Το Φιλί - Διάβασε ένα απόσπασμα

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΩΡΑ

Είχα μείνει μόνη μου πλέον. Τους υπόλοιπους ή τους είχαν πάει στο κρατητήριο ή τους είχαν αφήσει ελεύθερους, θέλοντας μάλλον να γλιτώσουν την πολλή δουλειά. Τώρα ήμουν εγώ και ο αστυνόμος Σαΐνης. Και δεν έλεγε να με αφήσει να φύγω.

Αμφέβαλλα ότι, ακόμα και αν κατέληγα στο τμήμα, θα κατάφερναν να βρουν κάτι σχετικό με τις καλλιτεχνικές μου δραστηριότητες, αλλά ούτε ήθελα να το διακινδυνέψω, ούτε να χάσω το βράδυ μου. Ένα βαρετό πάρτι ήταν αρκετό.

Δεν γίνεται τίποτα άλλο, σκέφτηκα. Αν θέλει να μου κάνει καψόνια, αυτό θα πρέπει να γίνει.

Τουλάχιστον μέχρι να έπαιρνα την ταυτότητά μου πίσω.

Ετοίμασα τα πράγματά μου στην κουζίνα και τον πλησίασα.

«Αστυνόμε;» ψιθύρισα λίγα εκατοστά μακριά από το αυτί του με την πιο λάγνα φωνή που διέθετα.

Γύρισε προς το μέρος μου ταραγμένος, σαν να είχε τρομάξει που του είχα μιλήσει. Κάθισα στο τραπέζι μπροστά από τις ταυτότητες, που για κάποιον λόγο είχε μείνει στο σπίτι για να τις καταγράψει. Με το κεφάλι μου ριγμένο ελαφρά πίσω, το στήθος να γέρνει προς το μέρος του, τη λεκάνη μου υπερβολικά προς τα έξω και τα πόδια μου σταυροπόδι α λα Βασικό Ένστικτο πάνω στην καρέκλα δίπλα του, προσπάθησα να του τραβήξω την προσοχή. Δεν μου πήρε πολύ.

«Θα πάμε στο τμήμα τώρα;» ρώτησα.

Ένευσε, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.

Ίσως τελικά άξιζε να κάψω το Γκρέις Πάρκερ, να περιμένω μερικούς μήνες για ένα νέο όνομα και να περάσω ξανά την ανιαρή διαδικασία παλαίωσης των ταυτοποιητικών εγγράφων μου, αν σήμαινε ότι δεν θα χρειαζόταν να υπομείνω τον τρόπο που με κοιτούσε.

«Ξέρετε, φοβάμαι να μπω στη φυλακή. Είναι γεμάτη με κακοποιούς, ανθρώπους που έχουν κάνει τρομακτικά πράγματα… Δεν θέλω να βρεθώ σε αυτήν την κατάσταση».

«Μπορούμε να έρθουμε σε κάποια συμφωνία» είπε, αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα να καταλήξω στη φυλακή ή και στο κρατητήριο ακόμα, επειδή είχα πάει σε ένα πάρτι, όπου τύχαινε να κυκλοφορούν ναρκωτικά. Αν υπήρχε ένα πράγμα με το οποίο δεν είχα ποτέ σχέση ήταν η διακίνηση. «Ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω» συνέχισε. «Αν κάνεις κάτι για εμένα».

Εκείνη τη στιγμή τον σιχάθηκα ακόμα περισσότερο.

«Αλήθεια μου λέτε;» έσκυψα προς το μέρος του.

Είπε κάτι ασυνάρτητο και έριξε στην πλάτη μου τις κόκκινες τούφες που έκρυβαν το μπούστο μου.

Για όνομα του Θεού.

Στάθηκα όρθια μπροστά του και με τα χέρια πίσω από την πλάτη μου μάζεψα τις ταυτότητες και το σημειωματάριό του από το τραπέζι. Εκείνος δεν έχασε χρόνο και κατέβασε τα δάχτυλά του χαμηλότερα. Αυτό ήταν το σήμα μου να φύγω.

«Πάω να φέρω ένα μπουκάλι κρασί» του έκλεισα το μάτι και πήγα προς την κουζίνα με τα πράγματα κρυμμένα μπροστά στο στήθος μου, όσο εκείνος ήταν απασχολημένος να κοιτάζει τον κώλο μου.

Φόρεσα το παλτό μου, έριξα τις ταυτότητες και το σημειωματάριο στην τσάντα μου, άνοιξα το παράθυρο και βγήκα στο περβάζι. Νυχοπάτησα μέχρι την άκρη και έκλεισα πίσω μου το τζάμι, ελπίζοντας ότι θα του έπαιρνε ώρα να ψάξει την υπόλοιπη έπαυλη μέχρι να σκεφτεί να δει αν το είχα σκάσει σαν τον κλέφτη.

Πέταξα τις γόβες μου στο έδαφος και προσπάθησα να βρω ένα καλό σημείο ανάμεσα στον αναρριχητικό κισσό, για να πιαστώ από το καφασωτό στον τοίχο. Είχε αρχίσει να βρέχει από ώρα και προβλεπόταν ότι η κατάβασή μου δεν θα ήταν ό,τι πιο εύκολο. Το καλό μου χέρι ακόμη πονούσε, όταν άλλαζε ο καιρός, και σχοινί δεν είχα καταφέρει να βρω πουθενά στο σπίτι.

Πήγαινα πολύ πιο αργά απ’ ό,τι ήθελα, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο τον δεξί μου πήχη, για να κρατιέμαι από το ξύλο. Τα χέρια μου μπλέκονταν στους βλαστούς και στα φύλλα του φυτού, και το πλέγμα σειόταν με κάθε μου κίνηση.

Κατάφερα να κατέβω μέχρι τον πρώτο, όπου ξεκινούσε η επένδυση από πέτρα. Προσπάθησα να ισομοιράσω το βάρος μου ανάμεσα στους λίθους και στο καφασωτό, αλλά μερικά εκατοστά πριν ξεκινήσω να κατεβαίνω το ισόγειο, το ξύλο άρχισε να σπάει.

Πιάστηκα από την πέτρα και έκανα ό,τι μπορούσα για να φτάσω στην υδρορροή στην άκρη του τοίχου. Οι προεξοχές του λίθου δεν ήταν αρκετά μεγάλες για τα χέρια μου, και τα γυμνά πόδια μου είχαν αρχίσει ήδη να σκίζονται από την προσπάθεια. Είχα περάσει και χειρότερα όμως.

 Ανέβηκα στην υδρορροή και γλίστρησα με ευκολία στο χώμα. Βρεγμένη μέχρι το κόκαλο έτρεξα να βρω τα παπούτσια μου, μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπροστά. Την επόμενη στιγμή ο αστυνομικός ήταν στο παράθυρο του πρώτου και μου φώναζε. Έφυγα όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπε το βρεγμένο χαλίκι, για να μην τον αφήσω να δει τις πινακίδες μου.

