«Είσαι καλά;» ρώτησε η Κάτια τον Αλέξανδρο, μόλις κατέβηκε από το λόφο με τα κυπαρίσσια, έχοντας πει ένα τελευταίο αντίο στη μητέρα του. Ο ταξιδιωτικός σάκος του ήταν ακουμπισμένος στα πόδια της κοπέλας, όσο εκείνη τον περίμενε να επιστρέψει. Τον σήκωσε και τον πέρασε στην πλάτη του.
«Ναι» της αποκρίθηκε.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αισθανόταν την καρδιά του ανάλαφρη. Σκόπευε να αφήσει αυτά τα μέρη, για να ξεκουραστεί, να χαλαρώσει. Αν μη τι άλλο, το δικαιούνταν.
Ο νότιος δρόμος οδηγούσε μακριά, μέχρι τις παραθαλάσσιες χώρες. Θα συνέχιζαν πεζοί μέχρι το πλησιέστερο σταθμό για ταξιδιώτες και από εκεί θα νοίκιαζαν άλογα. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, χαιρόσουν να περπατάς στη φύση.
«Ποιο είναι το σχέδιο για τη συνέχεια;» ρώτησε η κοπέλα ενώ τα τελευταία αποδημητικά πουλιά πετούσαν από πάνω τους.
«Δεν ξέρω. Σίγουρα θέλω να ηρεμήσω λίγο. Να πάω κάπου που θα ‘χει μόνο ανθρώπους. Όχι άλλα τέρατα και μπουντρούμια.»
«Συμφωνώ απολύτως.»
«Ίσως ανέβω σ’ ένα καράβι και σαλπάρω. Θα δω τη νησιά του Αρχιπελάγους. Λένε πως είναι πολύ όμορφα.»
«Καλό ακούγεται αυτό» παρατήρησε η Κάτια αλλά η φωνή της έδειχνε ότι δεν ήταν χαρούμενη.
«Μην ανησυχείς, δε σε ξέχασα. Έχω επικοινωνήσει με ένα φίλο του δασκάλου που ζει στην Πόλη. Δε φαντάζεσαι πόσο ωραία είναι εκεί. Θα σου βρει δουλειά και σπίτι.»
Η κοπέλα συνοφρυώθηκε.
«Θα ‘σαι ελεύθερη, μακριά από κινδύνους. Θα κάνεις μια φυσιολογική ζωή.»
«Κι αν δε θέλω μια φυσιολογική ζωή;»
Ο Αλέξανδρος την κοίταξε απορημένος.
«Ίσως δε θέλω να μείνω μόνη μου σε ένα μέρος όπου δεν ξέρω κανέναν. Ίσως επιθυμώ κι εγώ να δω τον κόσμο. Τη θάλασσα, τα νησιά που λες.»
Ο φίλος της την άκουσε με αμηχανία. Ήλπιζε ότι η πρότασή του θα της έδινε χαρά ή τουλάχιστον θα τη σκεφτόταν, εκείνη όμως την απέρριψε μονομιάς.
«Άλλωστε, χρειάζεσαι κάποιον να σε βοηθάει. Τόσες φορές σε έσωσα» πρόσθεσε το κορίτσι με σκόπιμη αυταρέσκεια.
«Εμένα; Σε πληροφορώ ότι ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου» απάντησε ο Αλέξανδρος, ελαφρά πειραγμένος.
«Δεν αμφιβάλλω, όμως…» ξεκίνησε να αντιλέγει η κοπέλα όταν κάτι την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της από φόβο. «Η Άρπυια» φώναξε, δείχνοντας στον ουρανό πίσω από τον νέο.
Εκείνος ξεθηκάρωσε το σπαθί του και γύρισε, έτοιμος να αντιμετωπίσει το τέρας. Όμως κανένα φτερωτό πλάσμα δεν εμφανίστηκε για να τους χυμήξει. Ο ουρανός είχε ένα δυο σύννεφα κι αυτό ήταν όλο.
«Πού πήγε;» ρώτησε καθώς γυρνούσε προς το μέρος της, όταν εκείνη τινάχτηκε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Τι…» είπε ο Αλέξανδρος ξαφνιασμένος, χωρίς να αποτελειώσει τα λόγια του.
Τα χείλη της κόλλησαν στα δικά του, ένιωσε τη ζεστασιά της να τον παρασύρει και τον κόσμο γύρω του να χάνεται πίσω από ένα θαυμαστό πέπλο φωτιάς. Έμειναν έτσι, χωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σα να μην υπήρχε κανένα μέρος όπου όφειλαν να πάνε εκτός από αυτό που βρισκόντουσαν ήδη.
Και θα έμεναν εκεί ακόμη, άγνωστο για πόση ώρα, αν ένας περαστικός ηλικιωμένος αγρότης δε φρόντιζε να τους φέρει πίσω στην πραγματικότητα, κάπως άκομψα αλλά πιθανόν δικαιολογημένα.
«Στις μέρες μου τα νιάτα έδειχναν σέβας», σχολίασε κουνώντας το κεφάλι του επικριτικά και συνέχισε το αργό περπάτημά του, οδηγώντας ένα βόδι προς τα χωράφια.
Ένα αθώο γελάκι ξέφυγε από το στόμα της Κάτιας. Έδειχνε πιο όμορφη και ζωντανή από ποτέ, ακτινοβολώντας σαν ένας μικρός ήλιος που είχε κατέβει στη γη.
«Λοιπόν, θα με αφήσεις να έρθω μαζί σου;» ρώτησε τον φίλο της, που η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, όπως όταν μόλις είχε βγει από μια μάχη.
«Θα μπορούσα να το σκεφτώ…» κατάφερε να απαντήσει.
«Σκέψου το. Πρέπει όμως ν’ αποφασίσεις σύντομα, γιατί αν χωρίσουν οι δρόμοι μας ξανά δε θα έχεις κάποιον να σε φυλάει.»
Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε∙ είχε πάρει την απόφασή του κι εκείνη το γνώριζε.