Η δίκη ολοκληρώθηκε μέσα στις υστερικές φωνές του μανιασμένου πλήθους, που απαιτούσε την άμεση τιμωρία της Κάτιας. Ωστόσο, ο Μέγας Ιεροεξεταστής ανακοίνωσε ότι η εκτέλεσή της θα γινόταν αργότερα. Έτσι, μια ομάδα φρουρών τη μετέφερε στα κελιά κάτω από το δικαστήριο. Επισκέπτες δεν επιτρέπονταν. Άλλωστε ποιος θα τολμούσε να δει από κοντά μια μάγισσα;
Ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι τα κελιά έβλεπαν σε ένα σοκάκι πίσω από το δικαστήριο και μπορούσες να πλησιάσεις εκεί αθέατος από το διπλανό εγκαταλελειμμένο κτίσμα· το θυμόταν αυτό από τον καιρό που ήταν στη συμμορία κλεφτών. Έφτασε στην είσοδο του κτίσματος απαρατήρητος κι ανέβηκε τη σκάλα, που έτριζε σε κάθε του βήμα. Βγήκε στη στέγη και πλησίασε το τούβλινο στηθαίο. Το σοκάκι κάτω χαμηλά ήταν όπως το θυμόταν, με τη διαφορά ότι τώρα περιπολούσαν δύο φρουροί. Πώς θα τους περνούσε;
Όπως στηρίχτηκε στο στηθαίο ένα από τα τούβλα κουνήθηκε. Το έσπρωξε λίγο και είδε ότι μπορούσε να το βγάλει.
Ο ένας φρουρός δεν κατάλαβε ποτέ τι τον χτύπησε. Το τούβλο έσκασε στο κράνος του και τον άφησε αναίσθητο. Ο άλλος, ακούγοντας το θόρυβο, γύρισε με περιέργεια. Μόλις είδε τον αναίσθητο συνάδελφό του έτρεξε να καλέσει σε βοήθεια.
Ο Αλέξανδρος έπρεπε να ρισκάρει. Στερέωσε το γάντζο του στο στηθαίο και αφού γράπωσε το σκοινί με δύναμη πήδηξε κάτω, προσπαθώντας να προσγειωθεί στο φρουρό. Με τη φόρα της σύγκρουσής τους έπεσαν και οι δυο στον τοίχο των φυλακών αλλά το αγόρι ήταν πιο τυχερό· το σώμα του φρουρού τον προστάτευσε κι έτσι ήταν ο μόνος που σηκώθηκε όρθιος, αν και οι πόνοι στα πλευρά του φανέρωναν ότι θα είχε μώλωπες για πολύ καιρό.Τα παράθυρα των ημιυπόγειων κελιών ήταν φραγμένα με σιδερένιες μπάρες, ωστόσο μπορούσες να δεις μέσα από αυτά.
«Κάτια» ψιθύρισε στο παράθυρο του κελιού της κοπέλας. Εκείνη, καθισμένη σε έναν άθλιο πάγκο, φάνηκε να μην τον ακούει.
«Κάτια» επανέλαβε, λίγο πιο δυνατά.
Το κορίτσι γύρισε προς το παράθυρο. «Αλέξανδρε;»
«Πιο σιγά. Θα σε βγάλω απ’ εδώ.»
Πλησίασε στα κάγκελα, έχοντας τα χέρια της δεμένα.
Ήταν στα αλήθεια αυτός; Είχε έρθει κοντά της τελικά, δεν την εγκατέλειψε. Όμως… ήταν αργά τώρα.
«Να με βγάλεις; Αδύνατο…»
Ο Αλέξανδρος τη λυπήθηκε, ήλπιζε πάντως ότι αν της έδινε θάρρος θα γινόταν πάλι η μαχητική Κάτια που ήξερε.
«Θα καταστρώσω ένα σχέδιο, περίμενε.»
«Αλέξανδρε» του απάντησε, ατενίζοντάς τον με αγάπη και πόνο μαζί, «μην έχεις τύψεις, έκανες ό,τι μπορούσες.»
«Μη μιλάς έτσι, θα φύγουμε από εδώ, θα κάνουμε μια νέα αρχή» της υποσχέθηκε προσπαθώντας να μη δακρύσει.
«Ξέχασέ με» τον παρηγόρησε γλυκά, «σώσε τον εαυτό σου.»
«Όχι» είπε εκείνος, αρνούμενος να τα παρατήσει.
Η πόρτα του κελιού της άνοιξε, φανερώνοντας ένα φύλακα που δεν είχε έρθει για καλό.
«Ώρα για ταξιδάκι μάγισσα» ανακοίνωσε μοχθηρά και την έβγαλε από το κελί με βία.
Νόμιζα ότι θα ‘χαμε κι άλλο χρόνο, διαμαρτυρήθηκε από μέσα του ο Αλέξανδρος και βγήκε από το σοκάκι γρήγορα.
