Χρωματιστοί Κόσμοι (Κεφάλαιο 4)

Οι τελευταίες τρεις βδομάδες ήταν πολύ δύσκολες για τους κατοίκους της Γκλας Σίτυ. Κυκλοφορούσε μια ασθένεια, που έτεινε να διαγνωστεί ως επιδημία. Ήταν άγνωστης προέλευσης κι είχε ως βασικά της συμπτώματα πολύ υψηλό πυρετό, βραχνό βήχα κι έντονη αιμόπτυση. Είχαν ήδη προσβληθεί οχτώ άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν καταφέρει να θεραπευτούν παρά τις μεγάλες προσπάθειες των γιατρών. Όλοι έτρεμαν μήπως αρρωστήσουν κι είχαν αρχίσει να κάνουν τυπικούς ελέγχους στην υγεία τους, με σκοπό να αποκλείσουν παν ενδεχόμενο. Αυτό που φόβιζε πιο πολύ τους ανθρώπους ήταν πως δεν ήξεραν τι έπρεπε να προσέχουν, προκειμένου να προστατευτούν από την ασθένεια. Εκτός των άλλων, δεν ήταν γνωστό εάν η αρρώστια ήταν μεταδοτική ή όχι. Έτσι, όσοι είχαν ήδη αρρωστήσει βρισκόντουσαν σε καραντίνα σε μια συγκεκριμένη πτέρυγα του τεράστιου νοσοκομείου και δεν μπορούσε να τους δει κανένας πέραν των γιατρών, οι οποίοι δεν παρέλειπαν να φορούν γάντια και μάσκες στο πρόσωπο.

Ο δήμαρχος της πόλης, αφού είχαν περάσει περίπου δέκα μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι γιατροί δεν είχαν καταφέρει να κάνουν κάποια ικανοποιητική διάγνωση, πήρε την απόφαση να στείλει μήνυμα στα κεντρικά γραφεία του Γαλάζιου Κόσμου. Πάντα, όταν υπήρχε κάποιο σοβαρό θέμα στην πόλη, ζητούσε τη βοήθεια των σπουδαίων επιστημόνων. Και τέτοιο θέμα υγείας ήταν σίγουρα πολύ σοβαρό. Ως συνήθως υπήρξε άμεση ανταπόκριση. Ένας από τους εκπροσώπους του Γαλάζιου Κόσμου μίλησε με τον δήμαρχο κι υποσχέθηκε, πως θα έφτανε την επόμενη κιόλας μέρα το πρωί μια δεκαμελής ομάδα εξειδικευμένων γιατρών, που θα εξέταζε τους ασθενείς και θα επεδίωκε να ξεδιαλύνει την κατάσταση, βρίσκοντας άμεση λύση.

Μόλις ανακοινώθηκε αυτό το πλάνο, το απόγευμα της ίδιας μέρας, από το δήμαρχο, όλοι φάνηκε να ανακουφίστηκαν κάπως.

Πράγματι στις οχτώ το πρωί της επομένης, όλοι όσοι έμεναν κατά μήκος της υπόγειας και καλά προστατευμένης από σίδερα αποβάθρας πρέπει να ξύπνησαν από τον εκκωφαντικό θόρυβο του ιπτάμενου οχήματος κατά την προσγείωση. Μια ομάδα δέκα γιατρών κατέβηκε από το όχημα και κατευθύνθηκε προς το γενικό νοσοκομείο της πόλης. Εκείνη τη μέρα οι γιατροί εξέτασαν εξονυχιστικά τους οχτώ ασθενείς, αλλά δεν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα. Τους χορήγησαν έναν συνδυασμό φαρμάκων και τους έκαναν πολλές εξετάσεις. Ανάμεσα σε αυτές τους πήραν και δείγμα αίματος για να το αναλύσουν στα εργαστήριά τους και να διαπιστώσουν τα αίτια και την προέλευση της ασθένειας. Έδωσαν ρητές εντολές στους γιατρούς του νοσοκομείου να ακολουθήσουν οι ασθενείς τους με ακρίβεια την αγωγή, που τους είχαν προτείνει για δεκαπέντε ημέρες. Εάν η κατάσταση τους χειροτέρευε θα τους ξαναέκαναν σύντομα επίσκεψη, έχοντας αυτή τη φορά μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, καθότι θα είχαν βγει και τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