Μόλις είχα βγει από τον ιδιωτικό δρόμο και έπαιρνα τον περιφερειακό προς την πόλη, όταν άκουσα σειρήνες να πλησιάζουν. Ήταν περίπου πέντε λεπτά πίσω μου, οπότε ίσως ο αστυνομικός να μην ήταν όσο ηλίθιος νόμιζα. Θα πρέπει να κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι είχα φύγει, για να φτάσουν τόσο γρήγορα οι συνάδελφοί του.

Προσπάθησα να οδηγώ στο όριο ταχύτητας, για να μην κινήσω υποψίες, αλλά ακόμα και αυτό ήταν δύσκολο όσο η βροχή δυνάμωνε. Κρατούσα τα μάτια μου όσο το δυνατόν περισσότερο στον δρόμο, ενώ ρύθμιζα το GPS του αυτοκινήτου μέχρι ένα σημείο απ’ όπου θα ήξερα να επιστρέψω στο σπίτι. Τότε είδα έναν άντρα να στέκεται ακίνητος στο ρεύμα μου.

Πάτησα απότομα φρένο και πρόλαβα να σταματήσω μόλις μερικούς πόντους μακριά του. Εκείνος δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να φύγει από τη μέση, αλλά δεν έμοιαζε και παγωμένος από το παρ’ ολίγον ατύχημα. Πιο πολύ φαινόταν ενοχλημένος που ένα αυτοκίνητο είχε το θράσος να βρίσκεται στον δρόμο.

Τον κοίταξα μέσα από το παρμπρίζ. Το λευκό του πουκάμισο ήταν ματωμένο και κρατούσε το χτυπημένο αριστερό του χέρι στο στήθος του.

Με κοίταξε και αυτός με σκούρα μαύρα μάτια πίσω από βρεγμένα μαύρα μαλλιά. Δεν ήξερα αν μπορούσε να με δει όσο τα φώτα του αυτοκινήτου τον χτυπούσαν, αλλά δεν είχα σκοπό να το ρισκάρω. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω.

«Είσαι καλά;»

Δεν είπε τίποτα. Απλώς με κοίταξε με την άκρη του ματιού του, σχεδόν σαν να μου έλεγε «σήκω φύγε». Και αυτό ακριβώς θα είχα κάνει, αν δεν είχε δει εμένα, το αυτοκίνητο και τις πινακίδες μου.

«Χρειάζεσαι βοήθεια;»

«Όχι, είμαι καλά».

«Το βλέπω. Μπες στο αυτοκίνητο».

«Είμαι. Καλά».

Εκνευρίστηκα. Ακόμα περισσότερο. Μπορεί να είχα κάνει βλακεία όταν πήγα να το παίξω καλός Σαμαρείτης, αλλά αυτό ήταν. Τέρμα οι ευγένειες.

«Δεν είναι πολύ καλή η στιγμή, για να κάνεις τον δύσκολο. Μπες στο αμάξι τώρα, δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ».

Ούτε ήθελα να σκεφτώ πόσο πιο αποφασισμένη θα ήταν η αστυνομία να με βρει, αν εκτός από καμιά δεκαριά ταυτότητες που είχα κλέψει, νόμιζαν ότι είχα επιτεθεί και σε αυτόν τον τύπο όσο με κυνηγούσαν.

Δεν είπε τίποτα, απλώς με κοίταξε.

Σειρήνες άρχισαν να ακούγονται ξανά και μπλε και κόκκινα φώτα εμφανίστηκαν στο βάθος. Γύρισε να τα κοιτάξει και εκείνος παρά την αδιαφορία του.

«Ή θα σε βοηθήσω εγώ ή η αστυνομία».

Αυτό φάνηκε να τον πείθει.

Αλήθεια; Ο λόγος που βρίσκεσαι αιμόφυρτος στη μέση του πουθενά δεν είναι εντελώς νόμιμος;

Στη διαδρομή δεν μιλήσαμε καθόλου. Εγώ τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου, έτοιμη για τη στιγμή που θα μου επιτιθόταν, και εκείνος παρατηρούσε την οθόνη του GPS.

«Θα σε αφήσω στο Πρεσβυτεριανό Νοσοκομείο» είπα, παρότι το να φτάσω τόσο κεντρικά δεν ήταν ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή.

«Δεν θα πάω στο νοσοκομείο. Βρες έναν σταθμό μετρό».

«Έχεις χάσει πολύ αίμα. Δεν θα προλάβεις να πας μακριά με το μετρό».

«Άφησέ με σε έναν σταθμό» είπε και η κουβέντα έληξε εκεί.

Αν ήθελε να πεθάνει μέσα στο τρένο, θα πέθαινε μέσα στο τρένο. Δεν είχα σκοπό να τον μεταπείσω. Αρκετές καλές πράξεις για ένα βράδυ. Αλλά την επόμενη φορά που γύρισα να τον κοιτάξω, είχε χάσει τις αισθήσεις του.

Σκατά. Σκατά. Σκατά.

Δεν είχα πολλές επιλογές. Ή θα τον πήγαινα στο νοσοκομείο, θα ζητούσα από κάποιον να με βοηθήσει να τον βγάλω από το αυτοκίνητο και θα αναγκαζόμουν να απαντήσω πολύ περισσότερες ερωτήσεις απ’ ό,τι έπρεπε ή θα σταματούσα κάπου απόμερα, θα τον έσερνα έξω από το αμάξι και θα τον άφηνα να πεθάνει.

Ακόμα ένας θάνατος στη συνείδησή μου.

Βγήκα από τον δρόμο, έκρυψα το αυτοκίνητο πίσω από κάτι δέντρα, παρόλο που οι σειρήνες είχαν σταματήσει να πλησιάζουν εδώ και ώρα, και βγήκα έξω. Άνοιξα την πόρτα του και άρχισα να τον ψάχνω. Δεν είχε ούτε πορτοφόλι πάνω του ούτε κινητό. Το σχέδιο να πω στους συνεργούς του να έρθουν να τον πάρουν, και ας κατέληγε με μια σφαίρα στο κεφάλι, καταστράφηκε αμέσως.

Τουλάχιστον, όμως, δεν είχε ούτε όπλο.

Πήρα το κουτί πρώτων βοηθειών και έδεσα πρόχειρα την πληγή του. Μετά έβγαλα το σχοινί μου από το πορτμπαγκάζ και έδεσα και εκείνον. Ακόμα πιο λασπωμένη απ’ ό,τι προηγουμένως, μπήκα πάλι στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι.

Δεν ξύπνησε καθόλου και κατά διαστήματα έπρεπε να τσεκάρω τον σφυγμό του, για να βεβαιωθώ ότι δεν κουβαλούσα μαζί μου ένα πτώμα. Αν με σταματούσε κανείς με έναν δεμένο και αιμόφυρτο τύπο δίπλα μου…

Όταν το GPS ανακοίνωσε ότι είχα φτάσει στον προορισμό μου, ένα τέταρτο σχεδόν πριν από στο σπίτι, του φόρεσα την κουκούλα μου στο κεφάλι, με τις τρύπες για τα μάτια στην πίσω μεριά. Δεν είχε μεγάλη σημασία, δεν ανέκτησε καθόλου τις αισθήσεις του, για να καταλάβει σε ποιο μέρος βρισκόμασταν.

