Χωρίς Ίχνη, της Εύης Φρυγανά

Ο ήχος του κουδουνιού δεν είναι ένας καλός τρόπος για να αρχίσεις τη μέρα σου. Το στοματικό είναι. Δυστυχώς, εδώ και κάποιους μήνες δεν υπήρχε η πιθανότητα στοματικού στο δικό μου πρωινό· το πολύ ένας άβολος καφές στιγμής σε μια μισοσπασμένη κούπα και έξω απ’ την πόρτα. Δεν λέω ότι με ενοχλούσε, απλώς λέω ότι θα προτιμούσα τη γλώσσα κάποιου ανάμεσα στα πόδια μου. Κυρίως όμως ότι, βάσει του τι ακολούθησε, θα ήθελα να μην ήμουν μόνη το συγκεκριμένο πρωί.

Το κουδούνι πρέπει να χτυπούσε για αρκετή ώρα μέχρι να με ξυπνήσει. Σηκώθηκα και, αποπροσανατολισμένα όπως συνήθιζα τέτοιες ώρες, κατάφερα να συρθώ μέχρι την άλλη μεριά του δωματίου με γόνατα που έτρεμαν. Βγήκα στο σαλόνι και κατευθύνθηκα προς την είσοδο, στραβωμένη από το έντονο μεσημεριανό φως που διαπερνούσε τα τζάμια της. Είτε δύο φιγούρες στέκονταν απέξω, είτε μία τρομακτικά ψηλή και πλατιά. Δεν ήθελα να ανοίξω την πόρτα σε τέτοιο πράγμα.

Ρώτησα ποιος ήταν. Δεν κατάφερα να ακούσω την απάντηση, παρότι η φωνή πέρα από βαριά ήταν και δυνατή. Ρώτησα ξανά. Μου απάντησε ξανά. Δεν άκουσα. Ξανά.

Βρήκα τα κλειδιά μου, έσυρα τρεις σύρτες και ξεκλείδωσα. Στο κέντρο της Νέας Υόρκης δεν μπορείς να είσαι ποτέ πολύ προσεκτική. Απ’ την άλλη, βέβαια, η πόρτα ήταν σχεδόν εξολοκλήρου φτιαγμένη από παλιομοδίτικα κακόγουστα βιτρό, οπότε, ό,τι συστήματα ασφαλείας και αν είχα τοποθετήσει εγώ από μέσα, ο εν δυνάμει διαρρήκτης μπορούσε πολύ εύκολα να σπάσει τα τζάμια. Επέλεγα όμως να μην το σκέφτομαι αυτό. Ή ότι μόνο στην καλύτερη των περιπτώσεων θα ήταν διαρρήκτης.

Δύο άντρες στέκονταν μπροστά μου. Δυο άντρες σε κανονικό ύψος με κανονικό βάρος και μια σοβαρή έκφραση στα πρόσωπά τους.

«Παρακαλώ» τους είπα, όχι ακριβώς ευγενικά, με τη φωνή μου βραχνή και την αναπνοή μου οπωσδήποτε θανατηφόρα από τον ύπνο.

«Ντετέκτιβ Μάρτιν Φόι και ντετέκτιβ Πίτερ Γουέστ. N.Y.P.D.» δήλωσε ο πιο ψηλός και αμέσως έδειξαν τα σήματά τους.

Αν ίσχυε ή όχι, δεν μπορούσα να το πω με σιγουριά. Σε καμία περίπτωση δεν θα κατάφερνα να καταλάβω αν τα διακριτικά της αστυνομίας που κρατούσαν ήταν αυθεντικά, αλλά τους άφησα να μπουν. Υποθέτω ότι η κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ άσχημα αν δεν ήταν αστυνομικοί, η αλήθεια ήταν όμως ότι τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα πολύ δύσκολα, οπότε ποιος μπορεί να πει με σιγουριά τι θα ήταν χειρότερο.

Οι δύο ντετέκτιβ με ακολούθησαν στο σαλόνι. Τους έκανα νόημα να καθίσουν, πράγμα που έκαναν, ο ένας δίπλα στον άλλον στον καναπέ απέναντί μου. Κάθισα και εγώ, χωρίς να έχω αλλάξει από το σορτσάκι και το φανελάκι μου, χωρίς να έχω βουρτσίσει τα δόντια μου ή να έχω πλύνει το πρόσωπό μου και, κυρίως, χωρίς να έχω πιει καφέ.

«Δεσποινίς Χέρμαν» ξεκίνησε ο ντετέκτιβ Φόι, κάνοντας ξεκάθαρο ότι δεν θα μου έδινε την ευκαιρία να κάνω τίποτα από τα παραπάνω πριν μπει στο θέμα. Υπήρχε μια αδιόρατη δυναμική ανάμεσά τους, που σε έκανε να πιστεύεις ότι ο πώς-τον-λένε Φόι ήταν ο αρχηγός. «Οι γείτονές σας βρέθηκαν νεκροί σήμερα το πρωί στο σπίτι τους».

«Συγγνώμη… τι;» ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.

«Ο Μάικλ Μπρονζ τούς βρήκε σχεδόν μία ώρα πριν. Ο πατέρας του δεν είχε ανοίξει την οικογενειακή επιχείρηση, πράγμα που τον ανησύχησε» εξήγησε ο ψηλός άνδρας, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου.

«Η κυρία Έιπριλ και ο κύριος Τζον είναι νεκροί;» άκουσα τη φωνή μου να λέει με έναν ξένο τόνο. «Μου κάνετε πλάκα;»

Οι δύο ντετέκτιβ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό. Δεν έμοιαζαν να με πολυσυμπαθούν και η απάντησή τους το απέδειξε:

«Είναι σοβαρό το θέμα, δεσποινίς Χέρμαν» μίλησε για πρώτη φορά ο άλλος ντετέκτιβ. «Πού ήσασταν εχθές το βράδυ;»

«Συγγνώμη, εννοείτε ότι έγινε φόνος δίπλα στο σπίτι μου;» είπα με τσιριχτή φωνή.