Οι επόμενες δεκαπέντε ημέρες δεν ήταν καλές. Μετά από την επίσκεψη των γιατρών του Γαλάζιου Κόσμου οι άνθρωποι είχαν πάρει ελπίδες πως τα πράγματα θα πήγαιναν καλά. Αλλά τα πράγματα χειροτέρευσαν. Στην τρίτη πτέρυγα του νοσοκομείου μπορούσες να δεις μόνο ταλαιπωρημένα πρόσωπα, εξαντλημένα από την αρρώστια. Ανάμεσα τους ήταν ένα μικρό παιδί, μόλις εφτά χρονών. Ήταν ένα κορίτσι, που το έλεγαν Αρετή. Η μικρή Αρετούλα ήταν η μοναδική στην πτέρυγα, που είχε κάπως χαρούμενη διάθεση. Έπαιζε καθημερινά με τα παιχνίδια της και δεν παραπονιόταν, παρά μόνο για το φαγητό, που δεν της άρεσε και της προκαλούσε ναυτία. Οι υπόλοιποι εφτά ασθενείς τη σχολίαζαν. Θεωρούσαν πως ήταν αρκετά μικρή και γι’ αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Εξακολουθούσε να είναι ανέμελη, αγνοώντας τον κίνδυνο. Μέσα τους τη λυπόντουσαν.

Η Αρετούλα όμως ήταν χαρούμενη. Κι όχι γιατί δεν καταλάβαινε. Σίγουρα έβλεπε πως δεν ήταν καλά. Ένιωθε κάθε μέρα και πιο εξαντλημένη. Η αδυναμία της κι ο υψηλός πυρετός την είχαν κάνει να λιποθυμήσει ένα πρωινό. Κι είχε τρομάξει πολύ τότε. Μπορούσε όμως να είναι ακόμη χαρούμενη, γιατί είχε κάτι που κανένας άλλος εκεί μέσα δεν είχε. Είχε τη μαμά της. Είχε έναν άνθρωπο πλάι της να κοιμάται όλες αυτές τις μέρες. Κανένας άλλος δεν είχε κοντά του έναν δικό του άνθρωπο, να τού συμπαραστέκεται σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Όλοι οι πολίτες της Σκοτεινής Πόλης είχαν πιστέψει ότι η ασθένεια ήταν κολλητική. Έτσι, κανένας δεν ερχόταν ούτε για μια απλή σύντομη επίσκεψη στην πτέρυγα. Τόσες μέρες το κορίτσι δεν είχε δει κανέναν άλλο πέρα από γιατρούς. Αυτό την έκανε να καταλαβαίνει πόσο πολύ την αγαπούσε η μαμά της, η οποία αγνοούσε τον κίνδυνο, που θα μπορούσε να διατρέχει η υγεία της μόνο και μόνο για να είναι κοντά στην κόρη της. Κι αυτό τη γέμιζε με δύναμη και αισιοδοξία. Εξάλλου δεν ήθελε να στενοχωρεί και τη μητέρα της, που ήταν ήδη αρκετά λυπημένη.

Την δέκατη τέταρτη μέρα ένας νεαρός, είκοσι εφτά χρονών, λίγο έλειψε να πεθάνει. Άρχισε να ανασαίνει βαριά κι ο διπλανός του, ένας ηλικιωμένος άνδρας γύρω στα εβδομήντα, ανησύχησε και φώναξε τους γιατρούς. Πράγματι, οι γιατροί είπαν πως τα πράγματα ήταν σοβαρά. Έτσι, τον έβαλαν στην εντατική και ποιος ξέρει τι τού έκαναν για να τον κρατήσουν στη ζωή. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά κι ο νεαρός έζησε. Μετά από αυτό το περιστατικό όμως ακόμη κι οι τελευταίες ελπίδες άρχισαν να εξατμίζονται. Φαινόταν ξαφνικά λες και δεν υπήρχε σωτηρία για τους ανθρώπους της τρίτης πτέρυγας.

Και πριν καλά καλά ξημερώσει η δέκατη πέμπτη μέρα άλλος ένας άνδρας μεταφέρθηκε στην τρίτη πτέρυγα μέσα στα αίματα. Είχε κοντέψει να πνιγεί από το σάλιο και το αίμα μέσα στο στόμα του στον ύπνο του. Όταν ξύπνησε από τον τρομερό βήχα και την κομμένη ανάσα του εξαιτίας του παραλίγο πνιγμού του, βρήκε τη δύναμη να καλέσει το ασθενοφόρο στο σπίτι του. Δεν μπόρεσε όμως να εξηγήσει τίποτα στους γιατρούς για την κατάστασή του. Ο βήχας δεν τον είχε αφήσει να αρθρώσει λέξη. Μέχρι να πάει στο νοσοκομείο η αιμόπτυση ήταν τόσο έντονη που είχε γεμίσει όλο το πρόσωπό του αίματα. Ο πυρετός τον είχε κάνει να αισθάνεται τα βλέφαρα του βαριά και τα είχε για πολλή ώρα κλειστά. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του από τη στιγμή που τον έβαλαν μέσα στο ασθενοφόρο κι έπειτα. Όλα ήταν τόσο θολά, θαρρείς και βρισκόταν σε ένα όνειρο, σε ένα πολύ κακό όνειρο. Ο Πήτερ φαντάστηκε κάπου μέσα στον εφιάλτη του τη γλυκιά όψη της Αλίκης, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε ότι θα έκανε πολύ καιρό να τη δει.