Έβαλα το αυτοκίνητο μέσα στο γκαράζ και τον έλυσα. Μου πήρε αρκετά λεπτά, για να τον συνεφέρω.

«Πού είμαι;» ρώτησε έτοιμος να το βάλει στα πόδια.

Αυτό ήθελα να το δω.

Αλλά δεν το είδα. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, οπότε τον έσυρα με μεγάλη δυσκολία μέχρι τον πρώτο όροφο και τον ξάπλωσα στον καναπέ.

Άλλαξα γρήγορα ρούχα, γιατί ό,τι φορούσα επέμενε να είναι βρεγμένο, παρότι το καλοριφέρ του αυτοκινήτου δούλευε από τη στιγμή που είχα μπει μέσα, και στέγνωσα τα μαλλιά μου με μια πετσέτα. Δεν θα τον βοηθούσα και πολύ, αν τα χέρια μου συνέχιζαν να τρέμουν έτσι από το κρύο.

Έπειτα, έβρασα νερό, πήρα καθαρές πετσέτες, γάζες και οινόπνευμα και σήκωσα το πουκάμισο όσο πιο προσεκτικά γινόταν, πριν καθαρίσω την περιοχή γύρω από το τραύμα. Έβγαλα την πρόχειρη γάζα από πάνω του, τραβώντας παράλληλα τρίχες και ίνες πηγμένου αίματος.

Στο φως μπορούσα πια να δω την τεράστια πληγή στην εσωτερική μεριά του αριστερού του πήχη. Τουλάχιστον όμως δεν ήταν πολύ βαθιά και δεν φαινόταν να έχει προκληθεί από σφαίρα. Δεν έκανα βέβαια το λάθος να τον ρωτήσω.

«Καλύτερα να δαγκώσεις κάτι» είπα και του έδωσα μια πετσέτα. Με αγνόησε. «Ό,τι θες».

Έριξα οινόπνευμα στην πληγή και εκείνος μούγκρισε από τον πόνο. Του προσέφερα ξανά την πετσέτα, αλλά δεν την πήρε.

Άντρες.

Η πληγή άρχισε να τρέχει πάλι αίμα. Την πίεσα με μία γάζα μέχρι να σταματήσει και τελικά έδεσα έναν αιμοστατικό επίδεσμο γύρω από το χέρι του.

«Πάω να σου βρω ρούχα».

Κατάφερα να ξεθάψω ένα αντρικό τζιν και ένα πουλόβερ από τα βάθη της ντουλάπας μου. Προσπάθησα να θυμηθώ σε ποιον ανήκαν, αλλά κανείς δεν μου ήρθε στο μυαλό.

«Πάρε αυτά» του έδωσα ένα παυσίπονο και ένα κουτί αντιβιοτικά. Του πήγα ένα σάντουιτς και έναν χυμό και, παρότι δεν το περίμενα, δεν μου έφερε αντιρρήσεις. Όταν έφαγε, του έστρωσα στον καναπέ. «Θα νιώσεις καλύτερα όταν κοιμηθείς» είπα, ελπίζοντας ότι δεν θα πέθαινε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δεν πρέπει να είχε χάσει αρκετό αίμα, για να μη βγάλει το βράδυ, αλλά τι ήξερα εγώ; Μπορεί να περιπλανιόταν ώρες πριν τον βρω στη μέση του δρόμου.

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα μείνω εδώ, για να μη με σκοτώσεις στον ύπνο μου».

Γέλασε και ξάπλωσε. Τον ξύπνησα στις έξι το πρωί.

«Ώρα να φύγεις».

«Καλημέρα» μου είπε.

Του έδωσα ένα μπολ με δημητριακά και ακόμα ένα ποτήρι χυμό και τελικά τον οδήγησα στο αυτοκίνητο.

«Θα πρέπει να βάλεις αυτά» έτεινα μία μάσκα ύπνου και ένα ζευγάρι χειροπέδες προς το μέρος του.

Δεν τον ήθελα ικανό να ανιχνεύει το εσωτερικό του αμαξιού για πιθανά όπλα ή ελεύθερο να μου επιτεθεί μέχρι να αναγκαστεί να δεχτεί τα μέτρα προστασίας μου.

Οι χειροπέδες ήταν ψεύτικες και είχαν γούνα και μπορεί να μη με κρατούσαν πολύ ασφαλή, αλλά θα είχα μία εξήγηση, αν με σταματούσε η αστυνομία στον δρόμο. Μία ανώμαλη, αλλά κάπως λογική εξήγηση. Και αμφέβαλλα ότι εκείνος θα τους έλεγε την αλήθεια.

«Εκτιμώ τη βοήθειά σου, αλλά δεν θέλω να σε ευχαριστήσω τόσο».

«Δεν μπαίνω στο αυτοκίνητο αλλιώς».

«Μπορώ να φύγω με τα πόδια».

Έβγαλα το πιστόλι από την πίσω μεριά του τζιν μου και τον σημάδεψα. Φόρεσε τη μάσκα και τις χειροπέδες και μπήκε στο αυτοκίνητο. Τον ακολούθησα.

«Βάλε τη ζώνη σου».

Του πήρε αρκετή ώρα, για να τα καταφέρει έτσι όπως ήταν δεμένος και τότε του άφησα ένα ζευγάρι γυαλιά στα χέρια. Τα ψηλάφισε, για να καταλάβει.

«Το έχεις σκεφτεί αρκετά».

«Όλο το βράδυ».

Τα φόρεσε πάνω από τη μάσκα και το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό, παρότι γελοίο από κοντά. Τουλάχιστον, αν σταματούσε κάποιος σε φανάρι δίπλα μας, δεν θα καταλάβαινε τι συνέβαινε. Από τη στιγμή που δεν τον κοιτούσε πολύ προσεκτικά.

Έβαλα μπροστά και ξεκίνησα για έναν σταθμό μετρό, όπως μου είχε ζητήσει.

«Γιατί δεν με άφησες σε κάποιο κεντρικό σημείο εχθές;»

«Γιατί, αν πέθαινες, θα την πλήρωνα εγώ».

Δεν ξαναμίλησε.

Άφησα το αυτοκίνητο σε ένα αυτόματο υπόγειο πάρκινγκ και του έδωσα είκοσι δολάρια.

«Πέντε τετράγωνα ανατολικά έχει μετρό».

Περίμενα να απομακρυνθεί και έφυγα από την άλλη μεριά. Περπάτησα τέσσερις φορές την ίδια απόσταση μέχρι το μαγαζί του Τζο.

«Πώς και από δω;» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε, όταν με είδε.

«Έχω ένα αυτοκίνητο για σένα».

«Ξέρεις ότι δεν με παίρνει να αγοράσω τα αυτοκίνητά σου».

«Είναι τσάμπα».

Με κοίταξε και χαμογέλασε.

«Δύσκολη βραδιά, αν κατέληξες με αμάξι για πέταμα» μου έδωσε ένα χαρτί και ένα μολύβι.

«Δεν φαντάζεσαι».

Του έγραψα από πού έπρεπε να το παραλάβει και του έδωσα το εισιτήριο για το πάρκινγκ.