Ίσως είχα αντιδράσει κάπως υπερβολικά, αλλά το γεγονός ήταν σοκαριστικό.

«Ποιος είπε κάτι για δολοφονία;» ρώτησε ο πρώτος άντρας.

«Τ-το υπέθεσα. Επειδή με ρωτήσατε πού ήμουν και… ήταν νέοι άνθρωποι. Υγιείς, δραστήριοι. Δεν μου φάνηκε λογικό να πέθαναν και οι δύο μαζί από φυσικά αίτια».

Οι δύο αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πρώτος μίλησε ξανά ο ντετέκτιβ Φόι:

«Πού ήσασταν χθες από τις εννιά το βράδυ έως τις τρεις το πρωί;»

«Συγγνώμη, τι συνέβη ακριβώς;»

«Δεν μπορούμε να μοιραστούμε πληροφορίες σχετικά με την έρευνα».

«Το καταλαβαίνω αυτό» είπα λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι είχα σκοπό «δεν νομίζετε όμως ότι πρέπει να ξέρω κάτι; Αν έγινε κάποιο έγκλημα δίπλα στο σπίτι μου, αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκομαι και εγώ σε κίνδυνο;»

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, δεσποινίς Χέρμαν. Παρακαλώ, απαντήστε στην ερώτηση».

Τα χέρια μου κουνήθηκαν νευρικά και το βλέμμα μου άρχισε να γυρίζει στο δωμάτιο. Συνήθως δεν θυμόμουν τι είχα φάει την προηγούμενη ημέρα.

«Εδώ. Βγήκα για τρέξιμο κατά τις έντεκα. Δεν κράτησα χρόνο, αλλά…» εξήγησα και μετά έδωσα μερικές στιγμές στον εαυτό μου, ψάχνοντας να βρω τι ώρα είχα επιστρέψει. Κανείς τους δεν με διέκοψε. «…πρέπει να έλειπα γύρω στη μισή ώρα. Ίσως σαράντα πέντε λεπτά. Όταν γύρισα, έκανα μπάνιο και κάθισα να δουλέψω».

«Τέτοια ώρα;»

«Είμαι νυχτερινός τύπος. Μου είναι πιο εύκολο να συγκεντρωθώ το βράδυ».

«Τι δουλειά κάνετε;»

«Αρθρογραφώ σε ένα γυναικείο blog» απάντησα στον ψηλότερο άνδρα. Ο άλλος με κοιτούσε, αλλά δεν έμοιαζε να συμμετέχει στην κουβέντα ούτε καν παθητικά. «Γράφω άρθρα για σεξ και σχέσεις και απαντάω σε ερωτήσεις αναγνωστριών. Λύνω τα προβλήματά τους».

Η αναφορά στο σεξ τούς ταρακούνησε και τους δύο. Κάθε φορά που εξηγούσα έτσι τη δουλειά μου –και το έκανα συχνά–, έβλεπα τους ανθρώπους να τσιτώνουν· άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους, άλλοι ξερόβηχαν, κανείς δεν με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια. Δεν ήταν ότι τους σόκαρε τόσο η αναφορά, όσο ότι τους ερχόταν στο μυαλό το δικό τους πρόβλημα και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου πίστευαν πως ήξερα τι ήταν αυτό που τους ταλαιπωρούσε. Λες και ήμουν μέντιουμ. Για να πω την αλήθεια, όμως, τις περισσότερες φορές μάντευα σωστά.

Ο ντετέκτιβ Γουέστ με κοίταξε πρώτος. Αυτό έλεγε πολλά. Δεδομένης της ηλικίας του –έμοιαζε γύρω στα τριάντα πέντε–, θα έλεγες ότι προσπαθούσε να πείσει την γκόμενά του να κάνει κάτι που δεν ήθελε.

Αν δεν ήταν σε υπηρεσία, ίσως με ρωτούσε πώς μπορούσε να την καλοπιάσει για να την πάρει από πίσω. Η εμπειρία μου λέει πως, αν δεν σε έχει αφήσει μετά από τα πρώτα παρακάλια, δεν θα σε αφήσει ποτέ και η μόνη επιλογή σου είναι να το κάνεις ούτως ή άλλως και μετά να πεις «συγγνώμη, γλίστρησα και έπεσα μέσα στον κώλο σου», ελπίζοντας ότι θα της αρέσει. Κατά πάσα πιθανότητα όμως δεν θα της αρέσει.

Όχι ότι εγώ θα πρότεινα ποτέ τέτοιο πράγμα και ότι εκείνος θα παραδεχόταν ποτέ πως θα έκανε τέτοιο πράγμα. Οι περισσότεροι δεν θα το παραδέχονταν. Οι υπόλοιποι ήταν ακόμα μεγαλύτερα μουνόπανα, για να μην το θεωρούν πρόβλημα.

«Δουλεύατε τόσες ώρες;» με ρώτησε τελικά ο ντετέκτιβ Φόι.

Του είχε πάρει μερικές στιγμές να στρέψει και πάλι την προσοχή του πάνω μου. Αυτό ήταν ξεκάθαρο σημάδι στυτικής δυσλειτουργίας.

«Το καλοκαίρι πάντα έχω περισσότερη δουλειά. Ο κόσμος πάει διακοπές και θέλει να μάθει πώς να αναζωπυρώσει τον έρωτα ή να περάσει καλά» είπα με νόημα. «Εκτός αυτού, βρίσκω ότι, όταν δουλεύω απ’ το σπίτι, πάντα μου παίρνει περισσότερο χρόνο να κάνω πράγματα. Λίγο να μπεις στο Instagram, λίγο να πλύνεις τα πιάτα, περνάει η ώρα».

Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν ξανά και το μέντιουμ, που όλοι πίστευαν ότι έκρυβα μέσα μου, άρχισε πάλι τις εικασίες. Λίγο να μαζέψεις το σπίτι, λίγο να σκοτώσεις τους γείτονές σου, σκέφτονταν.

«Μπορεί κάποιος να καταθέσει για τις κινήσεις σας;»

Ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Μίλησα με φίλους στο ίντερνετ» είπα κάπως αβέβαια.

Δεν ήμουν σίγουρη για το αν πιανόταν ως άλλοθι ή όχι.

«Θα χρειαστούμε τα ονόματά τους» είπε και άνοιξε το μπλοκάκι του.

Πήγα στο δωμάτιό μου για να πάρω το κινητό μου. Έπειτα κάθισα ανάμεσά τους και άρχισα να τους δείχνω τις συνομιλίες στην εφαρμογή. Ο ένας σημείωνε ονόματα και ώρες, ο άλλος απλώς παρακολουθούσε. Δεν ξέρω αν κοιτούσε το κινητό ή το στήθος μου μέσα από τη χαμηλή λαιμόκοψη, αλλά επέλεξα να πιστεύω το δεύτερο. Ήταν ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα. Είχε σχεδόν τα διπλά μου χρόνια, αλλά αυτό δεν με είχε πειράξει και ποτέ. Παρά τη στυτική δυσλειτουργία.

Έδωσα και τις τελευταίες πληροφορίες στον ντετέκτιβ Γουέστ και επέστρεψα στην προηγούμενη θέση μου.

«Τίποτε άλλο;» με ρώτησε ο ψηλός άντρας.

«Είμαι ύποπτη, ντετέκτιβ;» ρώτησα κάπως ενοχλημένη.

«Σε αυτό το στάδιο της έρευνας ακόμη συλλέγουμε στοιχεία» είπε ξερά.

Ούτε μην ανησυχείτε, ούτε καν ένα απλό προσπαθούμε να αποκλείσουμε ανθρώπους.

«Θα επικοινωνήσουμε μαζί τους» μουρμούρισε ο άλλος αστυνομικός, όταν σταμάτησε να γράφει, πιο πολύ σαν να μιλούσε στον εαυτό του παρά σε εμένα.

«Εσείς δεν ακούσατε κάτι;» σχεδόν τον διέκοψε ο ντετέκτιβ Φόι.

Πλέον με κοιτούσαν και οι δύο πολύ εξεταστικά. Ήμουν σίγουρη ότι ήθελαν να μου κάνουν αυτή την ερώτηση από την πρώτη στιγμή.

Έκανα ότι σκεφτόμουν, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε λόγος.

«Φοβάμαι πως όχι. Φοράω συνέχεια ακουστικά, για να πνίξω τους ήχους του δρόμου και δύσκολα περνάει κάτι μέσα απ’ τη μουσική».

«Δηλαδή δεν ακούσατε κάποια πόρτα να ανοίγει ή φωνές;»

Ανασήκωσα τους ώμους.

«Λυπάμαι, ντετέκτιβ. Μου φαίνεται κι εμένα περίεργο που δεν κατάλαβα τους πυροβολισμούς. Υποθέτω ότι μπορεί να τους άκουσα και να νόμιζα ότι έρχονταν απ’ έξω ή ότι ήταν κάτι άλλο».

«Τους πυροβολισμούς;» κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αλλά συνέχιζε να μιλάει ο ντετέκτιβ Φόι. «Ποιος είπε κάτι για πυροβολισμούς».

Θα έκοβα τον λαιμό μου ότι φαινόμουν αγχωμένη.

«Όχι… ε… κανείς. Δεν ξέρω, απλώς υπέθεσα ότι έτσι πέθαναν».

Τα βλέμματα των αστυνομικών συναντήθηκαν για μια ακόμα φορά, πριν ο ψηλότερος από τους δύο μου πει:

«Κάποιος τους επιτέθηκε με τσεκούρι».

Τα μάτια μου γούρλωσαν για άλλη μία φορά. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με είχε σοκάρει το ότι μου είπαν τέτοιο πράγμα. Πού είχε πάει το δεν μπορούμε να μοιραστούμε πληροφορίες σχετικά με την έρευνα;

«Τι πράγμα;» ρώτησα με φωνή στα όρια της υστερίας.

Οι ντετέκτιβ δεν είπαν τίποτα, απλώς έμειναν να με κοιτάζουν, κι εγώ συνέχισα:

«Θέλετε να μου πείτε ότι ένας τρελός σκότωσε τους γείτονές μου με τσεκούρι, ενώ εγώ ήμουν λίγα μέτρα μακριά;»

«Λυπάμαι για την απώλειά σας–» ξεκίνησε να λέει ο ψηλός άντρας, πριν τον κόψω.

«Ποια απώλειά μου, ντετέκτιβ; Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση τους. Τι μου λέτε τώρα;»

«Σας διαβεβαιώ ότι δεν διατρέχετε κανέναν κίνδυνο. Πιστεύουμε ότι η επίθεση ήταν στοχευμένη» είπε πριν λάβει ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα από τον αστυνόμο Φόι.

«Ακόμα και στοχευμένη να ήταν» είπα το ίδιο υστερικά «θα μπορούσε να είχε κάνει λάθος. Οι πόρτες μας είναι δίπλα δίπλα. Αν έμπαινε εδώ και όχι στο δικό τους διαμέρισμα;» σηκώθηκα και άρχισα να περπατώ πάνω κάτω στο σαλόνι.