Οι ασθενείς είχαν γίνει πλέον εννιά. Οι γιατροί είχαν πέσει πάνω στον Πήτερ κάνοντας του αμέτρητες ερωτήσεις για τις τελευταίες μέρες του πριν αρρωστήσει. Οι υπόλοιποι οχτώ ασθενείς είχαν αρρωστήσει σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Πήτερ ήταν ο μοναδικός που είχε νοσήσει με τέτοια διαφορά δεκαπέντε σχεδόν ημερών. Προσπαθούσαν λοιπόν να καταλάβουν τι έφταιγε. Δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν από τους ασθενείς, άρα δεν είχε κολλήσει. Έτσι κι αλλιώς κι η μητέρα της Αρετής βρισκόταν τόσες μέρες στην τρίτη πτέρυγα και δεν είχε κολλήσει. Και δεν φόραγε ούτε καν μάσκα. Η ασθένεια επομένως δεν έμοιαζε μεταδοτική. Ήταν μάλλον κάποιο μικρόβιο που κυκλοφορούσε στον αέρα. Αλλά πρέπει να ήταν πολύ περίεργο και δυνατό μικρόβιο, γιατί εκδηλωνόταν εντελώς ξαφνικά και ήταν ικανό να καταβάλει μέσα σε λίγα λεπτά και τον πιο δυνατό οργανισμό. Ο Πήτερ δεν είχε εμφανίσει κανένα σύμπτωμα νωρίτερα. Όπως είπε ήταν απόλυτα υγιής και δεν είχε ούτε καν κρυολογήσει τους τελευταίους μήνες.

Κατά τις εφτά το απόγευμα ήρθαν οι σπουδαίοι γιατροί ξανά, κρατώντας στα χέρια τους εμβόλια. Εμβολίασαν όλους τους ασθενείς κι είπαν ότι έπρεπε να γίνουν άλλοι δύο εμβολιασμοί ανά δέκα ημέρες περίπου. Μίλησαν για κάποιο μικρόβιο που κυκλοφορούσε αλλάζοντας μορφές και κάνοντας έτσι δύσκολο τον εντοπισμό του. Είπαν ακόμη ότι θα ήταν καλό να εμβολιαστούν όλοι για να έχουν αντισώματα απέναντι στην ασθένεια και να μην διατρέχουν μελλοντικά τον κίνδυνο να νοσήσουν. Ο δήμαρχος της πόλης θα μιλούσε δημόσια για το θέμα κι όσοι ήθελαν να εμβολιαστούν θα έπρεπε να το δηλώσουν στο δημαρχείο δίνοντας ένα συμβολικό χρηματικό ποσό, καθώς ο Γαλάζιος Κόσμος δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τόσα εμβόλια. Μόλις ετοιμαζόταν ο κατάλληλος αριθμός των εμβολίων οι γιατροί θα ξαναερχόντουσαν. 

Μετά τα εμβόλια η ελπίδα δημιουργήθηκε και πάλι. Μέσα στην πτέρυγα είχαν πλέον όλοι γνωριστεί για τα καλά μεταξύ τους. Ο νεαρός που είχε πάει να πεθάνει ονομαζόταν Φίλιπ κι ήταν ή μάλλον προσπαθούσε να γίνει τραγουδιστής. Μόλις είχε αρχίσει να υποχωρεί κάπως ο βήχας του άρχισε να τραγουδάει κάθε βράδυ ήσυχα μελωδικά τραγούδια, που σε όλους άρεσαν. Μονάχα η κιθάρα του τού έλειπε. Κι ήξερε να παίζει πολύ καλά. Ίσως γνώριζε να παίζει καλύτερα κιθάρα απ’ ότι ήξερε να τραγουδάει. Όπως και να ‘χε με τη φωνή του διασκέδαζε και τους υπόλοιπους. Ακόμη κι ο ηλικιωμένος άννδρας δίπλα του, ο κύριος Ρότζερ που πάντα ήταν χαμηλών τόνων κι αποζητούσε την ησυχία μέσα στις ιδιοτροπίες της ηλικίας του, απολάμβανε τα τραγούδια του νεαρού.