Το καμπανάκι της πόρτας χτύπησε και εγώ ετοιμάστηκα να φύγω.

«Καλημέρα» είπε ο άντρας από πίσω μου και, παρότι μου πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, το σώμα μου αντέδρασε αντανακλαστικά και γύρισα προς το μέρος του αμέσως.

«Οκτόμπερ;» φάνηκε εξίσου σοκαρισμένος που με έβλεπε.

«Γκρέις» τον διόρθωσα και εκείνος χαμογέλασε με τον γνωστό του τρόπο.

Ο Τζο τον ρώτησε τι ήθελε και χάθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, για να φέρει την κλειδαριά ασφαλείας, που του είχε ζητήσει ο Σάιμον.

Ο μέντοράς μου δεν έχασε χρόνο και με έπιασε από το μπράτσο, για να με φέρει κοντά του. Δεν τον είχα δει ποτέ ξανά τόσο αναστατωμένο.

«Οκτόμπερ, έχω πρόβλημα».

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΟΤΕ

 

Είχα σχεδόν δύο ώρες μπροστά μου πριν από το σχολείο, όμως δεν μπορούσα να μείνω λεπτό παραπάνω εκεί μέσα.

Ντύθηκα γρήγορα στο κρύο δωμάτιο και ετοιμάστηκα να φύγω. Προχωρώντας μέσα στο υπόλοιπο σπίτι ένιωθα την ποτισμένη από το αλκοόλ ατμόσφαιρα στο πίσω μέρος του λαιμού μου και την αίσθηση των αμέτρητων αποτσίγαρων κάτω από τα παπούτσια μου, όταν δεν πρόσεχα που πατούσα.

Στον καναπέ η Σούζι βαριανάσαινε κάτω από το βουνό με μικροσκοπικά βραδινά φορέματα, τα οποία αποδημούσαν στο σαλόνι σε σμήνη κάθε φορά που ετοιμαζόταν να βγει. Την είχα δει ελάχιστα από τη στιγμή που είχε παρατήσει την τελευταία της δουλειά, επιμένοντας ότι το αφεντικό της της είχε ριχτεί. Και εγώ και εκείνη, και κυρίως το αφεντικό της, ξέραμε την αλήθεια.

Ο ήλιος δεν είχε προλάβει να βγει και, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα νωρίς, οι συνηθισμένοι περίεργοι τύποι θα συνέχιζαν να κυκλοφορούν στους δρόμους όσο ήταν ακόμη σκοτεινά. Προσπάθησα να κρατήσω την απόστασή μου καθώς περπατούσα, αν και ελάχιστη σημασία είχε. Οι περισσότεροι δεν σε ενοχλούσαν, αν δεν τους ενοχλούσες εσύ, αλλά στατιστικά και μόνο κάποια στιγμή θα έπεφτα πάνω στην εξαίρεση και θα με έπαιρνε ο διάολος. Και πολύ είχε αργήσει δηλαδή.

Έφτασα στην εγκαταλελειμμένη παιδική χαρά και σωριάστηκα στο κάθισμα της κούνιας, μετανιώνοντάς το αμέσως. Δεν ήθελε και πολύ, και θέμα χρόνου ήταν μέχρι να σπάσει και αυτό, όπως τα υπόλοιπα, και μετά θα έπρεπε να βρω άλλο μέρος για να περνάω τις ώρες μου μακριά από το σπίτι.

Ήταν το αποκρουστικότερο σημείο μιας ήδη κακόφημης περιοχής, μία ώρα σχεδόν από τη Νέα Υόρκη, και δεν ήθελα να αναγκαστώ να αλλάξω γειτονιά, για ένα ήσυχο σημείο να περνάω την ώρα μου. Και η αλήθεια ήταν ότι δεν θα έβρισκα κάτι χειρότερο.

Ο περιορισμένος χώρος μέσα από τη συρμάτινη περίφραξη ήταν γεμάτος με αγριόχορτα και, κατά καιρούς, ποντίκια. Όσα παιχνίδια στέκονταν ακόμη, κουνιούνταν ρυθμικά με το φύσημα του ανέμου και η αποθήκη στον απέναντι δρόμο με τα καρφωμένα παράθυρα, παρατημένη από τη συμμορία που συνήθιζε να τη χρησιμοποιεί πριν από μερικά χρόνια, έδινε έναν αέρα αναβάθμισης στην όλη εικόνα.

Κράτησα τα μάτια μου καρφωμένα στον ξερό θάμνο μπροστά μου και, πέρα από το τρίψιμο των χεριών μου κατά διαστήματα, έμεινα ακίνητη μέχρι τα άκρα μου να παγώσουν τελείως. Όταν τελικά δεν μπορούσα να το αναβάλλω άλλο, ξεκίνησα για το σχολείο.

Ήταν ακόμη αρκετά νωρίς όταν έφτασα στα αποδυτήρια πριν από την πρώτη ώρα γυμναστικής και ήμουν εντελώς μόνη. Έπιασα τα μαλλιά μου σε μία ανάστατη κόκκινη αλογοουρά και έβγαλα τα ρούχα μου μέσα στο κρύο ξανά. Όντας σχολείο με ελάχιστους μόνιμους μαθητές, είτε λόγω αδιαφορίας για τη μάθηση, είτε έντονης θνησιμότητας από τις συμμοριτικές δραστηριότητες της πόλης, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να είχε αποφασίσει να διοχετεύσει τους πόρους για τη θέρμανση σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Μάλλον σε κάποιον πόλεμο με την Ανατολή.

Μπήκα στο γυμναστήριο φορώντας μία αρχαία κοντομάνικη μπλούζα και το μοναδικό όχι παρδαλό, όχι τιγρέ κολάν της Σούζι, ένα από τα ελάχιστα ρούχα που δεν μου έπεφτε γελοία μικρό πια, επειδή η μάνα μου ήταν τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους πιο κοντή και είκοσι κιλά πιο αδύνατη από εμένα. Τα λίγα λεπτά πριν καταφθάσουν οι ορδές των νεάτερνταλ της τάξης μου, έκανα μερικές διατάσεις, προσπαθώντας να ξεπιαστώ από τον απαράδεκτο βραδινό ύπνο.

Όταν τελικά εμφανίστηκε η γυμνάστρια, φορώντας γόβες, ένα μίνι φόρεμα με μπλε παγιέτες και τη χθεσινοβραδινή μάσκαρα γύρω από τα μάτια της, μας κάλεσε κοντά της, μουρμούρισε μερικές οδηγίες και εξαφανίστηκε. Θα ένιωθα προσβεβλημένη με τη συμπεριφορά της, αν η Σούζι πλήρωνε τους φόρους της.

Αποσύρθηκα στην άλλη άκρη του γυμναστηρίου, όπου ήμουν μόνη μου συνήθως, και ξεκίνησα με τις δοκούς ισορροπίας, διασχίζοντάς τες από τη χαμηλότερη στην ψηλότερη και το αντίστροφο, όσο οι αρθρώσεις στα πόδια μου έτριζαν ευχάριστα. Όταν άλλαξα κατεύθυνση, για να ξαναπεράσω πάνω από την επίπεδη επιφάνεια, το βλέμμα μου έπεσε σε έναν παράξενο τύπο μερικά μέτρα μακριά μου.