Έτριβα το μέτωπό μου, ο λαιμός μου είχε πονέσει από τις φωνές και το πρόσωπό μου πρέπει να είχε γίνει κόκκινο. Η πιθανότητα αυτή ήταν εξαιρετικά τρομακτική για να αντιδράσω πιο ήρεμα.

«Ο δολοφόνος μάλλον είχε κλειδί» προσπάθησε να με κάνει να ηρεμήσω ο ντετέκτιβ Γουέστ.

Εκείνος φαινόταν να με συμπαθεί κάπως. Πήγε να πει και κάτι άλλο, αλλά ο μεγαλύτερος άνδρας τον διέκοψε.

«Εσείς έχετε κλειδί του διαμερίσματος των Μπρονζ;»

Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω του. Η επιμονή του να με θεωρεί ύποπτη με ενοχλούσε. Λίγες στιγμές αργότερα, όμως, υποχώρησα. Απλώς έκανε τη δουλειά του.

«Είχα. Πήγαν διακοπές και μου το είχαν αφήσει, για να τους ποτίζω τα φυτά. Το έδωσα πίσω όταν επέστρεψαν».

«Μπορεί να το διαβεβαιώσει κάποιος αυτό;»

«Δεν ξέρω, ντετέκτιβ» φώναξα «εσείς δίνετε αναφορά σε κανέναν για τα δανεισμένα αντικλείδια σας;»

Αυτό τον έκανε να μαζευτεί κάπως, τη στιγμή όμως που έμοιαζε έτοιμος να μου ζητήσει συγγνώμη –ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω– τα μάτια του έπεσαν στον λαιμό μου. Καθώς περπατούσα, τα μαλλιά μου είχαν μετακινηθεί, εμφανίζοντας περισσότερο τις σκουρόχρωμες μελανιές πάνω στο δέρμα.

«Πότε αποκτήσατε αυτά τα σημάδια;» με ρώτησε με μια περιπαικτική χροιά γεμάτη ενδιαφέρον. Ήταν λες και είχε λύσει την υπόθεση.

Ενστικτωδώς έφερα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό μου και έτριψα το μελανιασμένο σημείο.

«Χθες το πρωί. Γύρω στις τέσσερις» επέστρεψα στη θέση μου.

«Από τι;» Τώρα και οι δύο έμοιαζαν να έχουν στρέψει ολόκληρη την προσοχή τους πάνω μου.

«Μου αρέσουν οι πιο άγριες εμπειρίες στο σεξ» εξήγησα, κάνοντάς τους να νιώσουν ακόμα πιο άβολα.

«Τις μελανιές σάς τις έκανε ο σύντροφός σας» είπε ο αστυνόμος Φόι, χωρίς να δείχνει ότι με πίστευε.

Ένευσα.

«Συναινετικά» επέμεινε με την ίδια αμφισβήτηση στη φωνή του.

«Μάλιστα, ντετέκτιβ, εγώ του το ζήτησα».

Το βλέμμα του δεν με άφησε για αρκετή ώρα. Φαινόταν να ζυγίζει μέσα του την πιθανότητα να του έλεγα ψέματα. Έπειτα γύρισε στον αστυνόμο Γουέστ και του είπε να φέρει τον δόκτορα Γκαντ από δω. Ο άντρας υπάκουσε αμέσως και με άφησε μόνη μου με τον αστυνομικό.

«Ελπίζω να μην έχετε πρόβλημα να εξετάσει τις μελανιές σας ο ιατροδικαστής».

Το βλέμμα του με προκαλούσε να του πω ότι διαφωνούσα, για να μπορέσει να με πάει στο τμήμα.

«Κανένα» απάντησα απλά και τράβηξα τα μαλλιά μου πίσω σε προετοιμασία της άφιξης του ειδικού.

«Θα χρειαστούμε το όνομα του συντρόφου σας» συνέχισε, χωρίς να χάσει καιρό.

«Δεν ήταν σύντροφός μου και δεν ξέρω το όνομά του. Τον γνώρισα σε ένα μπαρ».

«Φέρατε έναν άγνωστο στο σπίτι σας, χωρίς πρώτα να ρωτήσετε το όνομά του» επιβεβαίωσε την πληροφορία και πλέον ήμουν σίγουρη ότι δεν με πίστευε.

«Δεν τον έφερα στο σπίτι μου, πήγαμε σε ξενοδοχείο. Εσείς θα ξέρετε καλύτερα απ’ τους περισσότερους ότι κυκλοφορούν πολλοί ανώμαλοι εκεί έξω. Δεν είμαι ηλίθια, για να δίνω το όνομα και τη διεύθυνσή μου σε εν δυνάμει ψυχοπαθείς».

«Βγαίνετε όμως μαζί τους» επέμεινε εκείνος.

Δεν με συμπαθούσε και τώρα που δεν υπήρχαν μάρτυρες είχε σκοπό να το δείξει.

«Έχω κι εγώ τις ανάγκες μου. Δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές όταν δεν βγαίνεις σταθερά με κάποιον».

«Θυμάστε τουλάχιστον πώς ήταν ο άντρας αυτός;» με ειρωνεύτηκε.

«Συνηθίζω να θυμάμαι τους ανθρώπους με τους οποίους κάνω σεξ. Μπορώ να σας δώσω το όνομα του μπαρ και του ξενοδοχείου, αν θέλετε να τον ψάξετε, αλλά δεν φαντάζομαι να καταφέρετε και πολλά».

Ήμουν σίγουρη για αυτό. Στο ξενοδοχείο δεν είχαν κρατήσει τα στοιχεία μας και αμφέβαλα για το αν θα τον ήξερε κανείς στο μπαρ. Παρ’ όλα αυτά ο αστυνόμος μού ζήτησε τις πληροφορίες και, ενώ ο ντετέκτιβ Γουέστ και ένας κοντός άνδρας έμπαιναν στο σαλόνι, ο Φόι έγραφε τα στοιχεία στο μπλοκάκι του. Τελικά όμως δεν μου ζήτησε περιγραφή.