Πρόλαβε να δει μια άμαξα με κλούβα να αφήνει το κτίριο με ταχύτητα και κατάλαβε ότι μετέφεραν την κοπέλα που αν την έχανε θα προτιμούσε να πεθάνει κι ο ίδιος. Τους ακολούθησε τρέχοντας αλλά ήταν αδύνατο να τους προφτάσει. Όταν έστριψαν στην κεντρική λεωφόρο της πόλης κόντευε να τους χάσει. Χρειαζόταν ένα άλογο επειγόντως.
Ένας ευγενής κύριος και μια κομψή δεσποινίδα έκαναν εκείνη την ώρα τη βόλτα τους ιππεύοντας. Ο Αλέξανδρος πλησίασε το άλογο του άνδρα και με μια απότομη κίνηση τον γράπωσε και τον έριξε χάμω. Η συνοδός του έβγαλε μια κραυγή.
«Με συγχωρείτε αλλά είναι ζήτημα ζωής και θανάτου» είπε το αγόρι κι ανέβηκε στο άλογο ενώ η κομψή δεσποινίδα καλούσε μάταια σε βοήθεια.
Τραβώντας τα ηνία, ο νεαρός Κυνηγός ακολούθησε την κλούβα, η οποία κατευθυνόταν προς τα βόρεια.
Θα την πάει στην έπαυλη σκέφτηκε, φροντίζοντας να μη χάσει από τα μάτια του την άμαξα αλλά και να μην πλησιάσει υπερβολικά.
Πράγματι, η κλούβα βγήκε από τα τείχη της πόλης και συνέχισε προς την κατοικία του Ιεροεξεταστή. Η πύλη άνοιξε και η άμαξα μπήκε στην ευρύχωρη αυλή. Όμως το μέρος δεν ήταν όπως την προηγούμενη φορά που είχε έρθει εδώ ο Αλέξανδρος, ως προσκεκλημένος. Εκτελεστές φύλαγαν την έπαυλη, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την πρόσβαση σε ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Έδεσε το άλογό του σε ένα θάμνο και παρατήρησε το χώρο, ξαπλωμένος σε μια θαμνώδη υπερύψωση του εδάφους. Θα ήταν πιο ασφαλές να περιμένει ως τη νύχτα, όμως, δεν είχε τόσο χρόνο.
Οι Εκτελεστές περιπολούσαν συστηματικά, θωρακισμένοι με τις δερμάτινες στολές που κάλυπταν τα χαρακτηριστικά τους.
Οι μάσκες τους σκέφτηκε το αγόρι.
Είχε βρει τον τρόπο να πλησιάσει αθέατος, έπρεπε όμως να κάνει τις ετοιμασίες του πρώτα.
«Τ’ ακούς αυτό;» ρώτησε ύστερα από λίγα λεπτά ένας Εκτελεστής το συνάδελφό του.
«Κάποιο πουλί» απάντησε εκείνος αφουγκραζόμενος, «και λοιπόν;»
«Νυχτοπούλι. Κι έχουμε ακόμη απόγευμα.»
«Μπορεί να ‘ναι νυχτοπούλι που του αρέσει να ξυπνάει νωρίς.»
«Δε μ’ αρέσει αυτό, ίσως είναι κάποιο συνθηματικό.»
«Πολλή φαντασία έχεις.»
«Θα το ερευνήσω.»
«Κάνε ό,τι θες. Δεν κουνιέμαι απ’ εδώ για να κυνηγάω πουλιά.»
Ο φιλύποπτος Εκτελεστής βγήκε από τον περίβολο της έπαυλης και βημάτισε προς την πηγή του ήχου, πάνω στην υπερύψωση του εδάφους. Κοίταξε γύρω. Τα κλαδιά ενός θάμνου θρόιζαν ελαφρά. Με το θανατηφόρο ρόπαλο στο χέρι τα έσπρωξε για να δει τι έκρυβαν. Ένας γάντζος με σκοινί ήταν πιασμένος πάνω τους. Ο Εκτελεστής κατάλαβε ότι κάποιος είχε κουνήσει το θάμνο από απόσταση για να τον παρασύρει σε παγίδα αλλά το αγόρι είχε ήδη έρθει αθόρυβα πίσω του.
«Μη φωνάξεις» τον απείλησε, ακουμπώντας τη μύτη του σπαθιού του στο σβέρκο του.
Ο άνδρας έμεινε ακίνητος∙ η φωνή του Αλέξανδρου έδειχνε ότι δεν μπλόφαρε.
«Πέτα το ρόπαλο» τον διέταξε ενώ η λεπίδα έκοψε ελαφρά το λαιμό του Εκτελεστή, κάνοντας μια σταγόνα αίμα να κυλήσει. Αυτός, διστακτικά, άφησε το ρόπαλό του στο έδαφος και πριν δοκιμάσει οποιαδήποτε κίνηση, ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι τον άφησε αναίσθητο.
