Το Κορίτσι με το Σημάδι (Κεφάλαιο 2 - Το Κορίτσι με το Σημάδι)

Ικανοποιημένος από την επιτυχία της αποστολής του, ο Αλέξανδρος γύρισε στο σπίτι του για να ξεκουραστεί. Ήταν μια μικρή ξύλινη κατοικία, στα δυτικά της πόλης, ανάμεσα στα χωράφια όπου καλλιεργούσαν σπαρτά.

Άφησε το σάκο του στο πάτωμα, έβγαλε τη στολή του και κοίταξε το κρεβάτι του με το σκληρό στρώμα σαν να ήταν φτιαγμένο από πούπουλα. Μετά, έπεσε πάνω του μπρούμυτα κι άρχισε να ροχαλίζει, πτώμα στην κούραση.

Ξύπνησε το άλλο πρωί, έχοντας κοιμηθεί πάνω από μισή μέρα. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα και ζέστανε χυλό για να φάει. Καθώς έτρωγε άκεφα, άκουσε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει. Ήταν Κυριακή.

Περπάτησε προς τα βόρεια, με την πόλη στο δεξί του χέρι, μαζεύοντας αγριολούλουδα από τις παρυφές των χωραφιών. Η καρδιά του βάραινε καθώς πλησίαζε τον προορισμό του, ένα λόφο με κυπαρίσσια στην κορυφή του. Ανάμεσα στα σκούρα ψηλόλιγνα δέντρα απλωνόταν ένα νεκροταφείο με φράχτη. Πέρασε την ανοιχτή πορτούλα και προχώρησε μέσα.

Ξερά φύλλα ήταν πεσμένα στο έδαφος, μπροστά σε ένα πέτρινο σταυρό. Τα σκούπισε κι ακούμπησε τα λουλούδια ευλαβικά. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε, στροβιλίζοντας τα φύλλα ανάμεσα στη μνήματα.

Έφερε στο νου του την εικόνα της, όταν άναβε το καντήλι στο σπίτι τους, με μια αινιγματική έκφραση, σα να έβλεπε κάτι αόρατο.

Μαμά, είναι καλός ο Θεός; την είχε ρωτήσει.

Φυσικά παιδί μου.

Τότε, γιατί δε μας βοηθάει;

Χαμογελώντας γλυκά, του χάιδεψε τα μαλλιά.

Αν διώξει ο άνθρωπος από μέσα του το φόβο και το θυμό, κι αφεθεί στον Θεό τελείως, τίποτα δεν είναι αδύνατο.

Είχαν περάσει χρόνια, όμως τα λόγια της ηχούσαν μέσα του ακόμη. Πόσο θλιβερά τα είχε διαψεύσει η μοίρα. Γιατί μόνο αυτή υπήρχε, μια μοίρα αδυσώπητη, άγνωστη, απρόσβλητη από κάθε θεία πρόνοια.

Φωνές τον έβγαλαν από τη θλιβερή ονειροπόλησή του. Πλησίασε στην άκρη του φράχτη και κοίταξε χαμηλά, στις ρίζες του λόφου. Ένα μπουλούκι από καμιά δεκαριά άνδρες, με τσουγκράνες και ξύλα, προχωρούσε γοργά, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά.

«Ψάξτε παντού, δεν μπορεί ν’ άνοιξε η γη και να την κατάπιε» φώναξε ο επικεφαλής της ομάδας, με άγριες διαθέσεις.

Αναρωτήθηκε ποιον έψαχναν όταν μια λεπτή γυναικεία μορφή γλίστρησε ανάμεσα στις επιτύμβιες στήλες.  Απορημένος, πλησίασε προς το μέρος της. Η μορφή είχε χαθεί αλλά τα κλαδιά των κοντινών θάμνων θρόιζαν στο πέρασμά της.

Με την περιέργειά του φουντωμένη, έκανε να τα σπρώξει στο πλάι, όταν οι αγριεμένες φωνές πλησίασαν στην είσοδο του νεκροταφείου.