Ο δόκτωρ Γκαντ συστήθηκε και, αφού πήρε την άδειά μου να εξετάσει τον λαιμό μου και μου ζήτησε να πιάσω πάνω τα μαλλιά μου, άρχισε να παρατηρεί τα σημάδια στο δέρμα μου με τα γαντοφορεμένα χέρια του στους ώμους μου.

«Ο επιτιθέμενος βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με το θύμα και ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτό. Από το μέγεθος των χεριών ήταν κατά πάσα πιθανότητα άντρας» μονολόγησε με τη ματιά του ακόμη προσηλωμένη στον λαιμό μου.

«Είναι του Μπρονζ;»

«Δεν μπορώ να συλλέξω αποτυπώματα από τις μελανιές, Μάρτιν. Θα μπορούσαν να είναι του θύματος, παράλληλα όμως τα χέρια του ήταν αρκετά συνηθισμένα. Καμία γενετική ιδιομορφία».

«Τι θα πει αυτό;» ρώτησε ανυπόμονα ο ψηλότερος ντετέκτιβ.

«Δεν είχε έξι δάχτυλα ή χέρια σαν κουπιά» διέκρινα μια αμυδρή ειρωνεία στη φωνή του ιατροδικαστή.

«Πότε έγιναν οι μελανιές;»

«Δεν μπορώ να ορίσω τον ακριβή χρόνο. Βάσει του χρώματος μπορεί να έγιναν χθες το πρωί, χθες το βράδυ ή κάποια στιγμή στο μεσοδιάστημα».

Ο μεγαλύτερος ντετέκτιβ ευχαρίστησε τον ιατροδικαστή και μείναμε ξανά οι τρεις μας.

«Οπότε δεν μπορείτε να μας δώσετε το όνομα του άνδρα, με τον οποίο περάσατε το πρωινό σας μία ημέρα πριν από τη δολοφονία, και δεν υπάρχει κάποιος να μας επιβεβαιώσει τις κινήσεις σας εκείνες τις ώρες».

«Παρήγγειλα φαγητό κατά τη μία και μισή το βράδυ, αν αυτό βοηθάει».

Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου και εκείνοι το καταλάβαιναν. Δεν θα είχαν πολύ περισσότερο χρόνο μαζί μου.

Ο αστυνόμος Γουέστ σημείωσε το όνομα του μαγαζιού, ενώ ο Μάρτιν έμεινε να με παρατηρεί.

«Έχετε στην ιδιοκτησία σας τσεκούρι;» με ρώτησε αμέσως μετά.

«Σας μοιάζω για ξυλοκόπος, ντετέκτιβ;»

Στα χείλη του νεαρότερου άνδρα είδα να εμφανίζεται ένα χαμόγελο, το οποίο χάθηκε την επόμενη στιγμή.

«Ποια ήταν η σχέση σας με τα θύματα;» συνέχισε ο αστυνόμος, χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.

«Τυπική. Λέγαμε ένα γεια όταν βλεπόμασταν, πρόσεχα τα φυτά τους όταν έλειπαν, πρόσεχαν τη γάτα μου όταν έλειπα. Αν πλήρωνα το ενοίκιο στην ώρα μου, δεν είχαμε περαιτέρω επαφές». Οι άντρες με κοίταξαν. Μου πήρε λίγο να καταλάβω. «Την κλείνω στο μπάνιο, όταν πέφτω για ύπνο».

«Αυτό το διαμέρισμα δηλαδή ήταν δικό τους;» με ρώτησε δείχνοντας το πάτωμα.

«Ναι. Μένω εδώ δύο χρόνια».

«Πώς ήταν σαν γείτονες;»

Ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Κανονικοί. Στέκονταν πάντα στο παράθυρο, όταν κάποιος ερχόταν ή έφευγε απ’ το σπίτι μου, τσακώνονταν πού και πού, αλλά έχω ζήσει δίπλα και από χειρότερους».

«Γνωρίζετε τον Μάικλ Μπρονζ;»

«Τον γιο τους» επιβεβαίωσα. Ο άντρας ένευσε. «Τον έχω δει μερικές φορές, δεν νομίζω όμως ότι έχουμε μιλήσει ποτέ».

«Αυτό μου φαίνεται κάπως περίεργο. Νέος άντρας αυτός, νέα γυναίκα εσείς, θα ήταν π–»

«Μην μπαίνετε στον κόπο» τον διέκοψα. «Είναι ωραίο παιδί, αλλά δεν ήθελα να περιπλακεί ποτέ τόσο πολύ το θέμα με τους διπλανούς».

Έπειτα κανείς μας δεν μίλησε για λίγο. Ο αστυνόμος Φόι έμοιαζε σαν να έψαχνε απελπισμένα να με ρωτήσει κάτι άλλο, αλλά δεν έβρισκε τι. Τελικά σηκώθηκε.

«Θα είμαστε σε επικοινωνία» μουρμούρισε και μου έδωσε την κάρτα του. «Αν σκεφτείτε το οτιδήποτε, μη διστάσετε να με καλέσετε».

Ο άλλος ντετέκτιβ με αποχαιρέτησε με ένα νεύμα και έφυγαν.

Από την είσοδο μπορούσα να δω άνδρες με άσπρες στολές και γάντια να μπαινοβγαίνουν στο διπλανό διαμέρισμα. Αυτό συνέβαινε όλη την υπόλοιπη ημέρα, παρότι όμως το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, σπάνια άκουγα κάτι περισσότερο από σύντομες συζητήσεις. Μέσα σε όλα εξέτασαν και τον διάδρομο ανάμεσα στις δύο πόρτες. Υπέθεσα για ίχνη αίματος.