Την ίδια ώρα, στο υπόγειο της έπαυλης, ο Μέγας Ιεροεξεταστής ετοιμαζόταν για την πιο σπουδαία ώρα της ζωής του. Είχε εργαστεί κρυφά από την επίσημη Εκκλησία για πολλά χρόνια, μαζεύοντας απόκρυφες γνώσεις από κάθε γωνιά του κόσμου και χτίζοντας το δικό του δίκτυο ισχύος. Επιτέλους, οι κόποι του θα ευοδώνονταν.
Δύο φύλακες, ακολουθώντας τις εντολές του αφέντη τους, έφεραν δεμένη την Κάτια. Καθώς αγωνιζόταν να καταλάβει γιατί την είχαν φέρει εδώ, υπήρχε μια διαφορά στο πρόσωπό της σε σχέση με όταν βρισκόταν στο κελί της φυλακής. Μέσα στην άμαξα σκεφτόταν την εμφάνιση του Αλέξανδρου και αυτή η σκέψη της έδινε πνοή ζωής, της μετάγγιζε δύναμη.
Με ένα νεύμα του Ιεροεξεταστή, οι φύλακες την έδεσαν σε δυο κρίκους στον τοίχο και αποχώρησαν βιαστικά.
«Τι θες από ‘μένα; Γιατί μ’ έφερες εδώ;» τον ρώτησε με σθένος.
«Χαίρομαι που συνέρχεσαι, η παθητικότητα δε ταιριάζει σε μια μάγισσα» της απάντησε.
«Δεν είμαι μάγισσα.»
«Ό,τι κι αν είσαι, έχεις ισχύ. Ισχύ που θα γίνει δική μου» ανακοίνωσε ο Ιεροεξεταστής και πήρε το μαύρο βιβλίο από το μαρμάρινο φολιδωτό χέρι.
Άρχισε να απαγγέλλει, με φωνή που παλλόταν από δαιμονικό ενθουσιασμό. Η Κάτια δεν μπορούσε να διακρίνει τι έλεγε, όταν όμως τα κρυστάλλινα μάτια ενός από τα πέτρινα φίδια φωτίστηκαν κόκκινα ανατρίχιασε.
Την ίδια ώρα, ο Εκτελεστής που είχε πάει να ερευνήσει για το νυχτοπούλι φάνηκε να επιστρέφει στην έπαυλη.
«Το βρήκες;» τον ρώτησε από μακριά ο συνάδελφός του περιπαιχτικά.
Ο άλλος σήκωσε το χέρι απότομα, σα να ‘λεγε «άσε με ήσυχο», και προχώρησε προς την πόρτα της έπαυλης. Τραβώντας το χρυσαφί χερούλι, πέρασε στο πολυτελές χωλ, στρωμένο με περσικά χαλιά.
Επιτέλους, βρισκόταν μέσα. Ήλπιζε μόνο κανείς να μην προσέξει ότι η στολή του ερχόταν λίγο μεγαλύτερη από το φυσιολογικό. Κι ότι είχε μαζί του σπαθί αντί για ρόπαλο· στον Αλέξανδρο ήταν τελείως άβολο ένα τέτοιο βαρύ όπλο.
Κάτω στο υπόγειο, ο Μέγας Ιεροεξεταστής παραληρούσε σε μια πανάρχαιη γλώσσα. Τα μάτια του δεύτερου φιδιού άναψαν σαν πυρωμένα κάρβουνα. Το μαύρο βιβλίο αιωρήθηκε, σηκωμένο από μια αόρατη δύναμη. Η γη τρεμούλιασε.
Η Κάτια κατάλαβε ότι το τέλος της πλησίαζε και η συνειδητοποίηση αυτή τη γέμισε με θυμό. Αρνιόταν να πεθάνει έτσι, στο υπόγειο ενός παράφρονα που είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάολο.
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος έφτασε στο σαλόνι με το τζάκι. Όπως και την προηγούμενη φορά έκαιγε μια λαμπρή φωτιά. Θυμήθηκε την κουβέντα που είχε κάνει με τον Ιεροεξεταστή. Τότε τον σεβόταν∙ τώρα ευχόταν να τον είχε σκοτώσει όταν είχε την ευκαιρία.
Πού την έχει μεταφέρει άραγε; αναρωτήθηκε.
Πήγε να ανοίξει μια άλλη πόρτα, όταν σχεδόν έπεσε πάνω σε έναν Εκτελεστή, συνοδευόμενο από άλλους τρεις συναδέλφους του.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησαν αυστηρά.
«Μπερδεύτηκα στους διαδρόμους» αποκρίθηκε ο νεαρός Κυνηγός, κάνοντας τη φωνή του όσο βαριά μπορούσε.