«Εδώ δεν ψάξαμε» ανακοίνωσε ένας από τους άνδρες και μπήκαν όλοι μαζί στον ιερό χώρο.

Ο Αλέξανδρος τους είδε να ψάχνουν ανάμεσα στα μνήματα, ανυπόμονοι, με τις τσουγκράνες και τα ξύλα στα χέρια.

«Την είδες νεαρέ;» ρώτησε ο επικεφαλής τους.

«Αν είδα ποια;»

«Τη μάγισσα.»

«Μάγισσα, εδώ;»

«Φάνηκε στα μέρη μας πρόσφατα. Την πέτυχαν να κρύβεται στα χωράφια πριν λίγο. Έτρεξε προς το λόφο.»

Ο νεαρός Κυνηγός ήθελε να μάθει αν αυτοί οι αγροίκοι έλεγαν την αλήθεια. Ήταν πράγματι μάγισσα η μορφή που είχε δει μόλις πριν;

«Την είδατε να κάνει ξόρκια τρομερά, φαντάζομαι» είπε για να τους ψαρέψει. «να καβαλικεύει νύχτα τον άνεμο, να δαμάζει τις φλόγες, να προκαλεί αρρώστιες στα ζωντανά.»

«Δεν ξέρουμε αν τα ‘κανε όλ’ αυτά» απάντησε ένας αγροίκος με τσουγκράνα, «όμως δε μας ξεφεύγει.»

«Μια γυναίκα πέρασε τρέχοντας από τη ρίζα του λόφου, λίγο πριν» τους αποκρίθηκε, «αν ήξερα ότι ήταν μάγισσα θα προσπαθούσα να τη σταματήσω. Πήγε προς το δάσος».

Οι άνδρες αντάλλαξαν ματιές και βγήκαν από το νεκροταφείο βιαστικά. Κατέβηκαν το λόφο, ποδοπάτησαν τα λουλούδια στην άκρη των χωραφιών και συνέχισαν ανατολικά.

Ο Αλέξανδρος τους παρατήρησε καθώς απομακρύνονταν. Θυμήθηκε τις αφηγήσεις του δασκάλου του για περιστατικά όπου ο όχλος απέδωσε τη δική του θηριώδη δικαιοσύνη δεν είχε καμιά διάθεση να συμμετέχει σε κάτι τέτοιο.

«Έφυγαν» είπε ο Αλέξανδρος στην κοπέλα μέσα στις φυλλωσιές.

Εκείνη, αν και σίγουρα τον είχε ακούσει, παρέμεινε κρυμμένη.

«Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα εκεί μέσα».

Διστακτικά, φοβισμένα, η κοπέλα ξεπρόβαλε από την κρυψώνα της. Ο Αλέξανδρος ήταν σε ετοιμότητα, για την περίπτωση που έκανε κάποια επιθετική κίνηση από το άγχος της. Ωστόσο, για το θέαμα που αντίκρυσε δεν ήταν προετοιμασμένος.

Το κορίτσι –γιατί ήταν πολύ νέα- φορούσε ένα κουρελιασμένο φόρεμα ενώ τα χέρια της καλύπτονταν από γάντια φθαρμένα από τη χρήση. Είχε καστανά μαλλιά που έπεφταν σε καλοσχηματισμένους ώμους και το σουλούπι της ήταν λεπτό και ιδιαίτερα αρμονικό. Ωστόσο, το πρόσωπό της ήταν χλωμό, σαν να μην το έβλεπε ποτέ ο ήλιος, και τα χείλη της ήταν έντονα σκούρα, σχεδόν μαύρα. Όμως αυτό που την έκανε τελείως αλλόκοτη, ήταν τα μάτια της: το αριστερό είχε ένα φυσιολογικό μελί χρώμα αλλά το δεξί ήταν γαλάζιο, ένα ζωηρό γαλάζιο με μια μαύρη, διαπεραστική κόρη, που είχε γύρω του σχηματισμένο έναν γκρίζο ρόμβο, σαν κάποιος να την είχε σημαδέψει ανεξίτηλα.