Η Σήμανση επέστρεψε την άλλη μέρα για λίγες ώρες και μετά το σπίτι έμεινε κενό. Σύντομα κάποια οικογένεια θα γινόταν ευτυχισμένη, όταν θα μπορούσε να μείνει σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο της Νέας Υόρκης σε εξευτελιστική τιμή.

Ήλπιζα να μην είχαν παιδιά.

Ήλπιζα να ήξεραν να κάνουν ησυχία.

Γενικά ήλπιζα να μη χρειαζόταν να βρω δεύτερο τσεκούρι.
Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ. Καθόμουν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή με τα χέρια μου να τρέμουν νευρικά από τον θυμό. Τις τελευταίες εβδομάδες είχα μάθει να βιώνω ένα καινούριο συναίσθημα: την οργή που σε τυφλώνει.

Η απλή οργή είναι όταν μαθαίνεις για έναν δικτάτορα που σκοτώνει παιδάκια στην Αφρική· καταλαβαίνεις την αδικία, τη νιώθεις στο στομάχι σου, αλλά περνάει. Η οργή που σε τυφλώνει είναι όταν η όρασή σου μαυρίζει, όταν νιώθεις ότι τα όρια που βάζεις στον εαυτό σου έχουν πια χαθεί και πως, αν δεν καταφέρεις να συγκρατηθείς, δεν θα υπάρχει μέτρο στο τι μπορείς να κάνεις.

Δεν είμαι τρελή. Δεν πηδούσα απ’ τη μία κατάσταση στην άλλη μέσα σε μια στιγμή σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μου πήρε τουλάχιστον έναν χρόνο να φτάσω εκεί και ξεκίνησε με τη μόνωση στην ταράτσα. Μια μέρα οι εργάτες εμφανίστηκαν και έβαλαν τα τρυπάνια τους στην πρίζα. Η Έιπριλ επί έναν ολόκληρο μήνα μου υποσχόταν ότι η κάθε μέρα ήταν η τελευταία και πώς θα μπορούσα να κοιμηθώ τα πρωινά από την επόμενη κιόλας. Τα νεύρα μου έσπασαν, αλλά το σπίτι έμαθε να συγκρατεί τη θερμοκρασία, οπότε δεν το έκανα θέμα.

Δύο μήνες μετά ξεκίνησε η ανακαίνιση στην κουζίνα. Στη δική τους κουζίνα, που ήταν ακριβώς δίπλα στο υπνοδωμάτιό μου. Τους πήρε δύο εβδομάδες να σπάσουν τα παλιά πλακάκια. Στο μεσοδιάστημα εγώ ξυπνούσα στις επτά το πρωί και καθόμουν μέχρι τις τρεις το μεσημέρι πότε σε πάρκα σαν τον άστεγο και πότε σε πηγμένα Starbucks μαζί με όλους τους άλλους αποτυχημένους συγγραφείς. Η ανακαίνιση όμως ολοκληρώθηκε, οι εργάτες έφυγαν και εγώ έμεινα να απολαμβάνω τον πρωινό μου ύπνο. Μέχρι που η Έιπριλ ανακάλυψε το Keeping Up With The Kardashians στο Netflix.

Κάθε βράδυ από τις δέκα μέχρι τη μία, οπότε και έπεφταν συνήθως για ύπνο, η τηλεόραση ήταν στη διαπασών και η Έιπριλ με τον Τζον φώναζαν στην οθόνη, ελπίζοντας ότι η Κιμ, η Κλόι και δεν ξέρω κι εγώ ποιος άλλος θα τους άκουγαν. Είμαι άνθρωπος που δεν κοιμάται νωρίς όμως, και μπορούσα να πνίξω τον ήχο με λίγη μουσική. Έναν μήνα πριν όμως ξεκίνησε το τρίξιμο.

Δεν ξέρω τι προηγήθηκε, αλλά τη μία μέρα όλα ήταν καλά και την άλλη άρχισαν να ακούγονται διαπεραστικοί ήχοι από καρέκλες και τραπέζια που σέρνονταν στο μαρμάρινο πάτωμα. Ίσως είχαν πάρει καινούριες και τις είχαν από χαρά, ίσως το έκαναν επίτηδες, αλλά κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ, όσο οι γείτονές μου ήταν στο σπίτι, τραβούσαν καρέκλες.

Ήταν λες και με τιμωρούσε ο Θεός για όλες τις φορές που είχα συμβουλέψει ανυπόστατες μαλακίες στα άρθρα μου. Το τρίξιμο της καρέκλας στο πάτωμα που σε ξυπνάει στις έξι το πρωί είναι η προσωπική μου Κόλαση. Και να το τώρα πάλι στις έντεκα το βράδυ να ακούγεται πάνω από τις ένρινες φωνές της γνωστότερης οικογένειας στην Αμερική.

Συνήθως η αίσθηση αυτή μου περνάει. Πάνε για ύπνο και μέσα στην ησυχία καταφέρνω να σύρω τον εαυτό μου στην ηρεμία. Την τελευταία φορά όμως δεν έγινε αυτό. Η οργή γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Την ένιωθα να βράζει το στήθος μου, να ανακατεύει το στομάχι μου και να τσιμπάει τα γεννητικά μου όργανα. Πίστευα ότι το κεφάλι μου θα ανατιναζόταν, αν δεν έκανα κάτι – κάτι άλλο από το να ψάξω για νέο διαμέρισμα. Οπότε βγήκα για τρέξιμο.