Ήταν νέος, ίσως λίγο πριν από τα τριάντα, και γοητευτικός. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, καμηλό παλτό και με κοίταζε επίμονα. Μέσα στο ετοιμόρροπο σχολείο τα πανάκριβα ρούχα του φώναζαν ότι ήθελε να τον κλέψουν.

Παρά το ανατριχιαστικό προφανές ενδιαφέρον του, προσπάθησα να αγνοήσω τον ανώμαλο που πρέπει να έψαχνε για γκόμενα στο τοπικό Λύκειο, και επέστρεψα στις ασκήσεις μου, συνεχίζοντας όμως να νιώθω τα μάτια του πάνω μου.

Η ελάχιστη συγκέντρωσή μου διαλύθηκε ξαφνικά από μια εκκωφαντική τσιρίδα που συνέχισε να αντιλαλεί για ώρα στο γυμναστήριο. Με έπιασε απροετοίμαστη, έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα.

«Γαμώτο» φώναξα και έτριψα τον πισινό μου, πάνω στον οποίο είχα προσγειωθεί.

Μέχρι να σηκωθώ και να καταλάβω τι είχε συμβεί, ένας όχλος από μαθητές στριμωχνόταν στις εξόδους. Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ αυτούς υπήρχε μία λωρίδα φωτιάς, που ξεκινούσε από τις κερκίδες στη μία άκρη του γυμναστηρίου και έφτανε στην μπασκέτα στην άλλη πλευρά. Και όλο μεγάλωνε.

Η σειρήνα του σχολείου ξεκίνησε να χτυπάει, αλλά ούτε σταγόνα τεχνητής βροχής δεν έπεσε. Είχαμε αισθητήρες καπνού; Δεν ήξερα, αλλά αμφέβαλλα.

«Σκατά!»

Κοίταξα έντρομη γύρω μου. Είχα μείνει μόνη μου και η φωτιά με πλησίαζε. Είχα λίγο χρόνο μέχρι να με φτάσει και ακόμα λιγότερο μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου από τον καπνό.

Ανέβηκα πάνω στην ψηλότερη δοκό χρησιμοποιώντας για σκαλοπάτια τις δύο χαμηλότερες και από εκεί πήδηξα προς το ανοιχτό παράθυρο κοντά στο ταβάνι. Το αριστερό μου χέρι κατάφερε να πιάσει το περβάζι και με πολλή προσπάθεια το δεξί γαντζώθηκε στην κάσα. Τράβηξα τον εαυτό μου μέσα από το στενό άνοιγμα με όση δύναμη είχα και, όταν τελικά κατάφερα να ξεσφηνώσω και να βγω από την άλλη μεριά του τοίχου, λίγο έλειψε να γλιστρήσω και να πέσω στον διάδρομο.

Ένιωσα τον αέρα να χτυπά το ιδρωμένο μου πρόσωπο και να με παγώνει. Πήρα βαθιά ανάσα και πήδηξα ανάμεσα στους τρομοκρατημένους μαθητές που έτρεχαν πάνω κάτω. Τότε ανέπνευσα ξανά. Μετά βίας κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου από το σοκ. Πήγα στα αποδυτήρια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα.

Σχεδόν έτρεξα μέχρι την παιδική χαρά. Κάθισα στην κούνια για μία ακόμα φορά εκείνη τη μέρα και προσπάθησα να ελέγξω το αίσθημα πανικού, που δεν έλεγε να με αφήσει. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας πια. Δεν είχα καεί, και η φωτιά πιθανότατα είχε σβηστεί. Από τη Δευτέρα όλα θα ήταν λίγο πολύ όπως και πριν, μόνο με λιγότερη γυμναστική.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να χαλαρώσω κάπως και να ξεκινήσω να διασκεδάζω το ρεπό μου από το σχολείο, πριν χρειαστεί να πάω στη δουλειά. Ό,τι ηρεμία κατάφερα να νιώσω όμως πέρασε, όταν μπήκα στο σπίτι και βρήκα τη Σούζι ξαπλωμένη στον καναπέ να κοιμάται ακόμη.

Κλείστηκα στο δωμάτιό μου, για να διορθώσω τις πανεπιστημιακές μου αιτήσεις για δέκατη φορά, ψάχνοντάς τες όμως ανακάλυψα ότι είχαν εξαφανιστεί από τον φάκελό μου. Στη θέση τους υπήρχε ένα μικρό κομμάτι χαρτί, που έγραφε:

 

Πρέπει να προσέχεις περισσότερο τα πράγματά σου.

Συνάντησέ με στην παιδική χαρά τα μεσάνυχτα, αν θέλεις πίσω αυτό που έχασες.

 

Δεν χρειαζόταν να είμαι διάνοια για να καταλάβω ότι κάτι περίεργο παιζόταν, ειδικά όταν έπρεπε να συναντήσω κάποιον μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Μου φαινόταν ιδιαίτερα παράξενο, όχι μόνο το γεγονός πως με είχαν κλέψει, αλλά και το ότι δεν είχαν πάρει λεφτά ή αντικείμενα αξίας. Εντάξει, δεν είχα τίποτα από αυτά, για να μου τα πάρουν, οπότε η απορία παρέμενε: γιατί να κλέψουν εμένα;

Η ώρα πέρασε γρήγορα όσο προσπαθούσα να πάρω μία απόφαση.

Έτσι πεθαίνεις. Ακριβώς έτσι. Είσαι αρκετά απεγνωσμένη ή αρκετά ηλίθια, για να συναντήσεις κάποιον κάτω από τέτοιες συνθήκες. Σε σκοτώνει και δεν έχεις να κατηγορήσεις κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό σου.

Αλλά χρειαζόμουν τις αιτήσεις. Η διορία υποβολής πλησίαζε και δεν με έπαιρνε να ξεκινήσω από την αρχή. Όχι όταν είχα προσπαθήσει τόσο πολύ, για να πείσω τις επιτροπές των πανεπιστημίων ότι έπρεπε να με βγάλουν από το μονοπάτι που θα με έκανε να καταλήξω σαν τη Σούζι.

Δέκα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη μου και, χωρίς να πάρω τίποτα άλλο, σε περίπτωση που του ερχόταν να βάλει χέρι στα προσωπικά μου αντικείμενα ξανά, πήγα να φύγω, όταν με σταμάτησε η φωνή της:

«Πού πας;»

Μόρφασα. Εδώ και δεκαοχτώ χρόνια δεν είχε ενδιαφερθεί για μένα, και την πρώτη φορά που ετοιμαζόμουν να κάνω κάτι παρακινδυνευμένο είχε βρει την κατάλληλη στιγμή να με ρωτήσει.  

Θα μπορούσα να της πω, δεν ήταν ότι θα έμπαινε στον κόπο να με συνετίσει, αλλά δεν μπήκα στη διαδικασία.

«Έξω».

Κάγχασε.