«Μας περνάς για χαζούς;» του απάντησε ο άνδρας, φανερώνοντας ότι η απάτη του είχε εξαντλήσει τη χρησιμότητά της.
Ο Αλέξανδρος ζύγισε τους αντιπάλους του. Ίσως προλάβαινε να εξουδετερώσει έναν, δύο το πολύ.
«Πέτα το σπαθί κι έλα ήσυχα» προειδοποίησε ο Εκτελεστής πλησιάζοντας.
Ο νέος έκανε ένα βήμα πίσω, αβέβαιος. Η θέρμη από το τζάκι ζέσταινε την πλάτη του. Μια ιδέα σχηματίστηκε στο νου του. Μια τρελή ιδέα.
Αργά, έβαλε το χέρι στο σακίδιό του.
«Ή μήπως προτιμάς τον άγριο τρόπο;» συνέχισε ο αντίπαλός του.
«Το πέτυχες» απάντησε το αγόρι, ρίχνοντας στο αναμμένο τζάκι κάμποσα φιαλίδια με αγιασμένο λάδι.
Η φωτιά γιγαντώθηκε στιγμιαία και αμέτρητες πύρινες σταγόνες λαδιού εκτοξεύτηκαν παντού, λαμπαδιάζοντας το χαλί και τις κουρτίνες. Το μπράτσο ενός από τους άνδρες πήρε φωτιά, αναγκάζοντάς τον να δώσει ένα σάλτο μέσα από το παράθυρο για να σωθεί. Ο Αλέξανδρος άρπαξε ένα φλεγόμενο κούτσουρο από το πάτωμα και το χρησιμοποίησε για να εξαπλώσει τη φωτιά σε όλο το δωμάτιο.
Οι Εκτελεστές έμειναν εμβρόντητοι από την παραφορά του νεαρού εισβολέα. Για μια στιγμή ζύγισαν στο νου τους αν έπρεπε να μείνουν και να πολεμήσουν, ρισκάροντας να καούν ζωντανοί, ή να το σκάσουν, διακινδυνεύοντας την τιμωρία του αφεντικού τους επειδή δε σταμάτησαν τον παρείσακτο. Προτίμησαν το δεύτερο.
Ο Αλέξανδρος ήταν έτοιμος κι αυτός να βγει από το δωμάτιο, όταν πρόσεξε ότι η τοιχογραφία με τους αγγέλους και τους δαίμονες είχε λυώσει σε ένα σημείο από τη ζέστη, φανερώνοντας ένα πλακάκι που ξεχώριζε ελαφρά. Το πίεσε με μια κρυφή ελπίδα, και ένα κομμάτι του τοίχου μετακινήθηκε, αποκαλύπτοντας ένα στενό διάδρομο φωτισμένο από δαυλούς. Έβγαλε βιαστικά τη στολή που είχε χρησιμοποιήσει για μεταμφίεση και προχώρησε αποφασισμένος. Ο διάδρομος συνέχιζε για κάμποσα μέτρα, καταλήγοντας σε μια στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε πιο χαμηλά.
Την ίδια ώρα ο Ιεροεξεταστής, εκστασιασμένος, ολοκλήρωνε την παρανοϊκή ψαλμωδία του. Μωβ ακτίνες φωτός ξεπήδησαν από τα μάτια των πέτρινων φιδιών κι ο εβένινος δίσκος στο πάτωμα χωρίστηκε σε δύο κομμάτια που απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο, αποκαλύπτοντας ένα απύθμενο χάσμα.
Η Κάτια πάλευε να απελευθερωθεί, τραβώντας τα δεσμά της τόσο δυνατά που οι καρποί της μάτωσαν.
«Καταραμένε παλιάνθρωπε, θα καείς στην κόλαση» διαμαρτυρήθηκε, με οργή κι απόγνωση μαζί.
Ακούγοντας τη φωνή της, ο Αλέξανδρος, που μόλις είχε κατέβει στην αίθουσα της τελετής, κινήθηκε προς το μέρος της, κινούμενος επιδέξια από σκιά σε σκιά. Πρώτα είδε τον Ιεροεξεταστή, που είχε την πλάτη του γυρισμένη, και μετά την κοπέλα. Η καρδιά του σκίρτησε στο θέαμά της αλλά δε λιποψύχησε.
Έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του και ετοιμάστηκε να επιτεθεί, όταν, σα να ανταποκρινόταν σε ένα βέβηλο κάλεσμα, κάτι φάνηκε στο χείλος της αβύσσου. Στην αρχή ήταν άμορφο, μια μάζα από πηχτή σκιά, σταδιακά όμως έπαιρνε σχήμα, μοιάζοντας με γιγάντιο πλοκάμι.
