«Η Μάγισσα με το Σημάδι δικάζεται σήμερα στις δώδεκα το μεσημέρι.»
Έμεινε να κοιτάζει την αφίσα αποσβολωμένος.
«Τη συνέλαβαν επιτέλους» σχολίασε ένας κομψός άνδρας, «κρυβόταν στα περίχωρα της πόλης.»
«Έκανε κάτι κακό;» ρώτησε ο νέος.
«Πώς γίνεται ν’ αμφιβάλλεις νεαρέ, δε βλέπεις την εμφάνισή της; Εξάλλου στη δίκη θα είναι ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Αυτός θ’ αποκαλύψει σ’ όλους τη διαβολική της φύση» διαβεβαίωσε ο άνδρας κι απομακρύνθηκε.
Ο νεαρός Κυνηγός περιεργάστηκε την αφίσα. Αυτό λοιπόν έβλεπαν όλοι στο πρόσωπό της, μια επικίνδυνη μάγισσα. Αυτό είδε κι ο ίδιος όταν έμαθε το παρελθόν της. Πόσο ανόητος είχε φανεί, πόσο τυφλός.
Πώς ήταν δυνατόν να ζει μαζί της τόσο καιρό και να ξεχάσει ποια ήταν; Απασχολημένος με αδιάκοπες μάχες, παρασυρμένος από την επιθυμία για εκδίκηση, νόμιζε ότι η ζωή του είχε νόημα επειδή ήταν Κυνηγός, έλυνε κατάρες ή καταδίωκε τη Μόριγκαν. Όμως, η ζωή του δεν είχε νόημα πριν. Το απέκτησε μόνο ύστερα από εκείνη τη συνάντηση στο νεκροταφείο.Η δίκη γινόταν σε μια μακρόστενη βασιλική με ξύλινη στέγη, κοντά στο δημαρχείο. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Ήταν φοβισμένοι κι ενθουσιασμένοι μαζί. Θα έβλεπαν από κοντά μια μάγισσα. Και μετά θα παρακολουθούσαν την εκτέλεσή της.
Ο Αλέξανδρος χώθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, απαρατήρητος μέσα στο πλήθος. Φύλακες φρόντιζαν για την τήρηση της τάξης. Μπήκαν οι ένορκοι και ο δημόσιος κατήγορος, ένας άνδρας με απαθές πρόσωπο, που χαμογελούσε μόνο όταν καταδικαζόταν κάποιος. Κατόπιν, δύο άνδρες έφεραν την Κάτια. Το αγόρι δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει. Το πρόσωπό της ήταν χτυπημένο, τα χείλη της πρησμένα και τα όμορφα μαλλιά της ανακατεμένα και βρώμικα.
Οι φύλακες την οδήγησαν αντίκρυ από το έδρανο του δικαστή κι αλυσόδεσαν τα χέρια της σε μια ξύλινη κατασκευή μπροστά της. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τρέξει κοντά της, ωστόσο συγκρατήθηκε. Το να επιχειρήσει κάτι τώρα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Σύντομα εμφανίστηκε ο επικεφαλής του δικαστηρίου, ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Φορούσε μανδύα από κόκκινο μετάξι και λευκή γούνα και όπως πάντα έφερε το σκήπτρο της εξουσίας του. Όλοι έκαναν ησυχία και ο κατήγορος πήρε το λόγο, αραδιάζοντας τα εγκλήματα που υποτίθεται ότι είχε διαπράξει η Κάτια, το ένα πιο εξωφρενικό από το άλλο. Εκείνη δεν αντέδρασε καθόλου, μόνο στεκόταν όρθια, με τα χέρια της στην άβολη θέση που τα είχαν δέσει και το πρόσωπό της σκυμμένο.
Έπειτα κλήθηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας, που ξεφούρνισαν τα πιο τερατώδη ψέματα. Το αγόρι ένιωθε την αγανάχτηση να βράζει μέσα του καθώς το ακροατήριο τα έχαφτε όλα με βουλιμία, σα να απολάμβανε το φόβο που του προκαλούσαν. Όμως η παράσταση της δικαιοσύνης δεν είχε ολοκληρωθεί. Έπρεπε να μιλήσει ο ίδιος ο Μέγας Ιεροεξεταστής.