«Έτσι θα βγεις; Σε αυτό το χάλι;»

«Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να πετάξω τον κώλο μου έξω τέλη Οκτώβρη, αλλά δεν έχω τίποτα κατάλληλο. Θα μου δώσεις εσύ;»

«Ναι, ξέχασα ότι δεν σε νοιάζουν οι επίγειες απολαύσεις. Θα μεγαλώσεις κάποια στιγμή, κοριτσάκι, και τότε θα καταλάβεις για τι πράγμα μιλάω».

Δεν ασχολήθηκα να της απαντήσω και πήγα να ανοίξω την πόρτα, αλλά με σταμάτησε πάλι. Σηκώθηκε όρθια μαζί με το ουίσκι της. Παραπάτησε, αλλά ήρθε κοντά μου. Ζέχνοντας αλκοόλ.

«Οκτόμπερ… είσαι δεκάξι…» Δύο πάνω, δύο κάτω. «Είσαι παρθένα;»

«Συγγνώμη;» ρώτησα με φωνή μία οκτάβα πιο χαμηλά.

«Κατάλαβα. Κοίτα, κάποια στιγμή θα αρχίσεις να το λαχταράς πολύ και τότε θα θέλεις να βρεις κάποιον να σε ικανοποιήσει. Ήδη έχεις αργήσει. Εγώ στα δεκατρία μου πήγα με άντρα πρώτη φορά. Με τον κύριο Μάρτιν από απέναντι. Αλλά πρέπει να ξέρεις τι να κάνεις. Μόνο έτσι θα κρατήσεις κάποιον πλούσιο. Όταν γυρίσεις θα σου δείξω, γιατί α–»

«Το βλέπεις αυτό εκεί;» της έδειξα προς την πόρτα του σαλονιού. «Μεταλλικός μηχανισμός; Χερούλι; Κλειδί;» Τα μάτια της έφυγαν από το πόμολο και γύρισαν πάλι πάνω μου. «Έτσι κλειδώνουν οι πόρτες. Αν τις κλειδώσεις, δεν μπορεί να μπει κανένας μέσα. Συνήθως αυτό κάνουμε όσοι δεν θέλουμε να μας δει η μάνα μας πάνω σε γκόμενο. Ή γενικά άλλοι συγγενείς. Θα σ’ το πρότεινα».

Εκείνη κάγχασε.

«Δεν σ’ το ‘χα. Τουλάχιστον έμαθες κάτι από μένα όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν καλός;»

Της γύρισα την πλάτη και έφυγα.

Γελούσα εκνευρισμένα όσο περπατούσα. Η κατάσταση δεν μπορούσε να γίνει πιο σουρεαλιστική. Πρώτα μαθαίνεις ότι η μάνα σου είχε κακοποιηθεί όταν ήταν παιδί από τον ανώμαλο γέρο που μένει με την εικοσιπεντάχρονη γυναίκα του απέναντι από το σπίτι σας και μετά ότι είχε σκοπό να σου κάνει ταχύρρυθμα μαθήματα στο πώς τυλίγουν έναν άντρα, γιατί, όταν όλες οι μανάδες δίνουν προφυλακτικά στα παιδιά τους και τους μιλάνε για το σεξ, η δικιά σου σου δίνει ερωτικά βοηθήματα που είχε πάρει για τον εαυτό της.

Ήμουν εκτός εαυτού όταν έφτασα στην παιδική χαρά. Πήγα να καθίσω στο γνωστό σημείο και τότε είδα μία μορφή μέσα στις σκιές. Ένας τύπος στεκόταν και με κοίταζε καμουφλαρισμένος πίσω από τον κορμό ενός γυμνού δέντρου.

«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησα, συνειδητοποιώντας αμέσως την απάντηση.

Ο άντρας δεν μίλησε για λίγο, αλλά τελικά ήρθε προς το μέρος μου. Με πλησίασε τόσο, ώστε να τον βλέπω αρκετά καλά, για να ξεχωρίζω το γυμνασμένο σώμα του από τις σκοτεινές φιγούρες στο βάθος, αλλά να μην μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

«Οκτόμπερ Τζόουνς» είπε με τέτοια σιγουριά λες και με γνώριζε χρόνια.

«Πώς ξέρεις το όνομά μου;»

Ηλίθια ερώτηση. Είχε καταφέρει να μπει στο σπίτι μου, να κλέψει τα έγγραφά μου και να μου αφήσει και μήνυμα. Το να μάθει το όνομά μου πιθανόν ήταν το πιο εύκολο πράγμα που είχε να κάνει.

Δεν μπήκε στον κόπο να μου εξηγήσει. Στεκόμουν ακίνητη και, παρά τα αμέτρητα σύννεφα στον ουρανό, ένιωθα το απειροελάχιστο φως του φεγγαριού να με λούζει από πάνω μέχρι κάτω. Ήμουν εκτεθειμένη και, δυστυχώς, αβοήθητη. Τελικά ίσως δεν ήταν απαραίτητο να μπω στο πανεπιστήμιο. Πόσο άσχημη μπορεί όντως να ήταν μία ζωή σαν της Σούζι.

«Ξέρω ότι έχεις οικονομικές δυσκολίες» είπε.

Αυτό με έπιασε απροετοίμαστη και, όταν κατάφερα να βρω τον αυτοέλεγχό μου, προσπάθησα να φανώ όσο πιο άνετη γινόταν.

Η έκφρασή μου δεν πρέπει να ήταν ό,τι καλύτερο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν ήμουν πειστική και ίσως κατέληγα να τον εκνευρίσω, όμως δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου μετά το σημερινό ρεζιλίκι με τη μάνα μου να πέσω πιο κάτω και να παρακαλέσω για τη ζωή μου.

«Πώς είναι δικό σου πρόβλημα αυτό;»

«Δεν είναι. Μπορώ όμως να βοηθήσω».

Ήμουν πολύ σίγουρη ότι ήξερα με ποιον τρόπο θα με βοηθούσε και οι δραστηριότητες στις οποίες επιδιδόταν εκείνος δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν παράνομες και θα μου έκλειναν τους δρόμους που προσπαθούσα να ανοίξω. Δεν ήθελα ούτε να αποδείξω έμπρακτα ότι όντως είχα μάθει πράγματα από τη Σούζι, ούτε να ζω με το άγχος ελέγχων αεροδρομίων έχοντας σακουλάκια κοκαΐνης μέσα μου.

«Για φαντάσου. Και, υποθέτω, δεν θα θέλεις και τίποτα ως αντάλλαγμα».

Δεν του είπα ό,τι σκεφτόμουν, δεν θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα.

«Ναι».

«Αλήθεια, Μητέρα Τερέζα;» τον ρώτησα, ευχόμενη να μην έφευγα από την παιδική χαρά μέσα σε σακούλα νεκροτομείου, αλλά δεν κατάφερα να συγκρατηθώ.

«Ξέρω επίσης ότι έχεις ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες».

«Είναι αλήθεια. Το ισπανικό μου δεν παίζεται».

Με ένα βήμα βγήκε από τις σκιές του και στάθηκε μπροστά μου.