Δεν ξέρω πόση ώρα ή πόσα χιλιόμετρα έτρεξα, το μόνο που ξέρω είναι ότι, όταν επέστρεψα, ήμουν το ίδιο εκτός εαυτού. Έτσι, μπήκα στο σπίτι μου. Φόρεσα μία ολόσωμη πιτζάμα, αντιολισθητικές κάλτσες και τα κόκκινα γάντια φούρνου. Πρέπει να ήμουν τόσο τρομακτική όσο και γελοία. Έπιασα τα μαλλιά μου σε έναν σφιχτό κότσο και τα έβαλα μέσα σε ένα σκουφάκι μπάνιου. Τέλος πήρα ένα κουζινομάχαιρο και το κλειδί του διπλανού διαμερίσματος. Δεν μου το είχαν ζητήσει πίσω. Τους το είχα επιστρέψει και μου είχαν πει να το κρατήσω για ώρα ανάγκης.

Δεν είχα βρεθεί ποτέ σε μεγαλύτερη ανάγκη.

Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Τα φώτα ήταν κλειστά και κανείς δεν καθόταν στο σαλόνι. Κοιμούνταν. Ξεκίνησα να προχωράω προς την κρεβατοκάμαρα και τότε θυμήθηκα το τσεκούρι. Ήταν στην ντουλάπα δίπλα στην είσοδο. Εκεί κρατούσαν όλα τα εργαλεία τους. Το είχα δει όταν τους είχα ζητήσει ένα κατσαβίδι πριν από μερικούς μήνες.

Άφησα το μαχαίρι στο τραπέζι της κουζίνας και πήρα το βαρύ όπλο στα χέρια μου. Η λαβή γλιστρούσε λόγω των βαμβακερών γαντιών, αλλά αυτό δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο με το μαχαίρι.

Όταν έφτασα στον διάδρομο, άκουσα το καζανάκι και λίγες στιγμές αργότερα η Έιπριλ άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και ξεκίνησε να έρχεται νυσταγμένη προς το μέρος μου, πιστεύοντας ότι πήγαινε στο δωμάτιό της.

Ήταν ταιριαστό και σχεδόν ευχάριστο ότι θα πέθαινε εκείνη πρώτη. Της είχα πει ότι με ενοχλούσε ο θόρυβος, δεν θα της ήταν δύσκολο να βάλει αυτοκόλλητα κάτω από τις καρέκλες της ή να στρώσει ένα γαμημένο χαλί, αλλά όχι, εκείνη επέμενε ότι δεν έκανε τίποτα, ότι δεν άκουγε καν τα τριξίματα –θα πρέπει να έρχονταν από τους γείτονες στην άλλη μεριά.

Μάντεψε από πού θα σου ‘ρθει αυτό, καριόλα!

Η πρώτη τσεκουριά τη βρήκε στον δεξί ώμο και αίμα πετάχτηκε παντού. Πρώτα ακούστηκε ένα έντονο κρακ και έπειτα μια διαπεραστική τσιρίδα πόνου, βαθιά και δυνατή, και η Έιπριλ έπεσε στα γόνατα. Προσπάθησα να βγάλω το τσεκούρι από μέσα της, αλλά δεν τα κατάφερα. Έβαλα το δεξί μου πόδι για αντίσταση στην κοιλιά της και εκείνη έπεσε πίσω, μην μπορώντας να συγκρατήσει το βάρος μου μετά από το τραύμα.

Με τη δεύτερη προσπάθεια κατάφερα να ξεμαγκώσω το τσεκούρι από το κόκκαλό της και να της το χώσω στο μέτωπο. Οι φωνές της σταμάτησαν. Πάτησα πάνω στον λαιμό της και τράβηξα το τσεκούρι από μέσα της, αλλά δεν έλεγε να βγει, οπότε άρχισα να το κουνάω πέρα δώθε, για να ανοίξω μεγαλύτερη τρύπα και να το ελευθερώσω. Με κάθε κίνηση της λεπίδας τα άκρα της Έιπριλ κινούνταν αντανακλαστικά. Όταν τελικά κατάφερα να το τραβήξω, η φόρα με έκανε να χάσω την ισορροπία μου και να πάω προς τα πίσω.

Τότε έπεσα πάνω σε κάτι και μαζί πέσαμε και οι δύο στο έδαφος. Το τσεκούρι έφυγε μερικά μέτρα μακριά.

Ο Τζον πρόλαβε να σηκωθεί πριν από εμένα και ανέβηκε πάνω μου. Έφερε τα χέρια του στον λαιμό μου και άρχισε να πιέζει. Ένιωθα την ακοή μου να εξασθενεί και το αίμα να παγιδεύεται στο κεφάλι μου. Ξεκίνησα να κουνάω τα χέρια μου πάνω κάτω, να τον χτυπάω και να προσπαθώ να πιάσω τον δικό του λαιμό, αλλά δεν τα κατάφερα και το οπτικό μου πεδίο μαύριζε αργά και σταθερά.

Τελικά κοπάνισα τα αρχίδια του με την κάτω άκρη της γροθιάς μου. Εκείνος έχασε τη λαβή του και εύκολα πια κατάφερα να τον ρίξω στο πλάι. Έπεσε στο πάτωμα βαριανασαίνοντας και κλαίγοντας σιγανά σαν σκυλί. Σύρθηκα μέχρι το τσεκούρι.

Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του. Είχε καταφέρει να σταθεί στα γόνατα, αλλά ακόμη κρατούσε τα πονεμένα γεννητικά του όργανα. Σφίγγοντας το τσεκούρι και με τα δύο χέρια, το σήκωσα ψηλά για να πάρω φόρα και το κάρφωσα στην κορυφή του κεφαλιού του, νιώθοντας το μεγαλύτερο μίσος που έχω νιώσει ποτέ για άνθρωπο και πετυχαίνοντας το πιο ακριβές χτύπημα της ζωής μου.