«Αγαπητοί πολίτες της Ελιόπολης, ζούμε σε καιρούς χαλεπούς, που δοκιμάζουν την πίστη μας» ανακοίνωσε με στεντόρεια φωνή, «το κακό παραμονεύει πίσω από κάθε γωνιά, παίρνει πολλές μορφές, για να βλάψει το θνητό σώμα μας και να δηλητηριάσει την αθάνατη ψυχή μας. Σήμερα το κακό είναι μπροστά μας με τη μορφή ενός κοριτσιού. Ίσως μερικοί αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν ένα φαινομενικά αθώο πλάσμα να έχει διαπράξει τόσο ειδεχθή εγκλήματα. Για αυτό το λόγο, θα σας αποδείξω τώρα, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι όσα σας αποκαλύφθηκαν είναι αληθή.»
Με ένα νεύμα του Ιεροεξεταστή, δυο άνδρες έφεραν στην αίθουσα ένα μαύρο άλογο, προκαλώντας την κατάπληξη του ακροατηρίου. Ο μόνος που υποψιαζόταν τι θα ακολουθούσε ήταν ο Αλέξανδρος.
Πράγματι, όπως το είχε φανταστεί, έφεραν το ζώο μπροστά στην Κάτια και αφαίρεσαν τα γάντια της.
«Τι κάνετε;» αναφώνησε, μπερδεμένη και φοβισμένη.
Χωρίς να της απαντήσουν, έδεσαν το άλογο με σκοινί σε δύο κρίκους καρφωμένους στο πάτωμα για να μην ξεφύγει και τράβηξαν το σκοινί έτσι ώστε να το φέρουν κοντά στα γυμνά χέρια της.
«Μη, σας παρακαλώ» φώναξε.
«Θα δείτε κάτι τρομερό, ανίερο» προκάλεσε ο Ιεροεξεταστής το διψασμένο για φόβο ακροατήριο.
Τράβηξαν το άλογο με το ζόρι πιο κοντά στα δεμένα χέρια της Κάτιας, μέχρι που τα δάχτυλά της ακούμπησαν το πλευρό του. Το ζώο χλιμίντρισε από την αγωνία και τινάχτηκε, χωρίς να μπορεί να διαφύγει. Η κοπέλα προσπαθούσε να απελευθερωθεί, να πάρει τα χέρια της μακριά του, αλλά ήταν αδύνατο. Ο κόσμος έβγαλε φωνές φρίκης, κάποιοι έστρεψαν αλλού το βλέμμα με αποστροφή. Σε μερικά δευτερόλεπτα το άλογο ήταν νεκρό, ένα παραμορφωμένο κουφάρι πεσμένο μπροστά στην κοπέλα, που έκλαιγε απαρηγόρητη.
«Είδατε τη διαβολική της δύναμη. Τώρα οι ένορκοι ας πράξουν το καθήκον τους» δήλωσε ο Ιεροεξεταστής μπροστά σε ένα ακροατήριο που βρισκόταν σε κατάσταση παράκρουσης και οι φρουροί δυσκολεύονταν να το τιθασεύσουν.
«Σκοτώστε τη» φώναξε ένας άνδρας.
«Κρεμάστε τη μάγισσα» συμπλήρωσε ένας άλλος.
«Όχι, κάψτε τη. Κάψτε τη στην πυρά» ούρλιαξε μια γυναίκα.
Η Κάτια δεν τους έβλεπε όλους αυτούς, δεν έβλεπε τίποτα. Είχε κλείσει τα μάτια της, ελπίζοντας να τελειώσει το βασανιστήριο. Όσο για τον Αλέξανδρο, αυτός παρακολουθούσε, με τις γροθιές του σφιγμένες και την καρδιά του συγκλονισμένη.
Για όλα έφταιγε αυτός.