Ακόμη κι ο νεαρός Κυνηγός πάγωσε στη θέα του αποτρόπαιου όντος. Όσο για την Κάτια, δεν είχε αντιληφθεί ακόμη πόσο κοντά βρισκόταν ο σύντροφός της. Όλη η προσοχή της ήταν εστιασμένη στο ον της αβύσσου, που σάλευε, σαν να μην είχε πλήρη αίσθηση του περιβάλλοντός του.
«Κάτοικε του σκότους, είμαι ο αφέντης σου. Χάρισέ μου τη δύναμη αυτού του κοριτσιού…» διέταξε ο Ιεροεξεταστής ενώ η Κάτια είχε κλείσει τα μάτια της από τη φρίκη.
«Άσ’ την ήσυχη» ούρλιαξε ο Αλέξανδρος, ξεπηδώντας μέσα από τις σκιές, και κατάφερε μια γερή σπαθιά στο στήθος του κακούργου. Καθώς εκείνος σωριαζόταν αιμόφυρτος ο νεαρός Κυνηγός έσπευσε στο πλευρό της κοπέλας.
«Θα σ’ απελευθερώσω στη στιγμή» τη βεβαίωσε κι άρχισε να κόβει τα δεσμά της.
Η Κάτια τον κοιτούσε, παραζαλισμένη από όσα συνέβαιναν ταυτόχρονα∙ τον Αλέξανδρο να έχει εμφανιστεί σαν από μηχανής θεός, τη φρικαλεότητα στο ανοιχτό πηγάδι να ψηλαφεί γύρω της στα τυφλά, τον Ιεροεξεταστή να σηκώνεται…
«Πρόσεχε» πρόλαβε να φωνάξει, καθώς η αίθουσα άστραψε από έναν μαγικό κεραυνό, που τίναξε τον φίλο της μακριά.
«Πρέπει να σιγουρεύεσαι ότι ο αντίπαλός σου είναι νεκρός» δήλωσε αλαζονικά ο Ιεροεξεταστής, που διατηρούσε την αντοχή του παρά το τραύμα του, και με μια δεύτερη ηλεκτρική ριπή εκτόξευσε τον νεαρό στον τοίχο της αίθουσας.
Ήταν βέβαιος πως αυτή τη φορά τον είχε εξοντώσει, όμως, ενάντια σε κάθε λογική, εκείνος ζούσε ακόμη.
Η περγαμηνή με έσωσε σκέφτηκε ο Αλέξανδρος έκπληκτος.
Έβγαλε από την τσέπη του το δώρο του ηγούμενου, που φωσφόριζε μέσα στο σκοτάδι της υπόγειας αίθουσας, έσπασε το χρυσό νήμα και διάβασε τις ιερές λέξεις.
«Φως εξ ουρανού, καθοδήγησέ με» φώναξε.
Ένα χρυσαφί φως έλουσε τον ίδιο και το σπαθί του, κάνοντάς τον να νιώσει μια απίστευτη ενέργεια.
«Πώς απόκτησες τέτοια μαγεία;» αναφώνησε ο Ιεροεξεταστής.
Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε· είχε μια ευκαιρία και θα την εκμεταλλευόταν. Σπαθί και σκήπτρο διασταυρώθηκαν, ξανά και ξανά, κάνοντας την αίθουσα να σείεται σε μια καταιγίδα από λευκές και χρυσές λάμψεις. Η Κάτια παρακολουθούσε άφωνη ενώ οι δυο μονομάχοι συγκρούονταν με λύσσα, ανταλλάσσοντας χτυπήματα σα να μη σκόπευε κανείς τους να βγει ζωντανός.
«Πέσε επιτέλους» αναφώνησε το αγόρι, καταφέρνοντας άλλη μια σπαθιά στον εχθρό του, εκείνος όμως ανταπέδωσε με ένα φοβερό χτύπημα του σκήπτρου του.
«Ανόητε, πώς θα πέσω εγώ μπροστά σε κάποιον σαν εσένα;» ούρλιαξε ο κακούργος χτυπώντας το πεσμένο αγόρι μανιασμένα.
Ο Αλέξανδρος πάλεψε να σηκωθεί αλλά το σώμα του δεν υπάκουε. Κόκκαλα έσπασαν από τα απανωτά πλήγματα, το δέρμα σκίστηκε, κηλίδες αίματος έσταξαν στο πάτωμα. Μια φευγαλέα σκέψη πέρασε από το νου του, η συνειδητοποίηση ότι θα πέθαινε εκεί, στην αίθουσα με τα φίδια.
«Έπρεπε να έχεις έρθει με το μέρος μου» είπε ο Ιεροεξεταστής με νοσηρή ευχαρίστηση και σήκωσε το σκήπτρο του για να δώσει το χαριστικό χτύπημα.
«Σταμάτα» φώναξε η Κάτια, μπαίνοντας ανάμεσα σε αυτόν και το θύμα του.