«Σε έχω δει να γυμνάζεσαι. Στο σχολείο, στη δουλειά σου… Έχω δει τι μπορείς να κάνεις. Έχεις δεξιότητες που, αν τις αναπτύξεις κατάλληλα, θα γίνεις πολύ καλή». Τον κοίταξα προσεκτικά. Σκατά! Ήταν ο ανώμαλος από το σχολείο. «Είναι στο χέρι σου να φτιάξεις το μέλλον σου» συνέχισε. «Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις μέσα στη μιζέρια, μπορείς όμως να έχεις και ό,τι ονειρεύτηκες ποτέ».

Τον κοίταξα εξεταστικά.

Ό,τι ονειρεύτηκα ποτέ.

Αυτό σήμαινε ότι δεν θα έπρεπε να υπομένω άλλο πια τη μάνα μου και τους ηλίθιους συμμαθητές μου. Δεν θα χρειαζόταν να μένω σε αυτήν τη γειτονιά και να έχω αστυνομικούς να χτυπάνε κάθε δυο μέρες την πόρτα μου, γιατί πάλι κάποιος σκότωσε τη γυναίκα του, που κοιμόταν με τον αδελφό του. Θα εξασφάλιζα τις σπουδές και το μέλλον μου.

«Πώς θα φτιάξω το μέλλον μου, λοιπόν;» ρώτησα, παρότι δεν το σκεφτόμουν σοβαρά.

Ακόμα και αλήθεια να έλεγε, που αποκλειόταν, δεν ήθελα να μπλέξω. Δεν γινόταν όμως και να τον εξαγριώσω.

«Έχει σημασία;»

«Θέλω να ξέρω πού μπλέκω».

Λάθος διατύπωση. Θα τον έκανε να πιστεύει ότι με είχε πείσει. Τουλάχιστον αυτή θα ήταν μία καταπληκτική σκηνή για το φλασμπάκ μου από τη φυλακή.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και απομακρύνθηκε. Τρία βήματα μετά γύρισε πάλι προς το μέρος μου και σήκωσε το χέρι του ψηλά. Η κίνηση έκανε το αντικείμενο που κρατούσε να κουδουνίσει. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω, ακόμα και στο λιγοστό φως.

«Θα τα χρειαστώ» είπα. Με μια γρήγορη κίνηση μου πέταξε το μπρελόκ με τα κλειδιά μου. «Πώς το έκανες;»

Δεν με είχε ακουμπήσει καθόλου. Δεν νομίζω τουλάχιστον. Καμπανάκια κινδύνου θα είχαν ακουστεί στο κεφάλι μου, αν είχα νιώσει τα χέρια του πάνω μου.

«Μυστικά του επαγγέλματος, τα οποία προτίθεμαι να σου διδάξω».

«Γιατί;»

«Ας πούμε ότι το κάνω από την καλή μου την καρδιά». Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος. Περίμενα μια λογική ή τουλάχιστον αληθοφανή εξήγηση. «Αύριο την ίδια ώρα θα είμαι εδώ και θα περιμένω την απάντησή σου. Μην αφήσεις αυτήν την ευκαιρία να πάει χαμένη».

Και έφυγε.

«Μισό λεπτό, οι αιτήσεις μου. Σταμάτα! Τις θέλω πίσω!»

Είχε εξαφανιστεί. Είχα ακούσει ό,τι μου είχε πει, είχα μπει σε σκέψεις, τις οποίες κανονικά δεν θα έπρεπε να κάνω, είχα αμφισβητήσει την ηθική μου, αλλά τα έγγραφά μου δεν τα είχε επιστρέψει.

Η ώρα είχε ήδη περάσει πολύ και, παρόλο που ήθελα να μείνω και να σκεφτώ, όπως και να περάσω λίγη ακόμα ώρα μακριά από τη Σούζι, ήξερα ότι για τη σωματική μου ακεραιότητα θα ήταν καλύτερο να γυρίσω στο σπίτι πριν πετύχω κανέναν άλλον περίεργο τύπο.

Όταν μπήκα, εκείνη έλειπε, αλλά η τηλεόραση και τα φώτα ήταν ανοιχτά. Τα έκλεισα και πήγα στο δωμάτιό μου. Έπεσα με δύναμη στο κρεβάτι και σε κάτι που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Έψαξα στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι και ανακάλυψα μία καινούρια διαφάνεια με τις αιτήσεις των πανεπιστημίων.

Τσέκαρα το παράθυρό μου. Ήταν κλειδωμένο, αν και αυτό δεν έλεγε πολλά.

Την επόμενη ημέρα, μετά το σχολείο και τη δουλειά, προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις διορθώσεις που έπρεπε να γίνουν, αλλά το μυαλό μου επέμενε να γυρίζει στον άντρα και στην πρότασή του. Έβριζα τον εαυτό μου και οι σκέψεις σταματούσαν. Για λίγο.

Είχε μόλις νυχτώσει, όταν την άκουσα να φωνάζει. Έτρεξα και τη βρήκα πάνω στον πάγκο της κουζίνας, γυμνή, με έναν τύπο ανάμεσα στα πόδια της.

«Είστε με τα καλά σας; Τι κάνετε εδώ;» είπα γυρίζοντας το βλέμμα μου αλλού.

«Μη σταματάς. Άσ’ τη, θα φύγει» άκουσα τη Σούζι να λέει μέσα από τα δόντια της, καταπνίγοντας έναν αναστεναγμό.

«Εξαφανίσου, μικρή, δεν είναι για την ηλικία σου αυτά» μου είπε ο άντρας, κοιτώντας με με την άκρη του ματιού του. Την επόμενη στιγμή γύρισε το κεφάλι του τελείως προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε. «Ή, αν θες, έλα εδώ. Όλοι οι καλοί χωράνε».

Αυτό ήταν. Δεν θα το ανεχόμουν άλλο. Πήρα το μπαστούνι του μπέιζμπολ που κρατούσα κοντά στην πόρτα για ώρα ανάγκης, πήγα από πίσω του και τον κοπάνησα στο κεφάλι.

Τι να καταλήξω τώρα στη φυλακή, τι σε λίγο καιρό;

Ο μαλλιαρός τύπος έπεσε πάνω της αναίσθητος. Εκείνη τον έσπρωξε πίσω και με έναν κρότο το σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος.

«Ηλίθια! Ήμουν τόσο κοντά» φώναξε και συνέχισε μόνη της.

Χτύπησα το χέρι της με δύναμη, για να σταματήσει. Με έβρισε και πήδηξε από τον πάγκο.

 «Έχεις καταλάβει τους ρόλους εδώ μέσα; Εσύ είσαι η μάνα. Εσύ πρέπει να με προσέχεις. Εσύ πρέπει να με πιάνεις να το κάνω με αγνώστους. Εσύ πρέπει να είσαι υπεύθυνη». Συνέχιζα να φωνάζω όσο εκείνη μάζευε τα ρούχα της από το πάτωμα, δίνοντάς μου ούτε την παραμικρή σημασία. «Δεν έχεις μείνει σε μια δουλειά για περισσότερο από δυο βδομάδες–»

«Δεν φταίω εγώ! Εκείνοι φταίνε».

