπημένες του δαμασκηνιές. Έψαξε το μαθητή του αλλά βρήκε μόνο ένα σημείωμα στο τραπέζι, με δυο αράδες γραμμένες βιαστικά πάνω του:
«Δάσκαλε, έκανα λάθος. Ελπίζω να προλάβω να το διορθώσω.»