Τα μάτια της ήταν σκοτεινά, η έκφρασή της αντανακλούσε το μίσος που την κατέκλυζε.
«Η δύναμή σου είναι άχρηστη αν δε με αγγίξεις» την αψήφησε ο Ιεροεξεταστής, «και δε σκοπεύω να σ’ αφήσω να το κάνεις αυτό».
Η κοπέλα δεν απάντησε. Η μαύρη αύρα εμφανίστηκε γύρω από τα χέρια της, παλλόμενη, σαν κάτι ζωντανό. Απλωνόταν και πύκνωνε, αντιδρώντας στη βούλησή της, γέννημα της κατάρας που τη βασάνιζε τόσα χρόνια. Όμως τώρα δεν την ένιωθε ως κάτι κακό, την ένιωθε ως κάτι που ποθούσε να έχει, να ελέγξει απόλυτα. Με μια χειρονομία της, σα να εξέδιδε θανατική καταδίκη, η αύρα τινάχτηκε προς το μέρος του Ιεροεξεταστή και τον κουκούλωσε, κάνοντάς τον να βγάλει μια κραυγή πόνου και αγωνίας.
Το θύμα της αγωνίστηκε να διαφύγει, μάταια, καθώς το σκήπτρο του ήταν άχρηστο ενάντια στη μαγεία της. Κι όσο αυτός πάλευε τόσο εκείνη το απολάμβανε, καθώς η δύναμή της την πλημμύριζε ανεξέλεγκτα, σχεδόν ηδονικά.
«Κάτια;» ψιθύρισε ο Αλέξανδρος.
Η μαύρη αύρα ρουφούσε τη ζωή του κακούργου, που σπαρταρούσε. Το πρόσωπό του γερνούσε ραγδαία, οι μυς του αδυνάτιζαν, το δέρμα του το έσκαβαν βαθιές ρυτίδες σαν αυλακιές.
«Ήθελες το χάρισμά μου» είπε η Κάτια με άγρια χαρά.
«Όχι…» ικέτευσε ο Ιεροεξεταστής.
Ο Αλέξανδρος παρακολουθούσε τρομαγμένος. Ήταν πρώτη φορά που η κοπέλα είχε τόση δύναμη, πρώτη φορά που απολάμβανε να βλάπτει κάποιον.
«Όχι, μη…» έσκουξε το θύμα της, κουβαριασμένο στο πάτωμα, αλλά η κοπέλα συνέχισε να τον τιμωρεί ανελέητα.
«Κάτια, σταμάτα» είπε ο Αλέξανδρος, εξαντλημένος από τα τραύματά του.
Εκείνη τον κοίταξε με απορία, σαστισμένη που της ζητούσε κάτι τέτοιο.
«Δεν είσαι εσύ έτσι» επέμεινε το αγόρι.
«Ξέρεις ότι του αξίζει» του απάντησε με θυμό, ανάμεικτο με απελπισία. Βαθιά μέσα της, κάτι αντιδρούσε στη σκοτεινή μεταμόρφωσή της, κάτι που υπήρχε εκεί από πάντα, πριν την κατάρα.
«Δε με νοιάζει γι’ αυτόν. Μόνο για ΄σένα.»
Η Κάτια ένιωσε αμφιβολίες στην καρδιά της. Η αύρα γύρω από τα δάχτυλά της αδυνάτισε.
«Σε παρακαλώ, μην αλλάξεις» την ικέτευσε ο Αλέξανδρος ξέπνοα, προσπαθώντας να μη λιποθυμήσει.
Η κοπέλα κοιτούσε μια τον φίλο της, μια τον Ιεροεξεταστή, που έμοιαζε περισσότερο με μούμια παρά με άνθρωπο. Ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να τον βλάψει κι άλλο, μέχρι που να τον εξαλείψει από το πρόσωπο της γης. Όμως δεν ήταν αυτή η εικόνα της που ήθελε να βλέπει ο Αλέξανδρος.
Αργά, κατέβασε τα χέρια της. Η μαύρη αύρα χάθηκε. Ο νεαρός Κυνηγός χαμογέλασε∙ η φίλη του ήταν πάλι όπως τη γνώριζε.
Ωστόσο, ο Ιεροεξεταστής ζούσε ακόμη. Με δύναμη που πήγαζε από απύθμενη κακία, άρπαξε το μαύρο βιβλίο με τα σκελετωμένα χέρια του και ψιθύρισε μερικές λέξεις. Ύστερα, έρποντας μέχρι μία από τις πέτρινες κολόνες, δοκίμασε να σηκωθεί, ταλαντεύθηκε και σωριάστηκε απότομα στο πάτωμα. Ήταν νεκρός.