Αυτό με εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.

«Ναι, εκείνοι φταίνε. Όταν σηκώνεσαι και φεύγεις στη μέση της βάρδιας ή μετά το κλείσιμο χωρίς να κλειδώσεις, είμαι σίγουρη ότι γι’ αυτό δεν φταίει η δική σου ανευθυνότητα, αλλά η δική τους, που σε προσέλαβαν». Ξεκίνησε να λέει κάτι, όμως τη σταμάτησα. «Βαρέθηκα να τρέχω συνέχεια από πίσω σου, για να μαζεύω τα σπασμένα. Βαρέθηκα να κάνεις ό,τι σου καπνίσει και να πρέπει μετά να ζήσω με τις συνέπειες. Βαρέθηκα να είμαι εγώ ο ενήλικας στην υπόθεση».

Είχε μείνει και με κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα. Σταμάτησα, πήρα μια βαθιά ανάσα και πήγα στο δωμάτιό μου. Μάζεψα τα βιβλία μου, μερικά ρούχα, μια κουβέρτα, την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμά μου, τα έβαλα όλα σε μία τσάντα και βγήκα. Τη βρήκα στο σημείο που την είχα αφήσει.

«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι;»

«Φεύγω».

«Στο καλό. Όταν όμως δεν έχεις που να μείνεις, μην ξανάρθεις εδώ. Από τη στιγμή που θα περάσεις την πόρτα, αυτό δεν θα είναι πια το σπίτι σου».

Γέλασα ανόρεχτα. Πλησίασα την είσοδο και με έναν δραματικό τρόπο έκανα το τελευταίο βήμα και βγήκα έξω. Σήκωσα σε ένδειξη θριάμβου τα χέρια μου στον αέρα και την κοίταξα. Σχεδόν σαν να είχα απαλλαγεί από ένα τεράστιο βάρος, της είπα κουρασμένα:

«Σούζι, ελπίζω αυτή να είναι η τελευταία φορά που θα σε δω ποτέ».

«Γι’ αυτό να είσαι σίγουρη» μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Ξεκίνησα να περπατάω και κατά έναν περίεργο τρόπο ήμουν ήρεμη. Ήμουν ελεύθερη. Δεν είχα την έγνοια και την ευθύνη της. Δεν είχα και πού να πάω, αλλά είχα απαλλαγεί.

Ξαφνικά άκουσα βήματα πίσω μου. Γύρισα και την είδα να τρέχει προς το μέρος μου ξυπόλυτη.

«Σε παρακαλώ, μη φύγεις. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Είσαι κόρη μου, πρέπει να μείνεις εδώ».

Την κοιτούσα εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβω τι απ’ όλα εννοούσε. Εκείνη εξέλαβε το βλέμμα μου σαν ένα αρχίζει-να-αλλάζει-γνώμη βλέμμα και συνέχισε:

«Θα δεις. Θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα. Ήδη μίλησα με τον κύριο Μάρτιν από απέναντι. Μου είπε ότι χρειάζεται μια υπηρέτρια, για να μην κουράζεται η γυναίκα του. Βέβαια δεν θα μας δίνει λεφτά, γιατί δεν του περισσεύουν, αλλά θα το κανονίσουμε με τους λογαριασμούς και κανένα δωράκι. Μόνο το σχολείο πρέπει να σταματήσεις και μετά μπορείς να ξεκινήσεις αμέσως».

«Άντε στον διάολο, μαμά» της είπα και συνέχισα να περπατάω, αυτήν τη φορά με γρηγορότερο βήμα απ’ ό,τι πριν, αφήνοντάς τη πίσω μου να με βρίζει.

Πάλι καλά που ήταν όμορφη και ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να της δίνει ευκαιρίες. Όμως τα κατάμαυρα μαλλιά, τα ασορτί μάτια, το σχεδόν ανορεκτικό σώμα και τα χαριτωμένα λακκάκια, χαρακτηριστικά που δεν είχα κληρονομήσει ούτε στο ελάχιστο, κάποια στιγμή θα σταματούσαν να είναι το εισιτήριό της για τα πάντα. Ήταν τριάντα πέντε και της έδινα το πολύ δέκα χρόνια για να αρχίσει να φέρεται σαν ενήλικας πριν χάσει κάθε ευκαιρία.

Έφτασα στην παιδική χαρά και πέταξα την τσάντα μου κάτω βρίζοντας.

Ήμουν άστεγη. Τα τελευταία χρήματά μου τα είχα δώσει, για να μας συνδέσουν πάλι το ρεύμα, και τα δέκα δολάρια που μου έμεναν θα έπρεπε να γίνουν φαγητό. Ο επόμενος μισθός μου θα ερχόταν σε δύο εβδομάδες και δεν υπήρχε περίπτωση να μου δώσουν ακόμα μία προκαταβολή.

Θα μπορούσα να περάσω μερικά βράδια σε κάποιο παράρτημα της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων, αλλά τα πράγματα συνήθιζαν να πηγαίνουν στραβά για εμένα με τους άλλους θαμώνες του YMCA. Ακόμα και ένα ντους ήταν επικίνδυνο εκεί μέσα, όταν δεν κυκλοφορούσαν πολλές γυναίκες. Μου έμενε όμως ως έσχατη λύση.

«Είσαι καλά;»

Γύρισα έντρομη, για να βρω τον τύπο με τις αιτήσεις να στέκεται πίσω μου.

«Ναι» απάντησα κοφτά.

«Είσαι σίγουρη;»

«Ναι!»

Έβγαλε ένα χαρτομάντηλο από την τσέπη του και μου το έδωσε. Τον ευχαρίστησα διστακτικά και σκούπισα τα μάτια μου, ελπίζοντας ότι δεν με είχε δει η Σούζι έτσι. Το ότι με είχε δει αυτός ήταν αρκετά κακό από μόνο του.

Ξερόβηξα για να καθαρίσω τη φωνή μου, ίσιωσα την πλάτη μου και του είπα:

«Τι κάνεις εδώ;»

«Είχαμε ραντεβού».

Το είχα ξεχάσει τελείως μετά την τελευταία μισή ώρα. Ούτε είχα αποφασίσει τι θα του έλεγα.

«Είναι νωρίς. Δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ».

«Ούτε εσύ».

«Εγώ είμαι εδώ για προσωπικούς λόγους». Εσύ απλώς με παρακολουθείς.

«Χαίρομαι που δέχεσαι την πρότασή μου».

Τον κοίταξα μπερδεμένη και εκείνος ένευσε προς το σημείο που βρισκόταν πεσμένος ο σάκος μου.

«Ακόμα και αν δεχόμουν, το σακβουαγιάζ τι θα το έκανα;»

«Η εκπαίδευση που πρόκειται να λάβεις είναι χρονοβόρα και επίπονη. Ο μόνος τρόπος για να τα βγάλεις πέρα είναι να βρίσκεσαι σε ένα… καλύτερο περιβάλλον».

Σκατά πρόταση μου έκανες εχθές. Από την αρχή τα λένε αυτά.

«Δέχομαι».




Βρείτε το βιβλίο εδώ.