Κι εκεί που όλα ήταν τόσο όμορφα, έπαψες να μου μιλάς.
Δεν έστελνες ούτε ένα μήνυμα πια, έτσι χωρίς κανέναν λόγο...
Κι εγώ έμεινα με τις αναμνήσεις και τις σκέψεις, να θυμάμαι που έλεγες πόσο με θέλεις και μ' αγαπάς.
Πόσο όμορφη ήμουν στα μάτια σου, η καψούρα σου, ο μεγάλος σου έρωτας.
Και ξαφνικά, ένα πρωί, τίποτα!
Πόσο χαζή υπήρξα;
Με φλέρταρες, με ξεσήκωσες, μ’ έβγαλες απ’ τη μοναξιά μου,
Σ’ ερωτεύτηκα...
Για ποιον λόγο; Και τώρα πάλι μόνη.
Κλείνομαι για ακόμα μια φορά στον εαυτό μου, με περικυκλώνει η κατάθλιψη.
Δε θέλω να δω κανέναν, δε χρειάζομαι κανέναν άλλον.
Ψέματα; Αλήθεια;
Μ’ αγάπησες ή έπαιξες μαζί μου;
Τώρα πια τίποτα. Κλαίω, βυθίζομαι στο πουθενά. Δε βρίσκω κανένα νόημα στη ζωή.
Μέσα στο άδειο δωμάτιο κοιτάω το ταβάνι.
Δε θέλω τίποτα πια...
Τι άλλο να με κρατήσει στη ζωή;
Η σιωπή γύρω μου δυναμώνει, μου μιλάει μα εγώ δε θέλω να ακούω.
Στα λευκά ντυμένοι, μου φαίνονται σαν άγγελοι του παραδείσου, αλλά είναι ο γιατρός κι η νοσοκόμα.
Καταλαβαίνω, προσπαθούν να με σώσουν κι η καλή μου φίλη εκεί να μου κρατά το χέρι.
«Όλα είναι κρίσιμα» της λένε.
Δε μπορώ ούτε να της μιλήσω.
Ο μόνος άνθρωπος που με νοιάστηκε ποτέ, που ήταν δίπλα μου πάντα...
Η μόνη που θα με κλάψει αν συμβεί το μοιραίο!
Πόση πίκρα, πόση απογοήτευση, μια ανώνυμη πορεία ήταν η ζωή μου,
όχι στο φως μα προς το σκοτάδι.
Το μονοπάτι της ζωής τελειώνει.
Μια γωνιά στη δική σου καρδιά ας είχα μόνο...
Μια αγκαλιά που να κουμπώνει ήθελα...
Έναν άνθρωπο να με πάρει απ΄ το χέρι...
Μια γαμημένη σκέψη να ήμουν στο μυαλό σου...
Σκοτεινιάζει το βλέμμα μου!
Δε θέλω δάκρυα, δε θα καταλάβεις πότε τι έχασες...