«Πρέπει να φύγουμε» φώναξε ο Αλέξανδρος, προαισθανόμενος ότι κάτι κακό θα συνέβαινε, και με υπεράνθρωπη προσπάθεια άρπαξε την Κάτια από το χέρι κι έτρεξαν προς τη σκάλα.
Ένας στρόβιλος σχηματίστηκε πάνω στην άβυσσο. Δυνάμωσε με αφύσικη ταχύτητα ρουφώντας τα πάντα προς το μέρος του∙ το σκιώδες πλοκάμι∙ το σκήπτρο του Ιεροεξεταστή∙ το νεκρό σώμα του∙ και μετά, σιγά αλλά αδυσώπητα, τους δυο νέους.
Το αγόρι πρόλαβε να πιαστεί από το κιγκλίδωμα της σκάλας, όμως η Κάτια δεν ήταν τυχερή. Έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε να παρασύρεται προς την άβυσσο. Τα νύχια της γρατζουνούσαν το πάτωμα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να πιαστεί από κάπου. Το ελεύθερο χέρι του Αλέξανδρου άδραξε το δικό της, δέρμα πάνω σε δέρμα. Ένιωσε πόνο αφόρητο, σα να καιγόταν.
«Άφησέ με» φώναξε η Κάτια, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την τραβήξει ως τη σκάλα και θα χανόταν μαζί της.
Εκείνος την κράτησε πιο σφιχτά. Τα μάτια του θόλωσαν, το σώμα του νεκρωνόταν.
«Άφησέ με» είπε η κοπέλα με ένα λυγμό, βλέποντας την τρομακτική αλλαγή πάνω του.
Το σπαθί του ήταν πεσμένο δίπλα της. Το άρπαξε με το ελεύθερο χέρι της και το έστρεψε προς τον καρπό της.
«Όχι…» ψιθύρισε ο Αλέξανδρος, καταλαβαίνοντας τι σκόπευε να κάνει, όταν ένιωσε το στρόβιλο να αδυνατίζει.
Η Κάτια το αντιλήφθηκε κι αυτή. Με κάθε στιγμή που περνούσε ο αέρας έχανε την ορμή του.
Λίγο ακόμη σκέφτηκε ο νεαρός Κυνηγός, καθώς το ξόρκι του Ιεροεξεταστή εξέπνεε.
Η κοπέλα μπόρεσε να συρθεί ως τη σκάλα και να στηριχτεί πάνω της. Ο στρόβιλος, έχοντας εξαντλήσει την ενέργειά του, έσβησε μέσα στην άβυσσο. Η αίθουσα βυθίστηκε στη σιωπή, σαν όλα όσα είχαν προηγηθεί να ήταν μονάχα ένας εφιάλτης.
«Αλέξανδρε» είπε η κοπέλα καθώς γονάτισε δίπλα στον αγαπημένο της και τον ταρακούνησε πολύ μαλακά, σα να ήταν βρέφος.
Δεν της απάντησε.
«Αλέξανδρε» επέμεινε.
Ακούμπησε στο στήθος του αλλά δεν άκουσε χτύπο καρδιάς.
Δεν μπορεί να πέθανε, όχι, όχι, Θεέ μου σε παρακαλώ, όχι μετά από όσα περάσαμε.
Ξανάφερε το αυτί της στο στήθος του, πλησίασε το χέρι της στο στόμα του για να αισθανθεί την ανάσα του.
Κανένα σημάδι.
«Είναι άδικο» ψιθύρισε. «Άδικο, άδικο, άδικο» είπε στον εαυτό της, με τα μάγουλά της υγρά από τα δάκρυα.
«Άδικο» φώναξε με όλη της τη δύναμη και πάνω στο θυμό της χτύπησε με τα χέρια της το ακίνητο σώμα του.
«Ω, όχι, συγχώρα με, δεν το ΄θελα» του απολογήθηκε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά.
Πόσος χρόνος κύλησε έτσι; Άγνωστο. Έφερε στο νου της τις όμορφες στιγμές που έζησαν μαζί, θέλοντας να τις φυλάξει στην καρδιά της, σα να είχε μια τελευταία ιερή υποχρέωση. Θυμήθηκε τη μέρα που τον είδε για πρώτη φορά, στο νεκροταφείο, και νόμισε ότι θα την παρέδιδε στους άνδρες που την κυνηγούσαν. Τη στιγμή που συνήλθε στο σπίτι του, γεμάτη έκπληξη και φόβο. Τα ρούχα που της δώρισε. Το ψάρεμα, που εκείνη του το χάλασε αλλά δε θύμωσε μαζί της. Το ταξίδι τους στα βουνά, όταν της έδινε θάρρος σε κάθε δυσκολία. Τα θυμήθηκε όλα αυτά κι αισθάνθηκε και κάτι άλλο εκτός από οδύνη και απελπισία, αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη γιατί, ενάντια σε κάθε λογική, ένα αόρατο χέρι είχε οδηγήσει τον Αλέξανδρο στο διάβα της και της είχε χαρίσει όμορφες στιγμές στη ζωή της. Δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο πια. Βαστώντας τον στην αγκαλιά της, έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε τελείως, σα να ονειρευόταν.