Ο Τζον έπεσε πίσω κι εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν θα υπήρχε τρίξιμο πια. Τα άκρα μου θα πονούσαν για μερικές μέρες, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Ο θόρυβος είχε σταματήσει.

Κοίταξα τον εαυτό μου. Η ολόσωμη πιτζάμα μου είχε γεμίσει αίματα, το ίδιο και οι κάλτσες και το πρόσωπό μου, αν κρίνω απ’ ό,τι έβλεπα με την άκρη του ματιού μου. Τα γάντια μου είχαν πάρει μια ακόμα πιο σκούρα απόχρωση του κόκκινου.

Έδωσα μια στιγμή στον εαυτό μου για να σκεφτεί. Δεν έπρεπε να αφήσω στοιχεία.

Πήγα στο μπάνιο και βρήκα ένα ψαλιδάκι νυχιών. Γύρισα πίσω στον Τζον και άρχισα να καθαρίζω επιμελώς την περιοχή κάτω απ’ τα νύχια του. Τα γάντια που είχαν ποτίσει αίμα με δυσκόλευαν· είχα καρφώσει το ευαίσθητο δέρμα αρκετές φορές και σίγουρα ο Τζον θα παραπονιόταν αν ήταν ζωντανός.

Όταν τελείωσα, έβαλα το ψαλιδάκι στην τσέπη μου, πήρα το μαχαίρι μου απ’ το τραπέζι της κουζίνας και άνοιξα την πόρτα της εισόδου. Άφησα την ολόσωμη πιτζάμα και τις κάλτσες μου κάτω και βγήκα έξω γυμνή. Έκανα όλα τα πράγματα έναν μπόγο, τα πήρα στα χέρια μου και έκλεισα την πόρτα. Έβγαλα τα γάντια, τράβηξα προσεκτικά το κλειδί από τη σχισμή και μπήκα στο σπίτι μου. Βρήκα το κινητό μου, άναψα το φλας, άνοιξα το φως και εξέτασα σπιθαμή προς σπιθαμή τον διάδρομο, για να δω αν ήταν καθαρός.

Έκλεισα το κουβάρι με τα αποδεικτικά στοιχεία σε μια σακούλα σκουπιδιών. Έβαλα μέσα τα πάντα εκτός απ’ το μαχαίρι και τα άφησα στην άκρη. Θα κανόνιζα αργότερα πώς θα τα πετούσα.

Έπλυνα τα χέρια μου και ξαναπήρα το κινητό μου. Άρχισα να στέλνω μηνύματα. Έκανα ντους, απάντησα σε όσους μου είχαν μιλήσει, παρήγγειλα πίτσα και συνέχισα την κουβέντα. Το φαγητό μου ήρθε. Έτρωγα με το ένα χέρι και πληκτρολογούσα με το άλλο και λίγο αργότερα άκουσα το σκουπιδιάρικο να πλησιάζει. Έτρεξα κάτω και πρόλαβα τους υπεύθυνους του δήμου λίγο πριν φύγουν. Επέστρεψα πάνω, δούλεψα λίγο και έπεσα για ύπνο.

Την επόμενη με ξύπνησαν οι αστυνομικοί. Έπαιξα κορόνα–γράμματα τη ζωή μου και τους έδωσα το όνομα του ξενοδοχείου και του μπαρ που είχα γνωρίσει τον Νιλ σχεδόν μια μέρα πριν. Δεν πίστευα ότι θα τον έβρισκαν, αλλά δεν το απέκλεια και εντελώς. Έπρεπε όμως να εξηγήσω τις μελανιές στον λαιμό μου κάπως και όχι μόνο αυτή ήταν η εύκολη λύση, αλλά ήταν και η πρώτη που μου είχε έρθει στο μυαλό. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν πολλά από τα σημάδια. Είχα γράψει ένα άρθρο για αυτά.

Ήρθαν και τη μεθεπόμενη. Ήθελαν να ψάξουν το σπίτι. Κοίταξαν το συρτάρι με τις κάλτσες μου, βρήκαν τα μπλε γάντια κουζίνας δίπλα στον φούρνο και πήραν το ψαλιδάκι για τα νύχια μου για ανάλυση. Το επέστρεψαν λίγες μέρες αργότερα. Ήλπιζα ότι τα σκουπίδια μου είχαν καεί μέχρι τότε. Ακόμα περισσότερο ήλπιζα ότι ήμουν υπερβολική και ότι δεν θα σκέφτονταν να ψάξουν μέχρι εκεί. Η είσοδος του σπιτιού δεν είχε κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και το σκουπιδιάρικο πρέπει να με έκρυβε από τις κάμερες του δρόμου.

Το τρίξιμο και η αδικαιολόγητη φήμη των Kardashians με οδήγησαν στον φόνο. Η δουλειά μου και το πηγαίο θράσος μου με προστάτευσαν από την αποκάλυψή του. Η ακατανίκητη ανάγκη μου να φωνάξω ένα άντε γαμήσου στη μούρη του ντετέκτιβ Φόι με έκαναν να γράψω την ιστορία μου.

Ο αστυνόμος Μάρτιν Φόι πέθανε εν ώρα υπηρεσίας λίγα χρόνια αργότερα, όποτε το άντε γαμήσου πάει στη μνήμη του. Δεν με έπιασες ποτέ, μαλάκα, παρά τις ειρωνείες σου και τα εξεταστικά σου βλέμματα. Φάε σκατά! Κάποια στιγμή θα πεθάνω κι εγώ και, αν τον πετύχω στην Κόλαση, το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να φέρω ένα κωλοδάχτυλο τόσο κοντά στη μούρη του, που θα τον κάνει να αλληθωρίσει.


Βρείτε τα βιβλία της Εύης Φρυγανά εδώ