Ο μόνος που ήταν κάπως απόμακρος ήταν ο Πήτερ. Πάντα ήταν αρκετά κοινωνικός και κάποιες φορές γινόταν μέχρι και φλύαρος. Εκεί μέσα όμως δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Του φαινόταν πολύ βαρύ το κλίμα. Κι είχε συνηθίσει να είναι πάντα ενεργητικός και δυνατός. Τον σκότωνε να βρίσκεται όλη μέρα ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ήθελε να βγει έξω, να τρέξει, να κάνει πράγματα που του αρέσουν, πράγματα απλά και καθημερινά, που φαίνονται δεδομένα και που άμα δεν μας λείψουν δεν εκτιμούμε την απίστευτη αξία τους. Του είχε λείψει ήδη το τυπογραφείο, οι φίλοι του, οι γονείς του και πιο πολύ αυτή. Στενοχωριόταν που την τελευταία φορά που της είχε μιλήσει, αντί να κάνει έρωτα μαζί της, τής έκανε παράπονα και τής ζήταγε πράγματα, που ήξερε ότι δεν μπορούσε να του δώσει. Σκέφτηκε πως αν όλα πήγαιναν καλά κι έβρισκε ξανά την υγειά του, δεν θα χαράμιζε καμία στιγμή σε άσκοπες κουβέντες. Θα της ζήταγε να ήταν μαζί με όποιον τρόπο ήθελε αυτή. Αρκεί να είχε ξανά τη δυνατότητα να τη φιλήσει και να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της και την είχε ξαφνικά τόσο πολλή ανάγκη που του ήρθε να βάλει τα κλάματα. Εάν δεν ήταν άνδρας αυτή τη στιγμή θα άφηνε τον εαυτό του να κλάψει  μπροστά σε όλους.

 

Το χάδι στο πρόσωπο του τον ξύπνησε γλυκά. Και του φάνηκε πιο όμορφο κι από το χάδι της μητέρας του, όταν ήταν μικρό αγόρι. Άνοιξε τα μάτια του και την είδε ολοζώντανη μπροστά του. Φόραγε μια λευκή μάσκα, που έκρυβε το μισό της πρόσωπο. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια μεγάλη αλογοουρά. Την αναγνώρισε από τα εκφραστικά πράσινα μάτια της και τις έντονες, πυκνές, κατάμαυρες βλεφαρίδες της που κόντευαν να πεταχτούν πάνω από τα μεγάλα και στρόγγυλα γυαλιά της. Δεν περίμενε να τη δει. Κανένας δεν ερχόταν να τους επισκεφτεί εκεί μέσα κι αυτή είχε έρθει για χάρη του; Ξαφνικά χλόμιασε κι ένιωσε το κεφάλι του να βουίζει από την τρομάρα του. Έβλεπε όνειρο; Είχε παραισθήσεις; Η Αλίκη δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά του. Δεν επιτρέπονταν οι επισκέψεις. Λες κι είχε καταπιεί τη γλώσσα του, ήταν ανήμπορος να μιλήσει και να ρωτήσει τι συμβαίνει.

Ευτυχώς, οι φόβοι του εξατμίστηκαν μεμιάς, όταν η Αλίκη έγειρε πάνω από το κεφάλι του, παραμέρισε τη μάσκα της και τον φίλησε αργά και τρυφερά, δίχως να τη νοιάζει τίποτα. Κι ενώ αυτός βυθιζόταν μέσα στην άβυσσο από έρωτα γι’ αυτή τη γυναίκα αλλά κι από ευτυχία, έπρεπε να γίνει κάτι που θα τους επανέφερε και τους δυο στην πραγματικότητα. Μπήκαν μέσα οι γιατροί, κοίταξαν την Αλίκη με απορία κι άρχισαν να φωνάζουν. Αυτή η γυναίκα ήταν παλαβή! Είχε φορέσει άσπρη ρόμπα, γάντια και μάσκα κι είχε μπει χωρίς την άδεια των γιατρών. Μόνο η μητέρα της Αρετής είχε άδεια να βρίσκεται στην πτέρυγα κι αυτό γιατί δεν έβγαινε ποτέ από εκεί κι άρα δεν υπήρχε κίνδυνος να μεταφέρει έξω κάποιο μικρόβιο.

Οι γιατροί την έβγαλαν έξω κι αυτή βγήκε αλλά πρώτα έριξε μια κλεφτή ματιά στον Πήτερ κι αυτός ήξερε ότι πίσω από τη μάσκα της υπήρχε το πονηρό χαμόγελό της, γεμάτο ικανοποίηση που είχε καταφέρει για άλλη μια φορά στη ζωή της αυτό που ήθελε, αυτό που θεωρούσε σωστό, χωρίς να τη νοιάζει κανένα εμπόδιο. Αυτή η γυναίκα ναι ήταν παλαβή! Κι αυτός ήταν πιο σίγουρος από ποτέ ότι πιο πολύ απ’ όλα πάνω της είχε ερωτευτεί αυτή την τρέλα της!