Ένα τελευταίο όνειρο, πέρα από κάθε δυστυχία σκέφτηκε, μέσα στο ψυχρό υπόγειο, περιμένοντας ότι θα πάγωνε, τα κουρασμένα μέλη της σιγά σιγά θα κρύωναν και θα βούλιαζε στη λήθη, μαζί με τον αγαπημένο της.
Όμως… δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Αντί για την παγωμάρα που θα προοιώνιζε τη μετάβασή της σε έναν άλλο κόσμο, ίσως πιο δίκαιο, ένιωσε μια ζεστασιά, μια θέρμη που δεν είχε βιώσει ποτέ πριν και γέμισε το σώμα της.
Τι μου συμβαίνει; αναρωτήθηκε με δέος, ενώ η πρωτόγνωρη αίσθηση διαχύθηκε στο στήθος, τα χέρια, τα μάγουλά της.
Μια λευκή αύρα περιέβαλε τα λεπτά δάχτυλά της και εξαπλώθηκε στον χλωμό σα μάρμαρο νέο προκαλώντας μια εκπληκτική μεταμόρφωση. Το δέρμα του αναγεννιόταν, το χρώμα επανερχόταν στο πρόσωπό του. Η αύρα έδιωχνε τη φθορά όπως το ξημέρωμα διώχνει το σκοτάδι.
Με κόπο, βγάζοντας ένα βογκητό, ο Αλέξανδρος άνοιξε τα μάτια του.
«Κάτια;» ψιθύρισε, ενώ εκείνη, βαστώντας τον στην αγκαλιά της, τον παρατηρούσε με λαχτάρα, μην τολμώντας να πιστέψει ότι ήταν ζωντανός.
«Το πρόσωπό σου» αναφώνησε η κοπέλα, «έγινες καλά.»
«Φοβήθηκα ότι πέθαινα.»
«Κι εγώ» του αποκρίθηκε και τον έσφιξε στα χέρια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν, αμέσως όμως τραβήχτηκε μακριά του, για να μην τον βλάψει ξανά.
Ο Αλέξανδρος ήταν ήρεμος, χαμογελαστός.
«Κάτια, δεν το κατάλαβες ακόμη;» τη ρώτησε δείχνοντας στο πρόσωπό της.
Εκείνη ακούμπησε την επιδερμίδα της με περιέργεια, χωρίς να καταλαβαίνει.
«Πρέπει να δεις.»
Ανέβηκαν στην έπαυλη και βρέθηκαν ανάμεσα στα ερείπια που είχε αφήσει πίσω της η φωτιά. Κανείς δε βρισκόταν τριγύρω. Η στέγη είχε καταρρεύσει σε κάμποσα σημεία και οι φλόγες έγλυφαν τα απομεινάρια του πρώην μεγαλοπρεπούς κτίσματος. Στο σαλόνι, το μόνο που είχε μείνει άθιχτο ήταν ένας καθρέφτης, λεκιασμένος από τους καπνούς.
Πλησίασε τη γυάλινη επιφάνεια με διστακτικά βήματα και στάθηκε μπροστά της, κρατώντας το βλέμμα της χαμηλά, φοβούμενη ότι θα έβλεπε αυτό που είχε αντικρύσει τόσες άλλες φορές. Ο Αλέξανδρος της χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Πήγε να φύγει, το μετάνιωσε, γύρισε.
Τι έπαθα, είναι απλά ένα είδωλο σκέφτηκε.
Πήρε βαθιά ανάσα, συγκέντρωσε το θάρρος της, έσφιξε τις γροθιές της.
Το έχω αντιμετωπίσει ξανά, θα το κάνω και τώρα συλλογίστηκε και ανύψωσε το βλέμμα της αποφασιστικά.
Μια αδύναμη κραυγή ξέφυγε από το στόμα της.
Για λίγες στιγμές νόμιζε ότι το πρόσωπο στον καθρέφτη δεν ήταν το δικό της αλλά κάποιας άλλης γυναίκας. Βλεφάριασε επανειλημμένα, για να βεβαιωθεί.
Ήταν αλήθεια;
Το σημάδι δεν υπήρχε πια. Τα χείλη της είχαν ένα υγιές κόκκινο χρώμα και η χλωμάδα της είχε εξαφανιστεί. Τα μάτια της ήταν και τα δυο μελί, ένα υπέροχο μελί.
Κοίταξε τον Αλέξανδρο με συναισθήματα που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις.
«Είναι θαύμα» της είπε με αγαλλίαση, «η κατάρα έσπασε.»